Έχουν Αξία τα Δημοψηφίσματα;
Αλέξανδρος Ντάσκας
Αντίβαρο, Ιανουάριος 2007
Αν κανείς θέλει να αναζητήσει μία χώρα πάσχουσα από «βοναπαρτισμό», από ξενοφοβία, από καταπίεση των μειονοτήτων και καταπάτηση ανθρωπίνων δικαιωμάτων από ένα «πλειοψηφιοκρατικό» (majoritarian) πολιτικό σύστημα στο χώρο της Ευρώπης, θα πρέπει να στρέψει το βλέμμα του προς το κέντρο του χάρτη. Σε μία μικρή ορεινή χώρα,την Ελβετία. Πολλοί μέχρι σήμερα θεωρούσαμε την Ελβετία υπόδειγμα ορθής διακυβέρνησης, ανθηρής οικονομίας, κοινωνικής συνοχής, ειρηνικής συνύπαρξης διαφορετικών εθνικών και θρησκευτικών κοινοτήτων, προσήλωσης στο υπέρτατο αγαθό της διεθνούς ειρήνης. Προφανώς βρισκόμασταν σε πλάνη. Για ποιό λόγο η «ξενόφοβη Ελβετία» αποτυγχάνει να μιμηθεί τα εκλεπτυσμένα πολιτικά ήθη και την ευνομία της χώρας μας; Την απάντηση δίνουν τέσσερις διαπρεπείς καθηγητές στην έγκυρη εφημερίδα «Το Βήμα της Κυριακής». Η Ελβετία υιοθέτησε τον καταστρεπτικό θεσμό του δημοψηφίσματος, το φρικτό εκείνο θεσμό που ερείδεται επί της «αφελούς» αντίληψης ότι ο πολίτης - κάθε πολίτης - είναι ικανός να αποφασίζει για τη μοίρα της πολιτικής κοινωνίας την οποία συγκροτεί με τους συμπολίτες του
Επί της «αφελούς» αντίληψης ότι οι εξουσίες που κατά το Σύνταγμα εκπορεύονται από το Λαό,είναι προτιμότερο να ασκούνται άμεσα από τον ίδιο και όχι απλά εν ονόματί του
Προφανώς γιαυτό η Ελβετία έχει περιέλθει σήμερα σε αδιέξοδα ενώ αντίθετη είναι ορατή και από το υπερπέραν η ευρυθμία των σύγχρονων αντιπροσωπευτικών (δικομματικών, συνήθως) δημοκρατιών.
Τον σπινθήρα για την πυροδότηση της συζήτησης σχετικά με τη σκοπιμότητα της προσφυγής στη λαϊκή ετυμηγορία αποτέλεσε η από το βήμα της Βουλής πρόσκληση του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης Γ. Παπανδρέου προς την κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας να θέσει το ζήτημα της αναθεώρησης του άρθρου 16 του Συντάγματος (δημόσιος χαρακτήρας της ανώτατης εκπαίδευσης) στην δεσμευτική κρίση του ελληνικού λαού - πρόταση που απορρίφθηκε ανενδοίαστα και μετά βδελυγμίας σχεδόν από τον πρωθυπουργό. Ευτυχώς στον διάλογο του κυριακάτικου «Βήματος» τα πνεύματα δεν οξύνθηκαν ιδιαίτερα, καθώς και οι τέσσερις καθηγητές, των οποίων οι απόψεις φιλοξενήθηκαν από την εφημερίδα συνέκλιναν στην απαξίωση του θεσμού του δημοψηφίσματος. Με αξιοθαύμαστη ομοφωνία, ανάλογη της οποίας συναντά κανείς μόνο στην Ελβετία - όπου λαός και πνευματική ηγεσία εμμένουν στις αμεσοδημοκρατικές πλάνες τους με τέτοιο πείσμα ώστε να αρνούνται την ένταξη της χώρας τους στην Ε.Ε. (ένα υπερεθνικό μόρφωμα με «δημοκρατικό έλλειμμα» κατά την προσφυή δημοφιλή έκφραση) ώστε να μην απωλέσουν το προνόμιο της αδιαμεσολάβητης συμμετοχής στη διακυβέρνηση της χώρας τους.
Οι διακεκριμένοι καθηγητές κοι Μουζέλης, Μανιτάκης, Μακρυδημήτρης, Χρυσόγονος διατυπώνουν, με διαφορετικό ο καθένας τόνο τα επιχειρήματα που στηρίζουν την αντίρρησή τους. Ο κος Μακρυδημήτρης αρκείται στην ορθή επισήμανση της αρνητικής διάθεσης του νομοθέτη απέναντι στα δημοψηφίσματα, εκφραζόμενη από την πληθώρα προύποθέσεων και την δυσχέρεια πλήρωσης των τελευταίων για την σπάνια διενέργειά τους, ενώ ο κος Χρυσόγονος στέκεται στην αντισυνταγματικότητα της παράκαμψης της προβλεπόμενης στο αρ. 110 Σ. αναθεωρητικής διαδικασίας, χάριν της λαϊκής ψήφου. Ο κος Μανιτάκης αντίθετα προχωρά και στην πολιτική αξιολόγησή του θεσμού, τον οποίον μέμφεται για το διλημματικό χαρακτήρα του: οι πολίτες δεν είναι δυνατόν να απαντούν με ένα απλό «Ναι» ή «Όχι» σε πολύπλοκα ζητήματα, χωρίς προηγούμενο διάλογο και η επίκληση του δημοψηφίσματος καταλήγει πολιτικό πυροτέχνημα. Στην πραγματικότητα, ωστόσο, είναι το επιχείρημα του εκείνο που φαίνεται σαν ρητορικό πυροτέχνημα. Αφενός γιατί τον ίδιο διλημματικό χαρακτήρα έχει και η ψήφος των βουλευτών, αφετέρου διότι ο πολιτικός διάλογος που διεξάγεται στο επίπεδο της κοινωνίας, ενισχυμένος και από τη συζήτηση σε κοινοβουλευτικό επίπεδο είναι τόσο αρκετός για τον σχηματισμό γνώμης επί του δημοψηφισματικού ερωτήματος όσο και για την ψήφο στις βουλευτικές εκλογές, που αναδεικνύουν την επιφορτισμένη με το νομοθετικό έργο εθνική αντιπροσωπεία.
Στην ίδια κατεύθυνση και με περισσότερη έμφαση στην πολιτική - κοινωνιολογική πτυχή του ζητήματος κινείται ο κος Μουζέλης. Πέραν της πολυπλοκότητας των επιχειρημάτων, που καθίσταται,κατά τη γνώμη του, απροσπέλαστο εμπόδιο εξαιτίας της θήρας της ακροαματικότητας αντί της αλήθειας από τα ΜΜΕ, η υπονόμευση σημαντικών αλλά μη δημοφιλών μεταρρυθμιστικών πρωτοβουλιών και η διακινδύνευση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων από τις αποφάσεις μίας αυταρχικής πλειοψηφίας συνιστούν επιπλέον μειονεκτήματα της άμεσης δημοκρατίας. Οι ενστάσεις αυτές δεν μπορούν να απορριφθούν ως αβάσιμες,αντίθετα ισχύουν και στην αντιπροσωπευτική δημοκρατία! Πράγματι δεν επιχειρείται η χειραγώγηση της κοινής γνώμης από τα ΜΜΕ κατά τις βουλευτικές εκλογές; Ή μήπως τα ισχυρά επιχειρηματικά συγκροτήματα, (και όχι μόνο του Τύπου), στερούνται επιρροής στους βουλευτές διεθνώς; Δεν αναρριχήθηκε στην εξουσία ο Χίτλερ μέσα από τις διαδικασίες της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας; Ή μήπως η λαϊκή δυσφορία για τις μεταρρυθμίσεις με κομματικό κόστος δεν εκφράζεται με την ίδια αποτελεσματικότητα στις εθνικές εκλογές; Αλήθεια, κάθε ένα από αυτά τα επιχειρήματα μπορεί να προβληθεί και για το υπάρχον πολιτικό σύστημα και δεν αποτελούν ιδιαίτερα αρνητικά γνωρίσματα της άμεσης δημοκρατίας.Η δημοκρατία είναι συνυφασμένη με τους συγκεκριμένους κινδύνους, στους οποίους ως ύστατη γραμμή άμυνας ορθώνεται η δικαστική λειτουργία, αν και είναι πρακτικά αδύνατον να αποτραπούν οι τραγικές παρεκκλίσεις μίας κοινωνίας που είναι αποφασισμένη να παρεκκλίνει από τη (φυσικοδικαιϊκώς νοουμένη) δημοκρατική νομιμότητα.
Αντίθετα η κριτική του κου Μουζέλη στα δημοψηφίσματα είναι κατά τούτο εύστοχη, στο ότι το αμεσοδημοκρατικό πολίτευμα δεν διαθέτει ενδιάμεσα στρώματα μεταξύ λαού και πολιτικής ηγεσίας. Μολονότι εννοείται ως μειονέκτημα του συστήματος, αναδεικνύεται στην πραγματικότητα ως το κορυφαίο επίτευγμά του. Ένα σύστημα όπου ο λαός, με τη συγκέντρωση ενός αριθμού υπογραφών και άσχετα από τη βούληση μίας διαφορετικά παντοδύναμης πολιτικής εξουσίας μεταφέρει το κέντρο βάρους της (δυνητικής, έστω) άσκησης της διακυβέρνησης στο εκλογικό σώμα. Χωρίς διαμεσολαβήσεις: α) ισχυρών παραγόντων που προωθούν στο πολιτικό στερέωμα τους εκλεκτούς τους, β) της βούλησης των βουλευτών,που αποκλείεται να ταυτίζεται απόλυτα σε όλα τα θέματα με τη βούληση των εκλογέων τους, γ) πανίσχυρων μηχανισμών που κατʼ ευφημισμόν αποκαλούνται κόμματα, ενώ στην πραγματικότητα λειτουργούν περισσότερο ως οργανωμένες μειοψηφίες που συνασπίζονται για την προώθηση των ιδιαιτέρων συμφερόντων τους. Η «κυβερνώσα Βουλή» της Ελβετίας δεν νέμεται την εξουσία, αλλά άρχει των πολιτών της όπως ο Περικλής των αρχαίων Αθηναίων. Διά της πειθούς, όχι διά της ισχύος. Το έργο της είναι συχνά προπαρασκευαστικό, καλύτερος νομοθέτης είναι ο λαός που εξ αρχής έχει κριθεί άξιος να την αναδεικνύει. Και το ίδιο το εκλογικό σώμα ασκούμενο στην πολιτική πρακτική αποκτά με το χρόνο ωριμότητα και υπευθυνότητα. Το κράτος δεν νοείται ως κάτι διακριτό από το λαό, ο πολίτης δεν έχει να προσάψει τις τυχόν αβελτηρίες πουθενά αλλού παρά μόνο τον εαυτό του.
Ανάμεσα στην απαθή και ρέπουσα στο λαϊκισμό στάση της κοινής γνώμης αφενός και στο αντιπροσωπευτικό σύστημα υπάρχει αιτιακή σχέση, αλλά αντεστραμμένη σε σχέση με το σχήμα που οι καθηγητές προτείνουν. Η «θεσμική» εμπιστοσύνη του λαού στους εκπροσώπους του παραμένει θεωρητική, όχι πραγματική. Το υπάρχον σύστημα εκτρέφει την αδράνεια και μάλιστα ενσυνειδήτως. Η απόσταση του λαού από τα κέντρα λήψης αποφάσεων ευνοεί τη μειοψηφία που μετέχει σε αυτά. Και η sub specie auctoritatis απαξίωση του πλέον δημοκρατικού θεσμού είναι απλά ο καλύτερος σύμμαχος της.
------------------------------
*Το άρθρο αυτό δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά στο περιοδικό \"Πολιτικά Θέματα\".
Αυτό το κείμενο είναι γραμμένο σε μονοτονικό. Διαβάστε την πολυτονική του έκδοση.
|