Κατηγορίες

Οἱ Σαρακατσιαναῖοι ἄλλοτε καὶ τώρα

Αρχική σελίδα
Ἀρχικὴ σελίδα
Ἐξωτ. πολιτικὴ /Διπλωματία
Ἐθνικὰ θέματα
Κοινωνία
Πολιτισμός
Θρησκεία
Διεθνή
Βιβλιογραφία/ Συνδέσεις
Άγρα γραπτῶν!
Πρόσφατα κείμενα
Μὲ χρονολογικὴ σειρὰ
Ἀγορὰ τοῦ Ἀντίβαρου!

Τὸ στέκι μας!

Δελτίο Ἐνημέρωσης

Ἐγγραφὴ Διαγραφὴ

Συγγραφες

Ἀθανάσιος Γιουσμᾶς
Ἄθως Γ. Τσοῦτσος
Ἄκης Καλαιτζίδης
Ἀλέξανδρος Γερμανὸς
Ἀλέξανδρος-Μιχαὴλ Χατζηλύρας
Ἀλέξανδρος Κούτσης
Ἀμαλία Ἠλιάδη
Ἀνδρέας Σταλίδης
Ἀνδρέας Φαρμάκης
Ἀνδρέας Φιλίππου
Ἀντώνης Κ. Ἀνδρουλιδάκης
Ἀντώνης Φ#8250;αμπίδης
Ἀπόστολος Ἀλεξάνδρου
Ἀπόστολος Ἀναγνώστου
Ἀχιλλέας Αἰμιλιανίδης
Ἀριστείδης Καρατζάς
Βάιος Φασούλας
Βαν Κουφαδάκης
Βασίλης Γκατζούλης
Βασίλης Ζοῦκος
Βασίλης Κυρατζόπουλος
Βασίλης Πάνος
Βασίλης Στοιλόπουλος
Βασίλης Τριανταφυλλίδης
(Χάρρυ Κλυνν)
Βασίλης Φτωχόπουλος
Βένιος Ἀγελόπουλος
Βίας Φ#8250;ειβαδᾶς
Βλάσης Ἀγτζίδης
Γιάννης Διακογιάννης
Γιάννης Θεοφύλακτος
Γιάννης Παπαθανασόπουλος
Γιώργος Ἀλεξάνδρου
Γιώργος Βλαχόπουλος
Γιώργος Βοσκόπουλος
Γιώργος Βότσης
Γιώργος Κακαρελίδης
Γιώργος Καστρινάκης
Γιώργος Κεκαυμένος
Γιώργος Κεντᾶς
Γιώργος Κολοκοτρώνης
Γιώργος Κουτσογιάννης
Γιώργος Νεκτάριος Φ#8250;όης
Γιώργος Μαρκάκης
Γιώργος Μάτσος
Γιώργος Παπαγιαννόπουλος
Γιώργος Σκουταρίδης
Γιώργος Τασιόπουλος
Γλαύκος Χρίστης
Δημήτρης Ἀλευρομάγειρος
Δημήτρης Γιαννόπουλος
Δημήτριος Δήμου
Δημήτρης Μηλιάδης
Δημήτριος Γερούκαλης
Δημήτρης Α. Μάος
Δημήτριος Νατσιὸς
Διαμαντής Μπασάντης
Διονύσης Κονταρίνης
Διονύσιος Καραχάλιος
Ἐιρήνη Στασινοπούλου
Ἑλένη Lang Γρυπάρη
Ἐλευθερία Μαντζούκου
Ἐλευθέριος Φ#8250;άριος
Ἐλλη Γρατσία Ἱερομνήμων
Θεόδωρος Μπατρακούλης
Θεόδωρος Ὀρέστης Σκαπινάκης
Θεοφάνης Μαλκίδης
Θύμιος Παπανικολάου
Θωμάς Δρίτσας
Ίωάννης Μιχαλόπουλος
Ίωάννης Χαραλαμπίδης
Ἰωάννης Γερμανός
Κρίτων Σαλπιγκτής
Κυριάκος Κατσιμάνης
Κυριάκος Σ. Κολοβὸς
Κωνσταντῖνος Ἀλεξάνδρου Σταμπουλῆς
Κωνσταντῖνος Ναλμπάντης
Κωνσταντῖνος Ρωμανὸς
Κωνσταντῖνος Χολέβας
Φ#8250;αμπρινή Θωμὰ
Μαίρη Σακελλαροπούλου
Μανώλης Βασιλάκης
Μανώλης Ἐγγλέζος - Δεληγιαννάκης
Μάρκος Παπαευαγγέλου
Μάρω Σιδέρη
Μιλτιάδης Σ.
Μιχάλης Χαραλαμπίδης
Μιχάλης Κ. Γκιόκας
Νέστωρ Παταλιάκας
Νικόλαος Μάρτης
Νίκος Ζυγογιάννης
Νίκος Καλογερόπουλος Kaloy
Νίκος Φ#8250;υγερὸς
Νίκος Σαραντάκος
Νίνα Γκατζούλη
Παναγιώτης Α. Μπούρδαλας
Παναγιώτης Ἀνανιάδης
Παναγιώτης Ἥφαιστος
Παναγιώτης Καρτσωνάκης
Παναγιώτης Φαραντάκης
Παναγιώτης Χαρατζόπουλος
Πανίκος Ἐλευθερίου
Πάνος Ἰωαννίδης
Πασχάλης Χριστοδούλου
Παῦλος Βαταβάλης
Σοφία Οἰκονομίδου
Σπυριδοῦλα Γρ. Γκουβέρη
Σταύρος Σταυρίδης
Σταύρος Καρκαλέτσης
Στέλιος Θεοδούλου
Στέλιος Μυστακίδης
Στέλιος Πέτρου
Στέφανος Γοντικάκης
Σωτήριος Γεωργιάδης
Τάσος Κάρτας
Φαήλος Κρανιδιώτης
Φειδίας Μπουρλᾶς
Χρστος Ἀνδρέου
Χρήστος Δημητριάδης
Χρήστος Κηπουρὸς
Χρήστος Μυστιλιάδης
Χρίστος Σαρτζετάκης
Χρίστος Δαγρές
Χρίστος Δ. Κατσέτος
Χριστιάνα Φ#8250;ούπα
Χρύσανθος Φ#8250;αζαρίδης
Χρύσανθος Σιχλιμοίρης
Gene Rossides
Marcus A. Templar

Επικοινωνία
Τα σχόλια και οι απόψεις σας, είναι όλα ευπρόσδεκτα!
 

 

Οἱ Σαρακατσιαναῖοι ἄλλοτε καὶ τώρα

Γράφει ὁ Νίκος Γ. Ζυγογιάννης

Ἀντίβαρο, Ἀπρίλιος 2006

Αὐτὸ τὸ κείμενο εἶναι γραμμένο σὲ πολυτονικό. Διαβάστε τὴ μονοτονική του ἔκδοση.


Οἱ Σαρακατσαναῖοι εἶναι ἕνα πανάρχαιο ἑλληνικὸ φύλο. Νομάδες κτηνοτρόφοι, , ζοῦσαν στὰ βουνὰ τὸ καλοκαίρι καὶ τὸ χειμώνα στὰ χειμαδιὰ διασκορπισμένοι σ’ ὁλόκληρη τὴν ἠπειρωτικὴ Ἑλλάδα.

Κοιτίδα τῶν Σ. ἦταν ἡ ὁροσειρὰ τῆς κεντρικῆς καὶ νότιας Πίνδου καὶ ἡ Ρούμελη μὲ ἐπίκεντρο τὰ ΑΓΡΑΦΑ, χῶρος ποὺ λόγω τῆς γεωφυσικῆς του κατάστασης ἦταν ἀπάτητος, δὲν ἦταν γραμμένος πουθενὰ καὶ γι’ αὐτὸ κατοικοῦνταν ἀπὸ αὐτόνομους καὶ ἐλεύθερους ἀνθρώπους. Ὁ διασκορπισμός τους ἀπὸ τὴν ἀρχικὴ κοιτίδα τοὺς πρὸς τὴν ὑπόλοιπη ἠπειρωτικὴ Ἑλλάδα ἔγινε ἐπὶ Τουρκοκρατίας καὶ κυρίως τὸν 18ο αἰώνα, στὰ χρόνια του Ἀλῆ Πασᾶ.

Ὢς πρὸς τὸ ὄνομά τους ὑπάρχουν πολλὲς καὶ διάφορες ἐτυμολογίες. Σύμφωνα μὲ τὴ Σ. παράδοση πῆραν τὸ ὄνομά τους ἀπὸ τοὺς Τούρκους. Ὅταν ἔγινε ἡ ἅλωση τῆς Κῶν/πολης, οἱ Σ. φόρεσαν μαῦρα ροῦχα, ὦς ἔνδειξη πένθους, καὶ δὲν ὑποτάχθηκαν στὸν κατακτητή. Οἱ Τοῦρκοι τοὺς ἔβλεπαν στὰ μαῦρα καὶ ἀνυπότακτους νὰ μετακινοῦνται συνεχῶς. Γι’ αὐτὸ τοὺς ὀνόμασαν «Καρακατσᾶν» (καρὰ =μαῦρος καὶ κατσᾶν=φυγάς, ἀνυπότακτος ), δήλ. «μαῦροι φυγάδες». Ἀπὸ τὸ Καρακατσᾶν μὲ παραφθορὰ προῆλθε ἡ λέξη «Σαρακατσάνος».Μία ἄλλη πιθανὴ ἐτυμολογία εἶναι ἀπὸ τὴν τουρκικὴ λέξη σαρᾶν ποὺ σημαίνει «φορτώνειν» ἢ σιαρίκ(=κλέφτης) καὶ τὴν τουρκικὴ μετοχὴ κατσᾶν=φυγάς,ἀνυπότακτος, (σαρᾶν + κατσᾶν = Σαρακατσάνος) γιατί ἀπὸ καιρὸ σὲ καιρὸ φόρτωναν τὰ πράγματά τους καὶ μετακινοῦνταν μὲ τὰ κοπάδια τους καὶ γι’ αὐτὸ τοὺς ἔδωσαν αὐτὸ τὸ ὄνομα οἱ Τοῦρκοι.

Ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὶς μετακινήσεις τους καὶ τὸν ἐναλλασσόμενο τόπο διαμονῆς τοὺς ἔχουν τὰ ἴδια ἤθη καὶ ἔθιμα καὶ κυρίως μιλοῦν τὴν ἴδια γλώσσα, τὴν Ἑλληνική, ἀπαλλαγμένη ἀπὸ ξένα στοιχεῖα, ἀναλλοίωτη, ποὺ φέρει τὰ χαρακτηριστικὰ γνωρίσματα τῆς δωρικῆς διαλέκτου. Τὸ ἴδιο ἀναλλοίωτοι καὶ ἀμόλυντοι ἀπὸ ἀλλόφυλες ἐπιμειξίες παρέμειναν καὶ οἱ Σ., οἱ «καταλαγαρώτεροι Ἕλληνες» ὄπως ἔγραψε ὁ Στέφανος Γρανίτσας. Διατήρησαν τὰ ἔθιμα, τὶς συνήθειες καὶ τοὺς κανόνες συμπεριφορᾶς καὶ διαβίωσης κατὰ τρόπο πιστὸ καὶ αὐθεντικό. Στηρίχθηκαν στὰ παραδοσιακά τους ἔθιμα καὶ στὴν ἑλληνική τους ταυτότητα καὶ δὲν ἐπέτρεψαν στὴν περιβάλλουσα ἀλλοεθνῆ καὶ ξενόγλωσση κοινωνία νὰ εἰσβάλλει στὴ δική τους. Ἡ οἰκονομική τους εὐρωστία καὶ αὐτονομία καὶ ἡ διαβίωσή τους σὲ καλλίτερες ὑλικὲς συνθῆκες τοὺς ὁδήγησε, σὲ μία οὐσιαστικὰ καὶ τυπικά, ἐσωτερίκευση, τήρηση καὶ ἐφαρμογὴ τῶν ἐθιμικῶν κανόνων διαβίωσης καὶ κοινωνικῆς συμπεριφορᾶς.
Ἡ χρήση μίας καὶ μόνο γλώσσας, τῆς Ἑλληνικῆς, ἀποδεικνύει ὅτι οἱ Σαρακατσιαναῖοι εἶναι διαφορετικοὶ ἀπὸ τοὺς Βλάχους,( Οἱ Βλάχοι τῆς Ἑλλάδας γνωστοὶ καὶ μὲ ἄλλα ὀνόματα κατὰ περιοχές: Κουτσόβλαχοι, Ἀρβανιτόβλαχοι, κ.τ.λ .ἐνῶ οἱ ἴδιοι αὐτοαποκαλοῦνται Βλαχόφωνοι Ἕλληνες) ποὺ μιλοῦσαν ἐκτὸς ἀπὸ τὰ Ἑλληνικὰ καὶ τὰ Βλάχικα. Ἐπειδὴ ἡ λέξη βλάχος χρησιμοποιήθηκε γιὰ νὰ δηλώσει τὸν ἄνθρωπο ποὺ ἔχει πρόβατα, τὸν κτηνοτρόφο, τὸν βοσκὸ καὶ ἐπειδὴ ἡ κτηνοτροφικὴ ζωὴ ἦταν κοινό τους στοιχεῖο, ἐπῆλθε σύγχυση πότε ἕνας βλάχος (=αὐτὸς ποὺ ἔχει πρόβατα, ὁ κτηνοτρόφος, ὁ βοσκός) εἶναι Σαρακατσιάνος καὶ πότε Βλάχος (=Βλαχόφωνο ). Μὲ τὴ διαφορὰ ὅμως ὅτι οἱ Σ. ἦταν καθαροὶ νομάδες καὶ δὲν εἶχαν πουθενὰ χωριό, ἐνῶ οἱ Βλάχοι ζοῦσαν νομαδικὰ καὶ ἠμινομαδικά, ἦταν πρὶν αἰῶνες ἐγκαταστημένοι σὲ χωριὰ καὶ ἀσχολήθηκαν καὶ μὲ τὸ ἐμπόριο, τὶς τέχνες καὶ τὰ γράμματα, ἐνῶ οἱ Σ. στὰ μέσα του προηγούμενου αἰώνα ἐγκατέλειψαν τὸ νομαδισμό. Ἀλλὰ καὶ στὴν ἐνδυμασία, στὰ ἤθη καὶ ἔθιμα, στὸν τρόπο ζωῆς ξεχωρίζουν οἱ Σαρακατσαναῖοι ἀπὸ τοὺς Βλάχους, ποὺ δὲν ἔρχονταν σὲ ἐπιμειξία μεταξὺ τοὺς ἀλλὰ οὔτε καὶ ἐπαγγελματικὸ ἀλισβερίσι εἶχαν..

Ὁ τρόπος ζωῆς τοὺς ἦταν ὀργανωμένος μὲ ἕνα εἶδος ποιμενικῆς συνεργασίας, τὸ «Τσελιγκάτο». Εἴτε βρίσκονταν στὰ βουνὰ γιὰ ξεκαλοκαιριό, εἴτε τὸ χειμώνα στὰ χειμαδιά, ἀδέρφια, πρωτοξαδέρφια καὶ δεύτερα ξαδέρφια ἔσμιγαν τὰ κοπάδια τους σὲ ἕνα εἶδος συνεταιρισμοῦ, γιὰ τὴν καλλίτερη παραγωγικὴ συνεργασία καὶ διάθεση τῶν κτηνοτροφικῶν τους προϊόντων. Ἀρχηγὸς τοῦ «Τσελιγκάτου» ἦταν ὁ τσέλιγκας ( ἀρχιποιμένας ), πλούσιος κτηνοτρόφος, μὲ πολλὰ πρόβατα, ποὺ ξεχώριζε γιὰ τὶς ἱκανότητές του: ἔξυπνος, δυναμικός, κοινωνικός, εὐέλικτος,τολμηρός, ἔντιμος καὶ δίκαιος, ἀνοιχτοχέρης. Αὐτὸς κανόνιζε σχεδὸν τὰ πάντα ποὺ εἶχαν σχέση μὲ τὸ τσελιγκάτο ( ἐνοικίαση βοσκοτόπων, πώληση γάλακτος καὶ τυροκομικῶν προϊόντων, ἀρνιῶν, μαλλιῶν κ.τ.λ.). Εἶχε ὅμως καὶ κοινωνικὸ ρόλο στὴ στάνη: συμβούλευε- μαζὶ μὲ τοὺς γεροντότερους- καὶ ἔλυνε διαφορές. Ὅλοι οἱ σμίχτες εἶχαν συμμετοχὴ στὰ κέρδη καὶ τὶς ζημιὲς τοῦ κοπαδιοῦ. Τοῦ Ἁγίου Δημητρίου γιὰ τὸ καλοκαίρι καὶ τοῦ Ἁγίου Γεωργίου γιὰ τὸ χειμώνα ἔκαναν λογαριασμὸ καὶ ἀπολογισμὸ τῶν ἐσόδων καὶ ἐξόδων τοῦ τσελιγκάτου καὶ πάντα κρατοῦσαν παραστατικὰ ( τεφτέρια ). Οἱ Τσοπαναραῖοι ἦταν αὐτοὶ ποὺ εἶχαν λίγα ἢ καθόλου πρόβατα καὶ δὲν εἶχαν δικό τους τσελιγκάτο. Μὲ τὰ πρόβατα ἀλλὰ καὶ τὰ ἄλλα ζῶα τοὺς ἔδενε στενὴ σχέση. Τὰ φρόντιζαν καὶ τὰ πρόσεχαν ἰδιαίτερα, ἀφοῦ ἦταν γι’ αὐτοὺς ὅλη τους ἡ περιουσία.

Τὸ σπίτι τῶν Σ. ( τὸ κονάκι ), ποὺ τὸ κατασκεύαζαν μόνοι τους, ἦταν ἕνα καλύβι μὲ σάλωμα καὶ ἦταν δυὸ τύπων: ἅ) τὸ ὀρθὸ κονάκι ( κωνοειδὴς καλύβα ), ποὺ κατέληγε στὴν κορυφή του σὲ σταυρὸ καὶ εἶχε στὸ κέντρο τὴν ἑστία ( φωτογώνι ) καὶ γύρω-γύρω διασκευασμένους χώρους ὅπου τοποθετοῦσαν ροῦχα, εἴδη μαγειρικῆς κ.τ.λ., ἐνῶ ὑπῆρχε σταθερὴ θέση γιὰ τὸ εἰκόνισμα β) ὁ πλάγιος τύπος μὲ δίρριχτη στέγη ποὺ κατασκευαζόταν ἀπὸ κορμοὺς δέντρων, ξύλα ( πελεκούδια ) καὶ κλαδιὰ ἐλάτων ( μπάτσες ). Τὰ «κονάκια», ὁ οἰκισμὸς δήλ. τὸ σύνολο τῶν νομαδικῶν οἰκογενειῶν ἀποτελοῦσε τὴ Στάνη. Στάνη καὶ τσελιγκάτο δὲν ταυτίζονταν. Μπορεῖ μία στάνη νὰ εἶχε δυὸ ἢ περισσότερα τσελιγκάτα. Τὸ ἀντίστροφο ὄχι.

Η Σ. οἰκογένεια ἦταν πατριαρχική. Αὐστηρὴ πειθαρχία καὶ ἄγραφοι ἀπαρασάλευτοι νόμοι ὅριζαν τὴ συμπεριφορὰ τοῦ κάθε μέλους της. Ἀρχηγὸς τῆς οἰκογένειας ἦταν ὁ ἄνδρας, ὁ πατέρας. Στὸν πατέρα καὶ τὴ μάνα ὑπῆρχε ἀπόλυτος σεβασμός. Τὸ κορίτσι τὸ χαρακτήριζε ἡ ντροπαλοσύνη, ἡ καλὴ ἀνατροφὴ καὶ ὁ καλὸς ψυχικὸς κόσμος. Τὸ ἀγόρι ἔπρεπε νὰ ἦταν σεμνό, συγκρατημένο στὶς πράξεις, τὰ λόγια καὶ τοὺς τρόπους του. Ὁ στυλοβάτης ὅμως τῆς οἰκογένειας ἦταν ἡ γυναίκα, ποὺ σήκωνε ὅλο τὸ βάρος τῶν εὐθυνῶν. Αὐτὴ εἶχε καθημερινὰ ἀναλάβει ὅλες τὶς δουλειὲς τοῦ νοικοκυριοῦ ( νὰ φέρει ξύλα, ν’ ἀνάψει φωτιά, νὰ φέρει νερὸ ἀπὸ τὴ βρύση μὲ τὴ βαρέλα, νὰ περιποιηθεῖ τὰ παιδιά, νὰ κάμει τὸ νοικοκυριὸ τοῦ κονακιοῦ κ.τ.λ. ), ἀλλὰ καὶ τὶς ἐξωτερικὲς δουλειὲς τῶν προβάτων ( παραγωγὴ γαλακτοκομικῶν προϊόντων, κατασκευή, στρώσιμο, ξέστρωμα μαντριῶν κ.τ.λ. ).Ἡ ρόκα, γιὰ τὸ γνέσιμο τοῦ μαλλιοῦ, ἦταν ἡ ἀχώριστη συντροφιά της. Ὅπου κι ἂν πήγαινε τὴν εἶχε μαζί της. Τὸ γνέσιμο τοῦ μαλλιοῦ ἦταν γιὰ τὴ Σ. εὐχαρίστηση καὶ «σκόλη». Ἐκεῖνο ὅμως ποὺ τὴν κρατοῦσε «σκλαβωμένη» ἦταν ὁ ἀργαλειός. Η Σ. ἦταν μία ἀφανὴς ἡρωίδα τῆς καθημερινῆς ζωῆς. Ἔπρεπε νὰ ὑπηρετεῖ τὴν οἰκογένεια μὲ θρησκευτικὴ εὐλάβεια καὶ προσήλωση. Ἐνέπνεε ὅμως σεβασμὸ καὶ ἔχαιρε ἐκτίμηση, ἰδιαίτερα ὅταν γίνονταν μητέρα.

Ἡ παιδεία τῶν Σ. ἦταν σχεδὸν ἀνύπαρκτη. Οἱ σκληρὲς συνθῆκες ζωῆς καὶ οἱ συνεχεῖς μετακινήσεις τους στὶς ὀρεινὲς περιοχὲς δὲν ἐπέτρεπαν τὴ μόρφωση τῶν παιδιῶν τους σὲ σχολεῖα. Κάποια τσελιγκάτα, τὸ καλοκαίρι, μὲ δικά τους ἔξοδα μίσθωναν δάσκαλο, συνήθως συνταξιοῦχο, γιὰ νὰ δώσει κάποιες γνώσεις στὰ παιδιά. Τὰ παιδιὰ παρακολουθοῦσαν τὰ μαθήματα σὲ μία εἰδικὰ διαμορφωμένη καλύβα, τὸ «δασκαλοκάλυβο». Εἶχαν ὅμως μία βαθιὰ αἴσθηση τοῦ ἑλληνικοῦ γλωσσικοῦ ὀργάνου. Ἀπὸ τὶς ἀφηγήσεις τοὺς διαπιστώνει κανεὶς μία λιτότητα καὶ παραστατικότητα στὴν ἔκφραση, ἐνῶ στὰ τραγούδια τοὺς φαίνεται μία βαθιὰ αἴσθηση τοῦ ρυθμοῦ καὶ τοῦ μέτρου.

Οἱ Σ. ἦταν πιστοὶ χριστιανοί, χωρὶς μεγάλη θεωρητικὴ κατάρτιση. Τελοῦσαν ὅμως τὰ θρησκευτικὰ τοὺς καθήκοντα καὶ ἔνιωθαν δέος γιὰ τὰ μυστήρια, εἰδικά του γάμου καὶ τῆς βάπτισης. Τὶς μεγάλες γιορτὲς τῆς Χριστιανοσύνης καὶ τὶς ὀνομαστικὲς γιορτὲς τὶς γιόρταζαν μὲ μεγαλοπρέπεια, ὅπου κι ἂν βρίσκονταν. Γλεντοῦσαν συχνὰ μὲ χορὸ καὶ τραγούδια. Τὰ τραγούδια, προϊὸν ἱστορικῆς καὶ συναισθηματικῆς ἐσωτερίκευσης γεγονότων καὶ καταστάσεων, κατατάσσονται σὲ τρεῖς ἑνότητες: στὰ κλέφτικα, στὰ ποιμενικὰ καὶ τῆς λεβεντιᾶς, τῆς Χαρᾶς ( γάμου ) καὶ τῆς ἀγάπης, καὶ τοῦ χωρισμοῦ καὶ τῆς ξενητειᾶς. Οἱ χοροὶ τοὺς λεβέντικοι, ἔχουν τὴν καταγωγή τους στὸν ἀρχαῖο ἑλληνικὸ ρυθμό. Τὸ παίξιμο τῆς φλογέρας - τὸ κατεξοχὴν μουσικὸ ὄργανο - γιὰ τὸ Σ. τσοπάνη ἦταν μία ἱεροτελεστία. Ἰδιαίτερα γλεντοῦσαν, ὅταν γίνονταν κάποιος γάμος στὸ τσελιγκάτο. Ὁ γάμος μαζὶ μὲ τὴ γέννηση τῶν παιδιῶν ἀποτελοῦσε τοὺς δυὸ κύριους πόλους τῆς Σ. κοινωνίας. Ὁ γάμος ἦταν ἕνα κοινωνικὸ φαινόμενο πολυδιάστατο, μὲ ἕνα κύκλο πράξεων, στάσεων, συμβόλων καὶ συμπεριφορῶν. Χαρακτηριστικό του ἦταν ἡ ἐνδογαμία.

Κοινωνικὸς σκοπὸς τοῦ γάμου ἦταν ἡ ἀναπαραγωγὴ ( γέννηση καὶ ἀνατροφὴ παιδιῶν ) καὶ ἡ κοινωνικὴ κατανομὴ τῆς ἐργασίας. Ἀλλά, καὶ τὸ θάνατο περιβάλουν μὲ ἕνα κύκλο ἐκδηλώσεων καὶ πράξεων ποὺ φανερώνει ὅτι ἦταν προετοιμασμένοι γιὰ τὸ ἀναπόφευκτο αὐτὸ γεγονός. Στὶς μετακινήσεις τους, στὸ ξεκαλοκαιριὸ ἢ τὸ χειμαδιό, εἶχαν πάντα μαζί τους τὴ νεκροαλλαξιά.

Τὰ τσελιγκάτα συνέβαλαν ἀποφασιστικὰ στοὺς ἀγῶνες τῆς ἀνεξαρτησίας. Στὴν ἐπανάσταση τοῦ 1821 οἱ Σ. ἦταν τὰ στηρίγματα τῆς κλεφτουριᾶς - ὄπως καὶ ὅλοι οἱ ἄνθρωποι τοῦ βουνοῦ - καὶ τῆς ἐξασφάλιζαν τὰ ἀπαραίτητα. Κάθε οἰκογένεια εἶχε δώσει κι ἀπὸ ἕναν κλέφτη. Πολλοὶ ἦταν καὶ οἱ ἐπώνυμοι Σ. ἀγωνιστὲς ( ἁρματολοὶ καὶ κλέφτες ) της προεπαναστατικῆς καὶ τῆς ἐπαναστατικῆς περιόδου, ὄπως οἱ ἁρματολοὶ τοῦ Καρπενησίου Συκάδες, ὁ Β. Δίπλας, ὁ Χασιώτης καὶ ὁ Λεπενιώτης ( ἀδέλφια τοῦ Κατσαντώνη ), ὁ Φαρμάκης, ὁ Γ. Τσόγκας, ὁ Ἀραπογιάννης, ὁ Λιάκος καὶ κυρίως τὸ καμάρι τῶν Σ., ὁ Κατσαντώνης, ὁ πολεμιστὴς καὶ καπετάνιος τῶν Ἀγράφων καὶ τῶν Τζουμέρκων. Στὸν Μακεδονικὸ Ἀγώνα βοήθησαν τὰ ἑλληνικὰ ἀντάρτικα σώματα ὦς ὁδηγοί, ἀγγελιοφόροι, τροφοδότες καὶ σύνδεσμοι. Περιέθαλψαν τραυματίες στὶς στάνες τους, διέθεσαν τρόφιμα, ἱματισμό, μετέφεραν ὄπλα καὶ συμμετεῖχαν οἱ ἴδιοι στὰ ἀντάρτικα σώματα, ὄπως ὁ ὁπλαρχηγὸς Κ. Γαρέφης κ. ἅ. Ὁ Παῦλος Μελᾶς συνεργάστηκε στενὰ μὲ τοὺς Σ. Ἀνώνυμοι ἀγωνιστὲς ἐπίσης ἀντιστάθηκαν σ’ ὅλους τους κατακτητές…
Αὐτὸ ποὺ ἄφησαν πίσω τοὺς ὦς κληρονομιὰ οἱ Σ. δὲν εἶναι μαρμάρινα ἀγάλματα, πίνακες ζωγραφικῆς, βιβλία προγονικά, ἀλλά μας κληροδότησαν ὑπέροχα ξυλόγλυπτα καὶ ὄμορφα ὑφαντά, ἀντικείμενα ποὺ φιλοτέχνησαν γιὰ νὰ κάνουν τὴ ζωὴ τοὺς εὐκολότερη. Ἡ γυναίκα ἔφτιαχνε μόνη της τὶς ἀντρικὲς καὶ γυναικεῖες φορεσιές. Μετὰ τὸν κοῦρο, τὸ ξάσιμο τοῦ μαλλιοῦ, τὸ γνέσιμο, ἡ ὕφανση, τὸ ράψιμο ἦταν δικιά της δουλειά. Οἱ Σ. δὲ φόρεσαν ποτὲ ἄλλο ξενικὸ ὕφασμα, παρὰ μονάχα ὑφάσματα δικῆς τους κατασκευῆς. Ἡ χαρακτηριστικὴ σοβαρότητα τῶν σκούρων χρωμάτων στὶς φορεσιές, τὰ ὑπέροχα χρώματα καὶ σχέδια στὶς «παναοῦλες», τὶς μικρὲς ποδιὲς ἀπὸ χοντρὸ μάλλινο ὕφασμα, ὁ ὁλοκέντητος κόκκινος φλάμπουρας τοῦ γάμου μὲ θέματα αὐστηρῆς συμμετρίας ἀνάμεσα καὶ γύρω ἀπὸ τὶς τέσσερις γωνίες τοῦ σταυροῦ εἶναι μερικὰ ἀπὸ τὰ στοιχεῖα τῆς Σ. τέχνης.
Σήμερα ἡ ποιοτικὴ μεταβολὴ καὶ ὁ κοινωνικὸς μετασχηματισμὸς τῶν Σ. εἶναι πραγματικότητα. Ἡ κάθοδός τους ἀπὸ τὰ βουνὰ στὶς πεδιάδες, ἡ ἐγκατάλειψη τοῦ πλάνητα βίου, ἡ ἀγροτικὴ διαβίωση ( ἕνα μικρὸ ποσοστὸ ἀσχολεῖται μὲ τὴν κτηνοτροφία ) ἀλλὰ καὶ ἡ ἐνασχόληση μὲ ἐλεύθερα ἐπαγγέλματα, ἡ συμμετοχή τους στὶς μισθωτὲς ὑπηρεσίες, ἰδιωτικὲς καὶ δημόσιες, ἡ ἀνάδειξή τους στὴν ἐπιστήμη, τὶς τέχνες, τὰ γράμματα καὶ τὴν πολιτικὴ διαμόρφωσαν μία Σ. κοινωνία ποὺ συνδυάζει τὴν παράδοση μὲ τὸν ἐκσυγχρονισμό. Ἰδιαίτερα διέπρεψαν στὶς ἐπιστῆμες, ἀλλὰ δὲν ὑπάρχει τομέας στὸν ἐπαγγελματικὸ χῶρο, στὸν ὁποῖο νὰ μὴν ἔχουν συμμετοχὴ οἱ Σ. Ὅμως οἱ ἀρχές τους καὶ οἱ ἀξίες τῆς ζωῆς δὲν ἄλλαξαν. Φιλήσυχοι καὶ φιλόξενοι, νομοταγεῖς, ἀξιοπρεπεῖς, ἐργατικοὶ καὶ ἀξιόπιστοι διακρίνονται γιὰ τὸ μαχητικό τους πνεῦμα, τὸ σφρίγος καὶ τὴν ἀγωνιστικότητά τους…

Ἀπὸ τὸ 1960 καὶ μετά, ποὺ οἱ Σ. διασκορπίστκαν στὶς πόλεις καὶ τὰ χωριά, σαρανταπέντε πολιτιστικοὶ σύλλογοι καὶ ἡ Πανελλήνια Ὁμοσπονδία Συλλόγων Σαρακατσαναίων ( ΠΟΣΣ ) προσπαθοῦν νὰ κρατήσουν καὶ νὰ συνεχίσουν τὴ Σ. παράδοση καὶ νὰ ἀντισταθοῦν στὴν ἀφομοιωτικὴ καὶ ἰσοπεδωτικὴ τάση τῆς ἐποχῆς μας, μὲ τὸ νὰ συγκεντρώνουν καὶ νὰ καταγράφουν τὰ Σ. τραγούδια, νὰ μαθαίνουν τοὺς χοροὺς στοὺς νέους, διατηρώντας δικά τους χορευτικὰ συγκροτήματα. Μὲ τὰ τμήματα γερόντων ἀναπαράγουν τὸ πλούσιο καὶ ἀνεξάντλητο ὑλικό, ἀφοῦ οἱ γέροντες εἶναι οἱ μοναδικοὶ ἀδιάψευστοι μάρτυρες τῆς Σ. ἱστορίας. Μεγάλη εἶναι ἡ προσφορὰ στὴ διάδοση τοῦ Σ. τραγουδιοῦ, τῶν Σ. τραγουδιστῶν, ἐπαγγελματιῶν καὶ μή, ποὺ ἔχουν ἠχογραφήσει σὲ δίσκους καὶ κασέτες τὰ τραγούδια τους. Τὸ Λαογραφικὸ Μουσεῖο Σ. στὶς Σέρρες, ὅπου ἐκτίθεται αὐθεντικὸ ὑλικὸ ἀπ’ ὅλες τὶς περιοχὲς τῆς Ἑλλάδας ποὺ ἔχει σχέση μὲ τὴ ζωὴ καὶ τὴ λαϊκὴ τέχνη τῶν Σ., ἔτυχε Εὐρωπαϊκῆς ἀναγνώρισης καὶ βραβεύτηκε ἀπὸ τὴν Εὐρωπαϊκὴ Ἐπιτροπὴ Μουσείων. Ὑπάρχουν ὅμως μουσεῖα, μικρότερης ἴσως ἐμβέλειας, καὶ σὲ ἄλλες πόλεις τῆς Ἑλλάδας μὲ ὑλικὸ ἀπὸ τὴ λαϊκὴ τέχνη καὶ τὴ ζωὴ τῶν Σ. Ὑπαίθριοι παραδοσιακοὶ οἰκισμοὶ ( Στάνες ) σὲ διάφορα μέρη τῆς χώρας κατασκευάστηκαν ἀπὸ συλλόγους καὶ ἀναβιώνουν σκηνὲς ἀπὸ τὴν καθημερινὴ ζωὴ τῶν Σ. Ἔντυπο ὑλικὸ κυκλοφορεῖ γιὰ ἐνημέρωση τῶν ἁπανταχοῦ Σ., ὄπως ἡ «Σαρακατσαναϊικη Ἠχὼ» ποὺ ἐκδίδεται ἀπὸ τὴν ΠΟΣΣ, τὸ ἐτήσιο περιοδικὸ «Σαρακατσαναῖοι» ἀπὸ τὴν ἀδελφότητα Σ. Ἠπείρου καὶ τὸ Ἵδρυμα Σαρακ. Μελετῶν, τὸ περιοδικὸ «Τὰ Δέοντα τῶν Σαρακατσαναίων» ἀπὸ τὸ Σύνδεσμο Σαρακ. Φθιώτιδας κ.ἅ. Σὲ συνέδρια πανελλήνια καὶ ἡμερίδες μὲ εἰσηγητὲς διάφορους ἐπιστήμονες συζητοῦνται ποικίλα θέματα σχετικὰ μὲ τοὺς Σαρακατσαναίους. Τὸ Πανελλήνιο Ἀντάμωμα στὸ Περτούλι Τρικάλων τὴν τελευταία Κυριακὴ τοῦ Ἰουνίου καὶ ἄλλα τοπικά, σὲ θέσεις ποὺ συνήθως ξεκαλοκαίριαζαν οἱ Σ., ποῦ γίνονται κάθε χρόνο καθὼς ἐπίσης, συνεστιάσεις, συνάξεις καὶ χοροεσπερίδες βοηθοῦν στὴ διατήρηση τῆς παράδοσης ἀλλὰ καὶ στὴ σύσφιξη τῶν σχέσεων μεταξὺ τῶν Σ. Τέτοια τοπικὰ ἀνταμώματα ὀργανώνονται στὸ Βελούχι ( θέση Ἅγιοι Ἀπόστολοι Μερκάδας ) τὴν πρώτη Κυριακὴ τοῦ Ἰουλίου ἀπὸ τὸ Σύνδεσμο Σ. Φθιώτιδας, στὴν Πάρνηθα ( στὴ θέση Μόλα ) τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἀπὸ τοὺς Συλλόγους Σ. Ἀττικῆς, στὸ Γυφτόκαμπο ( κεντρικὸ Ζαγόρι Ἠπείρου ) τὴν πρώτη Κυριακὴ τοῦ Αὐγούστου ἀπὸ τὴν Ἀδελφότητα Σ. Ἠπείρου, στὴν Ἐλάτεια Δράμας ( θέση Μπουζάλα ) στὶς 20 Ἰουλίου ἀπὸ τοὺς Συλλόγους Σ. Μακεδονίας καὶ Θράκης κ. ἅ. Ἐπίσης στὴ Βουλγαρία ( Σλίβεν ) ἀπὸ τὴν Ὁμοσπονδία Σ. Σ., ποῦ ἔχουν μείνει ἐκεῖ μετὰ τὸ κλείσιμο τῶν συνόρων, ἀλλὰ διατηροῦν τὴ γλώσσα, τὰ ἤθη καὶ τὰ ἔθιμα τῆς Σ. παράδοσης…

Πολλοὶ εἶναι ἐκεῖνοι, Ἕλληνες καὶ ξένοι, ἐρευνητές, λαογράφοι, κοινωνιολόγοι, ἱστορικοὶ ποὺ ἀσχολήθηκαν καὶ ἀσχολοῦνται μὲ τὴ ζωὴ καὶ τὸν πολιτισμὸ τῶν Σ., ὄπως οἱ λαογράφοι Ἀγγελικὴ Χατζημιχάλη ποὺ μελέτησε τὸν ποιμενικὸ βίο τῶν Σ., καὶ ὁ Ε. Μακρής, ὁ ἀνθρωπολόγος διδάκτωρ Ἄρης Πουλιανὸς ποὺ ἔδωσε νέα διάσταση στὸ θέμα τῆς προέλευσης τῶν Σ., οἱ καθηγητὲς κοινωνιολογίας Γ. Καββαδίας, Δ. Μαυρόγιαννης, Gr. Hoeg, Glaube Fauriel κ.ἅ…

ΝΙΚΟΛΑΟΣ Γ. ΖΥΓΟΓΙΑΝΝΗΣ

Καθηγητὴς
Πρ.Πρόεδρος Πανελλ. Σ. Σαρακατσαναίων
Πρ. Πρόεδρος Σ. Σαρακατσαναίων . Φθ/



 

 

http://www.antibaro.gr