Παραθεσμική υπερεξουσία
Γιώργος Καστρινάκης
Αντίβαρο, Μάρτιος 2006
Η εξώθηση σε παραίτηση ενός υφυπουργού εξαιτίας μιας
υποκλαπείσας προφορικής του συνομιλίας, σε κύκλο ιδιωτικό, που
συνέβη την 11η Ιανουαρίου 2006 μέσα στο έδαφος της ελληνικής
τηλεοπτικής επικράτειας, μάς δίνει μια ακόμα εμφατική αφορμή για να
εστιάσουμε στο θέμα της σχέσης της Κοινωνίας με τα ΜΜΕ που
(υποτίθεται πως) την εκφράζουν.
Το ριζικό ερώτημα είναι βέβαια το αν συμβαίνει,
πράγματι, έτσι : Τα Μέσα εκφράζουν την Κοινωνία; Ή μήπως (όλως
αντιθέτως) η Κοινωνία εκφράζει δηλ. υπηρετεί - τα Μέσα;
Η απάντηση έχει ασφαλώς να κάνει με το εύρος
της δικής μας ματιάς όταν αυτή επισκοπεί το ζήτημα. Κι η απαιτούμενη
ευρύτητα βλέμματος προϋποθέτει, προφανώς, μια ικανότητά μας να δούμε
τον κόσμο μας έξω από εκείνα τα δεδομένα που τα ΜΜΕ μάς έχουν
διδάξει γι αυτόν. Εχει να κάνει, μ άλλα λόγια, με την κριτική (του
καθενός) εγρήγορση και με την ικανότητα ανα-στοχασμού επί των
αυτονοήτων του πολιτισμού του.
Μα εδώ ακριβώς είναι που εντοπίζεται το μείζον
πρόβλημα. Αρκεί να προσέξουμε ότι ούτε για μία στιγμή τα «δελτία
ειδήσεων», για παράδειγμα, δεν περιορίζονται να είναι δελτία
ειδήσεων - αλλά καθιερώνουν ως αυτοδίκαιη την ταυτότητά τους ως
«δελτίων σχολιασμού» επί όλων ανεξαιρέτως των Πεδίων Σημασιών του
καθ ημέραν βίου. Και τούτο, πάνω από μια κοινωνία η οποία δεν έχει,
καν στο ελάχιστο, εκπαιδευτεί να διακρίνει τη διαφορά μεταξύ Σχολίου
και Είδησης
Πάνω, δηλαδή, από μια κοινωνία η οποία μοιάζει να έχει,
ασυναισθήτως, παραιτηθεί ολοσχερώς από τον «κριτικό» της ρόλο.
Αρκεί να ανακαλύψουμε, επί πλέον, πως όλες σχεδόν (τή
εξαιρέσει εν μέρει της Ελευθεροτυπίας) οι εφημερίδες που
κανοναρχούν τον τόπο αρνούνται να δημοσιεύσουν ακόμα και απλή
επιστολή όταν αυτή εκδηλώνει, συγκροτημένα, διαφωνία με κάποια
(μία, έστω) απ όλες τους τις αποφάνσεις. Να ανακαλύψουμε,
δηλαδή, ότι μάς ορίζει ένας λόγος που έχει επίγνωση (!) ότι δεν
αντέχει ούτε στην ελάχιστη νύξη αντιλόγου.
Αν τυχόν θελήσουμε να εμβαθύνουμε, κάπως, σ αυτή την
τελευταία διαπίστωση, θα δούμε ασφαλώς ότι μάς ορίζει ένας λόγος που
επιτελεί μονάχα την αναίρεση αυτής καθεαυτήν της λειτουργίας
τού (οποιουδήποτε) λόγου : εφ ώ, άλλωστε, και το μόνο κίνητρο για να
αγοραστεί πλέον μια εφημερίδα είναι τα
DVD
και οι λοιπές προσφορές που (ελέω κρατικής χρηματοδότησης) την
συνοδεύουν
«Ελέω κρατικής χρηματοδότησης.»
Δηλαδή, μέσω ενός διαφανούς εκβιασμού εκ μέρους μιας παραθεσμικής
Εξουσίας σε βάρος της συνταγματικής Αρχής, προκειμένου η δεύτερη να
εξυπηρετεί την πρώτη. Ώστε, αμέως μετά, η πρώτη αυτή (και διόλου
τέταρτη) παρα-εξουσία να μεριμνά επιτήδεια για τον αδιάλειπτο
όσο και
διακομματικό - διασυρμό της δεύτερης. Με τελικό
αποκύημα, μια κοινωνική συνείδηση που εκδηλώνεται (ως γνωστόν) σε
κάθε ευκαιρία με τον σκαιότερο τρόπο κατά βάρος των πολιτικών ταγών
της.
Με τελικό αποτέλεσμα, σα να λέμε, έναν ολοκληρωτικό
παραλογισμό : διότι πρόκειται για μια κοινωνία δημοκρατική
με πλήρη ευχέρεια, δηλαδή, να αναδεικνύει αυτοβούλως τους
εκπροσώπους της. Με αποτέλεσμα, για να μιλήσουμε λακωνικότερα, τον
απόλυτο παραλογισμό μιας κοινωνίας που γρονθοκοπεί τον
καθρέφτη
της. Χωρίς διόλου να αναστοχάζεται ότι η μόνη ωφελημένη, από μια
τέτοια αυτοματαίωση (στην ουσία) της Δημοκρατίας είναι η Ολιγαρχία,
εκείνη, που βρίσκει κάθε μέρα τόσο άκοπα τους τρόπους (μη ορρωδώντας
ακόμα και να θεσμοθετεί την κατάδοση των ιδιωτικών στιγμών
των θυμάτων της) για να ποδηγετεί του καθενός της θεατή την κρίση.
Είτε για τα ελάσσονα είτε για τα μείζονα, μιας
εποχής, διλήμματα πρόκειται.
|