Τῶν Ἑλλήνων οἱ κονότητες
Ἀστικὴ ἑταιρεία «Ἱπποκράτης» / Κέντρο πρόληψης κατὰ τῶν Ναρκωτικῶν, Κῶς, Δωδεκάνησα
Δημήτριος Κ. Γερούκαλης, Ἔλενα Σεργεντάνη, Λύβια Κουτσάκη.
Ἀντίβαρο, Ἰούλιος 2006
Ἂν ἀνατρέξουμε στὴν ἑλληνικὴ ἱστορία, θὰ διαπιστώσουμε πὼς περίοδοι ἀκμῆς καὶ ὑψηλῆς δημιουργικῆς δραστηριότητας τῶν Ἑλλήνων, ὑπῆρξαν ἐκεῖνες ποὺ διαπνέονταν ἀπὸ τὸ κοινοτικὸ πνεῦμα καὶ ἦθος.
Καὶ στὴν ἀρχαιότητα καὶ στὴ διάρκεια τῆς Ὀθωμανικῆς κυριαρχίας μέχρι τὸ 1922, οἱ κοινότητες θὰ συντελέσουν ἀποφασιστικὰ στὴν ἀκμὴ τοῦ νεώτερου Ἑλληνισμοῦ. Ὁποτεδήποτε ὑπῆρξε συγκρότηση μεγαλύτερων κρατικῶν ὀντοτήτων (ἑλληνιστικοὶ χρόνοι, Ρωμανία, σύγχρονο Ἑλληνικὸ ἔθνος-κράτος) καὶ ὑπῆρξε ἀντιπαράθεση στὸ κοινοτικὸ πνεῦμα, αὐτὸ ὁδήγησε στὴν ἀπομείωση καὶ συρρίκνωση τοῦ δημιουργικοῦ πνεύματος τοῦ ἑλληνισμοῦ. Μοιάζει ὦς ἐὰν οἱ Ἕλληνες νὰ μποροῦν νὰ δημιουργοῦν καὶ νὰ ἀναπτύσσουν τὶς δραστηριότητές τους πολὺ πιὸ εὔκολα μέσα ἀπὸ κοινοτικὲς δομές, ἐνῶ ἀντιθέτως \"νεκρώνονται\" στὶς συνθῆκες τῶν συγκεντρωτικῶν καὶ γραφειοκρατικῶν κρατικῶν ὀντοτήτων.
H μελέτη καὶ ἡ ἀνάδειξη τῶν Κοινοτήτων τῶν Ἑλλήνων, τοῦ κοινοτισμοῦ, εἶναι ἕνα ταξίδι στὴν κοσμολογία τῆς νοήσεως, στὴν ἀνάδειξη τοῦ προσώπου καὶ στὴ ὀντολογία τῶν σχέσεων, ὄπως αὐτὸ προκύπτει ἀπὸ τὴν ἐκδίκηση τῆς φυσικῆς, τὴ σχιζοφρένεια τῆς Δύσεως καὶ τὴ θεραπεία τῆς κάθ΄ ἠμᾶς Ἀνατολῆς.
Ὁ κοινοτισμὸς τῆς παραδόσεώς μας εἶναι ἕνας ἰδιαίτερος τρόπος κοινωνικῆς ὀργανώσεως, ὁ ὁποῖος ἀντανακλᾶ τὴν ἀνθρωπολογία καὶ τὴν ὀντολογία.
Στηρίζεται καὶ ἐκφράζει τὴν ἀνώτερη ἀνθρωπολογικὴ βαθμίδα, τὸ ΠΡΟΣΩΠΟ.
Γιατί κατέρρευσε; Γιατί ἀποτελεῖ τὴν μόνη ἔξοδο ἀπὸ τὴν κρίση τῆς νεωτερικότητας;
Γιατί μας ἐνδιαφέρει;
Πολὺ ἐπιγραμματικά, τὰ ναρκωτικὰ καὶ οἱ ἐξαρτήσεις εἶναι ἐκφράσεις ἀστοχίας στὴ ζωή, σύμπτωμα τῆς νεωτερικότητας, ἀκύρωση τῆς πορείας τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὸ κάτ΄ εἰκόνα στὸ κάθ΄ ὁμοίωση, πορεία τρεπτότητας ἀπὸ τὸ ὃν στὸ μὴ ὄν, ἄρνηση τῆς φύσεως, ἀκύρωση τοῦ προσώπου.
Ὁ ἑλληνικὸς κοινοτισμός.
Κατὰ τὸν Ἀριστοτέλη ἡ ἑλληνικὴ Πόλις συγκροτεῖται ἀπὸ Κοινότητες καὶ οἱ κοινότητες ἀπὸ Οἴκους. Ἡ μικρὴ πόλις συμπίπτει μὲ τὴν κοινότητα, ἡ μεγάλη περιλαμβάνει πολλὲς κοινότητες. Ἡ οἰκογένεια καὶ ἡ κοινότητα εἶναι ἀναγκαῖες γιὰ τὸ ζῆν, ἐνῶ ἡ πόλις γιὰ τὸ εὖ ζῆν. Τὸ ζῆν τὸ μεταμορφώνει σὲ ἑλληνικὸ εὖ ζῆν μία εἰδικὴ δομὴ παραδόσεων, γί΄ αὐτὸ τὸ ἑλληνικὸ ἔθνος δὲν εἶναι ἡ ποσοτικὴ ὁλότητα τῶν ἑλληνίδων πόλεων, ἀλλὰ κάθε μία ἄπ΄ αὐτὲς εἶναι ἡ συγκεκριμένη καὶ πλήρως ἐνσαρκωμένη ὑπόσταση τῆς ἑλληνικῆς καθολικότητας.
Τὸ “φυσικὸ” κύτταρο τοῦ ἑλληνικοῦ ἔθνους δὲν εἶναι ἡ οἰκογένεια, ὄπως π.χ. τοῦ κινεζικοῦ, ἀλλὰ ἡ κοινότητα. Ὁ ἄνθρωπος δὲν γίνεται Ἄτομο “ἀποσπώμενος” ἀπὸ τὴν οἰκογένεια (ἢ τὴν πατριά), ὄπως νομίζουν μερικοί. Τὸ ἑλληνικὸ Ἄτομο εἶναι ἡ ὑποστατικὴ ὄψη τῆς ἑλληνικῆς κοίν?τητας.
Στὴν ἐξέλιξή της ἡ ἑλληνικὴ κοινότητα ὁλοκληρώνεται σὲ πόλι-κράτος, χαρακτηριστικό της ὁποίας εἶναι ἡ συνειδητὴ συλλογικὴ αὐτοθέσμιση. Ἡ πολιτειακὴ αὐτοθέσμιση περιλαμβάνει καὶ τὴν ἐκπαίδευση τοῦ πολίτη μὲ κριτήρια ἀμιγῶς “πολιτικά”. Διαμορφώνει δηλαδὴ ἡ ἴδια, σύμφωνα μὲ τὰ πρότυπά της, τὸ Ἄτομο-Πολίτη, τὸ πολιτικό της κύτταρο. Ἡ συνειδητὴ αὐτοθέσμιση τῆς πόλεως δὲν καταργεῖ, ὡστόσο, τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ φυσικὴ μήτρα τοῦ ἑλληνικοῦ Ἀτόμου εἶναι ἡ κοινότητα. Ἡ ἀτομικότητα δὲν ξανὰ χύνεται σὲ καλούπι ἐντελῶς διαφορετικὸ ἀπὸ ἐκεῖνο τῆς κοινότητας.
Ἡ κοινότητα εἶναι μία ὁμάδα, συνήθως μερικῶν ἑκατοντάδων ἀνθρώπων, οἱ ὁποῖοι ὀργανώνονται στὸν χῶρο καὶ τὸν χρόνο, ἔτσι ὥστε νὰ μποροῦν νὰ ἐπιβιώσουν κάνοντας τὴν ἄριστη δυνατὴ βιώσιμη ἀξιοποίηση τῶν δυνατοτήτων τοῦ τοπικοῦ οἰκοσυστήματος καὶ καταφεύγοντας συμπληρωματικὰ σὲ ὑπερόριες, ἐμπορικὲς κυρίως, δραστηριότητες, μέσω τῶν ὁποίων λύνουν ἐποικοδομητικὰ καὶ τὸ πρόβλημα τοῦ ὑπερπληθυσμοῦ. Ἡ βάση τῆς κοινότητας εἶναι ἕνας ἀπολύτως γειωμένος ρεαλισμός.
Τὸ σύστημα ρύθμισης τῶν κοινωνικῶν σχέσεων στὸ ἐσωτερικό της κοινότητας βασίζεται στὴν παραγωγικὴ ἀλληλεγγύη: Στὴ συλλογικὴ ρύθμιση τῶν σχέσεων γεωργίας καὶ κτηνοτροφίας, στὴν ἐκτέλεση ἔργων μὲ προσωπικὴ ἐργασία, στὴν ἀποθεματοποίηση μέρους τοῦ πλεονάσματος γιὰ τὶς κακὲς χρονιὲς κ.λ.π. Ἡ κοινότητα ἀποφασίζει μόνη της γιὰ ὅλες τὶς πτυχὲς τῆς κοινωνικῆς ζωῆς. Ὅλες οἱ ἐξουσίες πηγάζουν ἀπὸ τὴ συνέλευση-Ἐκκλησία τῆς κοινότητας καὶ λογοδοτοῦν σ΄ αὐτήν. Καὶ ἡ θρησκεία της, αὐτὸ ποὺ λέμε λαϊκὴ θρησκευτικότητα καὶ κρατᾶ ἀπὸ τὴν προομηρικὴ ἐποχή, εἶναι ζυμωμένη μὲ τὶς πολυώνυμες ζωτικὲς λειτουργίες τῆς κοινότητας. Ἡ κοινότητα εἶναι ἔτσι ὀργανικὰ αὐτόνομη. Ἡ αὐτονομία τῆς ἀναπτύσσεται ἢ ψαλιδίζεται, ἀναλόγως μὲ τὸ ὑπερκείμενο κάθε φορὰ εὐρύτερο σύστημα ἐξουσίας: τὸ μυκηναϊκό, τῶν πόλεων-κρατῶν, τῶν ἑλληνιστικῶν βασιλείων, τῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας, τῆς φραγκοκρατίας καὶ τέλος τῆς τουρκοκρατίας. Ὅσο διατηρεῖ τὴν παραγωγικὴ αὐτονομία της, ἡ κοινότητα διεκδικεῖ καὶ τὴν πολιτικὴ αὐτονομία της. Οἱ χειρότερες ἐποχὲς τῆς συμπίπτουν μὲ τὴ μεσαιωνικὴ φραγκοκρατία (13ος αἰώνας), ὅπου ἡ φεουδαρχία διαλύει τὴν κοινότητα, γιὰ νὰ μεταβάλει τὸν ἀγρότη σὲ δουλοπάροικο, καὶ μὲ τὴ νεωτερικὴ φραγκοκρατία (19ος-20ος αἰώνας), ὅπου ὁ κρατικὸς μεταπρατικὸς παρασιτισμὸς καταστρέφει τὴν παραγωγικὴ βάση τῆς κοινότητας, γιὰ νὰ ρίξει τὸν πληθυσμό της στὴν ἐσωτερικὴ καὶ τὴν ἐξωτερικὴ μετανάστευση.
Δευτερογενῶς τὸ ἑλληνικὸ Ἄτομο εἶναι μορφωτικὸ προϊὸν τῆς κοινότητας. Ἡ αὐτονομία τοῦ εἶναι μετοχὴ στὴ συλλογικῶς κατακτημένη κοινοτικὴ αὐτονομία.
Μποροῦμε νὰ ὀνομάσουμε ἑλληνικὸ κοινοτισμὸ τὴν παράδοση, ποὺ ἔχει δημιουργήσει στὸν ἑλληνικὸ χῶρο ἡ διαχείριση τῆς τοπικῆς κοινοτικῆς αὐτονομίας. Ἡ παράδοση αὐτὴ εἶναι ὁ φυσικὸς μηχανισμὸς ἀναπαραγωγῆς τῆς ἑλληνικῆς κοινότητας. Ὅταν Ἄτομα ἑλληνικοῦ τύπου συνέρχονται πρὸς σχηματισμὸ κοινότητας, τείνουν στὸ συμβιωτικὸ πρότυπο ποὺ εἰσηγεῖται ἡ συγκεκριμένη αὐτὴ παράδοση.
Τὸ κεντρικὸ χαρακτηριστικό του ἑλληνικοῦ κοινοτικοῦ προτύπου εἶναι ἡ ὁλικὴ αὐτονομία ἀλλὰ καὶ τὸ μικρὸ μέγεθος. Καθὼς ἀπὸ καταβολῆς ἑλληνικῆς ἐξατομίκευσης τίθεται σὲ προτεραιότητα τὸ ἀδιαμεσολάβητο κοινωνείν, οἱ Ἕλληνες φτιάχνουν μικρὲς κοινότητες, ὥστε τὸ πολιτικὸ πεδίο νὰ ρυθμίζεται ἀπὸ τὶς προσωπικὲς σχέσεις. Ἀπεχθάνονται τὴ διαμεσολάβηση τῶν σχέσεων ἀπὸ ἀπρόσωπες λογικὲς μηχανές. Τὸ ἀδιαμεσολάβητο κοινωνεὶν εἶναι τὸ κεντρικὸ ζητούμενο καὶ ἡ εἰδοποιὸς διαφορὰ τοῦ ἑλληνικοῦ τρόπου συγκρότησης κοινότητας ἀπὸ κάθε ἄλλη μορφὴ κοινοτισμοῦ. Ὁ ἑλληνικὸς κοινοτισμὸς δὲν ἔρχεται σὲ ἀντίθεση μὲ τὴν ἑλληνικὴ ἐξατομίκευση. Ἀπεναντίας, εἶναι ἡ συλλογική της ἔκφραση καὶ ἐνσάρκωση. Ἡ ἑλληνικὴ ἐξατομίκευση βασίζεται στὴ γνώση ὅτι ἡ ἀτομικὴ ἐλευθερία προϋποθέτει τὴν ἑκούσια ὑποταγὴ στὸν Νόμο. Σὲ ἕνα ἀτομοκεντρικὸ περιβάλλον, βασισμένο στὴν ἀμεσ?τητα τῶν σχέσεων, δὲν ἀρκεῖ ἡ “γνωστότητα” καὶ ἡ πιθανότητα φιλικῶν σχέσεων μεταξὺ τῶν πολιτῶν, γιὰ νὰ ὑπάρξει κοινότητα ἐλευθέρων Ἀτόμων. Ἡ ἀτομικὴ ἐλευθερία εἶναι ἀδιανόητη δίχως τὴν ἑκούσια ὑποταγὴ στὸν Νόμο. Ὅμως ἡ ἑκούσια τήρηση τοῦ Νόμου δὲν εἶναι κάτι τὸ αὐτονόητο καὶ αὐθόρμητο. Προϋποθέτει πρακτικὲς συλλογικῆς καὶ προσωπικῆς κάθαρσης τῶν παθῶν. Προϋποθέτει τὴν Τραγωδία καὶ τὴν Ἀρετή. Ὁ Νόμος, ὁ ἐλεύθερα συναποφασισμένος, βασίζεται στὴν τραγικὴ συνείδηση καὶ στὴν προσωπικὴ ἀρετὴ τῶν πολιτῶν-ὁπλιτῶν. Ἂν διαβρωθεῖ ἡ βάση αὐτή, ὁ Νόμος καταρρέει, συμπαρασύροντας καὶ τὴν ἀτομικὴ ἐλευθερία.
Ἡ τοπικότητα, τὸ ρίζωμα στὸν οἰκεῖο φυσικὸ χῶρο, δὲν εἶναι στοιχεῖο καθοριστικότερο γιὰ τὴν κοινότητα ἀπὸ τὸ ρίζωμά της στὸ πεδίο τῶν ἀδιαμεσολάβητων σχέσεων, τῶν διεπόμενων ἀπὸ τὸν ἀπροσωπόληπτο Νόμο. Εἶναι χαρακτηριστικὴ ἡ ἀπειλὴ τοῦ Θεμιστοκλῆ πρὸς τοὺς ἄλλους Ἕλληνες, ὅταν συζητοῦσαν γιὰ τὴν ἀμυντικὴ στρατηγικὴ ἔναντι τῆς περσικῆς ἀπειλῆς: ἂν ἐπιμένετε στὴ λάθος ἄποψή σας, ἡ Ἀθήνα θὰ μπεῖ στὰ καράβια της καὶ θὰ μετακομίσει στὴ Δύση. Κι αὐτὸ παρόλο ποὺ ἡ ἀττικὴ γῆ ἦταν ἱερὴ γιὰ τοὺς Ἀθηναίους. Τὸ ὑπογραμμίζει ἄλλωστε ἡ μακρὰ ἱστορία τοῦ ἑλληνικοῦ ἀποικισμοῦ. Ἡ πόλις εἶναι οἱ πολίτες της.
Ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ οἱ μικρὲς κοινότητες συσσωματώνονται σὲ πόλι-πατρίδα ὁ Ἑλληνισμὸς ἀποκτᾶ ἕνα ἰδιόμορφο σύστημα δίχως ἱεραρχικὴ δομή. Ὅσο ἡ ἑλληνικὴ ἐξατομίκευση διανύει τὴν ἀνοδική της τροχιά, τὸ σύστημα αὐτὸ εἶναι πανίσχυρο. Τόσο ἀπέναντι, στὴν ἐσωτερικὴ βαρβαρικὴ ἀπειλῆ, ὅσο καὶ ἀπέναντι στὴν ἐξωτερική. Ἐσωτερικὰ , γιατί καμία πόλις δὲν εἶναι τόσο ἰσχυρή, ποὺ νὰ κυριαρχήσει πάνω στὶς ἄλλες, ὥστε νὰ ἀπειληθεῖ μὲ γενίκευση ἐνδεχόμενη βαρβαρικὴ (κολεκτιβιστικὴ - τυραννική) ὑποστροφή της. Ἐξωτερικά, γιατί κανεὶς βαρβαρικὸς στρατὸς δὲν ἔχει τὴν εὐελιξία ποὺ χρειάζεται, γιὰ νὰ ἀντιμετωπίσει ἕνα συνασπισμένο Πανελλήνιο.
Τὸ ἑλληνικὸ πρόβλημα σχετίζεται μὲ ἕνα συγκεκριμένο ἀνθρωπολογικὸ φαινόμενο: Τὴν ἀναπόφευκτη μηδενιστικὴ ἀποσύνδεση τοῦ Ἀτόμου, ὅταν φτάσει στὴν ὁλοκλήρωσή του. Καὶ τοὺς δυὸ δρόμους ποὺ τότε ἀνοίγονται: τὸν εὐρύχωρό της ὑποστροφῆς σὲ ἕνα νέο κολεκτιβισμὸ καὶ τὸν στενὸ καὶ τεθλιμμένο τῆς μεταλλαγῆς τοῦ Ἀτόμου σὲ Πρόσωπο καὶ τῆς συναφοῦς διαφυγῆς τῆς κοινότητας ἀπὸ τὴν πόλωση ἀτομοκεντρισμού-κολεκτιβισμού. Ὁ νεωτερικὸς ἄνθρωπος, ποὺ τόσο εὔκολη ἔχει τὴν ἀλαζονικὴ κριτική, ἤδη καλεῖται νὰ ἀντιμετωπίσει τὸ ἴδιο πρόβλημα καὶ μάλιστα σὲ πλανητικὴ κλίμακα. Εἶναι τώρα ἡ σειρά του νὰ δεῖ πόσα ἀπίδια παίρνει ὁ σάκος.
Ἡ συγκρότηση ἑνὸς πολιτιστικοῦ ρεύματος.
Ζοῦμε τὴν κρίση τῆς νεωτερικότητας, τὴ κατάρρευση τοῦ λεγόμενου Δυτικοῦ πολιτισμοῦ. Ὢς βασικὸ αἴτιο μποροῦμε νὰ ἀναφέρουμε, ἐκτὸς τῶν ἄλλων, τὴν κατάρρευση τοῦ πυλώνα τῆς πραγματικῆς ἐπιστήμης ὑπὸ τὸ βάρος τῶν θέσεων καὶ ἀπόψεων τῆς σύγχρονης φυσικῆς καὶ τῶν Μαθηματικῶν.
ΈΝΑ ΠΟΛΙΤΙΣΜΙΚΟ ΡΕΥΜΑ, ΓΙΑ ΝΑ ΔΟΜΗΘΕΙ, ἀλλὰ καὶ νὰ ἐπιζήσει, εἶναι ἀναγκαῖο νὰ στηρίζεται στοὺς ἑπόμενους τρεῖς, συνεχῶς ἐξελισσόμενους, πυλῶνες.
Ὁ πρῶτος πυλώνας εἶναι ἡ ἐσωτερικὴ φιλοσοφία, ὁ δεύτερος ἡ ἐπιστημονικὴ κοσμοθεωρία καὶ ὁ τρίτος ἡ κοινωνικὴ φιλοσοφία.
Ὢς ἐσωτερικὴ φιλοσοφία ἐννοοῦμε τὸ σύνολο τῶν ἀναπόδεικτων πεποιθήσεων μίας κοινωνίας, σὲ θέματα τὰ ὁποία ἀφοροῦν τὴ φύση τοῦ Ἀνθρώπου καὶ τοῦ Κόσμου. Οἱ βαθιὰ ριζωμένες αὐτὲς ἀνθρώπινες ἀπόψεις, ἂν καὶ δογματικές, στὸ πλαίσιο τῆς κάθε κοινωνίας “φαντάζουν” αὐταποδείκτως ὀρθές. Στὶς περισσότερες περιπτώσεις, οἱ ἀναπόδεικτες αὐτὲς φιλοσοφικὲς θέσεις ἀποτελοῦν μία ἔντονη ἀνάγκη τῆς κοινωνίας. Συγχρόνως, δροῦν ὦς συναισθηματικὸς καὶ ψυχολογικὸς καταλύτης προκειμένου νὰ ἀποδιώξουν τὰ ἀναπτυσσόμενα συναισθήματα φόβου καὶ δέους ποὺ τὴν κατέχουν, μπροστὰ στὰ μυστήρια τῆς ὕπαρξης τοῦ Ἀνθρώπου καὶ τοῦ Σύμπαντος.
Ὁ δεύτερος πυλώνας εἶναι ἡ ἐπιστημονικὴ κοσμοθεωρία, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ τὸ κομμάτι τῶν πεποιθήσεων τῆς κοινωνία οἱ ὁποῖες μποροῦν νὰ ἑρμηνευθοῦν, ὄχι ὅμως καὶ νὰ ἀποδειχθοῦν σὲ ὅλες τὶς περιπτώσεις, μὲ κάποιο φυσικὸ τρόπο, ἀλλὰ πάντα μὲ βάση τὴν ἀνθρώπινη λογικὴ τὴν ὁποία ἔχει ἀναπτύξει ἡ κοινωνία.
Ἡ ἐπιστημονικὴ κοσμοθεωρία, δηλαδή, σταματᾶ στὸ ἐπίπεδο μίας ἐφαρμοσμένης φιλοσοφίας. Ἔτσι σήμερα μποροῦμε νὰ θεωρήσουμε ὅτι οἱ προσωκρατικοὶ θετικοὶ φιλόσοφοι εἶχαν ἀναπτύξει ἕνα τέτοιο σύστημα ἐπιστημονικῆς κοσμοθεωρίας. Αὐτὸ συνάγεται ἀπὸ τὸ ὅτι, στὴν προσπάθειά τους νὰ ἑρμηνεύσουν τὸ τί συμβαίνει στὸ Σύμπαν, δὲν χρησιμοποιοῦσαν τὴ δράση θεῶν καὶ δαιμόνων, ἀλλὰ τοὺς ἐπαγωγικὰ δομημένους λογικοὺς συνειρμούς. Προσπαθοῦσαν δηλαδή, χρησιμοποιώντας ὦς ὄργανο μόνο τὴ λογικὰ καὶ τὴν παρατήρηση, νὰ φτάσουν ἐπαγωγικὰ στὴν ἀλήθεια τῶν φυσικῶν φαινομένων.
Ὁ τρίτος, πυλώνας ἑνὸς πολιτισμικοῦ ρεύματος εἶναι ἡ κοινωνικὴ φιλοσοφία. Τί ἐννοοῦμε ὅμως μὲ τὸν ὄρο κοινωνικὴ φιλοσοφία; Κάθε κοινωνία, ἡ ὁποία ἔχει ἀναπτύξει κάποια συγκεκριμένη ἐσωτερικὴ φιλοσοφία καὶ μία συγκεκριμένη ἐπιστημονικὴ κοσμοθεωρία πρέπει νὰ διοικηθεῖ , νὰ δομήσει δηλαδὴ ἕνα διοικητικὸ σύστημα ἀξιῶν. Ἡ φιλοσοφικὴ θεώρηση αὐτοῦ τοῦ διοικητικοῦ συστήματος ἀποτελεῖ τὴν κοινωνικὴ φιλοσοφία.
Ὅμως γιὰ νὰ ἐπιζήσει τὸ ἀναπτυσσόμενο αὐτὸ πολιτισμικὸ ρεῦμα, οἱ τρεῖς προηγούμενοι πυλῶνες πρέπει νὰ ἀναπτύσσονται ἰσόρροπα. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι τὸ περιεχόμενο καὶ τὰ ὅποια δεδομένα, ἢ ἀποτελέσματά τους, θὰ πρέπει νὰ εἶναι συνεπῆ μεταξύ τους, νὰ μὴν ἀλληλοαναιροῦνται, ἀλλὰ νὰ ἀλληλοεπιβεβαιώνονται καὶ νὰ ἀλληλοστηρίζονται δομικά.
Αὐτὸ σημαίνει ὅτι ἡ ἐσωτερικὴ φιλοσοφία πρέπει νὰ ἐπιβεβαιώνει καὶ νὰ ἐπιβεβαιώνεται ἀπὸ τὴν ἐπιστημονικὴ κοσμοθεωρία. Μὲ ἕναν ἀνάλογο τρόπο, ἡ ἐπιστημονικὴ κοσμοθεωρία καὶ ἡ ἐσωτερικὴ φιλοσοφία πρέπει νὰ βρίσκονται σὲ εὐθεία ἀντιστοίχιση μὲ τὴν κοινωνικὴ φιλοσοφία, δηλαδὴ τὴ φιλοσοφία τοῦ κοινωνικοῦ συστήματος ποὺ πρέπει νὰ ἐγκαθιδρυθεῖ σὲ αὐτὴ τὴν κοινωνία. Βεβαίως τὰ προηγούμενα ἀποτελοῦν τὴν ἀπαρχὴ τοῦ πολιτισμικοῦ ρεύματος, τὸ ὁποῖο θὰ πρέπει νὰ συνεχίσει τὴν ἐξέλιξη τοῦ στὸ πλαίσιο τῶν ἀναφερθέντων κανόνων καὶ δεσμεύσεων.
Τὸ πραγματιστικὸ πολιτιστικὸ ρεῦμα τῶν δυτικῶν κοινωνιῶν.
Οἱ δυτικὲς κοινωνίες οἰκοδομήθηκαν καὶ ὀργανώθηκαν στὴν βάση τοῦ Ἰουδαϊκοῦ ἀριστοτελικοῦ ὑλισμοῦ τῆς Δυτικῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας (καὶ τῶν μετέπειτα παραφυάδων καὶ ἐκφάνσεων).
Ἡ ἐπικράτηση τοῦ “ἐκλεκτικοὺ” Ἀριστοτελισμοῦ, ὦς ἐσωτερικῆς φιλοσοφίας ἀπὸ μέρους τοῦ πολιτισμικοῦ αὐτοῦ ρεύματος, εἶχε ὦς ἀποτέλεσμα ὁ δεύτερος πυλώνας αὐτοῦ τοῦ ρεύματος, ἡ ἐπιστημονικὴ κοσμοθεωρία, νὰ ταυτιστεῖ μὲ τὸ περιεχόμενο τῆς ἀριστοτελικῆς μελέτης τοῦ αἰσθητοῦ μόνο κόσμου. Σ΄ αὐτὴ τὴν ἐπιστημονικὴ κοσμοθεωρία στηρίχτηκε ἡ γέννηση καὶ ἡ ἀνάπτυξη τῆς δυτικῆς ἐπιστήμης, ἡ ὁποία, στὸ ὑπόβαθρό της, ἔκρυβε δυὸ ἀξιωματικὲς παραδοχές: τὴν ἀποδοχὴ ὦς ἀληθῶν ἀφενὸς μὲν τῆς κλασικῆς νευτώνειας φυσικῆς, ἀφετέρου δὲ τῆς εὐκλείδειας γεωμετρίας. Σ΄ αὐτὰ τὰ θεμέλια δομήθηκε ἡ ἐπιστήμη τοῦ πολιτισμικοῦ μας ρεύματος, ἡ ὁποία στὴν ἐφαρμοσμένη μορφὴ τῆς γέννησε τὴ δυτικὴ τεχνολογία.
Ὢς τρίτο πυλώνα, αὐτὸν τῆς κοινωνικῆς φιλοσοφίας, τὸ πολιτισμικὸ αὐτὸ ρεῦμα υἱοθέτησε τὴν ἀριστοτελικὴ Ἀριστοκρατικὴ Ὀλιγαρχία, ἡ ὁποία στὴ συνέχεια γέννησε τὸν Δυτικὸ Καπιταλισμό, σὰν ἕνα γενικὸ σύστημα κοινωνικῶν ἀξιῶν. Αὐτός, κατὰ τόπους, ἔδωσε διάφορα καπιταλιστικὰ πολιτικὰ συστήματα.
Σ΄ αὐτὸ τὸ πολιτισμικὸ μοντέλο, μποροῦμε νὰ ταυτίσουμε τὴν παγκόσμια ἐξουσία μὲ τὴν ἔννοια τῆς παγκόσμιας ἀγορᾶς. Ἡ ταύτιση αὐτὴ μπορεῖ νὰ γίνει ἐφόσον εἶναι σὲ ὅλους γνωστὸ ὅτι ἡ παγκόσμια οἰκονομία εἶναι ἐκείνη τὴ ὁποία ὅλοι ὑπηρετοῦν σήμερα καὶ ἡ ὁποία ἔχει τὸν ἔλεγχό της τὸν Δυτικὸ Χριστιανισμό, τὴ δυτικὴ τεχνολογία καὶ τὶς κατὰ τόπους πολιτικὲς ἐκφράσεις. Ὢς ἐκ τούτου αὐτὴ εἶναι στὴν οὐσία ἡ πραγματικὴ παγκόσμια ἐξουσία.
Σήμερα πλέον, ἀναγνωρίζοντας στὸ πλαίσιο αὐτοῦ τοῦ πολιτισμικοῦ ρεύματος πάμπολλα κοινωνικὰ καὶ πολιτισμικὰ φαινόμενα σήψης, πολλοὶ αἰσιόδοξοι πιστεύουν ὅτι αὐτὰ ἔχουν περιορισμένο καὶ τοπικὸ χαρακτήρα, εἶναι π.χ. ἀμερικανικὰ ἢ ἀγγλικὰ ἢ ἑλληνικὰ φαινόμενα. Κάτι τέτοιο δὲν εἶναι ἀληθινό, ἐφόσον τὰ φαινόμενα αὐτὰ εἶναι παγκόσμιας ἐμβέλειας καὶ ὦς ἐκ τούτου προαναγγέλουν τὴν κατάρρευση τοῦ ἴδιου του πολιτισμοῦ μας καὶ ὄχι τῶν ἐπιμέρους τοπικῶν κοινωνιῶν ποὺ αὐτὸς διαμόρφωσε.
Τὸ ἐνδιαφέρον ὅμως εἶναι νὰ μελετήσουμε τὸ γιατί ὁ δυτικὸς αὐτὸς πολιτισμός μας καταρρέει. Ὢς βασικὸ αἴτιο μποροῦμε νὰ ἀναφέρουμε, ἐκτὸς τῷ ἄλλων, τὴν κατάρρευση τοῦ πυλώνα τῆς πραγματιστικῆς ἐπιστήμης κάτω ἀπὸ τὸ βάρος τῶν θέσεων καὶ ἀπόψεων τῆς σύγχρονης Φυσικῆς καὶ τῶν Μαθηματικῶν.
Τὸ βέβαιο εἶναι ὅτι στὸ πλαίσιο τοῦ κρατοῦντος πραγματιστικοῦ πολιτισμικοῦ ρεύματος, οἱ προηγούμενοι πυλῶνες ποὺ θὰ ἔπρεπε νὰ συντηροῦν τὸν δυτικὸ πολιτισμό, ἀντὶ νὰ ὁμονοοῦν καὶ νὰ συμφωνοῦν ἐπὶ τῆς οὐσίας, βρίσκονται σὲ σύγκρουση καὶ ἀντιπαράθεση. Ἔτσι σήμερα πλέον ἀντιμετωπίζουμε τὸ φαινόμενο, οἱ πολιτικὲς ἐκφράσεις νὰ ἀντιμάχονται τὴ χριστιανικὴ ἐκκλησιαστικὴ δομή, ἡ ἐπιστήμη καὶ ἡ τεχνολογία τὶς πολιτικὲς ἐκφράσεις καὶ τὶς ἐκκλησιαστικὲς δομές, ἡ χριστιανικὴ διοικητικὴ δομὴ τὸ πολιτικὸ σύστημα καὶ τὴν ἐπιστήμη κ.ὁ.κ.
Ἡ προαναφερόμενη σύγκρουση ὁδηγεῖ στὴ διάλυση καὶ τὴν πολιτισμικὴ κατάρρευση. Αὐτὸ ἀναμενόταν ἀπὸ τοὺς μελετητὲς τῶν πολιτισμῶν ἐδῶ καὶ πολλὰ χρόνια. Λόγω αὐτοῦ τοῦ γεγονότος ἔχει ἀρχίσει νὰ σχηματοποιεῖται, ἤδη ἀπὸ τὴν προηγούμενη δεκαετία, μία πρώτη βάση ἑνὸς πολιτιστικοῦ ρεύματος. Τὸ νέο πολιτισμικὸ ρεῦμα θὰ τὸ δοῦμε πολὺ σύντομα νὰ ἀνατέλλει μὲ ὅλα τὰ θετικὰ ἢ ἀρνητικὰ χαρακτηριστικά του.
Σύγχρονη Φυσικὴ καὶ Μαθηματικά.
Ἀπὸ τὴν Κβαντικὴ φυσικὴ καὶ τὴ Μὴ Γραμμικὴ Δυναμικὴ (θεωρία τοῦ χάους) μαθαίνουμε ὅτι “βλέπουμε τὸ περιβάλλον μας ὄχι ὄπως εἶναι στὴν πραγματικότητα, ἀλλὰ ὄπως καὶ οἱ αἰσθήσεις μας ἐπιτρέπουν νὰ τὸ ἀντιληφθοῦμε”. Ἡ ὕλη δὲν εἶναι πλέον τὸ ἀναλλοίωτο σύμπλεγμα μορίων τοῦ Νεύτωνα, ἀλλὰ τὸ πύκνωμα ἑνὸς ἐνεργειακοῦ ρεύματος. Στὸ πλαίσιο τοῦ χωροχρόνου τοῦ Ἀϊνστάιν, ἡ ὕλη δὲν ἀποτελεῖ μία ξεχωριστῆ ὀντότητα, ἀλλὰ μία ἰδιομορφία πεδίου.
Μέσω τοῦ συνόλου τῶν αἰσθήσεών μας δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ἀντιληφθοῦμε παρὰ μόνο ἕνα ἀπειροελάχιστο κομμάτι τοῦ συμπαντικοῦ χώρου πού μας περιβάλλει. Ἡ ἀδυναμία αὐτὴ τῶν ἀνθρώπινων αἰσθήσεών μας ἀναγκάζει νὰ περιορίζουμε τὸν κόσμο τῶν αἰσθητῶν ἐντυπώσεών μας σὲ ἕνα πολὺ μικρὸ ὑποσύνολο τοῦ συμπαντικοῦ χώρου. Νὰ σχηματίζουμε δηλαδὴ αὐθαίρετα, μέσω τῶν αἰσθήσεών μας, μία ἐλαχιστότατη εὐκλείδεια ὑποκειμενικὴ τομὴ στὸ συνεχὲς μὴ εὐκλείδειο χωροχρονικὸ γίγνεσθαι, ἐντὸς τῆς ὁποίας δημιουργοῦμε ὅ,τι ὀνομάζουμε “Κόσμο τῶν αἰσθήσεων μας”.
Οἱ ἀνθρώπινες λοιπὸν αἰσθήσεις δὲν ἀποτελοῦν τὸ ἀδιάψευστο κριτήριο τῆς ἀλήθειας τῶν συμπαντικῶν μορφῶν καὶ φαινομένων. Ὅ,τι αὐτάρεσκα ὀνομάζουμε ἐξατομικευμένο ὑλικὸ ἀντικείμενο ἀποτελεῖ μία σκιὰ αὐτοῦ ποὺ πραγματικὰ εἶναι στὸ πλαίσιο τῆς μὴ αἰσθητῆς πραγματικότητας. Μὲ βάση τὰ προηγούμενα μποροῦμε πλέον νὰ ποῦμε ὅτι: μέσω τῶν διαφόρων ὀργάνων μας ποὺ τὶς ἐνισχύουν, δὲν ἀντιλαμβανόμαστε τὸ Σύμπαν ὄπως αὐτὸ εἶναι στὴν πραγματικότητα, ἀλλὰ ὄπως ἔχει τὴ δυνατότητα νὰ τὸ ἀντιληφθεῖ ὁ ἐγκέφαλός μας μέσω τῶν ἀτελέστατων ἀνθρώπινων αἰσθήσεων. Ἡ πραγματικὴ φύση τοῦ τετραδιάστατου μὴ Εὐκλείδειου Σύμπαντος εἶναι μὴ αἰσθητῆ καὶ περιγράφεται μόνο μέσω μαθηματικῶν σχέσεων.
Δεδομένου δὲ ὅτι ὁ εὐκλείδειος αἰσθητὸς χῶρος εἶναι οὐσιαστικὰ μία εἰδικὴ περίπτωση ἑνὸς χώρου Riemann, ἀλλάζει καὶ ἡ γεωμετρία. Ἔχουμε λοιπὸν τὴ Ρωμάνεια γεωμετρία, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ μία γενίκευση τῆς γεωμετρίας τοῦ Lobatschewski, ἐνῶ ἡ εὐκλείδεια γεωμετρία εἶναι ἕνας περιορισμὸς τῆς γεωμετρίας τοῦ Lobatschewski γιὰ ἀπεροστᾶ κομμάτια τοῦ χώρου.
Τὸ Ἰδεαλιστικὸ Πολιτιστικὸ Ρεῦμα.
Σὲ σχέση μὲ τὸ ἐπικρατῆσαν, καὶ ἤδη ὑπὸ κατάρρευση, μοντέλο τοῦ Δυτικοῦ Πολιτισμοῦ, τὸ ἀντίστοιχό της κάθ΄ ἠμᾶς Ἀνατολῆς δὲν μπόρεσε νὰ ἐξελιχθεῖ καὶ νὰ ἐπιβληθεῖ.
Οἱ πυλῶνες τοῦ ἦταν: 1) ἡ Ἀνατολικὴ Ὀρθόδοξη Καθολικὴ Ἐκκλησία (μὲ βάση τὴν Ὀρθόδοξη Πατερικὴ Γραμματεία καὶ τὴν προσωποκεντρικὴ ὀντολογία), 2) ἡ Προσωκρατικὴ Θετικὴ Ἑλληνικὴ Σκέψη, 3) ἡ Κοινωνικὴ φιλοσοφία τῆς Ἄμεσης Δημοκρατίας.
Τὸ σύστημα αὐτὸ κατέρρευσε γιατί δὲν κατέστη δυνατὴ ἡ μετεξέλιξη τῆς ἐπιστημονικῆς κοσμοθεωρίας, τῆς Προσωκρατικῆς Θετικῆς Ἑλληνικῆς Σκέψης, σὲ ἐπιστήμη καὶ στὴ συνέχεια σὲ τεχνολογία. Αὐτὰ ἀνάγκασε τοὺς ἄλλους δυὸ πυλῶνες νὰ ἐξελιχθοῦν αὐτόνομα, νὰ στηριχθοῦν γιὰ κάποιο διάστημα στὸ Ἐπικρατῆσαν Δυτικὸ μοντέλο καὶ λόγω τῶν ἀντιφάσεων καὶ ἀλληλοαναιρέσεων, κατέρρευσαν.
Ἡ ἀνασύσταση τοῦ Ἰδεαλιστικοῦ Πολιτισμικοῦ Μοντέλου.
ΤΟ ΚΥΡΙΑΡΧΟ ΟΜΩΣ ΠΡΑΓΜΑΤΙΣΤΙΚΟ ΡΕΥΜΑ τοῦ δυτικοῦ κόσμου βρίσκεται σήμερα ὑπὸ κατάρρευση καὶ ὁ λόγος εἶναι ἁπλός: O ἕνας πυλώνας του, αὐτὸς τῆς κλασικῆς ἐπιστήμης, καταπίπτει, παρασύροντας ὁλόκληρο τὸ πολιτισμικὸ οἰκοδόμημα. Αὐτὸ συμβαίνει ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ ἡ σύγχρονη ἐπιστήμη διαπίστωσε ὅτι τὰ οἰκοδομήματα τῆς νευτώνειας φυσικῆς, καθὼς καὶ τῆς εὐκλείδειας γεωμετρίας, πάνω στὰ ὁποῖα στηρίχτηκε ὁ πυλώνας τῆς ἐπιστήμης στὸ πραγματιστικὸ πολιτισμικὸ ρεῦμα, στέκουν ἀνίσχυρα νὰ ἑρμηνεύσουν τὴ συμπαντικὴ πραγματικότητα.
Συγχρόνως ὅμως μὲ τὴν κατάρρευση τοῦ ἐπιστημονικοῦ πυλώνα τοῦ πραγματιστικοῦ ρεύματος, μὲ βάση τὴ σύγχρονη Φυσικὴ καὶ τὰ μοντέρνα Μαθηματικά, ἄρχισε νὰ ἀναπτύσσεται ὁ ἐπιστημονικὸς πυλώνας τοῦ λησμονημένου Ἰδεαλιστικοῦ Πολιτισμικοῦ Ρεύματος. Ἔτσι ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ ἡ Νέα Φυσικὴ καὶ τὰ Σύγχρονα Μαθηματικὰ εἶναι συνέχεια τῆς προσωκρατικῆς θετικῆς σκέψης καὶ ἐνισχύουν τὸν πλατωνικὸ ἰδεαλισμό, ξαναγεννιέται στὰ ἐρείπια τοῦ καταρρέοντος δυτικοῦ πραγματιστικοῦ πολιτισμικοῦ ρεύματος τὸ Νέο Πολιτισμικὸ Ρεῦμα τῆς ἑπόμενης χιλιετίας. Τὸ ξεχασμένο ἀλλὰ τόσο σύγχρονο πλέον αὐτὸ πολιτισμικὸ ρεῦμα εἶναι σημαντικὸ νὰ ἀναφερθεῖ ὅτι ἀναγεννᾶται αὐθόρμητα, χωρὶς σχεδιασμοὺς ἰσχυρῶν δυνάμεων, πολιτικὰ παρασκήνια, ἴντριγκες καὶ οἰκονομικοὺς ἐκβιασμούς. Ὁ δρόμος βέβαια θὰ εἶναι μακρύς, τραχὺς καὶ γεμάτος συγκρούσεις. Τὸ σίγουρο ὅμως εἶναι ὅτι, στὸ ἄμεσο μέλλον, θὰ πρέπει ἡ δυτικὴ τεχνολογία, μὲ βήματα σταθερά, κάνοντας τὴν αὐτοκριτική της, νὰ βρεῖ τὴ σχέση καὶ τὴ σύνδεσή της μὲ τὰ νέα ἐπιστημονικὰ ἀλλὰ καὶ κοινωνικὰ δεδομένα. Οἱ θρησκευτικές, διοικητικὲς καὶ δογματικὲς δομὲς τοῦ Ὀρθόδοξου Χριστιανισμοῦ θὰ πρέπει νὰ ἐπιστρέψουν στὶς βασικὲς μεταφυσικὲς καὶ θεολογικὲς καταβολὲς τοῦ Χριστιανισμοῦ. Ἡ ἐπιστροφὴ αὐτὴ εἶναι ἀναγκαῖο νὰ συνδυαστεῖ μὲ μία ἀναζήτηση νέων βάσεων ἐκκίνησης καὶ ἐξέλιξης στὸ πλαίσιο τῶν νέων ἐπιστημονικῶν καὶ κοινωνικῶν ἀναζητήσεων.
Τὰ πολιτικὰ κόμματα θὰ πρέπει νὰ ἐπαναπροσανατολίσουν τὴ φιλοσοφία ἀλλὰ καὶ τὴν πρακτική τους. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι εἶναι ἀναγκαῖο νὰ λάβουν σοβαρὰ ὑπόψη τοὺς τὰ ἐπιτεύγματα τῆς σύγχρονης ἐπιστήμης ὅσο καὶ τὶς πρωτογενεῖς ἀξίες τοῦ Χριστιανισμοῦ καὶ τῆς Δημοκρατίας.
Ὁ δρόμος φυσικὰ δὲν θὰ εἶναι εὔκολος μέχρι τὴ στιγμὴ τῆς κυριαρχίας τοῦ Νέου Πολιτισμικοῦ Ρεύματος, καὶ ἴσως χρειαστοῦν δεκάδες ἢ καὶ ἑκατοντάδες χρόνια προσπάθειας. Τὸ πρῶτο βῆμα ὅμως πρέπει νὰ γίνει ἄμεσα καὶ χωρὶς δισταγμό.
Ἀναγκαία προϋπόθεση τῆς ἀνάπτυξης τοῦ Ἰδεαλιστικοῦ πολιτισμικοῦ ρεύματος εἶναι ἡ ἀφομοίωση, ἐκ μέρους τοῦ συνόλου τῆς κοινωνία, τῆς ἀναπτυσσόμενης νέας ἐπιστημονικῆς σκέψης καὶ τοῦ ἐφαρμοσμένου χαρακτήρα της. Τὸ γεγονὸς αὐτὸ θὰ πείσει τὴν κοινωνία ὅτι τὰ νέα ἐπιστημονικὰ ρεύματα ἔχουν τὴ δυνατότητα, ἂν ὑποστηριχθοῦν, νὰ ἀναπτύξουν μία νέα τεχνολογία, ἐναρμονισμένη στὶς ἀνάγκες τοῦ νέου ἰδεαλιστικοῦ πολιτισμικοῦ ρεύματος ποὺ τόση ἀνάγκη ἔχει ὁλόκληρος ὁ κόσμος.
Οἱ Ἕλληνες στὴν Τουρκοκρατία.
Ἔχει σημασία νὰ σχολιασθεῖ ἡ περίοδος τῆς Τουρκοκρατίας. Γιατί τότε ἡ αὐτόνομη κοινότητα ἦταν ἡ βάση γιὰ τὴν οὐσιαστικὴ ἀνθρώπινη ἐλευθερία. Γιατί ἐπιβεβαιώθηκε ἀκόμα μία φορᾶ τὸ γιατί ἡ Δύση παράγει ἄτομα καὶ ἡ Ἀνατολὴ πρόσωπα.
Ἡ νεοελληνικὴ κοινότητα ἀποτέλεσε διοικητικὸ κύτταρο ποὺ διέσωσε στὸ νεοελληνικὸ ἦθος τὸν πόθο τῆς ἐλευθερίας. Ἀσφαλῶς, τὸ ἰδεότυπο τῆς κοινοτικῆς ἐλευθερίας δὲν ἔχει σχέση μὲ τὴν ἔννοια τοῦ φιλελευθερισμοῦ ποὺ προβλήθηκε στὶς ἀστικὲς δημοκρατίες. Σ ἠμαντικότερη διαφορὰ εἶναι ἡ ἑξῆς: ἡ κοινοτικὴ ἐλευθερία ἀποτελεῖ ἰδιότητα ποὺ κάποιος ἀπολαμβάνει, ἐφόσον ἀποδέχεται ἕναν κώδικα ἑτερότητας ἑτερονομίας ποὺ τὸν διαφοροποιεῖ ὁριστικὰ καὶ ἀμετάκλητα ἀπὸ τὸν μουσουλμάνο. Ἑπομένως, δὲν πρόκειται γιὰ κοινωνικὴ ἐλευθερία, ἀλλὰ γιὰ προσωπικὴ ἐλευθερία ποὺ καθορίζεται ἐπὶ τῇ βάσῃ νόμων ποὺ διαιροῦν τὸ κοινωνικὸ σύνολο σὲ ὁμάδες.
Στὰ πλαίσια αὐτῆς τῆς διαφοροποίησης, ὁ ἄνθρωπος δὲν συλλαμβάνεται ὦς ἄτομο ἀλλὰ ὦς πρόσωπο. Στὴν ἐξατομικευμένη μονάδα (ἄτομο), κανένας συνειδησιακὸς νόμος δὲν ἔχει ἰσχύ. Αὐτοὶ οἱ νόμοι ἀφοροῦν τὰ ἀνθρώπινα πρόσωπα ποὺ δροῦν μὲ ἐπιταγὲς ἠθικές. Ἐφόσον, λοιπόν, ἡ διάκριση χριστιανοῦ-μουσουλμάνου βασιζόταν στὴν ἐπιλογὴ πίστεως (συνειδησιακὴ δηλαδὴ ἐπιλογή) ὁλόκληρη ἡ θήτευση ἑνὸς χριστιανοῦ στὴν κοινοτικὴ πραγματικότητα ἦταν θητεία συνειδήσεως.
Μὲ ἄλλα λόγια, οἱ κοινότητες ἐξασφάλιζαν τὴν αὐτονομία στὰ μέλη τοὺς ὄχι μὲ τὴ διαδικασία τῆς ταύτισης πρὸς τὴν κρατοῦσα μουσουλμανικὴ πλειοψηφία, ἀλλὰ τῆς ἑτερότητας. Δηλαδὴ δὲν ἐπεδίωκαν νὰ γίνουν μουσουλμάνοι γιὰ νὰ ἔχουν προνόμια, ἀλλὰ ἀντίθετα συντηροῦσαν τὴ χριστιανικὴ ἰδιότητα, ἡ ὁποία τοὺς διαχώριζε συνειδησιακὰ ἀπὸ τοὺς μουσουλμάνους, ἄρα τοὺς καθιστοῦσε πρόσωπα μὲ ἠθικὲς καὶ συνειδησιακὲς ἐπιλογές. Ἡ νομικὴ ὁμοιομορφία καὶ ἰσονομία - θεμελιώδεις ἀρχὲς τῆς ἀστικῆς δημοκρατίας - στὶς κοινότητες συνιστοῦσαν προσχώρηση πρὸς τὴ μουσουλμανικὴ μάζα καὶ ἄρα ἀναίρεση τῆς ἰδιαιτερότητας τοῦ προσώπου (χριστιανοῦ) ποὺ ἀποτελοῦσε καὶ τὴν κυρίαρχη πηγὴ τῆς κοινοτικῆς ἐξουσίας.
Εἶναι χαρακτηριστικὸ ὅτι σὲ πολλὲς χριστιανικὲς κοινότητες τῆς Μ. Ἀσίας κυρίως, τὸ δικαίωμα τῆς ψήφου δὲν ἐξαρτιόταν μόνο ἀπὸ τὴν περιουσιακὴ κατάσταση, τὸν μόνιμο τόπο ἐγκατάστασης κ.λ.π. ἀλλὰ ἀπὸ τὸν ἀριθμὸ τῶν ψυχῶν κάθε κοινοτικῆς οἰκογένειας, μὲ ἀποτέλεσμα πολύτεκνοι ψηφοφόροι ἢ πολυμελεῖς οἰκογένειες “ἐπειδὴ σώζουσι καὶ προστατεύουσι πολλᾶς ψυχάς” νὰ κυβερνοῦν αὐτοδικαίως τὴ μοίρα τῶν κοινοτήτων τους.
Εἶναι περιττὸ νὰ τονιστεῖ ὅτι ἡ ἐξωμοσία ἢ ἡ υἱοθέτηση ἀποκλινόντων κωδίκων συμπεριφορᾶς καὶ πρακτικῆς ἀπὸ τὰ κοινοτικὰ μέλη (κεπήνιο, γάμος μὲ ἀλλόδοξους κ.λ.π.) ἀποδοκιμαζόταν ρητὰ μὲ ἀποκοπῆ, ἀκόμα καὶ ὅταν δὲν ἐπέσειαν ἐκκλησιαστικὴ ποινή, ἐπειδὴ συνιστοῦσαν περιφρόνηση πρὸς τὶς ἐτερονομικὲς ἀρχὲς τῆς ὁμάδας. Συμβαίνει, μάλιστα, συχνὰ οἱ κοινότητες νὰ ἐπιβάλλουν στὶς ἐκκλησιαστικὲς ἀρχὲς τὴ λήψη αὐστηρῶν μέτρων, ἀκόμη καὶ γιὰ πράξεις ποὺ δὲν εἶναι στὴν πραγματικότητα ἐκκλησιαστικὰ κολάσιμες (π.χ. γάμος μὲ ἀλλόδοξους).
Αὐτὸς ὁ συντηρητικὸς μηχανισμὸς λειτουργίας, στὰ πλαίσια τοῦ ὁποίου ἀπουσιάζει βεβαίως ἡ (ἀστική) ἔννοια τῶν “ἀτομικῶν δικαιωμάτων” , προέρχεται ἀπὸ βαθιὰ ἐπίγνωση τῆς προγονικῆς κληρονομιᾶς ποὺ ἐπιχειροῦν οἱ κατὰ τόπους κοινοτικοὶ ἄρχοντες νὰ διασώσουν.
Ἡ ἐφαρμογὴ τῶν ἀρχῶν τοῦ δυτικοῦ φιλελευθερισμοῦ, γοητευτικὴ ἀπαίτηση πολλῶν μελετητῶν a posteriori θὰ ὁδηγοῦσε σὲ ἀπορρόφηση τοῦ ἑλληνισμοῦ ἀπὸ τοὺς μουσουλμάνους.
Αὐτή, ἄλλωστε, ἦταν καὶ ἡ πρακτικὴ ποὺ υἱοθέτησε ἀπὸ τὰ μέσα τοῦ 18ου αἰώνα καὶ ἑξῆς ἡ Ὀθωμανικὴ Αὐτοκρατορία καὶ ὁδήγησε οὐσιαστικὰ στὴ διάλυση τῆς ὀργάνωσης τοῦ ἑλληνικοῦ ὁμογενειακοῦ πληθυσμοῦ, πολὺ πρὶν τὸ 1992, ὅταν ὁ Κεμὰλ Ἀτατοὺρκ τὸν κατέστρεψε πολεμικά.
Ἡ Ἑλληνικὴ ταυτότητα μπορεῖ νὰ ἀποτελέσει πρόταση πολιτισμοῦ.
Ἡ κοινωνία εἶναι ἕνα ἀπελευθερωμένο κοινωνικὸ σύστημα καὶ ἡ ἀληθινὴ ἐλευθερία ὁρίζεται ἀπὸ τὴν ἀπροσδιοριστία. Ἡ προσαρμογὴ τῶν ἀτόμων στὶς ἐξελίξεις δὲν εἶναι ζήτημα χρόνου ἀλλὰ ζήτημα πολιτικό. Ὁ ρόλος τοῦ ἀνθρώπου στὶς κοινωνικὲς ἐξελίξεις εἶναι ζήτημα ὀντολογικῆς μεταμόρφωσης τοῦ ἀνθρώπου, ὅταν ὁ ἴδιος συντελεῖ στὴ μεταβολὴ τῆς κοινωνίας του. Αὐτὸ φοβούμενη ἡ δυτικὴ κοινωνία καὶ προκειμένου νὰ μαθαίνει τὰ ἄτομα νὰ μὴν ἀποδέχονται ὅτι τὰ ἴδια εἶναι οἱ δημιουργοί της κοινωνίας τους, ὅρισε τὴ Λογική της σκέψης ὦς τὴν ἔξω – κοινωνικὴ πηγὴ προέλευσης τῶν θεσμῶν, τοποθετώντας τὴν στὴ θέση ποὺ καταλαμβάνουν σὲ ἄλλες κοινωνίες οἱ θεοὶ ἢ οἱ πρόγονοι. Ἔτσι δημιουργήθηκε ἡ ἐτερόνομη πολιτεία τοῦ δυτικοῦ πολιτισμοῦ (ἀνελεύθερη, κλειστή). Στὴ δυτικὴ κοινωνία οἱ κοινωνικὲς ἐξελίξεις εἶναι δημιούργημα δυνάμεων ἐκτὸς κοινωνίας (π.χ. νόμοι, ἱστορία, ἀγορά). Ἡ νέα κοινωνία ὀφείλει νὰ εἶναι αὐτόνομη γιατί ἡ κοινωνικὴ ἐξέλιξη εἶναι δημιούργημα τῶν ἀτόμων καὶ εἶναι θέμα παιδείας καὶ ἐκπαίδευσης τῶν ἀτόμων στὸ νὰ ἀποδέχονται πὼς αὐτὰ τὰ ἴδια ὁρίζουν τοὺς κανόνες, τὶς ἀξίες, τὶς σημασίες ποὺ δίνουν νόημα στὴ ἀτομικὴ καὶ κοινωνικὴ ζωή. Μόνον ἔτσι ἐπιτυγχάνεται ἡ σύγκλιση τοῦ “θεωρείν” μὲ τὸ “ζην”.
H αὐτόνομη κοινωνία ἔχει ρητὴ ἐπίγνωση ὅτι κανόνες καὶ σημασίες δὲν εἶναι ἀδιαμφισβήτητοι θεσμοί. Ὁ ἄνθρωπος εἶναι ὃν ποὺ ἀποτελεῖ ἔργο τοῦ ἑαυτοῦ του. Ἡ μορφὴ τοῦ εἶναι οὐσία ἐπειδὴ εἶναι δημιούργημα.
Προτάσσοντας τὸ Λόγο τέτοια κίνητρα ἐντοπίζουν τὴν ἀσυμβατότητα τῆς δυτικῆς ἑτερονομίας μὲ συνθῆκες ἀπροσδιοριστίας. Ἡ δημοκρατία εἶναι τὸ μόνο πολίτευμα ποὺ ἀντιμετωπίζει ἀνοικτὰ τὴν πιθανότητα αὐτοκαταστροφὴς ὦς πρόβλημα ποὺ δὲν ἐπιδέχεται προκαταβολικὲς λύσεις. Ἡ ἑλληνικὴ αὐτονομία ἑδράζεται στὸ Λόγο καὶ ἔτσι προσδιορίζεται ἡ σχέση τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸν κόσμο, τὸν ἑαυτό του, τὴν κοινωνία. Ἡ αὐτόνομη κοινωνία ἔχει ρητὴ ἐπίγνωση ὅτι κανόνες καὶ σημασίες δὲν εἶναι ἀδιαμφισβήτητοι θεσμοί. Ὁ ἄνθρωπος εἶναι ὃν ποὺ ἀποτελεῖ ἔργο τοῦ ἑαυτοῦ του. Ἡ μορφὴ τοῦ εἶναι οὐσία ἐπειδὴ εἶναι δημιούργημα. Ὁ δυτικὸς πολιτισμὸς ἀπαιτεῖ παγιωμένες νοητικὲς λειτουργίες ὦς πρὸς τὴν ἱκανότητα τοῦ λογικοῦ ὑπολογισμοῦ (προσαρμογὴ σὲ κοινωνικὲς ἀπαιτήσεις μὲ ἀποκρυσταλλωμένες ἰδέες). Αὐτὸ σημαίνει μειωμένες νοητικὲς ἱκανότητες παιγνιώδους νοημοσύνης καὶ ὑστέρηση “ρεουσών” ἱκανοτήτων (λειτουργίες καὶ ἱκανότητες ποὺ ἀπαιτοῦν ἐνεργοποίηση τοῦ αἰσθησιοκινητικοῦ συντονισμοῦ, σὺν - κίνηση μὲ φαντασία, σὲ ἀντιδιαστολὴ μὲ τὴ λογική). Ἡ λογικὴ εἶναι δομὴ γενικὴ κατασκευαστική, νοοτροπία πολιτισμοῦ μὲ συγκλίνουσα λογική. Ἡ ἑτερονομία τῆς δυτικῆς κοινωνίας δὲν δέχεται τὴν ἀποκλίνουσα νοητικὴ λειτουργία γιατί ἀποτελεῖ τὸ καθεστὼς συμμόρφωσης στὴ κοινωνικὴ λογική, προσφέροντας συνθετικὴ ἱκανότητα. Ὁ ἑλληνικὸς τρόπος περικλείει τὴν ποιητικὴ ἱκανότητα ἀνὰ - σύνθεσης νοημάτων (ρέουσα νοημοσύνη, ἀμφισβήτηση κοινωνικῆς νοηματοδότησης, ἀναλογικοὶ συσχετισμοί). Ἡ πραγματικότητα γιὰ τοὺς Ἕλληνες εἶναι αὐτὴ ποὺ ἐπιβεβαιώνεται μὲ τὸ κοινωνείν.
Ἡ πόλη δὲν εἶναι ὁ φυσικὸς χῶρος, εἶναι ἡ ὀργάνωση τῶν ἀνθρώπων ὄπως προκύπτει ἀπὸ τὴ σύμπραξη καὶ τὴ συνομιλία καὶ ὁ πραγματικὸς χῶρος βρίσκεται ἀνάμεσα στοὺς ἀνθρώπους. Ἡ Ἑλληνικὴ ταυτότητα ἀποτελεῖ κάτ΄ ἀντίθεση προσδιορισμό, ὥστε νὰ εἶναι αὐτὸ ποὺ δὲν εἶναι. Ἡ ἐλευθερία τοῦ προσώπου ὦς ὁλότητας σημαίνει ὅτι, ἐνῶ ἡ ἀνθρώπινη μορφὴ εἶναι ἕνα μορφοκλασματικὸ (φράκταλ) τῆς φυσικῆς ὕπαρξης (ὑπάρχει μέσα στὴν αὐτοομοιότητα, ὁμοείδεια τῶν κοινῶν φυσικῶν ἐνεργειῶν), διαθέτει τὴ δυνατότητα ἀποδέσμευσης ἀπὸ τὸ πεδίο ἀνάγκης ποὺ ἐπιβάλλει ἡ ταυτότητα αὐτὴ (ὑπαρκτικὴ ἑτερότητα) (ἡ μορφὴ τοῦ ἀνθρώπου εἶναι φράκταλ τῆς φύσης τοῦ δημιουργοῦ καὶ γί΄ αὐτὸ ὁ ἄνθρωπος εἶναι ταυτόχρονα τὸ ἐνικότερον καὶ τὸ καθολικότερον).
Ἱστορικὰ καὶ πολιτισμικὰ διαθέτουμε τὴν ἀπάντηση στὰ ἀδιέξοδα καὶ τὶς συγκρούσεις τοῦ νεωτερικοῦ παραδείγματος. Ἡ δική μας πρόταση γιὰ τὸ μετὰ - νεωτερικὸ παράδειγμα εἶναι ἡ ἐπανασυνειδητοποίηση τῆς κβαντικῆς μορφῆς τοῦ ἀνθρώπου, ἄτομο καὶ σχέσεις, ἡ ἐξέλιξη τοῦ ἀτόμου σὲ πρόσωπο καὶ ἡ ἀνάδυση τοῦ ἐνυπόστατού του προσώπου (αὐτονομία, ἀπόλυτη ὑπαρκτικὴ ἐλευθερία, συμπληρωματικὴ ἑτερότητα τοῦ καθενὸς πρὸς τὸν ἄλλο ἄνθρωπο). Εἶναι ἡ ἀνάδειξη τοῦ ΠΡΟΣΩΠΟΥ, τοῦ ἀνθρωπολογικοῦ τύπου ὅπου ἡ πόλωση ἀτομικισμοῦ - κολεκτιβισμοῦ, μὲ τὴν ὁποία πραγματώνεται ἡ ἀτομικότητα, ἡ ἀλληλεγγύη, ἡ αὐτονομία, ἡ προσφορά, ἡ ἐλευθερία καὶ ἡ δικαιοσύνη. Εἶναι ἡ τριαδικὴ ὀντολογία στὴν ὁποίαν ἀποτυπώνεται καὶ ἀπὸ τὴν ὁποίαν ἀπορρέει ἡ παραδοχὴ καὶ τῆς ὀντολογικῆς σημασίας καὶ τῶν ἐνεργειῶν - σχέσεων.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
1) Ἀντωνοπούλου - Τρέχλη Ζωή, Ἀπὸ τὴν ἀρχαία ἑλληνικὴ πόλιν στὴ Βυζαντινὴ Οἰκουμένην, ἔκδ.ΑΡΜΟΣ,Ἀθήνα,2004,
2) ΑΡΔΗΝ, 2003, Ὁ κοινοτικὸς συνεργατισμὸς καὶ ὁ Κ.Καραβίδας, ΑΡΔΗΝ, τ.44, σέλ.39
3) ΑΡΔΗΝ,2004, ἡ τοπικοποίηση προϋποθέτει οἰκουμενικὴ πρόταση, ΑΡΔΗΝ, τ.46, σέλ.58,
4) Γερούκαλης Δημήτριος,2005, Ἡ ἑλληνικὴ ταυτότητα στὴν ἐποχὴ τῆς παγκοσμοιοποιήσεως μπορεῖ νὰ ἀποτελέσει πρόταση πολιτισμοῦ, ΑΝΤΙΒΑΡΟ, http://www.antibaro.gr . ,
5) Δανέζης Μάνος, Θεοδοσίου Στράτος, Ἡ κοσμολογία τῆς νόησης, ἔκδ. ΔΙΑΥΛΟΣ, Ἀθήνα,2003,
6) Ζιάκας Θεόδωρος,1999, Ἡ ἑλληνικὴ ταυτότητα στὴ μεταμοντέρνα ἐποχή, εἴδ.ἔκδοση ΑΒΑΤΟΝ, φθινόπωρο 1999,
7) Ζιάκας Θεόδωρος,2004, Κοινοτισμὸς καὶ δεσποτισμὸς στὸν ἑλληνικὸ χῶρο, ΑΡΔΗΝ,τ.46, σέλ.55,
8) Ζιάκας Θεόδωρος,2005, Γιατί γίναμε Ρωμαῖοι, ΑΡΔΗΝ, τ.57-58, σέλ.35
9) Ζιάκας Θεόδωρος, Αὐτοείδωλον ἐγενόμην, ἔκδ.ΑΡΜΟΣ,Ἀθήνα,2005,
10) Μπακοῦρος Βασίλειος, 2005, Οἱ Ἕλληνες στὴν Τουρκοκρατία, ΤΡΙΤΟ ΜΑΤΙ, 2137,σ. 68,
11) Ντρίνιας Θεόδωρος,2003, Κοινοτισμός, βῆμα χειραφέτησης ἢ συντηρητικὴ ἀναδίπλωση; , ΑΡΔΗΝ, τ.44,σέλ.29
12) Πανταζόπουλος Νικόλαος,2003, Ὁ ἑλληνικὸς κοινοτισμὸς καὶ ἡ νεοελληνικὴ κοινοτικὴ παράδοση, ΑΡΔΗΝ, τ.44, σέλ.32,
13) Τσιβάκου Ἰωάννα,1996, Ὁ ἄνθρωπος ἀπέναντι στὴ διττὴ λειτουργία τοῦ ὀργανώνειν, ἡ ἑλληνικὴ περίπτωση, ΕΡΟΥΡΕΜ,, πέρ.β,τ.24,
Αὐτὸ τὸ κείμενο εἶναι γραμμένο σὲ πολυτονικό. Διαβάστε τὴ μονοτονική του ἔκδοση.
|