Μιά γιορτή αλλοιώτικη!
Διονύσης Κονταρίνης
denniskontarinis@yahoo.com, Νέα Υόρκη Νοέμβριος 2007
Αντίβαρο, Νοέμβριος 2007
Απόγιομα Κυριακής 18 του Νοέμβρη. Στην ισόγεια αίθουσα του Σταθάκειου Κέντρου μιά παρέα κάποιων, ίσως, ρομαντικών γιά την εποχή μας, είχαν μιά γιορτή αλλοιώτικη. Μιά γιορτή δική τους. Ξεχωριστή από όλες τις άλλες, που την ίδια ώρα σε μεγάλο αριθμό, γέμιζαν κάποιους χώρους εκεί γύρω. Στην ισόγεια αίθουσα του Σταθάκειου η γιορτή, αυτή η αλλοιώτικη γιορτή, ήταν αφιερωμένη στο ελληνικό πνεύμα, στα ελληνικά γράμματα. Ιδιαίτερα, θα μπορούσε να πει κανείς, στο ελληνοαμερικάνικο βιβλίο. Μιά συντροφιά από ομογενείς που ασχολούνται με την συγγραφή ελληνικών βιβλίων παρουσίαζε μιά πρόσφατη ομαδική δουλιά τους. Μιά ανθολογία. “Οι στάλες που γίνανε βροχή”ο τίτλος της. Απλή η ιστορία αυτού του βιβλίου. Ξεκίνησε σε μιά συγκέντρωση εννέα φίλων σε κάποια γωνιά της Αστόριας, με ένα ποτηράκι κρασί, ένα βράδυ που πάνω στα τζάμια κυλούσαν αργά οι νερένιες στάλες. Οι στάλες που σιγά-σιγά έγιναν βροχή. Κι΄εκεί, με συντροφιά τον ήχο της βροχής, η ιδέα άρχισε να παίρνει σχήμα. Και το σχήμα πήρε μορφή. Τη μορφή του βιβλίου. Οι στάλες που γίνανε βροχή. ʼνθρωποι απλοί όλοι τους, που μέσα τους κλείνουν την αγάπη τους γιά τον λόγο, έμμετρο και πεζό, άπλωσαν στις σελίδες του βιβλίου μιά κατάθεση ψυχής. Κι΄αυτή την κατάθεσή τους θέλησαν να την κάμουν γνωστή και στην Ομογένεια κείνο το απόγιομα της Κυριακής 18 του Νοέμβρη. Πρόθεσή τους, μέσα από τις στάλες που γίνανε βροχή αλλά και από άλλα βιβλία τους, που θα φιλοξενούσε η έκθεση ομογενειακού βιβλίου, που λειτουργούσε παράλληλα, να προσφέρουν στην Ομογένεια νοσταλγίες, όνειρα, οράματα. “...Είναι βιώματα από χαρακτήρες ανήσυχους, που αναζητούν μιά καινούργια ταυτότητα, έργα εμπνευσμένα από τον αγώνα της επιβίωσης στα ξένα, έργα σύνθετα μιάς λογοτεχνίας στην Αμερική. Έργα εμπνευσμένα σε ποίηση αγάπης, με φόντο έναν γαλάζιο ορίζοντα....” έγραφαν στις ανακοινώσεις γιά την εκδήλωσή τους. Και περίμεναν τον κόσμο, τους επισκέπτες, τους ενδιαφερόμενους, τους περίεργους τέλος πάντων. Φαίνεται όμως πως μιά γιορτή γιά τα γράμματα, γιά το πνεύμα, γιά το βιβλίο, δυστυχώς δεν πουλάει, όπως λένε και οι πραματευτάδες. Πουλάνε όμως οι χοροεσπερίδες που υπόσχονται πλούσιο φαγητό, άφθονο ποτό, ατέλειωτο γλέντι και ξεφάντωμα μέχρι τις πρωινές ώρες. Και τέτοιες κείνο το απόγιομα της Κυριακής υπήρχαν πάρα πολλές στην κατά τα άλλα ελληνική Αστόρια. Λίγο πάρα πάνω από το Σταθάκειο Κέντρο υπάρχει το καφεζαχαροπλαστείο που το λένε το στέκι της Ομογένειας. Ήταν γεμάτο από Ομογενείς που απολάμβαναν τον καπουτσίνο τους συντροφιά με τα πύτουρα, που προσφέρει στην ομογένεια η επί πληρωμή ελληνική τηλεόραση. Κανείς τους δεν αποφάσισε να περπατήσει λίγα βήματα πιό κάυω, γιά να γνωρίσει μιά γιορτή αλλοιώτικη. Σ΄αυτή την αλλοιώτικη γιορτή οι άνθρωποι μετρημένοι. Πολύ λίγοι. Η Ομογένεια απουσίαζε. Όμως πιό έντονη ήταν η απουσία αυτών, που υποτίθεται είναι η οδηγοί μας, εδώ στην ξενητιά μας. Οι προξενικές αρχές, η Αρχιεπισκοπή, οι εκκλησίες, οι εκπαιδευτικοί, οι επιστήμονες, οι βαρύγδουποι φορείς, οι σύλλογοι. Δεν μπήκαν στον κόπο να δούν τι είναι αυτή η αλλοιώτικη γιορτή. Ποιοί είναι αυτοί οι άνθρωποι που την οργάνωσαν. Τι μηνύματα θέλουν να περάσουν στην Ομογένεια, στον ελληνισμό. Έλαμψαν με την απουσία τους όλοι αυτοί, που πρώτοι θα έπρεπε να δώσουν το παρών. Η αλλοιώτικη γιορτή είχε ένα πολύ μεγάλο ενδιαφέρον γι΄αυτούς που μπήκαν στο κόπο να πάνε, να δούνε, ν΄ακούσουν. Σ΄αυτούς που μπόρεσαν να κατανοήσουν τα μηνύματα. Και την απόλαυσαν. Όλοι οι συγγραφείς της ανθολογίας, ένας ένας διάβασαν ένα μικρό μέρος από την κατάθεσή τους που φιλοξενούσε στις σελίδες του αυτό το αξιόλογο βιβλίο. Πεζά και έμμετρα. Αποσπάσματα που μέσα τους έκλειναν το μεγαλείο της προσφοράς τους. Δεν θα ήθελα να αναφερθώ σε έναν-έναν χωριστά. Δεν βρίσκω να υπάρχει κάποιος ιδιαίτερος λόγος .Ήσαν όλοι τους υπέροχοι. Θα σταθώ μόνο γιά λίγο στον ένα από όλους τους, και ζητώ συγνώμη γι΄αυτή την εξαίρεση. Σ΄αυτόν που κατά την ταπεινή μου γνώμη έκλεψε τις εντυπώσεις. Τον Ηλία Χατζημιχάλη. Τον νεαρό των εννενήντα χρόνων – ναι, καλά διαβάσατε, εννενήτα χρόνων – που εντυπωσίασε με το πνεύμα του, την φρεσκάδα στο πνεύμα του, την αγάπη του γιά τα ελληνικά γράμματα αλλά και την λατρεία του γιά την Ελλάδα, αφού έκλεισε την σύντομη ομιλία του αναφωνώντας Η Ελλάδα ποτέ δεν πεθαίνει. Κι΄είναι αλήθεια ότι η Ελλάδα ποτέ δεν θα πεθάνει όσο υπάρχουν Χατζημιχάληδες, όσο υπάρχουν αυτοί οι υπέροχοι εννέα συγγραφείς της Ανθολογίας και όσο υπάρχουν αυτοί οι λίγοι, που με την παρουσία τους στην αλλοιώτικη γιορτή την έκαμαν να υψωθεί στο μεγαλείο που της άξιζε.
Αυτό το κείμενο είναι γραμμένο σε μονοτονικό. Διαβάστε την πολυτονική του έκδοση.
|