«Συνωστισμένοι» στα τείχη της Πόλης
Δημήτρης Νατσιός
Δάσκαλος, Θεολόγος, Κιλκίς
Αντίβαρο, Ιούνιος 2007
« Ο λαός μας έφτασε στην κορυφή της αθανασίας, γιατί έφτασε στην άκρη της θυσίας».
Βασίλης Ρώτας, ποιητής
Στην προκυμαία της τουρκοπατημένης Σμύρνης, στο «Κιαί», εκεί όπου το 1922, τον Αύγουστο, «συνωστίζονταν» αλαφιασμένοι οι εκδρομείς για την Ελλάδα, συγκεντρώθηκαν πριν από μια εβδομάδα και οι οπαδοί του λεγόμενου κοσμικού κράτους και διατράνωσαν την προσήλωσή τους στον πατέρα τους, τον Κεμάλ. Όντως τέτοιον συνωστισμό είχε να δει η Σμύρνη από τότε. «Γαλάζια η θάλασσα, κόκκινη η προκυμαία» ούρλιαζε ο αλλόφρων όχλος. Όπως και τότε, με τη διαφορά ότι το 22 ήταν κόκκινη η θάλασσα, από το αίμα των συνωστισμένων. Μάλιστα ένας τουρκάνθρωπος ανέβηκε στο βήμα και υπενθύμισε στην «μισοφέγγαρη» αγέλη τον άθλο του ηγέτη τους. Το ρίξιμο του μισητού εχθρού στη θάλασσα. Το αν «έφταναν» οι συνωστισμένοι αρτιμελείς στα νερά του Αιγαίου, αυτό δεν αναφέρθηκε. Η φράση του εμψυχωτή Τούρκου πνίγηκε από τα βελάσματα, τις υλακές, τους μυκηθμούς, τα ρεκάσματα, τους γρυλλισμούς, τους κοασμούς και τα ογκανίσματα του δημοκρατικού πλήθους. Ρίγη εθνικής έπαρσης διαπέρασαν την μανιασμένη ορδή, θυμήθηκε μεγάλες στιγμές της ιστορίας του.
Είχε θέα στην αποβάθρα της Σμύρνης το 22 ο πρόξενος της Αμερικής Τ. Χόρτον. Έβλεπε τον συνωστισμό. Ιστόρησε τις εικόνες που αντίκρισε σ ένα βιβλίο. Το τιτλοφόρησε «Η μάστιγα της Ασίας». Δεν είναι ταξιδιωτικό. Στάζει αίμα. «Κοιτάζοντας από την πόρτα του Προξενείου, είδα αρκετούς στρατιώτες να οδηγούν σαν πρόβατα προς την προκυμαία μερικούς κακόμοιρους πρόσφυγες με τα παιδιά, τους μπόγους και τους αρρώστους τους.» (σελ. 127, εκδ. «Εστία»).
Το άγημα δεν ήταν τιμητικό. Ήταν άγημα θανάτου. Και μέσα στο λιμάνι τα καράβια της πολιτισμένης Δύσης αρμένιζαν αμέριμνα. «Η τελευταία εικόνα από την δύσμοιρη πόλη στο φως της ημέρας χαράχτηκε στη μνήμη μου: τεράστια σύννεφα που ολοένα μεγάλωναν και ανέβαιναν στον ουρανό, μια στενή παραλία σκεπασμένη από ένα τεράστιο ανθρώπινο πλήθος με τη φωτιά στην πλάτη και την θάλασσα μπροστά του, και, αγκυροβολημένος σε μικρή απόσταση, ένας ισχυρός στόλος από διασυμμαχικά πολεμικά πλοία να παρακολουθεί αμέτοχος
» (σελ. 139). Ο Χόρτον έφυγε από τη Σμύρνη. Διά βίου έφερε στην τίμια ψυχή του «το συναίσθημα της ντροπής γιατί ανήκει στο ανθρώπινο γένος». ʼφησε, ως παρακαταθήκη, στο τέλος του πονήματός του (πόνημα, εκ του πόνος): «Οι Τούρκοι δεν θα πρέπει να ξανακερδίσουν την εμπιστοσύνη και το σεβασμό του πολιτισμένου κόσμου, μέχρι να μετανοήσουν ειλικρινά για τα εγκλήματά τους και να προβούν σε κάθε είδους επανόρθωση». (σελ. 147). Οι Τούρκοι δεν μετανοούν ούτε επανορθώνουν. Ο πολιτισμός τούς προκαλεί σηψαιμία. Επανανορθώνουν για λογαριασμό τους οι ημέτεροι ιστορικοί, οι νέας εσοδείας και όσοι ημιμαθείς τους πιστεύουν. «Οι Έλληνες συνωστίζονται στο λιμάνι της Σμύρνης». Και ο ποιητής: «Εδώ σωπαίνουν τα πουλιά, σωπαίνουν οι καμπάνες/ σωπαίνει κι ο πικρός Ρωμιός /μαζί με τους νεκρούς του». (Ρίτσος, «18 Λιαντράγουδα»). 29 Μαϊου 1453. Ψηλά στα τείχη της Βασιλεύουσας «συνωστίζονται» οι υπήκοοι των Παλαιολόγων και των Κομνηνών. Κάθε σκέψη για «κίνηση προς τα έξω», όπως ονομάζεται στα γραικυλικά, ή «Έξοδος», όπως γράφεται στα ρωμέηκα, έχει αποκλεισθεί. «Πάντες αυτοπροαιρέτως αποθανούμεν μη φειδόμενοι της ζωής ημών». Πάντες, η Ρωμιοσύνη, απάντησε στους διαγουμιστές. Αυτοπροαιρέτως, αυτεξούσιοι, αυτοκράτορες (=εαυτού κρατώ, κυβερνώ τον εαυτό μου), «ποτέ από το χρέος μη κινούντες», βέβαιοι για τον θάνατο, δηλαδή ελεύθεροι. Και πάνω από το κάστρο, στην Πύλη του Ρωμανού, «Έτσι καθώς εστέκονταν/ ορθός μπροστά στην Πύλη/ κι άπαρτος μες στην λύπη του/
.Αυτός ο τελευταίος Έλληνας» (Ελύτης), βγάζει φωνή μεγάλη, «Εσείς παιδιά μου φεύγετε, πάτε να γλυτωθείτε/ κι εμέναν που μ αφήνετε τον κακομοιριασμένο;/ Αφήνετέ με στα σκυλιά κ εις του θεριού το στόμα! / Κόψετε το κεφάλι μου Χριστιανοί Ρωμαίοι». («Ανακάλημα=θρήνος Κωνσταντινουπόλεως», Κύπρος).
Ο βασιλεύς, ο κύρης Κωνσταντίνος κείτεται αποθαμένος, εικόνισμα και υπόδειγμα για τους κατοπινούς, γι αυτούς που ζούσαν με «θαυμαστή τάξη» στα χρόνια της Τουρκοκρατίας. Ο σπόρος φύτρωσε. Μετά τη νίκη στα Δερβενάκια ο ʼγγλος ναύαρχος Χάμιλτον επισκέφτηκε τον Κολοκοτρώνη, προτείνοντάς του, μεσολάβηση ανάμεσα στους Επαναστάτες και τον Σουλτάνο για ένα σύστημα αυτονομίας. Απαντά ο Γέρος του Μοριά: «Εμείς καπετάν ʼμιλτον δεν εκάμαμε ποτέ συμβιβασμό με τους Τούρκους∙ εμάς ο αυτοκράτορας μας εσκοτώθη εις τα τείχη για να μην παραδώσει την Πόλη. Εμάς το σύνθημά μας είναι ελευθερία ή θάνατος». Αυτό το «μας», ο μεγαλοπρεπής πληθυντικός της συλλογικής μνήμης, η κτητική της κοινότητας, εξέλιπε σήμερα από τον λόγο. Σπάνια ακούς «η πατρίδα μας», «ο Χριστός μας», «η γειτονιά μας». Είμαστε στο «εγώ» κι όχι στο «εμείς». Εγωτικά άτομα, ακοινώνητοι. Ο συνωστισμός των προγόνων μας στην Πόλη το 1453 και στη Σμύρνη το 1922 είχε τέλος «διχαστικό», οδήγησε σε γεγονότα που δεν προάγουν «διαθεματικώς» την «προσέγγιση των δύο λαών». «Ν αοιλλή εμάς να βάι εμάς, η Ρωμανία πάρθεν». Μοιρολογούσαν οι υπόδουλοι. Είχαν υπ όψιν τους «πρωτογενείς», βιωματικές ιστορικές πηγές. Δεν ήξεραν για «ανταγωνιστικές συλλογικές μνήμες», ώστε να αυτολογοκριθούν. Αν είχαν την επιστημονική σκευή των Ρεπούσηδων, δεν θα έλεγαν οι Τραπεζούντιοι «η Ρωμανία πάρθεν» ούτε ο κυπριακός θρήνος θα αποκαλούσε τους Τούρκους «σκυλιά». Θα μιλούσαν για «ζωτικά συμφέροντα» των φίλων μας, τα οποία κατανοούνται. (Είναι μια ορολογία αντάξια του «ΥΠΕΞ», της γνωστής μη κυβερνητικής οργάνωσης). Την ερχόμενη Τρίτη, 29 Μαϊου, «μνήμην ποιούμεθα», της αλώσεως της
Πόλης από «τα σκυλιά». Αν και η άνωθεν εντολή είναι να «λειτουργήσουμε διορθωτικά στις πολωτικές συλλογικές μνήμες», εμείς οι δάσκαλοι, και να «επιδιώξουμε τα παιδιά να επισκεφτούν εκ νέου αυτές τις μνήμες και να οδηγηθούν στα δικά τους συμπεράσματα» (οι αξιολύπητες αυτές σαχλαμάρες γράφονται στο βιβλίο του δασκάλου, για το μάθημα ιστορίας της Στ΄ Δημοτικού, σελ. 13), ομολογώ ότι «θα λειτουργήσω» πολωτικά, κλεφταρματολικά. Θα αναγνώσω στους μαθητές το κυπριακό μοιρολόι, γράφτηκε αμέσως μετά την ʼλωση, χωρίς λογοκρισίες και «συνωστισμούς». Διαβάζω και εν θλίψει αγαλλιώ:
«Θρήνος, κλαυθμός και οδυρμός, και στεναγμός και λύπη,
θλίψις απαραμύθητος έπεσε τοις Ρωμαίοις!
Εχάσασιν το σπίτιν τους, την πόλιν την αγίαν,
Το θάρρος και το καύχημα και την απαντοχήν τους
.
Ήλιε μ ανάτειλε παντού, ούλον τον κόσμον φέγγε,
Και χύνε τις ακτίνες σου σ όλην την οικουμένην,
Εις την Κωνσταντινούπολιν την πρώην φουμισμένην
Και τώρα την Τουρκόπολιν δεν πρέπει πια να φέγγης,
Αλλ΄ουδέ τας ακτίνας σου πρέπει εκεί να στέλλης,
Να βλέπουν τ άνομα σκυλιά τες ανομιές να κάμουν,
Να ποίσουν στάβλους, εκκλησιές, να καίουν τας εικόνας,
Να σκίζουν, να καταπατούν τα λόχρυσα βαγγέλια,
Κα καθυβρίζουν τους σταυρούς, να τους κατατσακίζουν,
Να παίρνουσιν τ ασήμια τους και τα μαργαριτάρια,
Και των αγίων τα λείψανα τα μοσχομυρισμένα
Να καίουν, ν αφανίζουσιν, ς την θάλασσα να ρίπτουν,
Να παίρνουν τα λιθάρια των και την ευκόσμησίν των,
Και στ άγια δισκοπότηρα, κούπες, κρασί να πίνουν».
Αυτό το κείμενο είναι γραμμένο σε μονοτονικό. Διαβάστε την πολυτονική του έκδοση.
|