Σχολικά Εγχειρίδια :Διαγραφή της εθνικής μνήμης;
Η περίπτωση της ιστορίας της ΣΤ Δημοτικού
Γεώργιος Αθ. Τσούτσος
Αντίβαρο, Ιούνιος 2007
Σάλο έχει προκαλέσει το σχολικό εγχειρίδιο της ΣΤ Δημοτικού «Στα νεότερα και σύγχρονα χρόνια» που διανέμει το Υπουργείο Παιδείας στους μαθητές και τις μαθήτριες της αντίστοιχης τάξης. Το πρόβλημα της ύλης που περιέχεται στα σχολικά εγχειρίδια είναι γενικότερο και αφορά σε όλες τις βαθμίδες της Εκπαίδευσης αλλά, αρχής γενομένης από το συγκεκριμένο βιβλίο, φαίνεται ότι έχει αρχίσει να αφυπνίζεται μία μερίδα της ελληνικής κοινωνίας και να επιδιώκει να ανατρέψει τις πολιτικές εκείνων που οδηγούν νομοτελειακά στην διαγραφή της εθνικής μνήμης από τις νεότερες γενιές.
Χιλιάδες άνθρωποι κάθε ηλικίας, κοινωνικής τάξης και επαγγέλματος υπέγραψαν επιστολή διαμαρτυρίας ενώ επιστολές, άρθρα και ποικίλα διαβήματα εκπαιδευτικών, συλλόγων και απλών πολιτών έπεσαν στο κενό αφού το υπουργείο στέλνει το εν λόγω βιβλίο προς επανεξέταση αντί να το αποσύρει βάσει συγκεκριμένων καταγγελιών από ανθρώπους της εκπαίδευσης αλλά και απο τους έχοντες στοιχειώδεις γνώσεις ιστορίας και κοινό νου.
Ο γράφων δεν είναι ούτε εκπαιδευτικός για να αναφερθεί στον τρόπο διδαχής της ιστορίας που εισάγεται με το εν λόγω σχολικό εγχειρίδιο ούτε φιλόλογος για να σχολιάσει το ιδιάζον γλωσσικό ιδίωμα που χρησιμοποιείται με κοφτές προτάσεις που θυμίζουν διαλόγους μεταναστών.
Στο παρόν σημείωμα θα περιοριστούμε σε μερικές παρατηρήσεις που αφορούν στον τρόπο παρουσίασης ή στην αποσιώπηση ιστορικών γεγονότων μεγάλης σημασίας. Οι παρατηρήσεις αυτές είναι ενδεικτικές και αποτελούν ίσως ένα ακόμη έναυσμα προς τους ενδιαφερομένους, γονείς, εκπαιδευτικούς , παιδαγωγούς και πολίτες που ενδιαφέρονται για τα συμβαίνοντα στο χώρο της Παιδείας.
Προκειμένου περί της Αλώσεως της Κωνσταντινουπόλεως από τους Τούρκους το 1453 δεν γίνεται φανερή η σημασία του εν λόγω ιστορικού γεγονότος για την Παγκόσμιο ιστορία. Προκειμένου περί των πολεμικών γεγονότων της Τουρκοκρατίας, σημειώνουμε την πλήρη απουσία οιασδήποτε αναφοράς για την Μάχη της Αλαμάνας, την Κατάληψη της Τριπολιτσάς, την Μάχη της Γραβιάς, τα Δερβενάκια. Διαφωνούμε επίσης με τα αναγραφόμενα στη σελ. 32 οτι οι εξεγέρσεις των Ελλήνων «ξεσπούν κάθε φορά που οι Οθωμανοί εμπλέκονται σε πολεμικές επιχειρήσεις με τους Βενετούς και τους Ρώσους».
Στη σελίδα 19 ερωτάται ο μαθητής «Με ποιό τρόπο αντιμετωπίζουν οι σουλτάνοι τους πληθυσμούς των κατακτημένων περιοχών;» Ως απάντηση δίδεται τμήμα επιστολής του Γάλλου πρεσβευτή Ντε Μπρεβ προς το Λουδοβίκο ΙΓ΄στην οποία διαπιστώνεται οτι οι σουλτάνοι διατηρούν θαυμαστή τάξη,ο λαός ζει σύμφωνα με τα ήθη και έθιμά του και έχει θρησκευτική ελευθερία. Δεν μπορούμε να περιμένουμε από το μαθητή της έκτης Δημοτικού να εμβαθύνει στην έννοια «τάξη» Για να εκτιμηθούν οι παρατεθείσες φράσεις από την επιστολή του Γάλλου πρεσβευτή απαιτείται χρήση πολλών πηγών και δυνατότητα ανάλυσης από μαθητές πιο μεγάλους στην ηλικία. Ουσιαστικά ζητείται από το μαθητή να εκτιμήσει την ψυχική, κοινωνική, οικονομική κατάσταση των υπόδουλων χριστιανών με μία πηγή που είναι εκ των πραγμάτων ανεπαρκής και εύκολα παρασύρει σε εσφαλμένα συμπεράσματα.Επιπλέον, τα κινήματα που ξεσπούν από την περίοδο της Αλώσεως μέχρι την Επανάσταση του 1821 είναι αρκετά για να καταστήσουν επισφαλή την απόλυτη ορθότητα αυτής της πηγής και δεν γίνεται καν μνεία τους στο βιβλίο.Αξίζει να σημειωθεί οτι η άποψη περί της τάξεως που επιβάλλουν οι Οθωμανοί με τις κατακτήσεις τους απλουστευτικά προβάλλεται κατά κόρον από μέγα μέρος της τουρκικής ιστοριογραφίας.
Στη σελ. 20 γράφεται εσφαλμένα οτι η Συνθήκη του Κιουτσούκ Καϊναρτζή υπεγράφη το 1784 αντί του ορθού 1774 με την προσθήκη οτι «τα ελληνικά πολεμικά πλοία ταξιδεύουν με περισσότερη άνεση» χωρίς να εξηγείται στο μαθητή για ποιο λόγο συμβαίνει αυτό.
Στη σελ 30 γίνεται λόγος για την ακμή και παρακμή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και αναφέρεται οτι η παρακμή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας οφείλεται μεταξύ άλλων στην ανάθεση των εισπράξεων των φόρων σε ιδιώτες οι οποίοι αυθαιρετούν εις βάρος των υπηκόων και επαναστατούν συχνά ενάντια στην κεντρική διοίκηση. Τούτο είναι αληθές αλλά, αποκεκομμένο από άλλα επιχειρήματα, που ανάγονται στην ίδια τη φύση της οθωμανικής διοίκησης οδηγεί σε εξωραϊσμό της τελευταίας ενώ, όπως και στην περίπτωση της επιστολής του Γάλλου πρεσβευτή, προσεγγίζει θέσεις της τουρκικής ιστοριογραφίας η οποία δίδει το παράδειγμα της αγροτικής επανάστασης στη Θεσσαλία το 1878 [ίδε Emine Kıray,Osmanlıda Ekonomık Yapı ve Dış Borçlar (Οικονομική Δομή και Εξωτερικά Χρέη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, Κων/πολη, 1993, İlber Ortaylı,İmparatorluğun En Uzun Yüzyılı(Η πιο κρίσιμη εκατονταετία της Αυτοκρατορίας), Κων/πολη 1987 ].Είναι όμως δύσκολο να εξαχθούν γενικότερα συμπεράσματα για την οικονομική παρακμή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας με βάση τη συγκεκριμένη ιστορική πληροφορία. Λόγου χάρη,από οικονομική σκοπιά υπάρχουν διαφυγόντα κέρδη των Οθωμανών λόγω των εξεγέρσεων ενώ θα έπρεπε να γίνει λόγος για τις διομολογήσειςκ.τλπ. Επειδή όμως το βιβλίο απευθύνεται σε μαθητές της έκτης δημοτικού και δεν είναι δυνατόν να παρατεθούν στοιχεία που προϋποθέτουν προχωρημένες γνώσεις οικονομικής επιστήμης, γίνεται φανερό ότι το συγκεκριμένο κεφάλαιο χρήζει αναθεώρησης.
Ο φευγαλέος τρόπος με τον οποίο γίνεται αναφορά στοπαιδομάζωμα και στους βίαιους εξισλαμισμούς αποτελεί επίσης κατακριτέα επιλογή των συγγραφέων που αντίθετα δίνουν έμφαση σε στοιχεία για τον ειρηνικό κοινωνικό βίο των υπόδουλων ενώ υποβαθμίζονται σε απλό λαογραφικό επίπεδο οι αναφορές στην χριστιανική ταυτότητα των ραγιάδων.
Ο ιστορικός όρος «Βόρειος Ηπειρος» αναγράφεται μία φορά σε τμήμα επιστολής του Ελευθερίου Βενιζέλου ως πηγή , χωρίς άλλη επεξήγηση, ενώ γράφεται χαρακτηριστικά οτι με τη Συνθήκη του Βουκουρεστίου το 1913, η Ελλάς προσαρτά και «την υπόλοιπη Ηπειρο».
Ισχυρές αντιδράσεις έχει προκαλέσει μεταξύ των Ποντίων η αποσιώπηση της Ποντιακής Γενοκτονίας αλλά αποσιωπούνται γενικότερα και οι διώξεις του Μικρασιατικού Ελληνισμού κατά την περίοδο 1913- 1922 ενω αποσιωπάται ο τουρκικός εμπρησμός της πόλεως της Σμύρνης τον Αύγουστο του 1922 και εμφανίζεται απλώς ως « συνωστισμός στο λιμάνι της Σμύρνης» η δραματική προσπάθεια του χριστιανικού πληθυσμού να γλυτώσει από τις σφαγές του τουρκικού στρατού.Τα παραπάνω ζητήματα, ως γνωστόν, ενοχλούν την τουρκική ιστοριογραφία πλην ελαχίστων τιμητικών εξαιρέσεων.
Μέσα σε μία πρόταση ο μαθητής μαθαίνει οτι «οι Ελληνες, το 1940-1941, απομακρύνουν τα ιταλικά στρατεύματα από τα ελληνοαλβανικά σύνορα σημειώνοντας σημαντικές νίκες» Ετσι περιγράφεται η εποποιϊα του 40 ενώ το παρατεθέν απόσπασμα από τον Ελύτη (Αξιον Εστί) περιγράφει μόνο τις κακουχίες του πολέμου και η φωτογραφία μιας αφίσας για τις «Ηρωϊδες της Πίνδου» δεν είναι αρκετή για να μεταδώσει το ηρωϊκό κλίμα της εποχής. Ουδεμία αναφορά υπάρχει για τα γεγονότα του 1955 στην Κωνσταντινούπολη ενισχύοντας την πεποιθησή μας οτι οι μαθητές του σχολικού εγχειριδίου είναι θύματα μιας μονόπλευρης προσέγγισης προς την τουρκική πλευρά η οποία άλλωστε διαψεύδεται από εμπεριστατωμένες πρόσφατες εργασίες Τούρκων ιστορικών (ίδε πρόσφατο βιβλίο της Ντιλέκ Γκιουβέν για τα Σεπτεμβριανά).
Οι ανωτέρω παρατηρήσεις είναι, όπως προαναφέραμε, απολύτως ενδεικτικές και η ουσιαστική κριτική πρέπει να κατευθυνθεί στο σκεπτικό των συγγραφέων του βιβλίου για το σύνολο του έργου τους (δομή και περιεχόμενο της ύλης) και, βεβαίως, στους έχοντες την ευθύνη για τα όσα συμβαίνουν στο χώρο της Παιδείας.
Αναδημοσίευση από την Εφημερίδα «Η Χριστιανική» 22 Μαρτίου 2007
Αυτό το κείμενο είναι γραμμένο σε μονοτονικό. Διαβάστε την πολυτονική του έκδοση.
|