Ο ρόλος της οικογένειας Μητσοτάκη στα ελληνικά πολιτικά πράγματα: Αδήριτη η ανάγκη απομάκρυνσης της κυρίας Μπακογιάννη από το Υπουργείο των Εξωτερικών
Γεώργιος Ι. Μάτσος
Δ.Ν., Δικηγόρος
Αντίβαρο, Δεκέμβριος 2007
Λίγες προσωπικότητες στη σύγχρονη ελληνική πολιτική ιστορία είναι τόσο αμφιλεγόμενες όσο ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης. ʼνθρωπος με φανατικούς φίλους και ακόμη πιο φανατικούς εχθρούς, διήγαγε μια πολυκύμαντη πολιτική σταδιοδρομία και σφράγισε τα ελληνικά πολιτικά πράγματα τόσο με καίριες σε σημασία κινήσεις, όσο και με τη δημιουργία μιας ολόκληρης σχολής πολιτικής σκέψης και πολιτικής φιλοσοφίας, μάλιστα δε διαπαραταξιακής: ο ψύχραιμος και απαλλαγμένος από κομματικές σκοπιμότητες πολιτικός παρατηρητής, θα αναγνωρίσει στην οκταετή διακυβέρνηση Σημίτη τη συνεπέστερη συνέχιση της πολιτικής που άσκησε ο κ. Μητσοτάκης κατά τη διακυβέρνηση της χώρας από τον ίδιο κατά την περίοδο 1990-1993. Ο κ. Σημίτης υπήρξε συνεπής συνεχιστής του κ. Μητσοτάκη και στην οικονομική και, κυρίως, στην εξωτερική πολιτική. Καθόλου τυχαία δεν είναι άλλωστε η απόλυτη ταύτιση των δύο αυτών πολιτικών σε θέματα μείζονος εθνικής σημασίας, με κορυφαίο το σχέδιο Ανάν. Με δεδομένη, συνεπώς, την ευρύτερη απήχηση του κ. Μητσοτάκη στα ελληνικά πράγματα, το ερώτημα του εάν ο συνολικός ρόλος του κ. Μητσοτάκη είναι θετικός ή αρνητικός για τη χώρα, έχει καίρια σημασία. Το ερώτημα αυτό έχει πολύ μεγαλύτερη σημασία όταν σήμερα η κόρη του, κυρία Ντόρα Μπακογιάννη, κατέχει την καίρια εθνικά θέση της Υπουργού των Εξωτερικών, χειριζόμενη κρίσιμα ζητήματα, με κορυφαίο το Σκοπιανό, ενόψει του ότι η κυρία Μπακογιάννη, χωρίς βέβαια να στερείται τη δική της έντονη πολιτική προσωπικότητα, αποτελεί, εκτός από φυσικό, και πολιτικό τέκνο του πατέρα της.
Η πολιτική διαδρομή του κ. Μητσοτάκη στα εθνικά θέματα Γεγονός είναι, πώς ο αμφιλεγόμενος αυτός πολιτικός κατόρθωσε, μετακινούμενος από παράταξη σε παράταξη, όχι μόνον να επιβιώσει πολιτικά, αλλά και να κυβερνήσει τη χώρα, άμεσα μεν για μια περίπου τετραετία, έμμεσα δε δια της αποδοχής της πολιτικής του φιλοσοφίας καθ όλη την περίοδο της διακυβέρνησης Σημίτη. Τούτο οφείλεται σε έναν μοναδικό συνδυασμό αναμφισβήτητων προτερημάτων, αλλά και τεράστιων ελαττωμάτων, ανάμεσα στα οποία ξεχωρίζουν από τη μια η εξαιρετική ευφυΐα του και από την άλλη ο αδίστακτος αμοραλισμός του. Το επίτευγμα αυτό γίνεται ακόμη εντυπωσιακότερο, εάν καταμετρήσει κανείς όλες εκείνες τις εθνικά επιζήμιες ενέργειες, στις οποίες προέβη σε όλη τη διάρκεια της πολιτικής του σταδιοδρομίας ο κ. Μητσοτάκης. Ξεχωρίζουν η αποστασία του 1965, ο παρολίγον νέος εθνικός διχασμός που προκάλεσε η παραπομπή του Ανδρέα Παπανδρέου στο Ειδικό Δικαστήριο, η υπονόμευση των εθνικών προσπαθειών για υπεράσπιση του ονόματος της Μακεδονίας, λεπτομέρειες για το οποίο (πέραν από τα όσα ήδη γνωρίζαμε δημοσίως με την αποδοχή του
FYROM
και την περίφημη δήλωση «σε δέκα χρόνια το όνομα της Μακεδονίας θα το έχομε ξεχάσει») μας έδωσε ο κ. Κρις Σπύρου μέσα από το «Αντίβαρο», η υπονόμευση της εσωτερικής πολιτικής σκηνής δια της σταθερής υπεράσπισης ξένων συμφερόντων στην εξωτερική μας πολιτική και, βέβαια, η θρασεία, όσο και αποκαλυπτική, υποστήριξη της παράδοσης της Κύπρου στην Τουρκία (βλ. τη σχετική δήλωση του σημερινού Υφυπουργού Εξωτερικών των Η.Π.Α. κ. Ντάνιελ Φρηντ στις 26-3-2003), πριν ακόμη ο Ελληνισμός προλάβει να ολοκληρώσει καλά καλά τη διαπραγμάτευση στη Λουκέρνη. Σε όλες τις παραπάνω αντεθνικές ενέργειές του είναι εμφανέστατη η υποστήριξη θέσεων και προσώπων σε απόλυτη συνάρτηση με τα συμφέροντα των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής. Ωστόσο, η έντονα φιλοαμερικανική πολιτική τοποθέτηση του κ. Μητσοτάκη δεν θα πρέπει να ιδωθεί αφεαυτή ως κάτι αναγκαστικά αρνητικό. Τούτο θα αποτελούσε άκριτη υιοθέτηση ενός στείρου αντιαμερικανισμού πού μόνον κακές υπηρεσίες έχει προσφέρει στη χώρα. Απαλλαγμένοι από μειονεκτικά σύνδρομα έναντι της ηγεμονικής δύναμης του πλανήτη και με επίγνωση ότι η κατάχρηση ισχύος είναι ίδιον όλων των ηγεμονικών αυτοκρατοριών (ας δούμε π.χ. τη συμπεριφορά των «δικών μας» αρχαίων Αθηναίων), οφείλουμε άπαντες να αναγνωρίσουμε την εκ προοιμίου μεγάλη σημασία των καλών σχέσεων της χώρας μας με τις Η.Π.Α.
Το πρόβλημα όμως με τον κ. Μητσοτάκη είναι άλλο και κατά βάση δεν σχετίζεται καθαυτό με τον φιλοαμερικανισμό του. Το πρόβλημα με τον κ. Μητσοτάκη φαίνεται να είναι η συνειδητή υποστήριξη αντεθνικών θέσεων, προκειμένου να απολαμβάνει εις το διηνεκές την πολιτική στήριξη ξένων δυνάμεων με επιρροή στα πολιτικά πράγματα του τόπου, αποδεικνύοντάς τους έμπρακτα κάθε στιγμή ότι είναι άνθρωπος ταγμένος στην υπηρέτηση των δικών τους συμφερόντων και όχι των συμφερόντων της χώρας του. Με τον τρόπο διασφαλίζει και αξιοποιεί στο έπακρο την όποια επιρροή των ξένων δυνάμεων στα εσωτερικά πολιτικά πράγματα προς προσωπικό πολιτικό του όφελος. Είναι διαφορετικό πράγμα το να επιδιώκει κανείς καλές πολιτικές σχέσεις με εταίρους και συμμάχους και διαφορετικό το να θέτει τα συμφέροντα αυτού του εταίρου και συμμάχου πάνω από τα συμφέροντα της χώρας του. Το πρώτο είναι και θεμιτό και επιβεβλημένο. Το δεύτερο αποτελεί ιδιοτελή στάση που κατατείνει στην ευθεία εθνική υπονόμευση, όταν οι επιδιώξεις και τα συμφέροντα των εταίρων και συμμάχων δεν συμπίπτουν με τις εθνικές επιδιώξεις και συμφέροντα. Έτι δε περαιτέρω, όταν στην περίπτωση Μητσοτάκη γίνεται εμφανής προσπάθεια να ωθεί ο ίδιος τους ξένους εταίρους μας σε κατευθύνσεις άλλες από αυτές του ελληνικού εθνικού συμφέροντος. Ποιος περίμενε π.χ. στην περίπτωση του Σκοπιανού ότι ο κ. Μητσοτάκης θα υπονόμευε με δική του πρωτοβουλία τον ελληνικό αγώνα για παρεμπόδιση υφαρπαγής του ονόματος της Μακεδονίας;
Στο πλαίσιο της παραπάνω στρατηγικής του, ο κ. Μητσοτάκης εφαρμόζει μια τακτική, την οποία θα μπορούσαμε να ονοματίσουμε ως «δόγμα προληπτικής υπονόμευσης» των συμφερόντων της χώρας του. Ο κ. Μητσοτάκης υπονομεύει τα συμφέροντα της χώρας του, χωρίς απαραίτητα να του το ζητήσει κάποιος ξένος, αμέσως μόλις φαίνεται ότι θα χρειαστεί να το πράξει. Ενεργεί δε έτσι, μόνον και μόνον προκειμένου να διαλαλεί εμπράκτως ότι «εγώ είμαι ο άνθρωπός σας για ό,τι χρειάζεστε στην Ελλάδα». Τούτο αποδεικνύεται πολύ γλαφυρά από την περιγραφή της υπονόμευσης της υπόθεσης της Μακεδονίας το 1992-1993 στο προαναφερθέν άρθρο του κ. Σπύρου. Κατά το κρίσιμο εκείνο χρονικό διάστημα, χωρίς σχεδόν να του το ζητήσει κανείς, ο κ. Μητσοτάκης, προχώρησε πρώτος αυτός σε δηλώσεις για διπλή ονομασία το Σεπτέμβριο του 1992 και, εν συνεχεία, στις ενέργειες τις οποίες τόσο εμπεριστατωμένα μας περιέγραψε ο κ. Σπύρου. Και αυτό, παρά το ότι είχε επιτύχει ο ίδιος ο κ. Μητσοτάκης τη μεγάλη διπλωματική νίκη τον Ιούνιο του 1992 με τη δήλωση της Λισσαβόνας, που απαγόρευσε ρητώς στους Σκοπιανούς τη χρήση του ονόματος «Μακεδονία». Είναι απορίας άξιο πώς τότε η χώρα μας απεμπόλησε τότε τόσο εύκολα όλα της τα διπλωματικά όπλα κατά των Σκοπίων σε τόσο μικρό χρονικό διάστημα.
Το «μυστικό της επιτυχίας» της οικογένειας Μητσοτάκη Πώς όμως επιτυγχάνει ο κ. Μητσοτάκης, παρά το ότι τα παραπάνω είναι ήδη ευρέως γνωστά, να απολαύει απήχησης και δημοφιλίας σε πολύ μεγάλο κομμάτι του ελληνικού λαού; Πώς είναι δυνατόν η κόρη του, Ντόρα Μπακογιάννη να εκλέγεται πρώτη σε σταυρούς βουλευτής της Α΄ Αθηνών και να της εμπιστεύεται ο πρωθυπουργός της χώρας το Υπουργείο Εξωτερικών, με παράλληλη σιωπή για το ρόλο του Μητσοτακαίικου εκ μέρους όλων των κομμάτων της αντιπολίτευσης (συμπεριλαμβανομένου και του Λα.Ο.Σ.); Πώς είναι δυνατόν να εκλέγεται και ο γιος του Κυριάκος πρώτος σε σταυρούς βουλευτής της Β΄ Αθηνών, όταν είναι εμφανές ότι και η κόρη και ο γιος ακολουθούν κατά πόδας την πολιτική του πατέρα τους;
Τούτο οφείλεται στην εξαιρετικά ευφυή πολιτική αποκοίμισης των πολιτικών αντανακλαστικών του ελληνικού λαού και, ιδίως, της παράταξης της οποίας ηγήθηκε, που ακολουθεί με επιτυχία ο κ. Μητσοτάκης και, συνακόλουθα, τα τέκνα του, τα οποία, όντας και πολιτικά τέκνα του φυσικού τους πατέρα και γίνονται ευθέως αποδέκτες και κληρονόμοι του πολιτικού κεφαλαίου του πατέρα τους. Τόσο λοιπόν ο ίδιος ο κ. Μητσοτάκης, όσο και, συνακόλουθα, τα παιδιά του, αξιοποιούν στο έπακρο το γεγονός ότι ο Μητσοτάκης πατέρας είναι πολιτικός με ιδιαίτερα τολμηρό λόγο σε ζητήματα που αποτελούν καλώς ή κακώς ταμπού για το σημερινό πολιτικό σκηνικό στην Ελλάδα.
Έτσι, ο κ. Μητσοτάκης δεν φείδεται τολμηρών δηλώσεων για θέματα ταμπού, όπως η έκπτωτη βασιλική οικογένεια και η χούντα, οι οποίες δηλώσεις τον κάνουν εξαιρετικά δημοφιλή στο δεξιό πολιτικό ακροατήριο και τον νομιμοποιούν πολιτικά στο έντονα φιλοπατριωτικό αυτό ακροατήριο να ακολουθεί ενδοτική, ή ορθότερα, υπονομευτική πολιτική στα εθνικά θέματα, εξασφαλίζοντας μια ιδιότυπη πολιτική ατιμωρησία. Τα παραδείγματα τέτοιων ενεργειών με τις οποίες ο κ. Μητσοτάκης αντλεί «εθνικόφρονα νομιμοποίηση» είναι πολλά. Όλοι θυμόμαστε τη δήλωσή του το 1987 στο Λονδίνο για το «ανφαίρ» του δημοψηφίσματος περί της μορφής του πολιτεύματος, που διενεργήθηκε το 1974. Καλώς ή κακώς, ο θεσμός της βασιλευομένης δημοκρατίας εξακολουθεί να συγκινεί μεγάλο τμήμα του δεξιού πολιτικού ακροατηρίου. Ακόμη πιο πρόσφατες είναι οι προτάσεις αποφυλάκισης των πρωτεργατών της Απριλιανής δικτατορίας, η πρώτη επί πρωθυπουργίας του, η οποία απέσπασε και τη συγκατάθεση του τότε Προέδρου της Δημοκρατίας, Κωνσταντίνου Καραμανλή και θα επετύγχανε, εάν δεν αντιδρούσε δημόσια ο Ανδρέας Παπανδρέου (για τον οποίον διέρρευσε εν συνεχεία ότι είχε συμφωνήσει τηλεφωνικώς με τον κ. Μητσοτάκη στην αποφυλάκιση), και η δεύτερη στις 13-5-1996, όταν ζήτησε από το βήμα της Βουλής εκ νέου την αποφυλάκισή τους. Και μπορεί το τμήμα του δεξιού πολιτικού ακροατηρίου που διάκειται πολιτικά προς τους χουντικούς να είναι σαφώς μικρότερο από αυτό που διάκειται φιλικά προς τον τέως βασιλιά, αλλά είναι αρκετά υπολογίσιμο πολιτικά και, το κυριότερο, έχει, για ευνόητους λόγους, σημαντικά μεγαλύτερες δυσκολίες πολιτικής έκφρασης.
Οι «βασιλοχουντικές» δηλώσεις του κ. Μητσοτάκη, ασχέτως εάν έχουν μηδενικό πρακτικό αντίκρυσμα υπέρ του τέως βασιλιά ή των χουντικών, προξενούν έκρηξη συμπάθειας σε σημαντικό τμήμα του «εθνικόφρονος» δεξιού ακροατηρίου, που φθάνει τα όρια της λατρείας, προς τον πρώην πρωθυπουργό και προς τα δύο φυσικά και πολιτικά του τέκνα. Εκτός όμως από δηλώσεις τέτοιου είδους, καθόλου δεν θα πρέπει να παραγνωρισθεί και η απήχηση τολμηρών δηλώσεών του κ. Μητσοτάκη υπέρ των εθνικών μας θεμάτων, όπως η απαίτησή του, το 1991, να επιφυλαχθεί για τη Βόρειο Ήπειρο η ίδια μεταχείριση που θα ζητήσει η Αλβανία για το Κόσοβο, δήλωση βέβαια που σήμερα μόνον ειρωνεία και γέλωτα προκαλεί, εάν συγκριθεί η μεταχείριση που επιφυλάχθηκε στη Βόρειο Ήπειρο σε σχέση με αυτήν που επιφυλάχθηκε του Κοσόβου. Το πού κατέληξε τελικά το ζήτημα του Κοσόβου και πού το ζήτημα της Βορείου Ηπείρου, αποτελεί την καλύτερη απόδειξη για το κατά πόσο εννοεί έμπρακτα, τελικά, ο κ. Μητσοτάκης δηλώσεις αυτού του είδους για τα εθνικά μας ζητήματα.
Η ακολουθούμενη υπονομευτική πρακτική στα εθνικά θέματα Κατά τα λοιπά, η όλη πολιτική διαδρομή του αποδεικνύει ότι ο κ. Μητσοτάκης ποτέ δεν υπονομεύει ένα εθνικό θέμα ευθέως. Πάντοτε φροντίζει να ενδύσει προηγουμένως την υπονόμευση με μια «εθνική επιτυχία» (όπως η δήλωση της Λισσαβόνας για το Μακεδονικό τον Ιούνιο του 1992) ή, τουλάχιστον, με σκληρή ρητορική που θα μπορέσει να αποκοιμίσει τα εθνικά αντανακλαστικά των δεξιών υποστηρικτών του. Με ακραιφνή συνέπεια επί της ουσίας, όμως, ο κ. Μητσοτάκης βλέπουμε να ακολουθεί σταθερά στην πράξη τη γραμμή της υπονόμευσης της χώρας του, αφήνοντας τελικά τη «σκληρή γραμμή» μόνον σε ρητορικά σχήματα.
Πανομοιότυπη βλέπουμε να είναι στα εθνικά θέματα και η τακτική της φυσικής και πολιτικής του θυγατέρας, κυρίας Ντόρας Μπακογιάννη. Η κυρία Μπακογιάννη, ξεκίνησε τη διαπραγμάτευση με τα Σκόπια, με «σκληρές δηλώσεις», για να εξασθενίσει αμέσως δραματικά τη διαπραγματευτική θέση της χώρας μας αποδεχόμενη επισήμως και δημοσίως τη «σύνθετη ονομασία» στη συνέντευξή της στην Καθημερινή της Κυριακής 14 Οκτωβρίου 2007. Η εκ των προτέρων υποχώρηση συνιστά βέβαια προφανώς, όσο και χονδροειδώς ανόητη διπλωματική και διαπραγματευτική πρακτική. Εν συνεχεία και αφού πρώτα τους χάρισε το όνομα της Μακεδονίας στη σύνθετη ονομασία, η κυρία Μπακογιάννη απείλησε τα Σκόπια με βέτο για την ένταξή τους στο ΝΑΤΟ, το οποίο όμως μαθαίνουμε από το διπλωματικό ρεπορτάζ ότι δεν θα ασκηθεί για το θέμα του ονόματος, αλλά γιατί το κράτος αυτό δεν είναι έτοιμο να ενταχθεί στο ΝΑΤΟ. Ουδείς όμως μας ενημερώνει για το τι θα πράξει η κυρία Μπακογιάννη, όταν τα Σκόπια θεωρηθούν έτοιμα να ενταχθούν στο ΝΑΤΟ. Είναι βέβαια γνωστό ότι κατά κόρον ακούμε για τις δεσμεύσεις που δήθεν μας επιβάλλει η Ενδιάμεση Συμφωνία και ότι δεν μπορούμε να ασκήσουμε βέτο λόγω της Ενδιάμεσης Συμφωνίας. Πρόκειται για επιχείρημα χωρίς ουσιαστικό έρεισμα. Χωρίς να είναι αντικείμενο του παρόντος να αναλυθεί για ποιο λόγο είναι (και νομικά) αβάσιμο το επιχείρημα των δήθεν δεσμεύσεων της Ενδιάμεσης Συμφωνίας, ωστόσο, ας σημειωθεί εδώ μόνον ότι η χώρα μας το έχει ήδη (ευτυχώς!) ξεπεράσει, με τη ρητή απειλή για βέτο ένταξης στο ΝΑΤΟ, εάν δεν έχει επιλυθεί προηγουμένως το θέμα της ονομασίας. Συνεπώς, το ερώτημα του τι θα πράξουμε στα πλαίσια του ΝΑΤΟ όταν τα Σκόπια θεωρηθούν «έτοιμα για ένταξη» παραμένει.
Ο συνδυασμός σκληρής ρητορικής και ενδοτικής πρακτικής, εκ μέρους της κυρίας Μπακογιάννη, με κορυφαία την τουλάχιστον παράδοξη σπουδή της να «κλείσει» το θέμα το συντομότερο δυνατόν, δημιουργεί σοβαρούς λόγους ανησυχίας. Οι αμερικανικές δηλώσεις στήριξης των ελληνικών θέσεων, συνδυασμένες από δηλώσεις υπενθύμισης της επιθυμίας των Η.Π.Α. να μην αποτελέσει το θέμα του ονόματος εμπόδιο στην ένταξη των Σκοπίων στο ΝΑΤΟ προκαλούν πρόσθετους λόγους ανησυχίας: Η αθέλητη μαρτυρία του κ. Φερχόιγκεν στην Ευρωβουλή το 2004, αμέσως μετά το σχέδιο Ανάν, που μας ενημέρωσε για την ύπαρξη κρυφής συμφωνίας στο Ελσίνκι το 1999, δέσμευσης Ελλάδας και Κύπρου στην αποδοχή οποιασδήποτε λύσης προτείνει η «διεθνής κοινότητα», τη στιγμή που η επίσημη συμφωνία ήταν ότι η Κύπρος θα προσχωρήσει ολόκληρη στην Ε.Ε., ανεξαρτήτως του αν προηγηθεί λύση ή όχι, είναι ακόμη πολύ πρόσφατη και δημιουργεί πολλές αφορμές για συνειρμούς παραλληλισμού των δύο καταστάσεων.
Ποιος μας διαβεβαιώνει, συνεπώς, ότι οι ξαφνικές δηλώσεις στήριξης και «κατανόησης των ελληνικών θέσεων» εκ μέρους των Η.Π.Α. δεν αποτελούν μέρος ενός σεναρίου παρόμοιου με εκείνο που μας απεκάλυψε ο κ. Φερχόιγκεν για το σχέδιο Ανάν, ενός σεναρίου δηλαδή που κατατείνει στο ότι ναι μεν οι Η.Π.Α. δέχονται να ασκήσει η Ελλάδα βέτο αν δεν βρεθεί λύση, η Ελλάδα όμως δέχεται από την πλευρά της να είναι υπέρ του δέοντος συμβιβαστική στο θέμα του ονόματος, να είναι δεκτική σε όποια λύση προτείνει ο κ. Νίμιτς; Η ξαφνική κατανόηση των Η.Π.Α. στο ελληνικό βέτο, σε ενδεχόμενο δηλαδή που, υπό φυσιολογικές συνθήκες, ούτε να ακούσουν δεν θα ήθελαν, συνηγορεί υπέρ του ενδεχομένου ύπαρξης κρυφών δεσμεύσεων της χώρας μας για υποχωρήσεις κατά τη διαπραγμάτευση.
Ανάγκη άμεσης απομάκρυνσης της Υπουργού των Εξωτερικών Η εμπειρία της οικογένειας Μητσοτάκη στην πεπατημένη τακτική τής εθνικής υπονόμευσης δια της προηγούμενες παραπλανητικής αποκοίμισης των εθνικών αντανακλαστικών του κομματικού οπαδικού ακροατηρίου, καθιστά τον κομματικό οπαδικό εγκλωβισμό πατριωτικών δυνάμεων, μέσω μια έντονα πατριωτικής και δεξιάς ρητορικής, την καλύτερη εγγύηση υπονόμευσης της υπόθεσης της Μακεδονίας δια μιας κρυφής συμφωνίας του τύπου αυτής που μας απεκάλυψε ο κ. Φερχόιγκεν για την Κύπρο. Σε κάθε περίπτωση, τόσο το πολιτικό παρελθόν της οικογένειας Μητσοτάκη, όσο και η εμφανής ενδοτικότητα του παρόντος, ουδεμία εμπιστοσύνη εμπνέουν ότι το θέμα είναι σε υπεύθυνα χέρια και ότι θα υπάρξει ορθός χειρισμός του.
Η ανησυχία, μάλιστα, είναι τόσο μεγαλύτερη, όσο διαπιστώνει κανείς την πολιτική ασυλία που απολαμβάνει η κυρία Μπακογιάννη από το σύνολο σχεδόν των μεγάλων ΜΜΕ, συνοδευόμενη από την τυφλή, σχεδόν, αφοσίωση των ανυποψίαστων πολυπληθών οπαδών της οικογένειας Μητσοτάκη. Τα παραπάνω, σε συνδυασμό, ουχ ήττον, με την έλλειψη προσωπικής κριτικής προς την κυρία Μπακογιάννη για την ενδοτικότητά της από το σύνολο των κομμάτων της αντιπολίτευσης, εξηγούν βέβαια για ποιον λόγο η ανησυχία αυτή, που ενυπάρχει σιωπηλά τη μεγάλη πλειονότητα του ελληνικού λαού, δεν έχει βρει ακόμη δημόσια πολιτική έκφραση. Είναι καιρός, όμως, ο ελληνικός λαός να πάρει την τύχη του στα χέρια του, αποβάλλοντας όλους αυτούς που του επιβάλλουν με το «έτσι θέλω» να κινηθεί η πολιτική της χώρας αντίθετα από την πραγματική βούληση του λαού. Αποτελεί προφανή εθνική ανάγκη να απομακρυνθεί αμέσως η κυρία Μπακογιάννη από τη θέση της Υπουργού των Εξωτερικών. Ως φυσικό και πολιτικό τέκνο του κύριου υπαιτίου για την υπονόμευση της υπόθεσης της Μακεδονίας, σύμφωνα και με τα πολύ ανησυχητικά δείγματα γραφής που και η ίδια έχει δώσει μέχρι σήμερα (τόσο στο Σκοπιανό, όσο και δια της αναφανδόν υποστήριξής της στο σχέδιο Ανάν) η κυρία Μπακογιάννη δεν θα έπρεπε να αφεθεί να έχει υπεύθυνο λόγο στο Μακεδονικό, πολλώ δε ήττον να αφεθεί να δεσμεύει την Ελλάδα με τα λόγια και με τα έργα της σε επικίνδυνους διπλωματικούς δρόμους χωρίς επιστροφή. Επικίνδυνους, διότι ελληνική υποχώρηση σήμερα θα είναι οριστική και μη αναστρέψιμη. Αν μη τι άλλο, επιβάλλεται να ανοίξει ο δημόσιος διάλογος για το κατά πόσον είναι σκόπιμη η περαιτέρω παραμονή της κυρίας Μπακογιάννη στον κρίσιμο εθνικά θώκο του Υπουργείου των Εξωτερικών.
Στο πλαίσιο αυτό, μόνον σύμπτωση δεν είναι ότι ο Πρόεδρος του Λα.Ο.Σ. κ. Καρατζαφέρης θυμήθηκε ακριβώς τις ημέρες αυτές να ζητήσει αποφυλάκιση των χουντικών. Ο κ. Καρατζαφέρης, γνήσιο πολιτικό τέκνο του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, ακολουθεί όμοια τακτική εγκλωβισμού πατριωτικών δυνάμεων σε μια οπαδικού χαρακτήρα υποστήριξη, μέσω μιας έντονα πατριωτικής ρητορικής η οποία, όπως αποδεικνύει η άρνηση του κ. Καρατζαφέρη να αποκηρύξει τη σύνθετη ονομασία σε επίμονη ερώτηση του κ. Ευαγγελάτου στο βραδυνό δελτίο ειδήσεων του Αντέννα στις 22 Οκτωβρίου 2007 (περιοριζόμενος μόνον στην επισήμανση «ανάγκης διαλόγου και ενιαίας γραμμής όλων [
sic!
]»), έχει τις ίδιες αντεθνικές, τελικά, στοχεύσεις με την πατριωτική ρητορική Μητσοτάκη.
|