Τέσσερις ενστάσεις για το βιβλίο της ιστορίας της ΣΤ\' δημοτικού
Νίκος Ράπτης
Εκπαιδευτικός
ppol.gr, 28.01.2007
Πολλές συζητήσεις προκαλεί η καθιέρωση του νέου βιβλίου της ιστορίας της ΣΤ\' δημοτικού.
Το βιβλίο αυτό παρουσιάζεται πράγματι από τους ίδιους τους συγγραφείς και τους εμπνευστές του σαν «τομή» στον τρόπο διδασκαλίας της ιστορίας στο ελληνικό σχολείο.
Οι συγγραφείς δηλώνουν πως ακυρώνουν επιτέλους τον «φρονηματιστικό» χαρακτήρα του μαθήματος της ιστορίας και προσανατολίζουν το μάθημα όχι τόσο στο περιεχόμενό του (τα ιστορικά γεγονότα, τις προσωπικότητες κ.λπ, ό,τι τέλος πάντων οι ίδιοι χαρακτηρίζουν «βομβαρδισμό των παιδιών με τις μάχες του \'21»), όσο στη διδασκαλία μίας «μεθόδου».
Σκοπός τους είναι «να μάθουν τα παιδιά πώς να μάθουν ιστορία».
Οι συγγραφείς δηλώνουν πως επιθυμούν να ξεφύγουν από την παραδοσιακή σχολική ιστορία -που οι ίδιοι χαρακτηρίζουν «μάθημα εθνικής προπαγάνδας και εθνικών μύθων»- αλλά να προετοιμάσουν τους μαθητές να γίνουν πολίτες που «σκέπτονται... κρίνουν... αποφασίζουν».
Θεωρείται δηλαδή πως όσοι Έλληνες διδαχθούν τα γεγονότα της επανάστασης του 1821, του «όχι» και του έπους της Αλβανίας, ίσως τα των μηδικών πολέμων και του χρυσού αιώνα του Περικλέους, τις κατακτήσεις του Μεγάλου Αλεξάνδρου, το Βυζάντιο κ.λπ, τις περιόδους δηλαδή που κατά τους συγγραφείς του νέου εγχειριδίου «διαιωνίζουν τα εθνικά στερεότυπα και τους μύθους», στο μέλλον δεν θα διαθέτουν τις «γνώσεις (εκείνες) και (την) κρίση» που απαιτεί η δημοκρατική λειτουργία της πολιτείας και η ευρωπαϊκή προοπτική.
Οι «θέσεις», λοιπόν, στις οποίες στηρίζεται το εγχείρημα του νέου βιβλίου της ιστορίας της ΣΤ\' δημοτικού είναι πως:
Πρώτον, η σύγχρονη διδακτική προσέγγιση της ιστορίας επιβάλλει να μη δίνεται έμφαση τόσο πολύ στα ιστορικά γεγονότα, όσο στη μέθοδο της ιστορικής έρευνας.
Το κέντρο βάρους του μαθήματος μετατοπίζεται από το «τι» διδάσκεται (από το περιεχόμενο) στο «πώς» διδάσκεται (στην παιδαγωγική μέθοδο).
Δεύτερον, το μάθημα χρειάζεται να πάψει να έχει «φρονηματιστικό» χαρακτήρα.
Τρίτον, αντί των «περιόδων που συντηρούν τις εθνικιστικές αφηγήσεις», τα παιδιά χρειάζεται να διδάσκονται (έστω και εξ ανάγκης επί τροχάδην) όσο το δυνατόν περισσότερες ιστορικές περιόδους και μάλιστα όχι μόνον της ελληνικής, αλλά και της ευρωπαϊκής και της παγκοσμίου ιστορίας.
Έτσι π.χ. στην ΣΤ\' τάξη οι μαθητές οφείλουν να γνωρίσουν «σε 55 περίπου ώρες» όλα τα σημαντικά γεγονότα της παγκοσμίου ιστορίας από το 1453 έως σήμερα.
Τέταρτον, η μέχρι σήμερα διδασκαλία μίας «εθνικής» ιστορίας έρχεται σε αντίφαση με τη λειτουργία των πολιτών στη σύγχρονη δημοκρατία και την ενιαία Ευρώπη.
Βεβαίως και οι τέσσερις θέσεις είναι λάθος:
Πρώτον, σε ό,τι αφορά τη σύγχρονη διδακτική, είναι αλήθεια πως την δεκαετία του 1960 υπήρξε μία ισχυρή τάση για στροφή της διδασκαλίας της ιστορίας -αλλά και της όλης σχολικής εργασίας- από το περιεχόμενο στη μέθοδο.
Από εκεί προκύπτει το περίφημο αξίωμα πως σήμερα η εκπαίδευση έχει ως σκοπό «να μαθαίνουν τα παιδιά πώς να μαθαίνουν».
Αυτά είναι τα καλά νέα για τους συγγραφείς· τα κακά νέα είναι πως η δεκαετία του 1960 ήταν εδώ και σαράντα χρόνια και πως, ταυτόχρονα, οι εκπαιδευτικές καινοτομίες εκείνης της εποχής θεωρούνται εν πολλοίς καταστροφικές για το μορφωτικό επίπεδο των πολιτών: «αν μία ξένη εχθρική δύναμη είχε προσπαθήσει να μας υποβάλει τις μέτριες εκπαιδευτικές επιδόσεις που έχουμε σήμερα, κατά πάσα πιθανότητα θα το θεωρούσαμε πράξη πολέμου» (!) έγραφε το 1983 μία επίσημη αμερικανική επιτροπή αξιολόγησης του εκπαιδευτικού συστήματος.
Πριν λίγες ημέρες, δύο Γάλλοι εμπειρογνώμονες μίλησαν για «καταστροφή» του σχολείου και ανάγκη «επανίδρυσής του», στη βάση της ανάγκης για μετάδοση γνώσεων, για σαφείς και δομημένες διδασκαλίες, για πειθαρχία κ.λπ.
Τέλος στη Βρετανία τη δεκαετία του \'90 εφαρμόστηκε -για πρώτη φορά στην ιστορία της χώρας- ένα «εθνικό πρόγραμμα διδασκαλίας», που εισήγαγε τη διδασκαλία ορισμένων «βασικών» μαθημάτων.
Κοντολογίς, σήμερα παντού στον κόσμο οι καιροί ευνοούν την επιστροφή στις παραδοσιακές προσεγγίσεις και όχι στα «διαθεματικά» και ομιχλώδη που ευδοκιμούν στον τόπο μας.
Πιστοί στο ραντεβού μας, εμείς συνεχίζουμε να εφαρμόζουμε -με κακέκτυπο μάλιστα τρόπο- όσα δοκιμάστηκαν εδώ και σαράντα χρόνια στη δύση, μην έχοντας μάλιστα τη πρόνοια ούτε καν να αποφύγουμε όσα εκεί τόσο βροντωδώς απέτυχαν!
Δεύτερον, είναι άτοπο να θεωρεί κανείς πως είναι δυνατό να διδαχθεί στο δημοτικό μάθημα που να μη διαθέτει «φρονηματιστικό» χαρακτήρα.
Θυμίζουμε πως τα παιδιά μπορούν να σκεφθούν αφηρημένα και να κρίνουν διαθέσιμες πληροφορίες μετά τα 11 περίπου χρόνια τους.
Αν αφαιρέσουμε το φρονηματισμό από την διδασκαλία της ιστορίας στο δημοτικό, δεν μένει τίποτα.
Το εγχείρημα για μία μη-φρονηματιστική ιστορία είναι ανέφικτο (όπως εξ άλλου αποδεικνύει και το περί ου ο λόγος βιβλίο ιστορίας): η επιλογή των προς διδασκαλία γεγονότων προκύπτει πάντα από σκληρή ιδεολογική επιλογή.
Το νέο βιβλίο της ιστορίας δεν γράφει π.χ. σχεδόν τίποτα για την κήρυξη της ελληνικής επανάστασης του 1821, γράφει όμως πολλά για την ανάπτυξη του εργατικού κινήματος στο μεσοπόλεμο· σχεδόν τίποτα για το «όχι», πολλά όμως για το «πολυτεχνείο»· δεν αναφέρεται η Αλαμάνα, ο χορός του Ζαλόγγου, η έξοδος του Μεσολογγίου κ.λπ, αναφέρεται όμως εκτενώς η εαμική εθνική αντίσταση η ιστορία, οι θεσμοί οι πολιτικές της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ) κ.ο.κ.
Με άλλα λόγια δίνεται έμφαση σε ό,τι αποδομεί την έννοια της εθνικής ενότητας και σε ό,τι σχετικοποιεί τη σημασία της Ελλάδας στον κόσμο.
Τα παιδιά της ΣΤ\' Δημοτικού διδάσκονται πως το έθνος στο οποίο ανήκουν είναι ασήμαντο και διαιρεμένο: αυτό είναι ο ορισμός του φρονηματισμού.
Τρίτον, η επιλογή της «επί τροχάδην» διδασκαλίας της παγκοσμίου ιστορίας πεντακοσίων χρόνων υστερεί -από διδακτική άποψη- της παραδοσιακής προσέγγισης για εκτενή παρουσίαση ορισμένων κρισίμων ιστορικών περιόδων: στην πρώτη περίπτωση τα παιδιά δεν μαθαίνουν τίποτα στη δεύτερη μαθαίνουν κάτι.
Στην παραδοσιακή προσέγγιση τα παιδιά αποκτούν τουλάχιστο κάποια γνωστικά «αγκωνάρια» γύρω από τα οποία μπορούν στη συνέχεια να «πλέξουν» την ιστορική τους αυτογνωσία.
Αντίθετα η ισότιμη, παραθετική και πολύπλοκη παράθεση ιστορικών γεγονότων 500 ετών σε 55 ώρες οδηγεί μαθηματικά -όπως δείχνουν εξάλλου οι αξιολογήσεις των εκπαιδευτικών συστημάτων όπου αυτά εφαρμόστηκαν- στην δημιουργία ανιστόρητων και κάθε άλλο παρά φιλίστορων πολιτών.
Τέταρτον, η έξαρση των πατριωτικών συναισθημάτων, η καλλιέργεια της εθνικής υπερηφάνειας, ο τονισμός του ρόλου των ηρώων κ.λπ. όχι μόνον αντιφατικός με τη δημοκρατία δεν είναι, αλλά αποτελεί τη «βασιλική οδό» προς την πολιτικότητα και την πολιτική συμμετοχή.
Δεν είναι τυχαίο πως, μέχρι σήμερα, μόνο πεδίο όπου αναπτύχθηκε η δημοκρατία εξακολουθεί να είναι το έθνος-κράτος: ήταν η μόνη κοινωνική οντότητα που παρήγαγε αρκετά έντονη ομοιογένεια και αρκετά ισχυρούς κοινωνικούς δεσμούς που να προκαλούν ενδιαφέρον για πολιτική συμμετοχή.
Διότι συμμετέχεις και αγωνίζεσαι για να βελτιώσεις τη ζωή μίας κοινότητας που σε νοιάζει, που νιώθεις μέλος της.
Ο πατριωτισμός αποτελεί την δύναμη συνοχής της δημοκρατίας.
Αν καταντήσουμε να αντιλαμβανόμαστε την κοινωνία στην οποία ζούμε ως ένα συνονθύλευμα ατόμων- «αυτόνομων» καταναλωτών, η δημοκρατία είναι καταδικασμένη.
Σε ό,τι αφορά, τέλος, την υποτιθέμενη προσαρμογή των ελληνοπαίδων στο μέλλον της ενωμένης Ευρώπης, ας σταματήσει η πλάνη.
Η Ευρώπη διαμορφώνεται -όλο και πιο ξεκάθαρα- ως μία πρωτότυπη μόνιμη διακυβερνητική συνεννόηση παρά ως ένα υπερκράτος (πόσο μάλλον ένα «υπερέθνος»).
Στο πλαίσιο αυτό ο πατριωτισμός δεν αποτελεί μόνον εκ των ων ουκ άνευ όρο για την επιβίωση της δημοκρατίας· αποτελεί επίσης όρο για την επιβίωση της ιδιοφυίας αυτής της χώρας στο παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον.
Δεν είναι εξάλλου τυχαίο πως οι ισχυρές χώρες (η Γαλλία, οι ΗΠΑ, η Βρεταννία κ.λπ) δίνουν εξαιρετική έμφαση στη μοναδικότητα της εθνικής τους ιδιοσυστασίας και στη σημασία του εθνικού τους ρόλου στο μέλλον.
Θα ήταν κρίμα για τους Έλληνες, το έθνος που μεταφέρει δια μέσου των αιώνων την κλασσική γραμματεία, τα ευαγγέλια, την πατερική παράδοση, και που ενέπνευσε την αναγέννηση και την έννοια της δύσης, να λιποτακτήσει τόσο άδοξα από τη σκηνή της ιστορίας.
Το άρθρο αυτό πρωτοδημοσιεύθηκε στην ιστοσελίδα ppol.gr στη διεύθυνση http://www.ppol.gr/fullarticle.php?id=2920 και το αναδημοσιεύουμε μετά από άδεια της ιστοσελίδας αυτής.
Αυτό το κείμενο είναι γραμμένο σε μονοτονικό. Διαβάστε την πολυτονική του έκδοση.
|