Οι κλιμακώσεις
του μονολόγου
Γιώργος Καστρινάκης
Αντίβαρο,
Δεκέμβριος 2005
Κατά τις πρώτες μέρες του Νοεμβρίου 2005, το φαινόμενο τής κατά
Οργουελ αντικατάστασης του «δημόσιου λόγου» από τη «νέα ομιλία»
(δηλαδή την ολοκληρωτική αντιστροφή εννοιών) άρχισε να προσκομίζει
σε περίβλεπτη θέα μια από τις πιο παραστατικές εικονίσεις του. Την
αφορμή είχε δώσει μια απόφαση του Εθνικού Συμβουλίου Ραδιοτηλεόρασης
να προχωρήσει σε ανάκληση τής άδειας λειτουργίας ενός ιδιωτικού
ραδιοσταθμού, από τα μικρόφωνα του οποίου εκτοξευόταν μια
συστηματική, τρομακτικών προδιαγραφών, χυδαιολογία εναντίον
συλλήβδην των συμμετόχων της εκκλησιαστικής σύναξης και πρωτίστως
εναντίον όλων αδιακρίτως των ιερέων.
Θεωρήθηκε λοιπόν
αυτή η επιβολή διοικητικής ποινής επαρκής αφορμή για να συνταχθούν,
μια σειρά ΜΜΕ, στο πλευρό τού «διωκόμενου» σταθμού και να εγείρουν,
σε οξύτατους τόνους, θέμα «λογοκρισίας» − χωρίς να φροντίζουν, καν,
να διαφοροποιήσουν τη θέση τους από το περιεχόμενο, έστω, των
εκπομπών που προξένησαν τη συγκεκριμένη εξέλιξη.
Κατά την κυρίαρχη
οπτική ήταν μια περίπτωση «επιστροφής στον μεσαίωνα» και άλλα
(συντριπτικά) παρόμοια. Κατά μια εναλλακτική ερμηνεία, ωστόσο, ήταν
απλώς μια από τις περιστάσεις στις οποίες η Υπερεξουσία των ΜΜΕ
αξιώνει την πλήρη αυτονόμησή της από την Κοινωνία των Πολιτών :
αξιώνει την αναγωγή των μειοψηφικών προκριμμάτων της σε νόμο του
τρόπου μας. Απολύτως συγκεκριμένα, αξιώνει την υποταγή της
ελευθερίας μας στους όρους μιας επιθετικής αντιθρησκευτικότητας, η
οποία δηλώνει ευθέως ότι αδυνατεί να ολοκληρώσει την «εκφραστική»
της παρά μόνο
βωμολοχώντας κατά βάρος όσων ακροατών της δεν εννοούν
να υπαχθούν στις
κανοναρχήσεις της. Κεραυνοβολώντας τους, μάλιστα,
ότι, «καταπιέζεται» όταν δεν τής αναγνωρίζουν αυτό το «δικαίωμα».
Στα πλαίσια ενός
τόσο αυτοδικαιωτικού ισχυρισμού είναι προφανές ότι μόνο περιεχόμενο
του «διαλόγου» έχει γίνει η αντιστροφή όλων των σημασιών. Τα
Ανθρώπινα Δικαιώματα, έτσι, από θεσμός προστασίας του αδύνατου
πολίτη έναντι του δυνατού, γίνονται θεσμός προστασίας του δυνατού
(πχ του ιδιοκτήτη ΜΜΕ) στην ευχέρεια τού τελευταίου να π ρ ο π η λ α
κ ί ζ ε ι τον «απροσάρμοστο» αδύνατο. Με την ίδια έννοια, η
Λογοκρισία αντί να καταλογιστεί σε εκείνα τα ΜΜΕ που έχουν (μέσα απ
τα μικρόφωνα ή τις σελίδες τους) φ ι μ ώ σ ε ι όλες τις φωνές που
εκφράζουν την τεράστια κοινωνική πλειονότητα (όσον αφορά,
τουλάχιστον, το ορόσημο δίλημμα για τη στάση του ανθρώπου ενώπιον
του Θεού) καταλογίζεται, ταχυδακτυλουργικώ δικαίω, σε όσους
διαμαρτύρονται για το γεγονός ότι ο μονόλογος της μειοψηφούσας
Εξουσίας φτάνει στο σημείο μιας ακατάπαυστης τερατολογίας εναντίον
των
αντιφρονούντων Υπηκόων.
Μα ο θρίαμβος,
τούτος, της στρεψοδικίας φτάνει στο απόγειό του όταν εγείρει θέμα
«απώλειας θέσεων εργασίας», τη στιγμή ακριβώς που η απώλεια της
ελπίδας εργασίας (μέσα στα
Μέσα) είναι προ πολλού δ ε δ ο μ έ ν η
για όσες συνειδήσεις αρνούνται να συμπράξουν (αντί των τριάκοντα
αργυρίων της μισθοδοσίας τους) στην κρατούσα εκεί, αδιαλείπτως,
παραληρηματική αντιεκκλησιαστικότητα : ένας τρομακτικός, ιδού,
«κοινωνικός αποκλεισμός» σε βάρος όλων ανεξαιρέτως όσων
αμφισβητούν
την αντιθρησκευτική μονοπολιτισμικότητα στο τοπίο του δημόσιου
λόγου.
Επανερχόμενοι στον
πυρήνα του θέματος (τη βία του ορίζοντος, σήμερα, λόγου) αξίζει να
σημειώσουμε ότι το βασικώτερο χαρακτηριστικό της ρητορικής η οποία
υπέστη την κύρωση εκ μέρους της Ανεξάρτητης Αρχής, ήταν η σαρκαστική
ειρωνεία κατά τής
νοημοσύνης των ανθρώπων που συγκροτούν το
εκκλησιαστικό γεγονός. Η ανακοίνωση συμπαράστασης, από την άλλη
πλευρά, προς την ρητορική αυτή εκ μέρους της Νεολαίας του
Συνασπισμού αρθρωνόταν (όπως διαβάζουμε στην Ελευθεροτυπία της
3/11/2005, σελ. 40) γύρω από το επιχείρημα ότι «κάποια πράγματα
είναι ληγμένα από τον Διαφωτισμό».
Θα ήταν κρίμα να μη
συγκρατήσουμε ζωηρή, στη μνήμη, μια τέτοια απόφανση : Ως αδρή
μαρτυρία ότι στα πλαίσια, ιδού, του Διαφωτισμού υπάρχουν λοιπόν
θέματα άπαξ διά παντός λελυμένα! Καμμιά, από πλευράς μας, αντίρρηση
Μόνο που η έκφραση τούτη ισοδυναμεί με δ ι α κ ή ρ υ ξ η ι σ χ ύ ο ς
Δ ο γ μ ά τ ω ν. Και προέρχεται από τους Ηρακλειδείς της φιλοσοφίας
εκείνης που εκλαμβάνει/αφορίζει κατά τα άλλα όλα τα «δόγματα» ως
ταυτόσημα με την «άρνηση σκέψης».
Οι άνθρωποι που
συντάσσουν τέτοιες δηλώσεις, για μιαν ακόμα φορά, εντοπίζονται
ιδού επ αυτοφώρω να μην κατανοούν ό,τι λένε. Χωρίς, πάντως,
οποιοδήποτε τέτοιο κρούσμα να δείχνει ικανό προκειμένου να κεντρίσει
την παραμικρή διερώτηση, εντός τους, για το αν οι ίδιοι (οι τόσο
πρόθυμοι, όπως είδαμε, να χλευάσουν ακόμα και τη νοημοσύνη των
ανυπάκουων
υπηκόων τού λόγου τους) ασκούν την εξουσία − του
μικροφώνου ή της γραφίδας τους − ως
νοήμονα πρόσωπα.
Υ.Γ.1: Θα μπορούσε,
εύλογα, να προβληθεί (επί της ουσίας του θέματος) η επιφύλλαξη ότι
ναι, μεν, τελέσθηκε αδίκημα πλην όμως η τιμωρία υπήρξε δυσανάλογα
αυστηρή. Και θα φάνταζε αυτό σαν επιχείρημα πειστικό υπό την
προϋπόθεση όμως πως αφήνουμε κάποιο δένδρο να μάς κρύβει ένα
ολόκληρο δάσος : διότι το ακέραιο πρόβλημα που αναδύεται μέσα απ το
προκείμενο σύμπτωμα είναι η πλήρης Κατάληψη του δημόσιου χώρου από
έναν Μονόλογο ο οποίος αναστέλλει ίσως, εν εσχάτη ανάγκη, το
«δικαίωμά» του να κατασπαράσσει την Διαφωνία αλλά θεωρεί,
ταυτόχρονα, αυτονόητο «δικαίωμά» του να έχει σε μόνιμη βάση α φ
α ι ρ έ σ ε ι απ αυτή τη διαφωνία τ ο ν
λ ό γ ο . Καταγγέλλοντας,
επί πλέον, ως «ανελευθερία» την επιθυμία τής κοινωνίας (όπως
εκφράστηκε, εν προκειμένω, και μέσα από την απόφαση του ΕΣΡ) να
αναθεωρηθεί αυτή η κατεστημένη, προς ώρας, ανισότητα όρων.
Ας μην ξεχνάμε ότι
δεν μιλάμε για μια εφημερίδα μιλάμε για έναν ραδιοσταθμό : ο
οποίος καταλαμβάνει μια από τις περιορισμένες θέσεις εκπομπής
μέσα στις συχνότητες των ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων. Ο οποίος,
δηλαδή, αδειοδοτούμενος ε κ τ ο π ί ζ ε ι τη υποψηφιότητα ενός
άλλου. Εφ όσον λοιπόν η χωρητικότητα προβαίνει συγκεκριμένη,
απομένει στα χέρια της Δημοκρατίας η κρίση για το ποιοι σταθμοί
(δηλαδή ποιοι νομείς εξουσίας) τηρούν τους Ορους της, προκειμένου να
τους ανατεθεί η προσωρινή χρήση ενός μέσου των ραδιοκυμάτων του
οποίου η κυριότητα επ ουδενί τούς ανήκει.
Υ.Γ.2: Αξίζει,
νομίζουμε, να συνοψίσουμε το συμπέρασμα ότι όταν ο κυρίαρχος λόγος
θέτει θέμα α ν θ ρ ω π ί ν ω ν δ ι κ α ι ω μ ά τ ω ν εννοεί, λοιπόν,
το «δικαίωμα» της Εξουσίας να κακοποιεί τους Υπηκόους της
Όταν μιλά
για δ η μ ο κ ρ α τ ί α εννοεί την κατοχύρωση της Μειοψηφίας να
διασύρει την (όχι σιωπηλή : λογοκριμένη) Πλειοψηφία
Για να
ισχυρισθεί μάλιστα, αμέσως μετά, ότι εκφράζει την «εποχή της
ελευθερίας» ακριβώς επειδή πρόκειται για την εποχή της Δημοκρατίας
και των Δικαιωμάτων!
Κι η Νέα Ομιλία να
έχει αναπτύξει τη γραμματεία της
|