H επανοικείωση των σημασιών
Γιώργος Καστρινάκης
Αντίβαρο, Απρίλιος 2007
Θα διαπιστώσουμε μια θεαματική ασυνέπεια εάν τυχόν θελήσουμε να αντιπαραβάλουμε τις αρχές που επικαλούνται οι υπέρμαχοι του περιώνυμου σχολικού βιβλίου Ιστορίας, με τις μεθόδους που, οι ίδιοι άνθρωποι, επιστρατεύουν στην προσπάθειά τους να το προστατέψουν: Από τη μία οι αξίες της άμβλυνσης των διαφορών, του κατευνασμού, της συνδιαλλαγής και από την άλλη οι πρακτικές τού (λεκτικού) προπηλακισμού, της συκοφαντίας, του εκφοβισμού. Ανάμεσά τους, το ασυρρίκνωτο κενό ενός αμετανόητου σφάλματος. Τόσο πεισματικού, μάλιστα, ώστε έχει ήδη εξελιχθεί σε αυτοτιμωρητικό.
Κατά τούτη την έννοια ωστόσο, είναι εντυπωσιακό να διαπιστώνουμε πόσο αποφασιστικά κατάφεραν, οι αυτουργοί του, να
καταπωθούν από το
όρυγμα που για άλλους ετοίμαζαν: Θέλησαν να εκπαιδεύσουν τις επόμενες γενιές στην αδυναμία ανάγνωσης του παρελθόντος. Και το μόνο αποτέλεσμα που, αμέσως, παρήγαγαν ήταν να οδηγήσουν τον εαυτό τους σε αδυναμία κατανόησης του παρόντος.
Αδυναμία κατανόησης παντελή. Όχι όμως και παντελή αδυναμία διαίσθησης (αμυδρής υποψίας). Εξ ής και η σπασμωδικότητα, η αναστάτωση, η αμετροέπεια. Η απόπειρα, δηλαδή, άμυνας διά μέσου μιας ανατροφοδοτημένης επιθετικότητας. Η οποία, εν τέλει, απλώς υπογράμμισε το αδιέξοδο.
Επιθετικότητα η οποία προκύπτει ως φυσική, άλλωστε, αντίδραση μιας φιλοσοφίας που έχει θεμελιωθεί πάνω, ακριβώς, στην ανατροπή του προτάγματος της κατάφασης από εκείνο της άρνησης : στη «σχάση της σχέσης». Με αναπόφευκτη προέκταση, στο τέλος, την κήρυξη πολέμου όλων εναντίον όλων.
Στις λεπτομέρειες μιας τέτοιας προοπτικής, αυτό που αξίζει να συγκρατήσουμε είναι ότι αγαπημένη μέθοδος αντιπαράθεσης γίνεται η αγνόηση των επιχειρημάτων και η επικέντρωση στα πρόσωπα. Σκοπός, πια, δεν είναι η αναμέτρηση ιδεών. Σκοπός (μέσα από την αξιοποίηση της υπεροπλίας επί των Μέσων) η εξόντωση των αντιφρονούντων. Κυρίως εκείνων που αναλαβαίνουν πρωτοβουλία να δώσουν φωνή στην κοινή αντίρρηση.
Στο περιθώριο τούτης της πρακτικής, προλαβαίνουν κάποτε να εμφυλλοχωρήσουν και ανακοινώσεις τού είδους «στο εξής μικρόφωνα θα έχουν μόνο οι γνωρίζοντες». Ωσάν το όλο «διακύβευμα» να περιορίζεται στη Γνώση και να μην επεκτείνεται στην Ιδεολογία άρα και να αφορά σύνολο το σώμα της κοινωνίας. Ή ωσάν να υπάρχουν πολιτικές αποφάσεις που νομιμοποιούνται ενώ λαμβάνονται αντιδημοκρατικά. Χωρίς οι ίδιοι που το ισχυρίζονται αυτό, να παρατηρούν πως το μόνο που κατασταλάζει ως συμφωνία επί της διαφωνίας, εδώ, είναι ότι και οι δύο πλευρές συμπίπτουν στο ποιαν άποψη παραδέχονται ως πλειοψηφική και ποιαν ομολογούν ως μειοψηφούσα
Η όλη αντιπαράθεση, πάντως, εξελίσσεται σε αυθεντική παρωδία μόλις παρέμβουν αντιφρονούντες από την τάξη τών επαϊόντων. Πανεπιστημιακοί ιστορικοί, για παράδειγμα. Χωρίς χρονοτριβή, τότε, αυτοί θα πρέπει να διαγραφούν από την ειδησεογραφία. Τα Μέσα Επικοινωνίας καλούνται να αποσιωπήσουν την ύπαρξή τους. Ενώ οι προστατευόμενοι των ίδιων Μέσων θα εκμεταλλευτούν την άγνοια του αναγνώστη/ακροατή για να τον βεβαιώσουν ότι απαξάπαντες οι συνάδελφοι
ομοφωνούν! Χωρίς καν να προσέχουν, και πάλι, ότι το μόνο που πέτυχαν να αποδείξουν είναι την απουσία αναστολών στο να παραμορφώνουν το παρόν. Πόσο ευκολώτερα το παρελθόν.
Παρ όλα αυτά: Όταν παρέμβει η ίδια η Ακαδημία της χώρας; Τότε βέβαια είναι που η επιθετικότητα πρόκειται να κορυφωθεί. Πριν απ αυτήν, ωστόσο, προλαβαίνει να περεμβληθεί η απλή παραποίηση: «Η Ακαδημία, πάντως, δεν ζήτησε την απόσυρση του βιβλίου.» Σαν να μη γνώριζε, εκείνη, ότι εάν τυχόν είχε υποπέσει σε αυτή την αστοχία, η περαιτέρω συζήτηση θα παρέκαμπτε την ουσία και θα εστιαζόταν, συντριπτικά, «επι της διαδικασίας»: στο θεσμικό ατόπημα τού Ιδρύματος να υπερβεί την έκφραση επιστημονικής γνώμης και να υπεισέλθει στη δικαιοδοσία τής πολιτικής διαχείρησης. Αυτοπεριοριζομένης, λοιπόν, της Ακαδημίας «εφ ώ ετάχθη», ο «έγκριτος» Τύπος μας σπεύδει να μας θυμίσει ότι διεκδικεί έναν διόλου «ουδέτερο» ρόλο στη μετάδοση της πληροφορίας έστω και μέσα από την ωμή εκμετάλλευση της εμπιστοσύνης τών αναγνωστών του.
Ένα βήμα παραπέρα, ασφαλώς, η άποψη της Ακαδημίας θα κατακεραυνωθεί ως, αυτόχρημα, «συντηρητική» ή οτιδήποτε βαρύτερο. Ως άποψη, δηλαδή, εκ προοιμίου απόβλητη. Η Ακαδημία, μ άλλα λόγια, θα κατηγορηθεί όχι για αυτό που λέει αλλά για αυτό που είναι! Όχι επί τή βάσει μιας σύγχρονης κρίσης αλλά επί τή βάσει ενός άχρονου δόγματος
Κι αν, ωστόσο, το Δόγμα αυτό δεν θεσπίστηκε παρά μόνο χάριν τής Σκοπιμότητας; Της σκοπιμότητας να εγκατασταθεί η αντίθετη άποψη εξ ορισμού (!) στο πεδίο τού σφάλματος; Αν η καταγγελία περί «συντηρητισμού» μετονομάζει, απλώς, την καταγγελία τής άρνησης για υποταγή κάτω απ την εξουσία τού καθηγουμένου επί του παρόντος «νοήματος»; Αν η πάγια δυσφήμιση τής Ακαδημίας ισοδυναμεί, κατά βάθος, με την αυτονόητη ευχέρεια του κυρίαρχου (επί των Μέσων) λόγου να τιμωρεί, επιδεικτικά, τον αντίλογο;
Η απάντηση στα ερωτήματα αυτά έχει, προφανώς, να κάνει με την ειλικρίνεια ενώπιον εαυτού, καθενός από εμάς. Ή με την παρρησία της, ιδίας, συνείδησης. Έχει, όμως, να κάνει και με κάτι ακόμα: με την ικανότητα (νοήμονος) κρίσης του.
Ειδικά όταν οι επιμελητές τής αναθεώρησης τής ιστορικής μας αντίληψης, φτάνουν στο σημείο να διακηρύσσουν ότι η δική μας απαίτηση απόσυρσης του επίμαχου εγχειριδίου από την Υποχρεωτική Εκπαίδευση, ισοδυναμεί με αξίωση λογοκρισίας. (Σα να εμποδιζόταν, τότε, η προώθηση του βιβλίου εκτός σχολικών αιθουσών.) «Επιχείρημα» που παύει να μας μιλά επί του θέματος: Μας μιλά ευθαρσώς για την ιδέα που έχουν ορισμένοι «διαμορφωτές κοινής γνώμης», περί της νοημοσύνης αρκετών από τούς ανθρώπους τους οποίους επιζητούν να επηρρεάσουν. Μας μιλά δηλαδή για, αυτή καθεαυτήν, την επιστράτευση του ανορθολογισμού ως πρωτοπορίας τού
εξορθολογισμού μας. Μας παρέχει, συνάμα, το κλειδί κατανόησης μιας «εξουσίας τού λόγου» προθυμότατης, χάριν επιβολής, να μας αναθέσει, σύσσωμους, στην οριστική αλογία.
Όχι ότι όλα ετούτα δεν ίσχυαν πολύ πριν από την εμφάνιση του συγκεκριμένου συγγράμματος. Ήταν όμως πολύ λιγώτερο ορατά διά γυμνού οφθαλμού. Για όσο διάστημα, αυτό, συνεχίσει να συσκοτίζει την κρίση των μικρών μαθητών, θα παρέχει ταυτόχρονα μια πρωτοφανή ευκαιρία σε ένα πλήθος ωριμότερων πολιτών, να αρχίσουμε αληθινά να ενηληκιωνόμαστε, μέσα στο πεδίο μιας επανοικείωσης των σημασιών. Των σημασιών αν μη τι άλλο της αυτογνωσίας μας.
Αυτό το κείμενο είναι γραμμένο σε μονοτονικό. Διαβάστε την πολυτονική του έκδοση.
|