Τουρκία: οικονομική ενίσχυση από την ΕΤΕ, εμμονή στις στρατηγικές
επιλογές, και
ένα ευρωπαïκό βήμα
Θεόδωρος Μπατρακούλης
Αντίβαρο, Απρίλιος 2006
Αυτό το κείμενο είναι γραμμένο σε μονοτονικό.
Διαβάστε την πολυτονική
του έκδοση
Στις διμερείς σχέσεις Ελλάδας-Τουρκίας, όσο και στην ημερήσια
διάταξη των ευρω-τουρκικών σχέσεων βρίσκονται σειρά ζητημάτων και
παραγόντων που καθορίζουν την συμπεριφορά του τουρκικού Κράτους.
Αυτά τα ζητήματα αναμένεται να κυριαρχήσουν στα δύο προαναφερόμενα
πεδία τα προσεχή χρόνια. Αντικείμενο έρευνας είναι, ιδιαίτερα, οι
επιδράσεις της επιχειρούμενης μεταρρυθμιστικής διαδικασίας
εξευρωπαïσμού στην εσωτερική πολιτική της Τουρκίας. Αξίζει να
σημειωθεί ότι ο όρος εξευρωπαïσμός (Europeanization)
χρησιμοπoιείται συχνά ως εναλλάξιμος προς τη λέξη εκδυτικοποίηση
(Westernization), και παραπέμπει στην αναζήτηση τρόπων ώστε μια
οντότητα να γίνει όμοια ή μέρος της Ευρώπης. Την τελευταία αρκετοί
άνθρωποι στην Τουρκία, που εντάσσονται σε διάφορες κοινωνικές
κατηγορίες, την θεωρούν ως το κέντρο του Δυτικού πολιτισμού.
Η
συμφωνία εξαγοράς του 46% των μετοχών της τουρκικής τράπεζας
FINANSBANK από την Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος (η μεγαλύτερη τράπεζα
με κρατική συμμετοχή) είχε εντυπωσιακό χαρακτήρα. Μαρτυρούσε τη
σοβαρή δουλειά στην εν λόγω τράπεζα τράπεζα, η οποία κινείται στην
κατεύθυνση της ενδυνάμωσης της ανταγωνιστικότητας, της κερδοφορίας
και της διεθνοποίησης των δραστηριοτήτων της. Αφετέρου,
αναδεικνυόταν ο δυναμισμός του ελληνικού τραπεζικού συστήματος, το
οποίο κυριαρχεί, με τις επενδύσεις του, στις περισσότερες βαλκανικές
χώρες και άρχιζε να επηρεάζει τις εξελίξεις και στην Τουρκία.
Ωστόσο, το πολύ σπουδαίο αυτό οικονομικό-πολιτικό γεγονός συνιστούσε
και αφορμή προβληματισμού τόσο για τα κριτήρια επιλογής των
επενδύσεων της συγκεκριμένης Τράπεζας και γενικότερα των Ελλήνων
επιχειρηματιών, όσο και για τις συνέπειες τέτοιων κινήσεων στην θέση
του Ελληνισμού και της Ελλάδας στο διεθνές σύστημα, και ιδιαιτέρως
στην ευρύτερη ευρασιατική γεωπολιτική περιοχή.
Στην
Ελλάδα αναζητούνται εναγωνίως επενδύσεις - ιδιαιτέρως παραγωγικού /
αναπτυξιακού χαρακτήρα - και οι άνεργοι είναι χιλιάδες, ενώ δεν
υπάρχουν διαθέσιμα 600 εκατομμύρια ευρώ για την διάσωση της
Ολυμπιακής. Την ίδια ώρα η ΕΤΕ, αφού πραγματοποίησε συσσώρευση
από το πλεόνασμα ή το υστέρημα των ελληνικών νοικοκυριών, η ΕΤΕ
επενδύει 3 δισ. ευρώ στην Τουρκία, συμβάλλοντας στην δημιουργία εκεί
νέων θέσεων εργασίας. Επιπλέον, έχει γραφεί στον τύπο ότι η Διοίκηση
της ΕΤΕ αγόρασε τις μετοχές της τουρκικής τράπεζας τέσσερες φορές
πάνω από τη λογιστική αξία τους!
Η
τουρκική οικονομία προσελκύει τους ξένους επενδυτές αφού
αναπτύσσεται με ετήσιο ρυθμό της τάξης του 7,5%, και το 2015-2020 η
Τουρκία θα γίνει πλήρες μέλος της Ε.Ε. ή πρόκειται να έχει τα
περισσότερα προνόμια και τις οικονομικές ευκαιρίες των κρατών-μελών
μέσα από μια ειδική σχέση. Αλλά, υπάρχει και η άλλη πλευρά της
ημισελήνου, της τουρκικής πραγματικότητας. Είναι μια χώρα με
τεράστια προβλήματα. Το έδειχνε και η νέα κλιμάκωση της
αντιπαράθεσης του κρατικού μηχανισμού με την πολυπληθή και
καταπιεσμένη κουρδική μειονότητα.
Η
Αγκυρα έχει επιχειρήσει, κατεπανάληψιν, την συσπείρωση του
συστήματος εξουσίας και των λαïκών μαζών χρησιμοποιώντας ως μέσο την
σκλήρυνση της πολιτικής της έναντι της Ελλάδας και της Κυπριακής
Δημοκρατίας. Από τα τέλη Μαρτίου 2006, ο πρωθυπουργός της Τουρκίας
Ρ. Ερντογάν ύψωνε πάλι τους τόνους στις σχέσεις με την Ελλάδα και
την Κύπρο. Ενεργούσε στο πλαίσιο ενός αρκετά σύνθετου σχεδιασμού,
όπου πάντα ελλοχεύει ο κίνδυνος να ξεφύγει ο έλεγχος των χειρισμών.
Η Ελλάδα έδωσε το 1999 στην Τουρκία την ιδιότητα της εντάξιμης στην
Ε.Ε. χώρας. Κατόπιν, τον Δεκέμβριο του 2004, συναίνεσε στην έναρξη
των ενταξιακών διαπραγματεύσεων. Η τουρκική οικονομία ήταν μέχρι
πριν από λίγα χρόνια βαθιά προβληματική. Την περίοδο 1999-2003, στη
γείτονα πτώχευσαν 22 τράπεζες, προκαλώντας τελική ζημία μεγαλύτερη
των 58 δισεκ. Δολ. ΗΠΑ. Τις ζημίες, εσπευσμένα ανέλαβε να καλύψει το
δημόσιο, ώστε να μη προκληθούν πρόσθετες δυσκολίες στην ενταξιακή
πορεία της Τουρκίας στην Ε.Ε. Το κράτος κατέβαλε ποσό που ανέρχεται
στο 41,9% του εσωτερικού χρέους της Τουρκίας (αυτό ανερχόταν στο
τέλος του 2003 σε 139,3 δισεκ. Δολ. ΗΠΑ). Στις αρχές του 2006, η
τουρκική οικονομία εμφανιζόταν εξαιρετικά δυναμική και αξιοποιούσε
την προοπτική της πλήρους ένταξης στην Ε.Ε.
Εξ
άλλου, η εντυπωσιακή βελτίωση της οικονομικής κατάστασης δεν
προξένησε αλλαγή στάσης της Τουρκίας έναντι της Ελλάδας και της
Κύπρου. Αντίθετα, η γειτονική χώρα συνεχίζει να χρηματοδοτεί ένα
πολύ φιλόδοξο πρόγραμμα εξοπλισμών. Ανακοίνωσε στις αρχές του 2006
την πρόθεσή της να προμηθευτεί 100 μαχητικά αεροσκάφη 4ης γενιάς,
προετοιμάζοντας έτσι το έδαφος για νέα αύξηση των αμυντικών δαπανών
και της Ελλάδας.
Στις
12 Απριλίου 2006, ο υπουργός Εξωτερικών, Αμπντουλλάχ Γκιούλ,
παρουσίασε στην τουρκική Εθνοσυνέλευση (Büyük Μillet Meclisi)
νομοσχέδια, τα οποία περιείχαν ρυθμίσεις για το θέμα των κοινωφελών
ιδρυμάτων (βακούφια). Το θέμα αφορούσε και τις ιδιοκτησίες του
Οικουμενικού Πατριαρχείου. Επί πλέον, περιέχονταν και διατάξεις
σχετικές με την επαναλειτουργία της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης. Τα
νομοσχέδια αυτά κατατέθηκαν σύμφωνα με οδηγίες του πρωθυπουργού Τ.
Ερντογάν, και μετά από πιέσεις από την Ε.Ε. και τις ΗΠΑ. Εφόσον
ψηφίζονταν από την Εθνοσυνέλευση, θα αποτελούσαν αφετηρία για την
διευθέτηση δύο πολύ σημαντικών ζητημάτων, τόσο για το Πατριαρχείο,
όσο και για την Ορθοδοξία εν γένει. Ο χρόνος που επιλέχθηκε για την
εν λόγω κίνηση δεν ήταν τυχαίος. Ηταν επικείμενη η παρουσίαση από
την Ε.Ε. της έκθεσης αξιολόγησης σχετικά με την πρόοδο που έχει
σημειώσει η Τουρκία.
Δύο
ήταν τα κρίσιμα θέματα: Το πρώτο αφορούσε την υποχρέωση της Τουρκίας
να εφαρμόσει εντός του 2006 το πρωτόκολλο τελωνειακής σύνδεσης με
την Κυπριακή Δημοκρατία. Το δεύτερο ήταν η υποχρέωση σεβασμού των
δικαιωμάτων των μειονοτήτων. Η τουρκική διπλωματία/διοίκηση
αποφάσισε να καταθέσει στην Εθνοσυνέλευση, την συγκεκριμένη χρονική
στιγμή, τα νομοσχέδια για τα βακούφια και τη Θεολογικής Σχολής της
Χάλκης ως αντίβαρο στην άρνησή της να ανοίξει τα τουρκικά λιμάνια
και αεροδρόμια στα κυπριακά μέσα μεταφοράς. Στο ζήτημα αυτό η
Τουρκία σκόπευε να ζητήσει παράταση, αφού συνδέει την στάση της με
την θέση των Τουρκοκυπρίων, οι οποίοι, όπως υποστηρίζει, βρίσκονταν
σε απομόνωση από την τακτική που ακολουθούσε απέναντί τους η
Κυπριακή κυβέρνηση.
Θεόδωρος Μπατρακούλης
Μέλος ΣΕΠ Ελληνικού Ανοικτού Πανεπιστημίου, Νομικός
|