Τρομοκρατία και Αυτοκριτική
Του Χρύσανθου Λαζαρίδη
Γενικού Γραμματέα του Δ21
20/9/2002
Κατά κάποιο παράδοξο, αλλά όχι τελείως απροσδόκητο, τρόπο η Αριστερά βρέθηκε και πάλι στο προσκήνιο, με ευκαιρία την «εξάρθρωση» της τρομοκρατίας. Δεν έρχεται, όμως, ως «κατήγορος» των υπολοίπων πολιτικών δυνάμεων, αλλά ως «απολογούμενη» έναντι ολόκλήρης της κοινωνίας - κι αυτό συμβαίνει για πρώτη φορά στην Ελλάδα, εδώ και πολλές δεκαετίες, σίγουρα από το 1974 κι εντεύθεν.
Η Αριστερά στην Ελλάδα δεν ένιωσε την ανάγκη να απολογηθεί όταν έπεσαν τα τείχη στην Ευρώπη, ούτε όταν κατέρρευσαν τα καθεστώτα του λεγόμενου «υπαρκτού σοσιαλισμού». Πιέζεται, όμως, ακόμα και από δικούς της ανθρώπους, όπως ο Μίκης Θοδωράκης, να απολογηθεί σήμερα.
Γιατί άραγε;
Το πρόβλημα με την Ελληνική Αριστερά σε όλες τις εκδοχές της, δεν είναι ότι «αναμίχθηκε» σε τρομοκρατικές δραστηριότητες - διότι ΔΕΝ αναμίχθηκε. Δεν είναι ότι συμφώνησε με την τρομοκρατία - διότι ΔΕΝ συμφώνησε. Το πρόβλημα είναι ότι την ανέχθηκε, έδειξε μια αδικαιολόγητη «επιείκεια» απέναντι στους τρομοκράτες, και δεν έκανε πολεμική απέναντί στην τρομοκρατία. Δεν την πολέμησε…
Πλήρης «αφοπλισμός» έναντι της τρομοκρατίας…
Η Ελληνική Αριστερά σε όλες τις εκδοχές της αρνήθηκε κάθε απόπειρα δημιουργίας νομοθετικού πλαισίου για την σύλληψη του οργανωμένου εγκλήματος και την πάταξη της τρομοκρατίας. Σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες που εμφανίστηκαν τέτοια φαινόμενα, ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του 70, ήταν σαφές ότι δεν μπορούσαν να αντιμετωπιστούν με συμβατικά νομοθετικά και δικονομικά μέσα.
Επειδή, ακριβώς, η τρομοκρατία ήταν μορφή οργανωμένου εγκλήματος που είχε μάλιστα στη διάθεσή του «πληροφορίες», «μέσα», «διείσδυση» και υποστηρικτικούς μηχανισμούς που ξεπερνούσαν τις περισσότερες άλλες μορφές του κοινού οργανωμένου εγκλήματος (μαφιόζικα κυκλώματα κλπ.) - μέχρι και μυστικές υπηρεσίες βρίσκονταν συχνά στο πλευρό της τρομοκρατίας, μέχρι και μερίδες του Τύπου έδειχναν «εκλεκτικές συμπάθειες» προς ορισμένες μορφές δράσης της -, χρειαζόταν ειδικό νομοθετικό πλαίσιο, που να διασπά τις ισχυρές της «άμυνες».
* Σε αντίθεση με το κοινό συμβατικό έγκλημα, το οργανωμένο έγκλημα και δη η τρομοκρατία μπορούσε να επιβάλει το «νόμο της σιωπής» (την περιβόητη omerta) στα μέλη των συμμοριών του. Συνεπώς, έπρεπε οι δικονομικές προϋποθέσεις σύλληψης και απαγγελίας κατηγοριών να γίνουν αυστηρότερες. Τα «τεκμήρια ενοχής» έπρεπε να γίνουν κι αυτά αυστηρότερα, προκειμένου να υπάρξουν καταδίκες κατηγορουμένων.
* Το οργανωμένο έγκλημα και δή η τρομοκρατία μπορούν να τρομοκρατούν τους ενόρκους, επομένως οι υποθέσεις έπρεπε να παραπέμπονται σε μη ορκωτά δικαστήρια. Πολύ απλά, ακόμα και η πιο αποτελεσματική αστυνομία είναι αδύνατο να προστατεύσει ένα αυξανόμενο αριθμό απλών πολιτών που διετέλεσαν ένορκοι σε τέτοιες υποθέσεις και των μελών των οικογενειών τους, ενώ είναι πολύ απλούστερο να προστατεύσει αποτελεσματικά ένα μικρό αριθμό δικαστών που εξειδικεύονται σε τέτοιες υποθέσεις.
* Το οργανωμένο έγκλημα και δη η τρομοκρατία μπορούν να απειλούν και να εκδικούνται όσους ανοίγουν το στόμα τους και συμβάλουν σε συλλήψεις και καταδίκες μελών του. Γι’ αυτό και ουσιώδεις μάρτυρες των υποθέσεων αυτών πρέπει να προφυλάσσονται στο διηνεκές, προκειμένου να καταθέσουν με παρρησία επαρκή στοιχεία για την καταδίκη κατηγορουμένων. Έπρεπε, δηλαδή, να υπάρξει πρόγραμμα προστασίας μαρτύρων.
* Το γεγονός ότι η παρακολούθηση συνδιαλέξεων για κοινές αστικές υποθέσεις διαζυγίου δεν θεωρείται αποδεκτό στοιχείο για να τεκμηριωθεί μοιχεία, ΔΕΝ σημαίνει ότι η παρακολούθηση συνδιαλέξεων για περιπτώσεις τρομοκρατίας πρέπει να θεωρείται εξ ίσου «απαράδεκτη». Κι όμως, οι διωκτικές αρχές είχαν και τέτοια προβλήματα να ξεπεράσουν, προκειμένου να βρουν μιαν άκρη στο κουβάρι….
* Οι διωκτικές αρχές διέθεταν δείγματα του DNA των δραστών τρομοκρατικών ενεργειών, αλλά δεν μπορούσαν να τα χρησιμοποιήσουν, διότι η δικονομία δεν τους το επέτρεπε.
* Ήταν δύσκολο να κυνηγήσουν τους τρομοκράτες όταν χτυπούσαν σε ώρες μεγάλης κυκλοφοριακής αιχμής μέσα στην Αθήνα, διότι τα περιπολικά της αστυνομίας δυσκολεύονταν να φτάσουν έγκαιρα στο τόπο του εγκλήματος, λόγω του κυκλοφοριακού χάους που προέκυπτε. Η αστυνομία προσπαθούσε να φτάσει με περιπολικά αυτοκίνητα, όταν οι τρομοκράτες έφευγαν με μηχανάκια, και χάνονταν στο πλήθος. Ακόμα και οι «δικυκλιστές» της αστυνομίας δυσκολεύονταν να κυνηγήσουν τους τρομοκράτες, διότι εκείνοι ήταν ένοπλοι και αποφασισμένοι να σκοτώσουν, ενώ η ΖΗΤΑδες δεν είχαν (και ακόμα δεν έχουν) σαφείς «κανόνες εμπλοκής», δηλαδή οδηγίες που τους επιτρέπουν να χρησιμοποιήσουν αποτελεσματικά τα όπλα τους, όταν κυνηγούν τρομοκράτες.
Υπήρχε λύση της προμήθειας ελικοπτέρων, τα οποία θα μπορούσαν να βρεθούν πάνω από το σημείο του εγκλήματος μέσα σε ελάχιστο χρόνο και να παρακολουθήσουν (ακόμα και να βιντεοσκοπήσουν) τις προσπάθειες διαφυγής των τρομοκρατών από ασφαλή απόσταση. Αλλά και το ελικόπτερο αγοράστηκε, μετά πολλών κόπων και βασάνων, μετά το 1996 - και αγοράστηκε ένα μόνο, ενώ για την αποτελεσματική κατόπτευση του λεκανοπεδίου όλο το εικοσιτετράωρο χρειάζονταν τουλάχιστον τέσσερα. Και το ένα που αγοράστηκε ουδέποτε εξασφάλισε τα απαραίτητα κονδύλια για να περιπολεί επαρκώς.
Αυτά είναι λίγα μόνο από τα κενά που είχε η νομοθεσία, η νομολογία, η δικονομία και η απλή δίωξη απέναντι στο οργανωμένο έγκλημα. Κι όμως, μια άποψη, ιδιαίτερα στο χώρο της ευρύτερης Αριστεράς (συμπεριλαμβανομένου και του κυρίως ΠΑΣΟΚ, αλλά με θιασώτες και στον συντηρητικό χώρο), υποστήριζε ότι στην Ελλάδα είχαμε «πλήρη και επαρκή νομικά μέσα για να διώξουμε το έγκλημα απλά θέλαμε καλύτερη αστυνομία». Και ύψωναν «τείχη ανυπέρβλητα» σε κάθε απόπειρα δημιουργίας σύγχρονου δικαϊκού πλαισίου, για την πάταξη του απολύτως εκσυγρονισμένου - και οργανωμένου - εγκλήματος. Και παραμέναμε χωρίς ελικόπτερα, με φοβισμένους «ζητάδες», με τρομοκρατημένους ενόρκους και με αστυνόμους, που δεν δικαιούντο ούτε δείγμα DNA των υπόπτων να λάβουν, ούτε επικοινωνίες τρομοκρατών να μπλοκάρουν και να ελέγξουν (μέχρι που ήλθε η Scotland Yard, μετά την δολοφονία Saunders, κι όλα τα εμπόδια κάμφθηκαν ή παρακάμφθηκαν «ως δια μαγείας»).
Δηλαδή, οι διωκτικές αρχές - αστυνομικές και δικαστικές - εξακολοθούσαν να αντιμετωπίζουν το σύγχρονο έγκλημα, με μεθόδους από την εποχή που η αστυνομία κυνηγούσε μικροδιαρρήκτες στις πόλεις, κλεφτοκοτάδες στην επαρχία και «θυελλώδη εγκλήματα τιμής» ανά την επικράτεια. Μέναμε απελπιστικά κολλημένοι σε εποχές όπου τα κυριότερα εγκλήματα που συγκλόνιζαν την ελληνική κοινωνία ήταν … η ζωοκλοπή και οι φόνοι για «λόγους τιμής».
Αριστερά, Τρομοκρατία και καιροσκοπισμός…
Μια πρώτη κατηγορία ανθρώπων που οφείλουν, λοιπόν, να απολογηθούν σήμερα, είναι όσοι υποστήριζαν ότι δεν χρειαζόταν καινούργιο νομοθετικό πλαίσιο, για να αντιμετωπιστούν καινοφανείς μορφές του οργανωμένου εγκλήματος όπως η τρομοκρατία. Οφείλουν να απολογηθούν σήμερα όσοι χαρακτήριζαν απαξιωτικά «τρομονόμους» όλες αυτές τις νομοθετικές απόπειρες, τις αποδοκίμαζαν, τις καταψήφιζαν και οδηγούσαν είτε στην απόρριψή τους είτε στην αποδυνάμωσή τους. Μέχρι που μας τις επέβαλαν εκβιαστικά απ’ έξω (εν όψει των Ολυμπιακών Αγώνων), και μετά από ένα μόλις χρόνο - τι «σύμπτωση»; - «εξαρθρώθηκε» η τρομοκρατία! Ή τέλος πάντων, άρχισε η εξάρθρωσή της… Μόνο που όλοι όσοι αρνούνταν το νέο νομοθετικό πλαίσιο, και αφόπλιζαν τις διωκτικές αρχές, δεν ήταν μόνο αριστεροί και δεν ήταν κατ’ ανάγκην αριστεροί (ακόμα κι όταν έτσι δήλωναν).
Αρκεί να επισημάνουμε, κατ’ αντιδιαστολήν, ότι σε όλη την υπόλοιπη Ευρώπη, ήταν η Αριστερά που πρωτοστάτησε στη λήψη τέτοιων μέτρων:
-- Στην Ιταλία το Κομμουνιστικό Κόμμα, ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του ’70 έδειξε ιδιαίτερη αποφασιστικότητα στην ψήφιση πολύ πιο αυστηρών νόμων, από εκείνους που ψηφίσαμε εσχάτως στην Ελλάδα.
--Κι όταν οι «Ερυθρές Ταξιαρχείες» συνέλαβαν όμηρο τον Ιταλό Πρωθυπουργό Άλντο Μόρο, ήταν το Κομμουνιστικό Κόμμα Ιταλίας που υιοθέτησε την πιο σκληρή κατασταλτική στάση «καμία συζήτηση, καμία διαπραγμάτευση με τρομοκράτες» ακόμα και τις στιγμές που η Ιταλική Χριστιανοδημοκρατία έδειξε να λιποψυχεί. Εκείνοι ήταν σύγχρονοι Αριστεροί, οι δικοί μας ήταν «καρικατούρες»…
-- Και στην Γερμανία ήταν οι Κεντροαριστεροί Σοσιαλδημοκράτες του κ. Χελμουτ Σμίθ, που έφτιαξαν τα διαβόητα «λευκά κελιά», έκλεισαν μέσα τους αρχηγούς και τα στελέχη της RAF, και μια ωραία πρωϊα τους βρήκαν όλους μαζί απαγχονισμένους! «Αυτοκτόνησαν» συμπτωματικά την ίδια μέρα, σε μια φυλακή όπου ήταν αδύνατο να επικοινωνήσουν, κι όπου τους απαγορεύονταν ακόμα και η ζώνη, ακόμα και τα κορδόνια των παπουτσιών! Όλοι κατάλαβαν τι έγινε τότε. Δεν ήταν ασφαλώς «αριστερό» μέτρο, δεν ήταν «δεξιό» μέτρο - ήταν απάνθρωπο, πέρα για πέρα. Αλλά κεντροαριστερή κυβέρνηση το διέπραξε.
-- Και στην Ισπανία, μήπως θυμάται κανένας υπό το βάρος ποιου σκανδάλου έπεσε ο μακροβιότερος Πρωθυπουργός της μετα-Φρανικικής δημοκρατίας, ο Σοσιαλιστής Φελίπε Γκονζάλες; Κατηγορήθηκε ότι είχε δώσει την άδεια να συγκροτηθούν παρακρατικές ομάδες και να δολοφονούν ηγετικά στελέχη της Βασκικής οργάνωσης ΕΤΑ. Αντίστοιχα είχε διαπράξει και, ο επίσης Σοσιαλιστής, Πρόεδρος της Γαλλίας Φρανσουά Μιτεράν, ενάντια στην τρομοκρατία των Κορσικανών αποσχιστών.
Σοσιαλιστές και Κομμουνιστές στην Ευρώπη, κράτησαν θέση πολεμικής ενάντια στην τρομοκρατία. Πολλές φορές η πολεμική τους αυτή έφτασε σε απίστευτα επίπεδα υπερβολής. Πάντως πολέμησαν την τρομοκρατία συστηματικά και με συνέπεια. Οι δικοί μας δεν την πολέμησαν.
Εξέφραζαν τη…διαφωνία τους προς τους τρομοκράτες, αλλά εμπόδιζαν με κάθε τρόπο την κοινωνία να λάβει αληθινά μέτρα εναντίον τους. Και γι’ αυτό οφείλουν να απολογηθούν - όπως οφείλουν να απολογηθούν και οι υπόλοιποι μη αριστεροί - που κράτησαν την ίδια ακριβώς στάση. Το «αμάρτημα» αυτό της Αριστεράς, δεν παραπέμπει στην αριστερή ιδεολογία της, παραπέμπει στην απόλυτη παράλυσή της, στην απόλυτο μαρασμό των δημοκρατικών της ανακλαστικών, στον απόλυτο καιροσκοπισμό της και στην ιδεολογική της απίσχναση. Αλλά ο καιροσκοπισμός και η απίσχναση ιδεών δεν είναι «κουσούρια» αποκλειστικά του Αριστερού χώρου. Έτσι δεν είναι;
Ποιοι και γιατί οφείλουν αυτοκριτική σήμερα
* Μια δεύτερη κατηγορία ανθρώπων, που οφείλουν να απολογηθούν, είναι όσοι λοιδορούσαν τις Αρχές όταν προσήγαγαν «συνήθεις υπόπτους» από το χώρο της άκρας Αριστεράς και των Αναρχικών. Κι όταν συνελήφθησαν κάποιοι τρομοκράτες και ομολόγησαν, αποδείχθηκε ότι προέρχονταν κατά κανόνα από το χώρο των «συνήθων υπόπτων». Αυτό, ασφαλώς, ΔΕΝ σημαίνει ότι κάθε αναρχικός είναι τρομοκράτης, ούτε ότι κάθε πρώην ή νυν οπαδός της εξω-κοινοβουλευτικής Αριστεράς, είχε σχέση με τρομοκρατικές δραστηριότητες. Σημαίνει απλώς, ότι οι «συνήθεις ύποπτοι» ήταν ο χώρος προς τον οποίο όφειλαν να στραφούν οι διωκτικές αρχές. Που όμως αποθαρρύνθηκαν δεόντως. Κι όσοι τις αποθάρρυναν οφείλουν σήμερα κάποια αυτοκριτική.
* Μια τρίτη, κατηγορία ανθρώπων, που οφείλουν να απολογηθούν είναι όσοι όχι απλώς αποθάρρυναν τις έρευνες στο χώρο των «συνήθων υπόπτων», αλλά έσπευδαν να ζητήσουν την απόλυση οποιουδήποτε συλλαμβάνονταν ως ύποπτος. Για παράδειγμα, μεταξύ άλλων, είχε συλληφθεί το 1992 ο Τζωρτζάτος, να παρακολουθεί αμερικανούς στη Φιλοθέη. Τότε κάποιοι ραδιοφωνικοί σταθμοί έκαναν εκστρατεία διαπόμπευσης της αστυνομίας και πέτυχαν την απελευθέρωσή του!
* Μια τέταρτη, παρεμφερής, κατηγορία ανθρώπων ήταν όσοι έσπευδαν να οργανώσουν δίκτυα «υπεράσπισης κατηγορουμένων» για συμμετοχή σε τρομοκρατικές ενέργειες. Εδώ ΔΕΝ συμπεριλαμβάνουμε τους συνηγόρους τους. Οι οποίοι υπερασπίζονταν τους κατηγορημένους ως τα Σύνταγμα επιτάσσει. Αναφερόμαστε, μάλλον, σε όλα εκείνα τα περίεργα «δίκτυα υποστήριξης», που έσπευδαν να εξασφαλίσουν την ατιμωρησία οποιουδήποτε πιανόταν για σχέση με την τρομοκρατία. Αποθαρρύνοντας το έργο των διωκτικών αρχών, που αντιλαμβάνονταν, ότι όχι μόνο δεν τους δίνονταν αυξημένα μέσα να κάνουν τη δουλειά τους, αλλά τους εμπόδιζαν να χρησιμοποιήσουν και εκείνα τα απαρχαιωμένα και πενιχρά μέσα που είχαν στα χέρια τους.
* Μια πέμπτη κατηγορία ανθρώπων που οφείλουν αυτοκριτική σήμερα, είναι όσοι επέμεναν στο «δικαίωμα» των τρομοκρατών να δημοσιεύουν πλήρως τα φληναφήματά τους. Οι φιλόνομοι απλοί πολίτες ούτε που διανοούνται ότι μπορούν οι απόψεις τους να βρουν τέτοια δημοσιότητα και να τύχουν τέτοιας προβολής. Οι τρομοκράτες είχαν εξασφαλισμένη προβολή σε όλα τα έντυπα μέσα μεγάλης κυκλοφορίας. Ακόμα και οι ανακοινώσεις των κομμάτων δημοσιεύονται, σχεδόν πάντα, αποσπασματικά και σε περίληψη. Τελικώς, οι τρομοκράτες, είχαν - ως μη όφειλαν - μεγαλύτερο δικαίωμα στην ελεύθερη έκφραση απ’ ότι οι φιλόνομοι πολίτες αλλά και οι νόμιμοι εκπρόσωποι του ελληνικού λαού.
Κατά κάποιο τρόπο το «διαβατήριο» που εξασφάλιζε απόλυτη πρόσβαση και απόλυτη προβολή των απόψεων της τρομοκρατίας στα μεγάλης απήχησης ΜΜΕ ήταν το αίμα των θυμάτων της! Κι αυτό αποτέλεσε την απώτατη ενθάρρυνση της τρομοκρατίας και την ανάδειξή της σε «πολιτικό μέγεθος» που επηρέαζε - έστω και σε οριακές στιγμές - την πολιτική πραγματικότητα στον τόπο μας. Μόνο που για την ανάδειξη των τρομοκρατών σε «πολιτικό μέγεθος», δεν ευθύνονται μόνον οι ίδιοι οι τρομοκράτες, αλλά εκείνοι που τους έδωσαν αυτή τη δυνατότητα. Και αυτοί οφείλουν σήμερα την αυτοκριτική τους.
Όλοι αυτοί δεν είναι μόνο Αριστεροί, ούτε είναι «αριστεροί» οι λόγοι που τους επέβαλαν τις νοσηρές αυτές συμπεριφορές.
Ολόκληρο το πολιτικό σύστημα έδειξε, μέχρι πολύ πρόσφατα, μειωμένη πολιτική βούληση πάταξης της τρομοκρατίας. Και γι’ αυτό ευθύνονται συγκεκριμένες συμπεριφορές και συγκεκριμένες ομάδες ανθρώπων, οι οποίοι με τις πράξεις, τις παραλήψεις και με τις ιδεοληψίες της, αποδυνάμωσαν τα ανακλαστικά της κοινωνίας και αφόπλισαν τις διωκτικές αρχές. Αυτοί οφείλουν σήμερα να κάνουν την αυτοκριτική τους. Και αυτοί δεν προέρχονται μόνο από την Αριστερά, διαχέονται σε πολύ ευρύτερο πολιτικό φάσμα. Ούτε η στάση τους οφείλεται σε «επιρροή των αριστερών ιδεών». Ο καιροσκοπισμός, η ιδιοτέλεια, ή έλλειψη κριτικής σκέψης και η υποταγή στους εκάστοτε ιδεολογικούς «συρμούς» ή στα ανακλαστικά περασμένων δεκαετιών, δεν είναι «αριστερές» ιδέες, δεν είναι «δεξιές» ιδέες - είναι νοσηρό σύμπτωμα μιας ελίτ, έτσι κι αλλιώς εταιροπροσδιοριζόμενης, εταιροκαθοριζόμενης και τηλεκατευθυνόμενης. Που οφείλει σήμερα την αυτοκριτική της… Δεν έπιασε σήμερα τους τρομοκράτες. Την εκβίασαν απ’ έξω να τους πιάσει. Της επέβαλαν να τους πιάσει. Ελπίζουμε, την αυτοκριτική της να την προσφέρει ειλικρινώς και αυτοβούλως. Αυτή τουλάχιστον…