Oι αξιώσεις των εξόχων
Γιώργος Καστρινάκης
Αντίβαρο, Σεπτέμβριος 2007
Η επωδός περί «ανεπάρκειας του κράτους» συνοδεύει τη ρητορική των ΜΜΕ ακόμα και στις πιο ατάραχες μέρες του δημόσιου βίου. Πόσο μάλλον, σε ώρες φυσικών καταστροφών. Δεν έχουμε να κάνουμε, εν τούτοις, με μια διαπίστωση που προκύπτει μετά από κάποια αποτίμηση δεδομένων. Πρόκειται για ένα παντός καιρού και γενικής εφαρμογής προαποφασιμένο συμπέρασμα.
(Μια αξιοσημείωτη λεπτομέρεια, μάλιστα, είναι η συνεργασία των ειδησεογραφικών οργανισμών με την εκάστοτε κοινοβουλευτική αντιπολίτευση, στην ανάδειξη αυτού του ιδιόμορφου αντικρατισμού. Έως ότου έρθει η στιγμή που η αντιπολίτευση θα διαδεχθεί την κυβέρνηση στον ρόλο του καταδιωκόμενου των τιμητών. Προκειμένου να «βασιλεύει», εσαεί, αυτός που κατέχει τους τρόπους να «διαιρεί».)
Αξίζει, σε κάθε περίπτωση, να προσέξουμε ότι το δίκτυο των Μέσων συστήνεται όχι απλώς ελεγκτικό προς την πολιτική εξουσία. Συστήνεται ανταγωνιστικό προς την εξουσία
Οπότε η άσκηση ακατάπαυστης κριτικής γίνεται, απλώς, το Τέχνασμα για την ασφαλή κατίσχυση του κατηγόρου έναντι του κατηγορουμένου.
Όλο ετούτο, στα πλαίσια ενός διαχωρισμού ρόλων που έχουν, ωστόσο, οριστεί εκ προοιμίου έχουν απωλέσει δηλαδή, εκ γενετής, οποιαδήποτε έννοια.
Αν αναζητήσουμε το κλειδί μιας τέτοιας συνθήκης, θα διαπιστώσουμε ότι η παρουσία των ΜΜΕ εκδηλώνεται ανταγωνιστικά προς την (δημοκρατική) εξουσία για τον ουσιώδη λόγο ότι, η παρουσία αυτή, αυτοσυνειδητοποιείται ανταγωνιστικά ως προς την ίδια την κοινωνία.
Οι Μηχανισμοί Μεσολάβησης της Επικοινωνίας μας (έχει σημασία να το διακρίνουμε) δεν συγκροτούνται για να εκφράσουν την εποχή τους. Συγκροτούνται για να διαπλάσουν την εποχή τους.
Κι αυτό επειδή δεν στελεχώνονται από φορείς τής (συνεσταλμένης) αυτοσυνειδησίας του απλού πολίτη. Στελεχώνονται από φορείς τής (υπερφίαλης) αυτοσυνειδησίας της εξέχουσας διάνοιας.
Τούτη η πεποίθηση, ωστόσο, προκειμένου να μην καθηλωθεί στο επίπεδο μιας αυθυποβολής, έχει ανάγκη να επιβεβαιωθεί μέσα στα πράγματα. Ο απλούστερος επί τούτω τρόπος, είναι να εκδηλωθεί μια απερίφραστη βούληση χειραγώγησης της κοινωνίας, και η κοινωνία όχι μόνο να αποδεχθεί αυτή τη χειραγώγηση αλλά να χειροκροτήσει, επί πλέον, τους χειραγωγούς.
Ο Αναπροσανατολισμός (μέσα από το «προοδευτικό» στερεότυπο της «ανατροπής») όλων των Επιδιώξεων, στα πλαίσια των νέων καιρών, αυτήν ακριβώς τη στρατηγική υλοποιεί.
Μια τέτοια βούληση αντιστράτευσης κάθε νοήματος, είναι αυτονόητο ότι βλέπει ανταγωνιστικά την πολιτική αυτοσυγκρότηση της κοινωνίας, καθώς το δικό της ορόσημο στοίχημα είναι, ακριβώς, η υποκατάσταση του κοινωνικού αυτοκαθορισμού από τον ετεροκαθορισμό: Η παραχώρηση της κυριαρχίας, από το δήμο, στην πρωτοπορία των επιτηδείων ή, από το λαό στην ελίτ.
Σε βάθος πεδίου, η καθημερινή δημοσιογραφική εκλαΐκευση του αντικρατισμού (μάλιστα, εν ονόματι ενός ακραιφνούς υπερ-κρατισμού: η πολιτεία εγκαλείται διαρκώς επειδή δεν εννοεί να αποδειχθεί
παντοδύναμη) υπηρετεί με τον προσφυέστερο τρόπο την οικοδόμηση της θεμελιώδους Ανατροπής : Την υποσκέλιση της ταπείνωσης από τον αυτοθαυμασμό.
Με συμπαντικές τις αποδομητικές προεκτάσεις.
Αυτό το κείμενο είναι γραμμένο σε μονοτονικό. Διαβάστε την πολυτονική του έκδοση.
|