H υπερτίμηση των τιμητών
Γιώργος Καστρινάκης
Αντίβαρο, Νοέμβριος 2007
Η ελεεινολόγηση της δημόσιας διοίκησης συνιστά μία από τις βασικές πτυχές τής κυρίαρχης, εν Ελλάδι, ιδεολογίας. Συνοδευόμενη, ουκ ολίγες φορές, από την κατηγορία της «διαφθοράς», ξεδιπλώνεται ακαταπαύστως σαν μια πεποίθηση παλλαϊκή. Είναι ενδεικτικό ότι επιμαρτυρείται, κατά κανόνα, ακόμα και εκ μέρους των μελών τού κρινόμενου εργασιακού σώματος.
Παρέχοντάς μας, έτσι, ένα από τα χαρακτηριστικώτερα παραδείγματα της εμβέλειας του άρχοντος, σήμερα, λόγου: τον ενστερνίζονται ακόμα και τα θύματα των προγραφών του. Και, ασφαλώς, τον προσυπογράφουν ένας προς έναν ανεξαιρέτως, όλοι εκείνοι οι οποίοι δεν κατόρθωσαν ποτέ να εννοήσουν ούτε καν τι λένε
Το ιδρυτικό πρόβλημα, ας διακρίνουμε, με μια τέτοια απόφανση, δεν είναι το αν ευστοχεί ή αστοχεί. Το πρώτιστο πρόβλημα είναι τα κίνητρα από τα οποία εκπορεύεται. Και η σκοπιμότητα, χάριν της οποίας εκφέρει μια «κρίση» αδυσωπήτως «προδεδικασμένη».
Επί της ουσίας του θέματος: Η δημόσια διοίκηση οφείλει να ορίζεται ως ανεπάρκεια, για τον απλό λόγο ότι μόνο έτσι εξουδετερώνεται η προοπτική μιας συντονισμένης άμυνας, από πλευράς των πολλών, αντίκρυ στην οργανωμένη στόχευση να υποβάλουν (όχι επιβάλουν) τους όρους της κοινής ζωής οι λίγοι.
Κατά βάθος, η απαξίωση της δημόσιας διοίκησης αποτελεί απλή προέκταση της στρατηγικής επιδίωξης να διασυρθούν, κατ αρχήν, οι πολιτικοί εκπρόσωποι, προκειμένου ως μοναδικοί ταγοί τής «κοινής» μας «γνώμης» να απομείνουν οι δεινοί του λόγου.
Το ιδρυτικό πρόβλημα ας επανέλθουμε με την στερεότυπη καταδίκη της δημόσιας διοίκησης δεν έγκειται στο αν βασίζεται σε μια αλήθεια ή σε ένα ψέμα. Το πρώτιστο πρόβλημα έγκειται στο αν, ακόμα και ως αλήθεια, η αρχική αφήγηση ισοδυναμεί με ψέμα, για την προφανή αιτία ότι πρόκειται για αλήθεια μισή!
Να υποθέσουμε εξηγούμαι ότι η κρατική μηχανή απαρτίζεται από διεφθαρμένα μέλη; Ας το υποθέσουμε. Μόνο που η υπόλοιπη κοινωνία, σε μια τέτοια εκδοχή, από τι άραγε ποιότητας μέλη συμπεραίνουμε πως απαρτίζεται;
Το σχήμα αγνοί πολίτες εκτός κρατικής μηχανής - διεφθαρμένοι συμπολίτες τους εντός κρατικής μηχανής, είναι προφανές ότι πάσχει σε επίπεδο λογικής εννόησης των δεδομένων. Πούθεν προκύπτει, άραγε, αυτή η ετοιμότητα όλων (λοιπόν) ημών να διαφθαρούμε ευθύς αμέσως όταν οι εργασιακές συγκυρίες μάς το επιτρέψουν;
Και αν, επιτέλους, αποτελεί πραγματικότητα η τόση ετοιμότητα αλλοτριώσεως, ποιος τάχα μπορεί να θεωρηθεί υπαίτιος για μια τέτοιας κλίμακας διάβρωση των συνειδήσεων, περισσότερο απ όσο ο κυρίαρχος δημόσιος λόγος;
Ο λόγος των δεινών του λόγου.
Ας προχωρήσουμε ένα βήμα παραπέρα, ωστόσο, ετούτη τη διερεύνηση: Ας το δεχθούμε, προς στιγμήν, το σχήμα ανάξια πολιτική τάξη - πανάξια άρχουσα σκέψη και, εν τέλει, πανάξια δημοσιογραφία. (Καθώς σ αυτό ακριβώς κατατείνουν οι ρητές και υπόρρητες αναφορές που μάς κανοναρχούν.) Μόνο που οφείλουμε να διερωτηθούμε, τότε, πού άραγε βρίσκονταν όλοι ετούτοι οι οξυδερκείς κριτές, όταν εν έτει 1999 συνετελείτο η μέγιστη Αυταπάτη από καταβολής νεοελληνικής συνείδησης. Η αυταπάτη ότι είχε, τάχα, επινοηθεί ένας μηχανισμός το Χρηματιστήριο που θα λειτουργούσε εσαεί ως παραγωγός (εκ του κενού;) χρημάτων. Δεν υπάρχει ανάγκη, σπεύδω να διευκρινήσω, να επικαλεσθούμε, εδώ, ούτε ένα ίχνος κάποιας σκανδαλολογίας: Για το λογικό δεδομένο, κάνουμε λόγο, της στοιχειώδους πρόβλεψης ότι όλη εκείνη η υπερτροφική προσδοκία, επρόκειτο (εξ αιτίας απλής εφαρμογής των νόμων της οικονομίας αν μη των κανόνων αριθμητικής) α-να-πό-δρα-στα να θρυματιστεί σε χίλια μύρια θρύμματα
Χρειαζόταν περισσή διανοητική προσπάθεια, ας ρωτήσουμε, για να είχαν διαβλέψει («διανοούμενοι» αυτοί που μάς συστήνονται ως η «συνείδηση» της κοινωνίας) την έκβαση και να είχαν προστατέψει, έτσι, τόσο πλήθος ανυποψίαστων
υπηκόων τους απ τον οικονομικό του όλεθρο;
Για τους γνωστούς αμείλικτους κατήγορους ας έρθει, μια φορά, ο λόγος. Επ αυτού τού (όχι ηθικού) σκανδάλου α-νοησίας πότε επιτέλους θα αποφανθεί η αδέκαστη κρίση τους; Πότε θα στρέψουν τούς ανακριτικούς τους προβολείς και στην προκείμενη πλευρά τού διάσημου ετούτου θέματος; Πότε θα αναζητήσουν ας μού συγχωρεθεί να πω: καθένας ενώπιον του καθρέφτη του τους υπαιτίους;
Ή μήπως τους αρκεί ότι σε κανέναν δεν παραχωρούν «έγκριτο» βήμα ή μικρόφωνο, για να το αναδείξει επί ανοιχτού πεδίου;
Αυτό το κείμενο είναι γραμμένο σε μονοτονικό. Διαβάστε την πολυτονική του έκδοση.
|