Η
«προοδευτική» Ασέβεια
του
Διονυσίου Κ. Καραχάλιου
Αντιπροέδρου
του Δικτύου 21
Συνηθίζουν
οι ναρκισιστικά αυτοαποκαλούμενοι «προοδευτικοί»
να διαλέγουν τις εθνικές μας
επετείους για να επιδείξουν την
απύθμενη ρηχότητα της εγκλωβισμένης
σε δογματικές αγκυλώσεις σκέψης τους.
Τρανό παράδειγμα ο διακριθείς στο
ευγενές άθλημα της ρίψης μπουκαλιών
σε αθλητικούς αγωνιστικούς χώρους
Ι. Κ. Πρετεντέρης. Γράφει, λοιπόν,
ο επιφανής αυτός δημοσιογράφος,
ανήμερα την 28η Οκτωβρίου και
υπό τον τίτλο «Alors
c
est
la
guerre?»,
στην στήλη του «Εμπιστευτικά», στο «Βήμα»:
Η
αλήθεια είναι ότι ο Μεταξάς δεν είπε
ποτέ το περίφημο ΟΧΙ. Αν πιστέψουμε
τον ίδιο, όταν είδε μπροστά του μέσα
στα μαύρα μεσάνυκτα τον ιταλό
πρεσβευτή, ρώτησε απλώς: «Alors
c
est
la
guerre?»-
πράγμα που αποδίδετε περίπου ως «Έχουμε
πόλεμο, λοιπόν;».
Η
συνέχεια είναι γνωστή. Ένας
συμπλεγματικός ανθρωπάκος,
αποτυχημένος πολιτικός και άθλιος
δικτάτορας πέρασε στην ιστορία για
κάτι που δεν είπε, επειδή απλώς
έπραξε το αυτονόητο:απέρριψε ένα
απαράδεκτο τελεσίγραφο το οποίο είχε
υποβληθεί ακριβώς για να απορριφθεί.
Και εμείς γιορτάζουμε ένα «Όχι» που
δεν ειπώθηκε ποτέ
Μένει
κανείς έκθαμβος από τον εξεζητημένο
εξυπναδισμό, που σε συνδυασμό με την
προφανή εμπάθεια του συντάκτη του
δημοσιεύματος αυτού, αποβλέπει,
χωρίς αμφιβολία, στην υποτίμηση του
μεγάλου γεγονότος και στην
ευθυγράμμισή του με την γνωστή και,
για ευνοήτους λόγους, προσφιλέστατη
στην αριστερά, λαϊκιστική άποψη, που
θέλει τον Ιωάννη
Μεταξά να λέει το ΟΧΙ σχεδόν με
.
βαριά καρδιά, «ενάντια» στην
προσωπική του επιθυμία, απλά και
μόνον επειδή τον έσυρε σ αυτήν την
κατεύθυνση ο λαός!
Αν
αντιμετωπίσουμε στα σοβαρά αυτή την
εκδήλωση ασυνήθιστης εγκεφαλικής
δολιχοδρομίας, μπορούμε να
παραθέσουμε την επί του προκειμένου
άποψη ενός συνειδητού αντιπάλου του
Ι. Μεταξά, του Παναγιώτη
Κανελλόπουλου, ο οποίος, μάλιστα,
δεν περιορίστηκε στην δημοφιλή
τακτική της εκ της πολυθρόνας και, ως
εκ τούτου, εκ του ασφαλούς κριτικής,
αλλά υπέστη τις ταλαιπωρίες της
εκτόπισης σε απόμακρο νησί, ως
συνέπεια της αντίθεσής του προς το
καθεστώς της 4ης Αυγούστου.
Γράφει, λοιπόν, ο, ανεπίληπτου
δημοκρατικού ήθους, αείμνηστος Π.
Κανελλόπουλος ( Ο
Εικοστός Αιώνας,, Αθήνα, 1951, σελ.
161-162):
«Την
ώρα εκείνη η Ελλάς δεν ήταν από
τεχνική πολιτική άποψη δημοκρατία.
Δημοκρατική, ωστόσο, ήταν η
αναλλοίωτη φύση και η σταθερή
νοοτροπία του λαού της. Ο στρατηγός
Μεταξάς είχε εγκαθιδρύσει, από τα 1936,
μια δικτατορία. Αλλά και η δικτατορία
αυτή, μ όλες τις άστοχες
φρασεολογικές και θεατρικές
εκδηλώσεις της, ήταν στο βάθος, μια
παροδική προσωπική δικτατορία
μεσογειακού ή νοτιοαμαρικανικού
τύπου, χωρίς ουσιαστική φασιστική
οργάνωση. Πάνω από τον στρατηγό
Μεταξά ήταν ο Βασιλεύς Γεώργιος ο Β΄
που, αν είχε υποχωρήσει στη θέληση
του πρωθυπουργού του, συμβόλιζε
ωστόσο την εθνική συνέχεια, που στις
μελλοντικές φάσεις της δεν μπορούσε
παρά να είναι μόνο δημοκρατική. Κι
όταν ήλθε η μεγάλη ώρα της θυσίας
στις 28 Οκτωβρίου του 1940, πριν
ξημερώσει η μέρα, το πρωί στις τρεις
ο βασιλεύς και ο στρατηγός Μεταξάς
πήραν μιαν απόφαση που διερμήνευε
την ακατάλυτη δημοκρατική βούληση
του ελληνικού λαού. Και μάλιστα ο
ίδιος ο στρατηγός Μεταξάς έδωσε
χωρίς δισταγμό την απάντηση στο
τελεσίγραφο. Όλοι οι Έλληνες, φίλοι
και αντίπαλοι (ακόμα και όσοι ήταν
φυλακισμένοι ή εκτοπισμένοι στα
νησιά της εξορίας, όπως ήταν εκείνος
που γράφει τις γραμμές αυτές),
σηκώθηκαν όρθιοι στο πλευρό του, στο
πλευρό της Ελλάδος που τη βούλησή της
είχε διερμηνεύσει».
Για
όσους θα τολμούσαν να αμφισβητήσουν
το νόημα των παραπάνω απόψεών του, ο
Παναγιώτης Κανελλόπουλος, επανήλθε,
πολύ αργότερα και σε νεώτερο έργο του
(«Τα χρόνια του Μεγάλου πολέμου», Αθήνα
1964, σελ. 19-20) τονίζει τα εξής:
«
Πρέπει να είμεθα, χωρίς άλλο,
ευγνώμονες εις τον Ιωάννη Μεταξά,
διότι είπε, ολομόναχος, εις το
σκοτάδι της νυκτός, το μέγα ΟΧΙ.
Λέγουν όσοι αντικρίζουν με εμπάθεια
και αυτά τα ανάγλυφα γεγονότα της
ιστορίας, ότι το Όχι δεν το είπεν ο
Μεταξάς. Ότι το είπεν ο Ελληνικός
Λαός. Ναι, το είπεν ο Ελληνικός Λαός,
αλλά αφού το είχε ειπή ο Μεταξάς. Ο
ατυχής και συμπαθής Emanuelle Grazzi,
εκτελών εντολήν που δεν του άρεσε
καθόλου, εξύπνησε, την 3ην
πρωινήν, τον Μεταξά και όχι τον
Ελληνικόν Λαόν. Εάν έλεγεν ο Μεταξάς
Ναι, πως θα έλεγεν Όχι ο
Ελληνικός Λαός, που θα εξυπνούσε
αργότερα; Θα το έλεγε βέβαια μέσα του
και θα το εξεδήλωνε και έμπρακτα,
όταν θα οργάνωνε μυστικά την
αντίστασή του, αλλά η Αλβανική
Εποποιία δεν θα εγράφετο ποτέ. Ας
είμεθα, λοιπόν, τίμιοι απέναντι της
ιστορίας. Το μέγα Όχι είναι πράξις
του Ιωάννου Μεταξά».
Εν
όψει των ανωτέρω, όσοι επιθυμούν να
είναι τίμιοι απέναντι στην Ιστορία
δεν μπορούν παρά να προσυπογράψουν
την άποψη Π. Κανελλόπουλου, έστω και
αν αυτό δείχνει να υποτιμούν
την «αυθεντία» Πρετεντέρη
Μέσα
στο ίδιο πλαίσιο της πρετεντέρειας «προοδευτικής»
έξαρσης εντάσσεται και η επίδειξη
αναλόγου «υψιπετούς» φρονήματος από
μια μαθήτρια του Γυμνασίου Σταυρού
της Θεσσαλονίκης, η οποία, σύμφωνα, με
την, εξαιρετικά ευαίσθητη σε τέτοιου
είδους ρεπορτάζ, «Ελευθεροτυπία» (
26.10.2005), «για
λόγους συνειδησιακούς δεν επιθυμεί
να συμμετάσχει στην φετεινή μαθητική
παρέλαση»!
Το
γεγονός ότι η γνωστή εφημερίδα (η
έχουσα, προνομιακώς, φιλοξενήσει τις
προκηρύξεις της πάλαι ποτέ «17
Νοέμβρη») αισθάνθηκε την ανάγκη να
εξυμνήσει την άρνηση της ως άνω
μαθήτριας να παρελάσει ως
σημαιοφόρος και έσπευσε να μας
πληροφορήσει ότι είναι κόρη μέλους
της «Αντιρατσιστικής Πρωτοβουλίας» (μπράβο
στον αγωνιστή πατέρα.!), ασφαλώς
εντάσσεται στο πλαίσιο των γνωστών
πολιτικών επιλογών της εν λόγω
εφημερίδας και
χαρακτηρίζει το δικό της ύφος και
ήθος. Αλλά το να επιχειρείται να
παρουσιαστεί το μεμονωμένο, όσο και
πρωτοφανές, αυτό γεγονός ως πράξη
γενναιότητας, όπως υποδηλώνει ο
τίτλος (συνειρμικός με το μεγάλο
γεγονός) «Σημαιοφόρος
λέει όχι στη φιέστα της παρέλασης», αποτελεί
θλιβερή και αξιοκατάκριτη έκφραση
ξεπερασμένης μονολιθικότητας.
Το
ότι, με αυτό τον τρόπο, η «αντιστασιακή»
μαθήτρια σκέφθηκε να υλοποιήσει τα «λαμπρά»
διδάγματα του πατέρα
της και
να τιμήσει αυτούς που της έδωσαν με
το αίμα τους το δικαίωμα να είναι
ελεύθερη και να πλειοδοτεί σε
κούφιες εκδηλώσεις
ψευτοπροοδευτισμού,
μπορεί να ικανοποιεί τις
συμπλεγματικές εμμονές της ακόμη
περιδεούς, από την συντριβή των
ουτοπιστικών οραμάτων της αριστεράς,
αλλά σε καμία περίπτωση δεν
δικαιολογεί τον
..ενθουσιασμό, που
προκαλεί η
προσβολή του εθνικού μας συμβόλου
και η δι αυτής ασέβεια προς την
μνήμη των ηρώων μας.
Φυσικά,
αυτές οι θλιβερές εκδηλώσεις ενός
μονόχνοτου αντιπατριωτισμού, που
προβάλλεται περίπου ως έκφραση
ευφυΐας των εμπνευστών του, αφήνει
αδιάφορη την συντριπτική πλειοψηφία
του Ελληνικού λαού. Ακόμη και σε
εποχές πλήρους υποβάθμισης αξιών και
αρχών, η αγία μνήμη του 40 αρκεί για
να φωτίζει τις ψυχές μας, έστω και αν
αυτό ενοχλεί, μέχρι θανάτου, κάποιον
Πρετεντέρη ή την «πασίγνωστη»
Αντιρατσιστική Πρωτοβουλία
.
Δίκτυο
21 και Αντίβαρο, Νοέμβριος 2005
|