ΣΤΕΛΙΟΣ ΡΑΜΦΟΣ

Μονοτονισμένη μουσική

Στο περιοδικό Φιλόλογος (τ. 40/1985) δημοσιεύθηκε ενδιαφέρουσα πειραματική έρευνα περί της εφαρμογής του μονοτονικού συστήματος εις το Γυμνάσιο. Η έρευνα διεξήχθη σ' ένα τμήμα της Πρώτης και ένα τμήμα της Δευτέρας τάξεως του Γυμνασίου Διαβατών Θεσσαλονίκης, επί τούτου δε συνεργάσθηκαν μία καθηγήτρια στον τομέα Ψυχολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου, η οποία έδωσε το θέμα και επέβλεψε το πείραμα σε όλες του τις φάσεις, και μία ειδική ερευνήτρια.
"Η δημοτική κινδυνεύει
περισσότερο απ' τους
φίλους της κι όχι
από τους εχθρούς της"
Ευάγ. Παπανούτσος
Κατ' αρχήν τα παιδιά έγραψαν δύο εκθέσεις σε διάστημα δεκαπέντε ημερών και ένα μήνα αργότερα επανεξετάσθηκαν γραπτώς κατά διαφορετική έννοια: η ερευνήτρια τούς υπαγόρευσε, εντός ενδεκαλέπτου, δώδεκα ειδικά μελετημένες σύντομες προτάσεις (π.χ. Γεια χαρά, φίλε!) και εν συνεχεία τούς παρεχώρησε τετράλεπτο διορθώσεως, εκπνέοντος τού οποίου έληξε το πείραμα. Το δεύτερο τούτο στάδιο είχε ιδιαίτερη βαρύτητα, γιατί αν στην έκθεση οι εξεταζόμενοι παρέκαμπταν με ευχέρεια την κάθε αμφίβολη περίπτωση, εδώ έγραφαν απαρεγκλίτως τα υπαγορευόμενα, οπότε φάνηκε ολοκάθαρα πόσο αφομοίωσαν τους κανόνες του μονοτονικού. Σημειωτέον ότι κατά το προηγούμενο σχολικό έτος τα υποκείμενα είχαν διδαχθεί το μονοτονικό σύστημα και ότι πριν αρχίσει το πείραμα, η είδική ερευνήτρια τούς το ξαναδίδαξε. Αλλά και μετά κάθε έκθεση, σαράντα επί των εβδομήντα μαθητών είχαν πάλι την ευκαιρία να το επαναλάβουν μαζί της, σε ατομική εξέταση τού διορθωμένου των γραπτού.
Η έρευνα έδειξε ότι γενικώς τα παιδιά δεν βάζουν τόνους και ότι πολύ συχνά παρατονίζουν, πράγμα το οποίο προσπαθούν να αποφύγουν συλλαβίζοντας φωναχτά. Επίσης, ότι στις περιπτώσεις εκθλίψεως ή αποκοπής δεν θυμούνται πότε πρέπει να απαλείψουν ή ν' αφήσουν τον τόνο και γι' αυτό γράφουν ολόκληρες τις λέξεις. Κανείς απ' όσους εξετάσθηκαν δεν τήρησε ακριβώς τους κανόνες του μονοτονικού, αν και καταλαμβάνουν μόνο μιάμιση σελίδα στην εν χρήσει Γραμματική του Γυμνασίου. Μάλιστα, τα σφάλματα των μαθητών διπλασιάσθηκαν ή πολλαπλασιάσθηκαν στην καθ' υπαγόρευσιν εξέταση.
Η έρευνα έδειξε ακόμη ότι όσοι κάνουν ορθογραφικά λάθη, το μέγα δηλαδή πλήθος των Γυμνασιοπαίδων, κάνουν και τονικά, ενώ υψηλό ποσοστό μαθητών αγνοεί την ετυμολογία κοινοχρήστων λέξεων, λόγω απειρίας των Αρχαίων, σε περιπτώσεις δε όπως του ρήματος εύχομαι, ταυτίζει το ύψιλον με το φι και παρατονίζει την δίφθογγο στο έψιλον. Έδειξε, τέλος, ότι οι περισσότερες παραβάσεις γίνονται σε λέξεις όπου ο τονισμός διαφοροποιεί την σημασία, ήγουν στα ερωτηματικά επιρρήματα πού και πώς, στις προσωπικές αντωνυμίες (μού, σού, μάς, σας κ.λπ.), στις συνιζημένες λέξεις (π.χ. μιά, δυο), τις οποίες τα παιδιά τονίζουν κατά σύστημα σαν δισύλαβες, και στον τόνο των εγκλιτικών (π.χ. ο δάσκαλός μας είπε), που προκαλεί ευλόγως σύγχυση, αφού ο δεύτερος τόνος ανήκει στην μονοσύλλαβη προσωπική αντωνυμία, η οποία όμως κατά το μονοτονικό σύστημα δεν τονίζεται.
Οι ανωτέρω πειραματικές διαπιστώσεις οδήγησαν τις ερευνήτριες στα εξής γενικά συμπεράσματα: Ενώ με το μονοτονικό σύστημα θα έπρεπε να αποφεύγονται τα τονικά σφάλματα, εν τούτοις αυτό δεν συμβαίνει και ως προς τους βασικούς του κανόνες και ως προς τις εξαιρέσεις των. Το καθιερωμένο μονοτονικό σύστημα έχει, όπως υπογραμμίζουν, μηχανικό και όχι λογικό χαρακτήρα. Τούτο δυσχεραίνει τα πράγματα, διότι στην γλώσσα μας υπάρχουν σιωπηλά γράμματα, τα οποία εάν δεν αναγνωρίσει ο μαθητής ετυμολογικώς (π.χ. Εύ-βοια, εύ-φημος) κατ' ανάγκην θα σφάλει, αφού είναι επόμενο να ταυτίσει το σιωπηλό ύψιλον με το βήτα ή με το φι του δευτέρου συνθετικού και να τονίσει στο έψιλον. Το αυτό ισχύει για τις άτονες, ημίτονες, τονισμένες και υπερτονισμένες λέξεις της Νεοελληνικής, που εν προκειμένω ισοπεδώνονται, γιατί μπορεί να είναι μονοσύλλαβες, πλην έντονες (π.χ. φως, χθες), ή δισύλλαβες, αλλά συχνά στην συνάφεια άτονες (π.χ. από 'δω, ότι έλεγε). Εξ άλλου, παρατηρούν, το μονοτονικό δεν βοηθεί πάντοτε να διακρίνομε ομώνυμες λέξεις - λόγου χάριν το "για" στις φράσεις "για να δούμε" (τελικός σύνδεσμος) και "για δές την" (μόριο)-, εις βάρος πάντα του νοήματος. Συνάγουν λοιπόν μετριοπαθώς ότι στην εννεάχρονη υποχρεωτική εκπαίδευση παρατηρείται μία γενικότερη δυσκολία των μαθητών τόσο στην ανάγνωση όσο και στην χρήση του γραπτού λόγου -ιδίως στην ορθογραφία και την σύνταξη-, για να επιφέρουν όμως αναιτιολόγητα πως θα ήταν καλό να είχαμε ακόμη λιγότερους τόνους με όσο το δυνατόν λογικότερη κατοχύρωση, οπότε αξίζει τον κόπο να μελετηθεί τι επιπτώσεις θα είχε στην γραφή και την ανάγνωση μια περαιτέρω τονική απλοποίηση και αν η εφαρμογή τού ατονικού συστήματος θα αποτελούσε λύση.
Η εικόνα που δίνει η έρευνα θα ήταν πληρέστερη εάν, μαζί με τα ελαττώματα τής εφαρμογής, έδειχνε και τα γενικότερα μειονεκτήματα τού αμελετήτου συστήματος, συνδέοντάς τα με τον τύπο των λοιπών ορθογραφικών λαθών και τα εκφραστικά αδιέξοδα των μαθητών. Βέβαια, κάτι τέτοιο δεν ήταν στις επιδιώξεις των ερευνητριών, ώστε να τις μεμφθούμε για παράλειψη. Μέχρι να σχηματισθεί όμως πλήρης εικόνα, αξίζει να υπογραμμίσει κανείς ορισμένες εγγενείς αδυναμίες του μονοτονικού. Επί παραδείγματι, αφήνει αδήλωτη την έμφαση σε φράσεις όπως: αυτό είναι το ζαχαροπλαστείο της περιοχής, αφού δεν έχει τρόπο να διαστείλει την ποιοτική από την αριθμητική μοναδικότητα του καταστήματος, εάν δεν εισαχθεί επί τούτου νέα εξαίρεση στα ισχύοντα. Ούτε διακρίνει τον τελικό σύνδεσμο "γιά" από το αιτιολογικό, το διαζευκτικό ή το προτρεπτικό ομώνυμό του, όπως στην περίπτωση μονοτονισμένου στίχου του Ζ. Παπαντωνίου, που συναντούμε σε αναγνωστικό τού Δημοτικού (μπράβο του για ρεζιλίκι), τού ρουμελιώτικου "για έβγα ήλιε μ' για θα βγω, για έβγα για θα λάμψω" ή τής φράσεως "για να σου πω", η οποία έχει άλλη έννοια εάν το "για" είναι προτρεπτικό μόριο και άλλη εάν είναι τελικός σύνδεσμος.
"Κάθε έξωθεν επέμβαση
δεν είναι μόνο εγκληματική
εις βάρος τής γλώσσας,
δηλαδή εις βάρος ενός πολύτιμου
εθνικού κυττάρου,
αλλά είναι και βλακώδης.
Μία από τις πρόσφατες
δυναμιτιστικές απόπειρες εναντίον
τής γλώσσας μας είναι και
το περιβόητο μονοτονικό".
Αντ. Σαμαράκης
Γενικώς το μονοτονικό παρουσιάζει μειωμένη διακριτική ικανότητα επειδή θεωρεί τον τόνο σημάδι και όχι σύμβολο ποιού φωνής, οπότε τον σημειώνει κατά ορισμένη μηχανική δεοντολογία και όχι σύμφωνα με τον τονισμό της λέξεως. Τουναντίον, το παραδεδομένο τονικό σύστημα ανταποκρίνεται στις ποικίλες τροπές τού λόγου και διασώζει το χρώμα τού τόνου, είτε για εμφατικούς τύπους πρόκειται είτε για ανεμφάτους. Αυτό διότι ο τόνος του λειτουργεί προσωδιακά και αποτελεί, ως εκ τούτου, ηχητικό πλαίσιο ενεργοποιούμενο στην φράση, όχι ποιοτικώς αμετάβλητο ηχητικό σημείο (νότα), σαν τον τόνο τού μονοτονικού. Ο τελευταίος θα ίσχυε εάν στην γλώσσα μας τονίζαμε απαράλλακτα την ίδια συλλαβή, καθώς οι Γάλλοι τονίζουν κυρίως την λήγουσα, διακρίνοντας έτσι αυτόματα την έντονη από την άτονη συλλαβή. Κάτι τέτοιο ωστόσο δεν συμβαίνει, επειδή ο τόνος στα ελληνικά αποτελεί ιδιαίτερο προσωδιακό χαρακτηριστικό των τύπων κάθε λέξεως και πέφτει αναλόγως στο θέμα (ο ήρως, η ιδέα) ή στην κατάληξη (ο πατήρ, της μητρός), είναι έξις φυσική που μάς επιβάλλει να γνωρίζουμε όλες τις λέξεις με το πνεύμα και τον τόνο τους. Εξ ου η διακριτική ενέργεια των τόνων (που/πού, πως/πώς) και η ατοπία του κονσερβοποιημένου μονοτονισμού, σύμφωνα με τους κανόνες τού οποίου το "χθες", το "μας", το "λεν", ως μονοσύλλαβα δεν τονίζονται, αλλά το "εχθές", το "εμάς", το "λένε", ως δισύλλαβα τονίζονται, ενώ πρόκειται για τις ίδιες λέξεις με τον ίδιο τόνο φωνής( εξ ου τα μονοτονικά εκτρώματα του τύπου "ποιος το δε"; ή "δος μου τόνε", όπου η αντωνυμία τονίζεται και η προστακτική του ρήματος όχι, ή του τύπου "πε(ς)το", όπου όταν απαλείφεται προαιρετικά το τελικό σίγμα, μένει ένα κινεζόηχο "πε το"! Ήθελα να ξέρω πώς αποφασίσαμε ότι οι μονοσύλλαβες λέξεις δεν τονίζονται, αφ' ης στιγμής και πλήθος είναι στην γλώσσα μας και ο τονισμός των έχει σημασία για τον λόγο.
Ενδέχεται να προβληθεί ο ισχυρισμός ότι αυτά τα βραχυκλώματα συμβαίνουν μόνο στο μηχανικό μονοτονικό και ότι σε μία λογική διασκευή του αποκλείονται. Ασφαλώς, ένα σύστημα όπου κάθε λέξη, εκτός από τις όντως άτονες, τονίζεται κατά την προφορά της, παρουσιάζει μεγαλύτερη λειτουργικότητα από το διάτρητο ισχύον μονοτονικό. Δεν είναι όμως καθόλου βέβαιο πώς καθ' εαυτό αποτελεί σύστημα πλεονεκτικό, ικανό να αντικαταστήσει την παραδεδομένη τονογραφία μας, αν κρίνω από τις μονοτονικά αδιευκρίνιστες ομωνυμίες, που επιτρέπει το προσωδιακό υπόστρωμα της γλώσσας μας. Επί παραδείγματι, η ιδιωματική προφορά των τοπικών διαλέκτων δεν μεταφέρεται άνετα στον οπωσδήποτε μονοτονισμένο γραπτό μας λόγο, αίφνης στην περίπτωση της φράσεως "θέλου μια ουρίτσα". Εάν δεν δασύνουμε την "ουρίτσα", ο αναγνώστης θα μείνει με την εντύπωση ότι μάς χρειάζεται ουρά και όχι περιθώριο μιάς ώρας. Το αυτό ισχύει και για φράσεις τού τύπου "περιμένω την ακριβή εικόνα που μου υποσχέθηκες", όπου μένει άδηλο αν περιμένουμε κάποια εικόνα αξίας (ακριβή) ή κάποια πιστή (ακριβή) περιγραφή, αφού η αιτιατική τού "ακριβής" διαφέρει από την τού "ακριβή" κατά την περισπωμένη. Ούτε είναι σαφής η έννοια προτάσεων, όπως "Ωραία η θέα"!, "Τι ωραία!" και "η Νίκη πρόβαλε μοιραία μπροστά του", όπου αγνοούμε αν το δεύτερο "ωραία" και το "μοιραία" είναι επίθετα ή επιρρήματα, εφ' όσον ούτε οξύνονται ούτε περισπώνται, είτε προτάσεων όπως "τρικυμία παρέσυρε βοηθό ασυρματιστή", όπου για τον ίδιο λόγο δεν μπορούμε να ξέρουμε αν παρέσυρε τον βοηθό τού ασυρματιστή ή τον βοηθό ασυρματιστή τού πλοίου. Το λογικό μονοτονικό απαιτεί, εξ ίσου με το μηχανιστικό, τυποποιημένη και αναλυτικά συγκροτημένη σύνταξη, η οποία εκ προοιμίου αποκλείει κάθε συνθετική ενέργεια στην φράση, μεταφέροντας το κέντρο βάρους της γραφής από το νόημα στην ορθοπεδική λογιστική.
"Ας μην ξεχνούμε ότι οι γλώσσες δεν νομοθετούνται.
...Κατά τα άλλα, την γλώσσα την πλάθουν μόνοι τους, ελεύθεροι, οι λαοί και κυρίως οι λογοτέχνες.
...Ας ελπίζωμε ότι ο λαός, φωτισμένος από όσους γράφουν, δεν θα ξεστρατίσει από τον δρόμο τής ακρίβειας και τής ευγένειας και τής μουσικότητας που δυνάμει περικλείει η ελληνική γλώσσα".
Κωνσταντίνος Τσάτσος
Αλλά το σοβαρότερο ελάττωμα τού μονοτονικού είναι ότι με το ένα και μοναδικό σημείο που χρησιμοποιεί, καταστρέφει τον ρυθμό τού λόγου, διαλύει το μέτρο και εξαλείφει κάθε χρώμα από την φωνή, ξεριζώνει δηλαδή το αίσθημα. Οι εισηγητές τού αναπήρου αυτού συστήματος ήταν προφανώς ανυποψίαστοι ή εντελώς αδιάφοροι για την προσωδιακή υφή της αρχαίας γλώσσας και, όπως ήταν επόμενο, αντιμετώπισαν τεχνολογικά το θέμα τών πνευμάτων και τών τόνων. Όμως, αν και η Νέα Ελληνική δεν διατηρεί την προσωδία τής μάνας της, περισώζει χαρακτήρες τής αρχαίας προφοράς στην προσωδία και την μουσικότητα τόσο της κοινής λαλουμένης όσο και των τοπικών διαλέκτων. Το βλέπουμε, επί παραδείγματι, στο ιδιαίτερο ηχητικό ποιόν των ερωτηματικών πού και πώς, τα οποία για να το δηλώσουν γεγραμμένα περισπώνται (οξυβαρύνονται), ενώ το μονοτονικό σημάδι αγνοεί το χρώμα της φωνής και λειτουργεί ως κωδικός συμβολισμός της ερωτήσεως. Επίσης, το βλέπουμε στην περίπτωση της βαρείας, η οποία προφέρεται σήμερα όπως ανέκαθεν. Προφέροντας, λόγου χάριν, την πρώτη λέξη της φράσεως "γλυκό κρασί", μαλακώνουμε την τάση της φωνής, για να εναρμονισθεί μουσικά με την επομένη λέξη, πράγμα το οποίο σημειώνουμε γραπτώς με την βαρεία( αντίθετα όταν προφέρουμε "κρασί" και ακολουθεί σημείο στίξεως, κόβεται δηλαδή η αναπνοή, εντείνουμε την φωνή διότι το σημείο στίξεως, όπως και ο τόνος του εγκλιτικού, τρέπει - "κοιμίζει", έλεγαν άλλοτε - την οξεία σε βαρεία. Εάν όμως η πρόταση έχει αδιάκοπη συνέχεια "γλυκό κρασί πεθύμησα", εκφωνούμε το γλυκό και το κρασί βαρύνοντας τον τόνο και στις δύο λέξεις.
Επικαλούμενος εκφράσεις παλαιών γραμματικών, θα μπορούσε κάποιος να υποστηρίξει πως η βαρεία δεν είναι ο τόνος. Καθώς όμως υπεγράμμιζαν εκείνοι, και ας μού επιτραπεί να παραπέμψω για τους σχετικούς τόπους στον δεύτερο τόμο των "Ελληνικών Ανεκδότων" (φιλολογική προσφορά τού Εμμ. Βεκκέρου), η βαρεία δεν συνιστά τόνο επιτάσεως αλλά τόνο ομαλισμού ή ανέσεως τής φωνής, αρμονικό κλείσιμο τής λέξεως στο πλαίσιο τής συνέπειας, ήγουν τής φράσεως. Τι νόημα έχει να επικαλούμεθα παλαιούς γραμματικούς, εάν δεν έχουμε κατανοήσει μαζί τους πως οι τόνοι και τα πνεύματα είναι προσωδίες, διαφορετικά ύψη τής φωνής που αποτελούν συστατικό στοιχείο τής εκφοράς τού λόγου; Αυτές τις προσωδίες τις δηλώνουμε στον γραπτό λόγο με τα γνωστά σύμβολα δίκην μουσικής σημειογραφίας, η οποία χωρίς να παίζει, βέβαια, ρόλο παρτιτούρας, υπογραμμίζει σε κάθε λέξη τους συντελεστές τής προφοράς. Οι μακρές και βραχείες συλλαβές συγκροτούν την κατά ποσόν προσωδία τής αρχαίας γλώσσας μας, οι δε τόνοι και τα πνεύματα την κατά ποιόν - το χρώμα τής εκφράσεως. Κατά ποιόν προσωδία είναι η ένταση (οξεία προσωδία), η άνεσις ή ο ομαλισμός (βραχεία προσωδία) και η μεσότης τής φωνής, τουτέστιν η περισπωμένη, γνωστές από τα χρόνια τού Αριστοτέλους (βλ. "Ρητορικής" 1403b27-32 και "Ποιητικής" 1456b31-33) και νωρίτερα. Ο πλατωνικός Σωκράτης ("Κρατύλου" 399a-b) δεν εξηγεί ότι από την έκφραση "Διί φίλος" σχηματίσθηκε μία λέξη, ο Δίφιλος, επειδή ακριβώς αφαιρέσαμε το δεύτερο ιώτα τού "Διί" και "αντί οξείας τής μέσης συλλαβής βαρείαν εφθεγξάμεθα";
Παρόμοια ισχύουν και για την περίπτωση τής δασείας. Η δασεία, βεβαιώνουν ομοφώνως οι παλαιοί και οι σύγχρονοι φιλόλογοι, σημειωνόταν γραπτώς πολύ προ των κλασικών χρόνων, με το ψηφίο Η. Όταν όμως, περί τα τέλη τού Ε' αιώνος, καθιερώθηκε στην Αθήνα η ευκλείδειος γραφή, το Η αυτό χρησιμοποιήθηκε για να δηλώνει το μακρό Ε, διχοτομήθηκε δε για να δηλώσει με το έν ήμισυ (() την δασεία ως αύρα βαθιά και, αργότερα, με το άλλο ((), ως λεπτή αύρα ή άπνοια την ψιλή. Εάν η ψιλή ήταν σημείο ιδιαίτερου πνεύματος ή απλώς απουσίας τού δασέος, δεν το γνωρίζουμε ασφαλώς και ως εκ τούτου οι αποφάνσεις διίστανται. Σήμερα, η επιστήμη κλίνει προς το ενδεχόμενο η ψιλή να δήλωνε την έλλειψη ενός πνεύματος δασέος, χωρίς να γίνεται ωστόσο πιο πειστική από τους παλαιούς γραμματικούς των "Ελληνικών Ανεκδότων", οι οποίοι ετόνιζαν (τ. ΙΙ, σ. 692-3) ότι "το σημείον τής δασείας, ήτοι το διχοτόμημα τού Η το επί τα έξω απεστραμμένον, τίθεται επάνω φωνήεντος δασυνομένου, ήγουν εκ τού θώρακος μετά πολλής τής ορμής εκπεμπομένου( το δε έτερον τού αυτού στοιχείου διχοτόμημα, το επί τα έσω εστραμμένον, επάνω φωνήεντος ψιλουμένου, ήτοι εξ άκρων των χειλέων προφερομένου. Έστι γαρ η μεν ψιλή ποιότης συλλαβής, καθ' ην άκροις τοις χείλεσι το πνεύμα προφέρεται, οίον Αίας( η δε δασεία ποιότης συλλαβής, καθ' ην αθρόον εκ βάθους χειλέων το πνεύμα εκφέρεται, οίον ήλιος".

(...)

Για να γίνει σαφές το μέγεθος τού πράγματος, στα περί ελαττωμάτων τού μονοτονικού, θα προσθέσω δείγματα γραπτού λόγου των μαθητών δύο τμημάτων τής Πρώτης τάξεως Γυμνασίου των Αθηνών, ερανισμένα από κείμενα φετινών εκθέσεων και πρόχειρα διαγωνίσματα Αρχαίων και Νέων Ελληνικών, τα οποία μού εμπιστεύθηκε με άδεια ελευθέρας χρήσεως η οικεία καθηγήτρια. Το υλικό είναι καταθλιπτικό και γίνεται καταθλιπτικότερο εάν αναλογισθούμε ότι τα παιδιά αυτά ενεγράφησαν στο Δημοτικό το σχολικό έτος 1979-80 και διδάσκονται Ελληνικά ήδη έξι χρόνια. Σημειωτέον ότι δεν πρόκειται για περιπτώσεις προβληματικών ατόμων: τα παραδείγματα που δίδω και που θα μπορούσα να πολλαπλασιάσω ανετότατα, αντιπροσωπεύουν ποσοστά 47% των μαθητών τού ενός τμήματος και 70% τού άλλου.
Σε εκθέσεις με το απολύτως βατό θέμα "Πώς θα ήθελα τους γονείς μου", εκτός των απαραιτήτων πλέον παρατονισμών και τής ισχυρής ροπής προς τον ατονισμό, αφθονούν λάθη τού τύπου "οπατέρασμου", "ηαδερφήμου", "απωπάνω", "καταλάθως", "μεχαστούκισε", "ναντίνομε", "όταν του ζητάω λεφτά για σινεμά οι για το σχολείο οι και για αλλού", "Ένα βάζω που της τω έκαναν δώρο", "Η μητέρα μου φεύγει το πρωεί και έρχεται το βράδι, φεύγει το μεσιμέρι και έρχεται κατά τις 11 στο σπίτι κουρασμένει", "τους αγαπώ πάρα πωλύ και ας είναι αυστιρή. τιν αυτιρώτητα...", "Οι γωνείς μου είναι πολύ καλοί και ευγενικοί... Ο μπαμπάς μου είναι λίγο αυστηρώς και θα τον ήθελα λίγο πιο μαλακό δηλαδή να μην είναι αυστηρώς", "είναι και ευσηνήδιτοι για το κάθε πράγμα που κάνουν. Εγώ τους γονείς μου δεν τους θέλω ακριβώς έτσι θέλω να γινόντουσαν πιο εύθημοι και πιο αυστηροί γιατί άμα ένα παιδί καλομάθει στα χάδια του γονειού του όταν μεγαλώσει θα είναι πολύ αιβέσθητω"( "Ακόμα τον ήθελα όπως είναι ψιλός στο πάχος όπως είναι μεσσέος", "ευγενικιά μαζί μετούς ανθρώπους".
"Μονάχη έγνοια η γλώσσα μου
στις αμμουδιές του Ομήρου"
Οδυσσέας Ελύτης
Εξ ίσου αντιπροσωπευτική συμμετοχή σε πρόχειρο διαγώνισμα Νέων Ελληνικών -τα παιδιά καλούνται να αποδώσουν ελεύθερα το περιεχόμενο γωωστού κειμένου- είναι η ακόλουθη: " Απαντησης. Πέρσι τα εγγόνια στη πρωτοχρονιά της έβαλαν δόντια της γιαγιάς που λάμπουν. Μα ολοένα τα μάτιά της γιαγιάς έσφηνα απότοτε που πέθανε η μονάκριβη η κόρη της. Τα παιδιά χαίρονταν όταν έβλεπαν να τρώγει φουντουκία με τα ολόασπρα δόντια της. Η γιαγιά και ο μεγάλο της εγγονός βουλεβάν γιά να τα βλάλουν πέρα. Ο μικρός εγγονός φιλάγε ένα σκέδιο όταν έφτασε η μέρα ήταν ότι ο θεος εδώσε το φώς της γιαγιάς". Και η συμμετοχή άλλου μαθητού σε πρόχειρο διαγώνισμα Αρχαίων -τα παιδιά καλούνται να αποδώσουν ελεύθερα το νόημα είκοσι πέντε στίχων τής "Οδύσσειας" και να υπογραμμίσουν τα ιδεολογικά στοιχεία- με τα εξής: "Η Αθηνά λέει στων τηλέμαχο να πάρη το καλύτερο καράβι με είκοσι λαμνοκόπους και να πάει να βρει είδηση για των Πατέρα του που λείπει πολλά χρόνια και του λέει είτε από των Δία να πας στο γέρο Νέστορα στη πύλο και μετά στην Σπάρτη στο Μενέλαο Και αν μάθει καμία πως ζει να περιμένης Ένα χρόνο. Και αν μάθεις πως δε ζει να γυρίσεις αμέσω στην πατρίδα σου να κάνεις θυσίες και μετά να παντρεύψεις την μάνα σου". Ιδεολογικά στοιχεία: "1) Η προσπάθεια της Αθηνάς να πείση των τηλέμαχο να ψάξει να βρει των Πατέρα του. 2) Η Αθήνα πρωσπαθούσε να κάνει των τηλέμαχο να γίνει άντρας."
Το απελπιστικό αυτό επίπεδο δεν περιορίζεται σε αμελητέα ποσοστά δυσμαθών κάποιας τάξεως ενός αθηναϊκού Γυμνασίου, αλλά κατά πληθωρικές ενδείξεις πλήττει ως θεομηνία τα σχολεία σε όλη την επικράτεια. Δεν αρκεί επομένως να διακηρύξει κανείς ότι η γλωσσική πολιτική τής τελευταίς δεκαετίας και η μονοτονική μεταρρύθμιση είχαν ολέθρια αποτελέσματα, (...) αλλά να δείξει ότι η επιδείνωση αυτή δεν έχει να κάνειίας και η μονοτονική μεταρρύθμιση είχαν ολέθρια αποτελέσματα, (...) αλλά να δείξει ότι η επιδείνωση αυτή δεν έχει να κάνει με διογκωμένο απλώς αριθμό λαθών, εν συγκρίσει προς εκείνα τα οποία κάναμε άλλοτε, έχει να κάνει με έναν τύπο και είδος λαθών που ομολογουμένως είναι πρωτόφαντα.


http://www.antibaro.gr