[Ημερομηνία τοποθέτησης στο Αντίβαρο 28.11.2002]
Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΑΜΦΙΕΣΗ
ΤΗΣ ΣΥΝΕΙΔΗΣΙΑΚΗΣ ΧΕΙΡΑΓΩΓΗΣΗΣ
Προβαίνει, νομίζω, αξιοσημείωτη η σπουδή του κόμματος του “Συνασπισμού” να εκδίδει επικριτικές ανακοινώσεις για κάθε λήψη θέσης, πάνω σε δημόσια ζητήματα, εκ μέρους της Ιερρχίας της ελλαδικής Εκκλησίας. Οπως στις 21 οκτωβρίου 2002, όσον αφορά το θέμα του σχεδίου Ανάν για το κυπριακό πρόβλημα.
Προβαίνει αξιοσημείωτη, πρώτα πρώτα, γιατί στοιχειοθετεί ένα πνεύμα προ-“τεταγμένης” εριστικότητας: τα επί μέρους ζητήματα δεν φαίνονται παρά να αποτελούν τις χρηστικές Αφορμές για την εκδίπλωση μιας διαρκούς φιλονικίας, η οποία φέρει ως πρωτογενές συστατικό της την αμιγή Αντιεκκλησιαστικότητα.
Προβαίνει αξιοσημείωτη κατά δεύτερο λόγο, διότι ενσαρκώνει μια μνημειώδους... ευθύτητας Υποκρισία: καταγγέλλει, τάχα, την Εκκλησία για εισχώρηση στο πεδίο της Πολιτικής, ενώ είναι εξόφθαλμο ότι οι παρεμβάσεις του “Συνασπισμού” εκκινούν από μιαν απαράδεκτη βούληση επικαθορισμού του Πεδίου Συνείδησης των πολιτών. Οπως, ας πούμε, με την αρχετυπικά Διχαστική και αδιάσειστα Απάνθρωπη εξίσωση: “θρησκευτική πίστη = αναχρονισμός”.
Προβαίνει αξιοσημείωτη, κατά τρίτο λόγο, επειδή είναι μια τακτική που μετέρχεται τις μεθόδους της ψυχολογικής βίας για να ολοκληρωθεί διεκδικώντας ευθαρσώς τη λογοκρισία: η Ιεραρχία, ας προσέξουμε, δεν κατηγορείται επειδή εκφράζει λάθος άποψη... Κατηγορείται επειδή, απλώς, μιλάει! Επί τη βάσει ενός κατασταλτικού σκεπτικού ότι, στα κεντρικά διλήματα της ελληνικής κοινωνίας, άποψη θα εκφράζουν μόνο οι Ιδεολογικοί εκείνοι Οργανισμοί (τα “προοδευτικά” κόμματα) οι οποίοι κανοναρχούνται από τους δογματισμούς της αντιθρησκευτικότητας. (Α, παρέλειψα: θα εκφράζει άποψη και η ιστορικά περιθωριοποιημένη ελληνική Δεξιά... Περιθωριοποιημένη, ας συνειδητοποιήσουμε, εξαιτίας της υψηλής Κοινωνικής Ευαισθησίας με την οποία έχει διαποτισθεί ο λαός του τόπου, ως καρποφορία ακριβώς των εναργών χριστιανικών του καταβολών!)
Προβαίνει αξιοσημείωτη, κατά έναν επί πλέον λόγο, εξ αιτίας τής ανορθολογικότητας τής επιχειρηματολογίας της: “εθνική στρατηγική χρειαζόμαστε αυτή την ώρα και όχι εθναρχικά κηρύγματα”. Επιτέλους, παρακαλώ θερμά, ας δοκιμάσουμε να κατανοούμε ό,τι λέμε: ανάμεσα στην εθναρχική επιδίωξη και στην αυτοφίμωση, μεσολαβεί έν ακέραιο... χάος. Η Ιεραρχία (θα το ξαναπώ, οπισθοδρομώντας να υπερασπίζομαι τα στοιχειώδη της ισονομίας καταντίκρυ των ανανεωμένων αξιώσεων παντός “φιλοπρόοδου” σκοταδισμού), διατυπώνει μόνο την άποψή της -- και, πάντως, δεν τρομοκρατεί κανέναν, όπως αγαλλιά να διαπράττει ο “Συνασπισμός”. Αν, τώρα, η Κοινωνία των Πολιτών συνταχθεί με αυτήν την άποψη, χρέος των πολιτικών Εκπροσώπων της (ενόσω διαβιούμε σε καθεστώς δημοκρατικό) θα είναι, βέβαια, την ίδια αυτή άποψη να υπερασπιστούν. Η υποθετική ετούτη εξέλιξη δείχνει, ωστόσο, να εκλαμβάνεται ως ιδιαιτέρως πιθανή από τους ιθύνοντες Επιτηρητές του “εκσυγχρονισμού” μας... Δικαίωμά τους, ασφαλώς, να την αποκηρύσσουν! Ενα οξύ πρόβλημα παραβίασης των Ορων της Ελευθερίας προκύπτει, εν τούτοις, από την στιγμή που, αντί να επιζητήσουν να αντικρούσουν την “απορριπτέα” άποψη, επιχειρούν, αντιθέτως, μόνο να την αποκρύψουν από προσώπου ανθρώπων - και να μάς αποκρύψουν, συμπληρωματικά, ποιά γνωστά ονόματα συμπολιτών μας τήν προσυπογράφουν. Μάλιστα, ενώ οι πρώτοι δεν βρίσκουν -και εδώ έγκειται ο πυκνός ανορθολογισμός τού διαβήματός τους-- καν μια λέξη (ένα επιχείρημα) να τής αντιτάξουν!
Προβαίνει αξιοσημείωτη, περαιτέρω, επειδή εισάγει μια νοοτροπία που ως Προοπτική της επιφυλάσσει μόνο τη Σκοτεινιά: υπό τους όρους του “Συνασπισμού”, ας παρακολουθήσουμε, για οποιοδήποτε θέμα κι αν θελήσει να αρθρώσει λόγο το εκκλησιαστικό σώμα, τούτο θα συνιστά αυτόχρημα πράξη καταχρηστική... Ωστε μονάχα η μεταποίηση τής Πολιτικής Δράσης σε Συνειδησιακή Χειραγώγηση (προς την κατεύθυνση, προγραμματικά, της Απονοηματοδότησης) να αποβαίνει “θεμιτή” και “σύννομη” -- μέσα σε μια επικράτεια όπου πηγή πάσης Νομιμότητας φαίνεται να αποτελεί όποια οριακή Μειοψηφία έχει ασκηθεί να εκδηλώνει, επί συμβολικού πεδίου, τη βιαιότερη επιθετικότητα.
Προβαίνει αξιοσημείωτη, τέλος, γιατί οι συντάκτες της ανακοίνωσης (ευτυχείς καταμεσής πάσης Μονοσημίας) δεν φαίνονται να έχουν υποψιαστεί ότι τα ελεγκτικά Ερωτήματα είναι δυνατόν να υποβάλλονται και με αντεστραμμένους όρους -- κι ότι τους ρόλους, προσέτι, του “κατήγορου” και του “απολογούμενου” έχει κάθε δικαίωμα να τους αναδιανέμει, κατά περίσταση, η κριτική συνείδηση της κοινωνίας.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΣΤΡΙΝΑΚΗΣ