Ποιες άραγε δυνάμεις προωθούν τη μετάλλαξη του ελληνικού έθνους σε ουδετεροεθνές κρατικό μόρφωμα;
Οι μη κυβερνητικές οργανώσεις... άξια κερδίζουν το ψωμί τους, αποκαλύπτοντας συνεχώς μειονότητες!
Κωνσταντίνος Ρωμανός
Αν. Καθηγητής Φιλοσοφίας, Πανεπιστήμιο Αιγαίου
Αντίβαρο, Ιούλιος 2007
Τον τελευταίο καιρό, με αφορμή την εισαγωγή των νέων βιβλίων ιστορίας στα σχολεία (που συνοδεύθηκε από την πολτοποίηση των παλαιών βιβλίων ώστε να μην υπάρξει επιστροφή) ξεκίνησε ένα κύμα διαμαρτυρίας από πολίτες και οργανώσεις διαφορετικής ιδεολογικής προέλευσης κατά της παραποίησης του κοινού ιστορικού κεκτημένου των Ελλήνων στα εν λόγω βιβλία.
Η αντίδραση αυτή είναι εύλογη αλλά καθυστερημένη, αν λάβουμε υπ όψιν ότι το εγχείρημα αποδόμησης του «Έθνους, της γενεαλογίας του και των προσωπικοτήτων που έδωσαν τη ζωή τους για τη σωτηρία του Έθνους» (από το «Βιβλίο Δασκάλου» που συνοδεύει την Ιστορία ΣΤ΄ Δημοτικού) ξεκίνησε όχι τώρα, αλλά πριν από δέκα χρόνια από καθηγητές πανεπιστημίων της ιστορίας και της παιδαγωγικής που με τη σειρά τους εκπαίδευσαν τους δασκάλους των ελληνικών σχολείων. Όταν ανεπαισθήτως δημιουργήθηκε η «κρίσιμη μάζα» δασκάλων γαλουχημένων στη «Νέα Ιστορία», τότε ήλθε πλέον η στιγμή να εισαχθούν τα νέα εγχειρίδια στα σχολεία χωρίς να προκληθεί, όπως είδαμε, αντίδραση των δασκάλων σε αξιόλογη κλίμακα. Η πραγματική εκ των άνω μεταρρύθμιση της ελληνικής εκπαίδευσης γίνεται μεθοδικά, χωρίς διαδηλώσεις στον δρόμο, με σύμπνοια των βασικών παραγόντων και οπωσδήποτε με εξασφαλισμένη χρηματοδότηση από εξωελλαδικές πηγές.
Αφού η πρωτοβάθμια εκπαίδευση στελεχώθηκε πλέον επαρκώς με τo κατάλληλο προσωπικό και τροφοδοτήθηκε με τα κατάλληλα βιβλία, ήλθε τώρα η σειρά της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης να μεταλλαχθεί ώστε να είναι συμβατή με την πρωτοβάθμια. Και εδώ κρίθηκε αναγκαίο να δημιουργηθεί η «κρίσιμη μάζα» των καθηγητών που θα δεχθούν τα νέα βιβλία. Έτσι ενόσω συγγράφονται με σπουδή τα νέα εκπαιδευτικά εγχειρίδια, οργανώνονται σεμινάρια επιμόρφωσης των εκπαιδευτικών σε όλους τους νομούς της Ελλάδος σε συνεργασία με το υπουργείο Παιδείας και με συγχρηματοδότηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ένα τέτοιο μεγάλο πρόγραμμα ΕΠΕΑΚ ξεκίνησε τον Φεβρουάριο του 2006 και βρίσκεται ήδη σε πλήρη ανάπτυξη. Αποδέκτες είναι «όλα τα Γυμνάσια της επικράτειας με πολυπολιτισμική σύνθεση». Στόχος του προγράμματος είναι η «διαπολιτισμική εκπαίδευση», ειδικά να κερδηθεί «το στοίχημα» της επιμόρφωσης των εκπαιδευτικών, «αναγνωρίζοντας τον κρίσιμο ρόλο τους για την τελική έκβαση του εγχειρήματος». Η ομαλή ένταξη των μειονοτικών ομάδων στην ελληνική κοινωνία και η «διάχυση των διαπολιτισμικών αξιών» με βάση την αρχή της ισοτιμίας όλων των πολιτισμών και του μορφωτικού κεφαλαίου τους. Για να επιτευχθούν αυτοί οι στόχοι καταπολεμώνται άγρια ο «ρατσισμός» και ο «εθνικισμός» των Ελλήνων ώστε να καλυφθούν τυχόν ενστάσεις των εκπαιδευτικών.
Τι σημαίνουν αυτά; Προφανώς ότι η ελληνική παιδεία καλείται να μεταλλαχθεί, υπό την πίεσιν της πολυεθνικής σύνθεσης των σχολικών τάξεων, σε κάτι διαφορετικό. Παραδείγματος χάριν να αποδομηθεί ο αρχαίος ελληνικός πολιτισμός -το μορφωτικό περιεχόμενο του οποίου πανταχόθεν αναγνωρίζεται ως οικουμενικό- ώστε να φαίνεται συγκρίσιμος με άλλους τοπικής εμβέλειας πολιτισμούς, ας πούμε τον αρχαίο ιλλυρικό πολιτισμό. Ένα τέτοιο εγχείρημα, τερατώδες για την κρίση κάθε μορφωμένου ανθρώπου σε όλη τη χριστιανική και μουσουλμανική επικράτεια (για τους ʼραβες του Μεσαίωνα «Πρώτος Διδάσκαλος» εθεωρείτο ο Αριστοτέλης) μπορεί να επιτύχει μόνο σε ανθρώπους ημιμαθείς ή σε παιδιά. Η σημερινή Ελλάδα δεν φημίζεται βέβαια -παρά τον μεγάλο αριθμό των πτυχιούχων της- για τη μορφωτική τους επάρκεια, αλλά αποτελεί παρά ταύτα η ίδια τεράστια πρόκληση για τον πολυπολιτισμικό οδοστρωτήρα. Γιατί; Απλούστατα διότι εδώ είναι οι ίδιοι οι Έλληνες αυτοί που καλούνται να απαρνηθούν τον οικουμενικό Ελληνισμό των προγόνων τους και όχι απλώς, όπως αλλού, οι Φιλέλληνες. Όπως κάθε λαός έτσι και οι Έλληνες, οι υπαρκτοί Έλληνες της σήμερον, με όλες τις μορφωτικές τους ανεπάρκειες, είναι υπερήφανοι για τον εαυτό τους και τους προγόνους τους. Η υπερηφάνεια αυτή είναι υπαρκτικός όρος κάθε λαού και κάθε προσώπου. Είναι νόμιμη έκφραση του πρωτείου της αυτογνωσίας και αυτοσυντήρησης και προϋπόθεση κάθε ισότιμου διαλόγου με τον επίσης υπερήφανο «ʼλλο».
Επίσης είναι αυτή η καλώς εννοούμενη υπερηφάνεια απαραίτητο ουσιαστικό στοιχείο κάθε ζωντανής κοινότητας «Ομοίων». Το ίδιο πρέπει να λεχθεί για την αγάπη προς την πατρίδα, τη φυσική συμπάθεια που συνέχει ανθρώπους με κοινή καταγωγή (Το «όμαιμον, ομόθρησκον, ομότροπον, ομόγλωσσον» του Ηροδότου, «το ομογενές προς τo ομογενές» των Στωικών). Ο «σεβασμός της διαφορετικότητας», που είναι η σημαία του εγχειρήματος αποδόμησης της ελληνικής ιστορίας σε όλο της το βάθος, δεν έχει κανένα λογικό και ηθικό έρεισμα δίχως την ταυτόχρονη αναγνώριση της ομοιότητας και του δικαιώματος στην ομοιότητα. Ο «Ξένος» παραπέμπει στον «Οικείο», το «Εσύ» στη συνείδηση του «Εγώ».
Στην Ελλάδα έχει εισαχθεί από τους οργανικούς διανοούμενους της Νέας Τάξης μια ελλειπτική φιλοσοφία της «Διαφοράς» η οποία δεν νοεί την Ομοιότητα παρά μόνο ως «μύθο», δηλαδή ως βίαια πολιτική μετάλλαξη προϋπαρχουσών ετεροτήτων σε τεχνητή ταυτότητα. Έτσι το ελληνικό έθνος είναι «μύθος», το ίδιο τα εθνικά χαρακτηριστικά, ξεπερασμένες είναι την «εποχή της παγκοσμιοποίησης» οι «εθνοκεντρικές» ελληνικές αξίες και αρετές, βλαβερές παιδαγωγικά, κατά βάσιν ρατσιστικές και ξενοφοβικές. Οι αρετές που προτείνονται ως γνήσιες είναι ο «σεβασμός των πολιτισμικών διαφορών, η ανοχή, η ευαισθησία και αλληλεγγύη» - όλα σε σχέση με τον «Αλλο». Δηλαδή δεν αναγνωρίζεται στον Έλληνα το δικαίωμα του αυτοπροσδιορισμού, που αναγνωρίζεται όμως (και στον μεταναστευτικό μας νόμο) στις «εθνοτικές μειονότητες» επί του ελληνικού εδάφους. Η αποδόμηση του έθνους στα σχολικά μας βιβλία είναι ρητά και προγραμματικά συνδεδεμένη με το πρωτείον του πολυεθνοτισμού. Αυτή η διάσταση του προβλήματος έμεινε ως σήμερα έξω από την κριτική αποτίμηση της «Νέας Ιστορίας» στα ελληνικά σχολεία. Η ευθύνη των αντικαθεστωτικών διανοουμένων για την παράλειψη αυτή είναι πολύ μεγάλη απέναντι στο μέλλον του Ελληνισμού.
Αυτά σχετικά με τη μονοπωλιακή μετακένωση κάποιων επιλεγμένων παλαιότερων ιστοριογραφικών συζητήσεων Ευρώπης - Αμερικής στην ελληνική παιδεία και στην κυρίαρχη πολιτική πρακτική της προϊούσας πολυεθνοτικής μετάλλαξης του ελληνικού έθνους. Εν τω μεταξύ η μακρινή Ευρώπη συζητάει σε άλλο μήκος κύματος. Έτσι π.χ. τo μεγάλης κυκλοφορίας γερμανικό περιοδικό «Der Spiegel» (22-1-07) κάνει αφιέρωμα, προσφάτως, στο ζήτημα της γερμανικής εθνογένεσης και ο αναγνωρισμένος ιστορικός του Τύμπιγκεν Dieter Langewiesche εξηγεί εδώ ότι η ιδέα του έθνους παραμένει, σήμερα και στο ορατό μέλλον, η μοναδική αρχή που εγγυάται την κοινωνική συνοχή και την κατανομή των αγαθών, συμπεριλαμβανομένων της κοινωνικής ασφάλισης, της προστασίας από εξωτερική επιβουλή και της ελευθερίας. Επίσης, το εθνικό κράτος είναι τo μοναδικό ανάχωμα που προστατεύει τον πολίτη από τις επιπτώσεις της παγκοσμιοποίησης. Τα έθνη συγκροτήθηκαν, κατά κύριο λόγον, από ομοιογενή στοιχεία και παραδόσεις, παρά την κρατούσα στην Ελλάδα προπαγάνδα περί του αντιθέτου, ενώ ο ρόλος των διανοουμένων στην εθνογένεση ήταν να συνθέσουν και να καταστήσουν ευρέως συνειδητή την υπάρχουσα ομοιότητα. Τέλος είναι λογικό το έθνος να οριοθετείται προς τα έξω, γιατί μόνο έτσι ελέγχεται ποιος έχει δικαίωμα να ψηφίσει και να μετέχει στο κοινωνικό προϊόν εντός των ορίων του έθνους. Αυτά μεταξύ πολλών άλλων από τον πρόσφατο «Der Spiegel».
Οι διαπιστώσεις αυτές θυμίζουν τον ώριμο Habermas, ο οποίος θα πει ότι μια δημοκρατική κοινωνία πρέπει να μπορεί να κάνει διάκριση μεταξύ μελών και μη μελών. Επίσης ότι μια κοσμοπολίτικη κοινότητα δεν μπορεί να είναι δημοκρατική, διότι μέσα σ\' αυτή δεν λειτουργεί η αλληλεγγύη των πολιτών που λειτουργεί μέσα στην εθνοτική ταυτότητα του έθνους (Habermas, «Ο μεταεθνικός αστερισμός», Αθήνα 2003). Και όμως, η δική μας «ακαδημαϊκή Αριστερά» αποκρύπτει συνειδητά τα πρόσφατα αυτά συμπεράσματα του Χάρμπερμας από τη δημόσια συζήτηση περί πολυπολιτισμού, ενώ προβάλλει επίμονα την παρωχημένη (δεκαετία \'70) αντίληψη του ιδίου στοχαστή περί ενός «συνταγματικού πατριωτισμού» που θα επιτρέψει δήθεν τη δημιουργία μιας συλλογικότητας γύρω από τους δημοκρατικούς θεσμούς από ανθρώπους που δεν συνέχονται από κοινά εθνοτικά χαρακτηριστικά. Ήδη ο Αριστοτέλης είχε πει, προαγγέλλοντας τα συμπεράσματα του ώριμου Habermas: «ισόψηφοι μεν και ουχ ομόφυλοι, έκαστος τα εαυτώ σπεύδει» - όταν όλοι έχουν την ίδια ψήφο χωρίς να έχουν κοινή καταγωγή, τότε τρέχει ο καθένας μόνο για το δικό του συμφέρον.
Εν τω μεταξύ η ευρωπαϊκή κοινή γνώμη, που έχει πείρα πολλών δεκαετιών με τη μετανάστευση, συζητάει δημόσια και με μεγάλη συμμετοχή τα προβλήματα για τη συνοχή των κοινωνιών που προκύπτουν από τη μη αφομοίωση των μεταναστευτικών κοινοτήτων, που εξελίσσονται παρά τις αρχικές προβλέψεις ως έθνη μέσα σε άλλα έθνη. Η δολοφονία του σκηνοθέτη Βαν Γκογκ στην Ολλανδία από φανατικό ισλαμιστή, η βία κατά της Δανίας από ισλαμιστές με αφορμή τις καρικατούρες του Μωάμεθ, η εξέγερση των μαγκρεμπίνων «μη πολιτών» στη Γαλλία, τα προβλήματα με την παραβατικότητα των Τούρκων στα γερμανικά σχολεία (οι γερμανοί γονείς αποφεύγουν κατά το δυνατόν τα πολυεθνοτικά σχολεία για τα παιδιά χους - στο θέμα αυτό αφιερώνεται όλο το τεύχος της έγκυρης εφημερίδος «Die Zeit» 1-2-07) και γενικότερα η σύγκρουση των οικουμενικών αρχών του ευρωπαϊκού διαφωτισμού με τον αξιακό σχετικισμό του πολυπολιτισμού είναι σήμερα στο προσκήνιο της ευρωπαϊκής επικαιρότητας. Και όλα αυτά ενώ στις χώρες της Ευρώπης τα ποσοστά των μεταναστών επί των ντόπιων είναι πολύ μικρότερα απ\' ό,τι στην Ελλάδα, οι μετανάστες εισέρχονται επί το πλείστον νόμιμα, ενώ στην Ελλάδα παράνομα, σε βάθος χρόνου ενώ στην Ελλάδα απότομα, με βάση μια εθνική μεταναστευτική πολιτική (Immigration policy) ενώ στην Ελλάδα η τελευταία απουσιάζει παντελώς, έχοντας υποκατασταθεί από πολιτικές επίλυσης των προβλημάτων και εκχωρήσεως δικαιωμάτων στους μετανάστες (immigrant policy).
Έτσι στην απομονωμένη από την Ευρώπη βαλκάνια γωνιά μας, το αυτοκρατορικό πρόσταγμα της αποεθνοποίησης και του πολυπολιτισμού, που εν τω μεταξύ σκόνταψε στην αυτοσυνειδησία των ευρωπαϊκών λαών, προχωράει με επιταχυνόμενους ρυθμούς. Το μαστίγιο του «αντιρατσισμού» και «αντιεθνικισμού» αποτρέπει την αντικαθεστωτική διανόηση από το να εκφράσει τη δυσφορία του ελληνικού λαού, που απειλείται με οικονομική, πολιτική και πολιτιστική περιθωριοποίηση πριν από την οριστική δημογραφική του εξαφάνιση. Οι μη κυβερνητικές οργανώσεις άξια κερδίζουν το ψωμί τους ανακαλύπτοντας συνεχώς νέες εστίες διάσπασης, νέες μειονότητες: την αλβανική, τη μακεδονική, την τουρκική μειονότητα. Οι ξένες μεταναστευτικές κοινότητες είναι και αυτές διάσπαρτες σε μεγάλους αριθμούς σε όλο το εθνικό έδαφος. Η έννοια του εθνικού χώρου, επομένως, γίνεται ασαφής, η ελληνική εθνότητα αποεδαφοποιείται. Με την ιστορική υποπαιδεία χάνεται και η ιστορική μνήμη. Η ελληνική εργατική τάξη πλήττεται θανάσιμα από την εισαγωγή ενός μεγάλου αριθμού ξένων εξαθλιωμένων εργατών, χωρίς ταξική ή πολιτική συνείδηση, ενώ τo κεφάλαιο θησαυρίζει. Το μέλλον της δημοκρατίας στην μεταεθνική Ελλάδα του πολυεθνοτικού υποπολιτισμού είναι κι αυτό αβέβαιο. Χαρακτηριστική είναι η σχετική δήλωση επ\' αυτού του Φράνσις Φουκουγιάμα ότι οι μεταεθνικές κοινωνίες χρειάζονται καταστολή προκειμένου να μην εξάγουν τρομοκρατία.
Ποιες άραγε δυνάμεις προωθούν τη σταδιακή μετάλλαξη του ελληνικού έθνους-κράτους σε ουδετεροεθνές κρατικό μόρφωμα με τίμημα την «παράπλευρη απώλεια», πρώτα, του ελληνικού έθνους και μετά της ελληνικής ιστορικής εθνότητας;
TO ΠΑΡΟΝ 11/03/2007
Αυτό το κείμενο είναι γραμμένο σε μονοτονικό. Διαβάστε την πολυτονική του έκδοση.
|