Γιατί και δεύτερη ξένη γλώσσα στο Δημοτικό;
Δημήτρης Νατσιός
Δάσκαλος Θεολόγος, Κιλκίς
Αντίβαρο, Φεβρουάριος 2007
Δεν ξέρω αν συμμερίζονται οι αναγνώστες τις παρακάτω σκέψεις. Ίσως είναι υπερβολική αποτίμηση. Τις στρώνω όμως στο χαρτί, εκμεταλλευόμενος την διττή μου ιδιότητα ως ανησυχών γονέας και ως μάχιμος δάσκαλος. Αναγγέλθηκε πέρυσι διθυραμβικά η εισαγωγή στα δημοτικά σχολεία της δεύτερης ξένης γλώσσας, γαλλικά ή γερμανικά, αναλόγως της προσωπικής προτίμησης του μαθητή. Το μέτρο ισχύει φέτος για τους μαθητές της πέμπτης δημοτικού στην οποία διδάσκω- με την προοπτική να επεκταθεί από το νέο σχολικό και στην έκτη δημοτικού.
Μάλιστα. Ο ουδέτερος παρατηρητής θα επικροτήσει την απόφαση. Θα πει ότι έχουμε ένα υπουργείο Παιδείας (το συνοδό επίθετο «εθνικής» διστάζω να το χρησιμοποιήσω. Εξάλλου και το υπουργείο σχεδόν με δειλία το προτάσσει. Όσοι έχουν μαθητές στην έκτη δημοτικού, ας ρίξουν μια ματιά στο εξώφυλλο του βιβλίου ιστορίας. Η λέξη «εθνική» είναι προγραμμένη). Επανέρχομαι. Θα σκεφτεί, λοιπόν κάποιος πως το Υπουργείο φροντίζει για το μέλλον των μαθητών, «μεριμνά και τυρβάζει» για την επαγγελματική εξασφάλιση των εκκολαπτόμενων πολιτών. Δύο ξένες γλώσσες είναι απαραίτητες. Είμαστε στην Ενωμένη Ευρώπη. Η γλωσσομάθεια είναι ασφαλές εχέγγυο επιτυχίας. Γαρνιρίζονται βέβαια οι σειρηνωδίες και με ολίγη παγκοσμιοποίηση, το όλον καρυκευμένο με το αφοπλιστικό επιχείρημα πως όποιος επαναπαυτεί στην μια γλώσσα το σύστημα θα τον αποβάλλει. Οπότε εξασφαλισμένη η συναίνεση, ουδείς διαφωνεί με τα παραπάνω. Κατατρομοκρατημένοι οι γονείς από την περιρρέουσα ανεργία, ανασφαλείς από την υφέρπουσα αναξιοκρατία, αηδιασμένοι από το κανιβαλικό σύστημα, δέχονται αδιαμαρτύρητα ό,τι είναι καλό για την μόρφωση και την παιδεία των παιδιών τους. Θέλω όμως να ρωτήσω αυτούς τους γονείς. Πότε επέστρεφαν ως μαθητές δημοτικού στις 2 η ώρα στο σπίτι; Πότε έκαναν επτάωρο πρόγραμμα; Είναι δυνατόν τα Γυμνάσια και τα Λύκεια να σχολούν νωρίτερα από τα δημοτικά; Να φορτώνουμε δεκάχρονα και εντεκάχρονα παιδιά με εξοντωτικά προγράμματα, μόνο και μόνο για να καυχάται η υπουργός ότι έλαβε ένα ακόμη ευεργετικό μέτρο «υπέρ του λαού»; Είναι δυνατόν η πλέον κρίσιμη για τον πνευματικό εξοπλισμό ενός παιδιού ηλικία, ηλικία που οικειούται εις βάθος την μητρική του γλώσσα, που μαθαίνει τις λεπτές αποχρώσεις της , που «σκαλίζει» λέξεις τιμαλφείς της γλώσσας μας (ετυμολογία), να κακοποιείται γλωσσικά; Σήμερα ένα δεκάχρονο παιδί διδάσκεται 3 ώρες αγγλικά στο σχολείο, άλλες 5-6 στο φροντιστήριο. Τώρα προστίθεται άλλο ένα δίωρο έτερης γλωσσομάθειας. Το σύνολον 11-12 ώρες εβδομαδιαίως. Η ταλαίπωρη ελληνική περιορίζεται σ ένα 7ωρο, κολοβωμένο κι αυτό πολλές φορές.
Είναι αστείο πράγμα να πιστεύει κάποιος πως το διεπόμενο από κλεφτοκατσικάδικο ήθος αυτό κράτος λαμβάνει κάποιο μέτρο, γιατί σέβεται τους πολίτες του. Η εισαγωγή της δεύτερης ξένης γλώσσας έγινε για τους εξής λόγους.
Πρώτον: «Η τακτοποίηση» των χιλιάδων ανέργων πτυχιούχων γαλλικής ή γερμανικής φιλολογίας. Η ωρομίσθια βέβαια αμοιβή είναι ανάξια λόγου, όμως οι εκπαιδευτικοί αυτοί τρέφουν την ανείπωτη ελπίδα ότι η προϋπηρεσία θα οδηγήσει σε διορισμό. «Η ελπίς», έλεγαν οι αρχαίοι, «είναι το ενύπνιον του γρηγορότου», η ελπίδα είναι το όνειρο του ξύπνιου. Το τρισάθλιο κράτος συντηρεί «το ενύπνιον» για λόγους ψηφοθηρικούς, η λεγόμενη ομηρία.
Δεύτερον: Πολλοί γονείς, οι οποίοι δεν φείδονται χρημάτων προκειμένου να βοηθήσουν τα παιδιά τους, για να ανταποκριθούν ( τα παιδιά) αξιοπρεπώς στο μάθημα, θα στραφούν στο φροντιστήριο. Οπότε το τρισάθλιο κράτος, σκέφτεται, θα αυξηθούν οι θέσεις
απασχόλησης, ξεφορτώνεται κάποιους «ενοχλητικούς» ανέργους εκπαιδευτικούς.
Τρίτον: πανηγυρίζουν οι καιροφυλακτούντες ιδιωτικοί εκδοτικοί οίκοι. Τα βιβλία της δεύτερης ξένης γλώσσας αγοράζονται από ιδιώτες και είναι πανάκριβα. Ως γνωστόν το ελληνικό κράτος απόσεισε το άχθος της συγγραφής και εκτυπώσεως των σχολικών βιβλίων. Ό,τι κρίσιμο και σοβαρό ανατέθηκε στους «κουμπάρους» της δημόσιας εκπαίδευσης. Κατά βάση το περιεχόμενο των βιβλίων συμπλέει με το πνεύμα της «νέας εποχής», άνευρο, ανάλαφρο, χαζοχαρούμενο, απαίδευτο, ανάξιο, χωρίς «ιθαγένεια τόπου και τοπίου» (Λιγνάδης), μ έναν λόγο, νεοταξικό. (Ουδείς ασχολείται με το τι περιέχουν τα βιβλία ξένων γλωσσών του σχολείου).
Τέταρτον: «όπου γλώσσα πατρίς», λέει ο Ελύτης. Όμως «όλα γίνουνται στην Ελλάδα σαν να μας κινεί ένα θανάσιμο μίσος για τη λαλιά μας. Το κακό είναι τόσο μεγάλο που μόνο σαν φαινόμενο ομαδικής ψυχοπάθειας θα μπορούσε να το εξηγήσει κανείς
Στα χρόνια μας, πρέπει να μην το ξεχνάμε, το ζήτημα δεν είναι πια αν θα γράφουμε καθαρεύουσα ή δημοτική. Το τραγικό ζήτημα είναι αν θα γράφουμε ή όχι ελληνικά ή ένα οποιοδήποτε ελληνόμορφο εσπεράντο. Δυστυχώς όλα γίνονται σα να προτιμούμε το εσπεράντο∙ σα να θέλουμε να ξεκάνουμε με όλα τα μέσα τη γλώσσα μας». Αυτά ειπώθηκαν πριν από 60 χρόνια από τον τροπαιούχο νομπελίστα μας ποιητή Γ. Σεφέρη. Δεν ζει σήμερα για να δει πόσο επιβεβαιώνεται.
Ο Πατροκοσμάς περιδιάβαινε το υπόδουλο Γένος, διδάσκοντας «ψυχή και Χριστό». Για να σωθεί η ψυχή, με την οποία υπονοούσε ο άγιος την εθνική συνείδηση, έπρεπε να διατηρηθεί η γλώσσα, ακλόνητο αμυντήριο του έθνους.
Πολλοί Έλληνες μιλούσαν τότε τα αρβανίτικα. Ο κίνδυνος του αφελληνισμού ήταν άμεσος: «Όποιος χριστιανός, άνδρας ή γυναίκα, υπόσχεται μέσα εις το σπίτι του να μην κουβεντιάζει αρβανίτικα, ας σηκωθεί απάνου να μου το ειπεί και εγώ να πάρω όλα του τα αμαρτήματα εις τον λαιμό μου». Μονάχη έγνοια του αγίου τα γράμματα τα ελληνικά. ʼντεξε η γλώσσα μας στη Ρωμαιοκρατία και την Τουρκοκρατία και κινδυνεύει σήμερα από την δική μας γενιά, που πνευματικά και ηθικά εξαντλημένη, ανέχεται τον γλωσσικό ευνουχισμό των παιδιών της. Να τα μπουκώνουμε, πριν γνωρίσουν καλά καλά την γλώσσα που «εβύζαξαν», με γλώσσες αλλότριες. «Όταν στο δρόμο της Θήβας, ο Οιδίπους συνάντησε τη Σφίγγα, κι αυτή του έθεσε το αίνιγμά της, η απόκρισή του ήταν: ο άνθρωπος. Τούτη η απλή λέξη χάλασε το τέρας. Έχουμε πολλά τέρατα να καταστρέψουμε», έλεγε στην ομιλία του κατά την απονομή του Νόμπελ, ο Σεφέρης. Το τέρας του γλωσσικού μας αφανισμού βρυχάται, θέλει να «χαλάσει» τον άνθρωπο, που μεγαλώνουμε σ αυτόν τον τόπο. Η πανταχόθεν εξαπλούμενη παγκοσμιοποίηση μάς θέλει «ελληνόμορφους ανθρωπάκους», με μια γλώσσα φτωχή, ξύλινη, μιξοελληνική, ίσια ίσια αρκετή για να διευκολύνονται οι συναλλαγές στις τράπεζες, στα ανά τον κόσμο αεροδρόμια και στα καταστήματα αφορολόγητων ειδών.
Ήδη η άλωση της γλώσσας ξεκίνησε με κερκόπορτα τα σχολεία.
Αυτό το κείμενο είναι γραμμένο σε μονοτονικό. Διαβάστε την πολυτονική του έκδοση.
|