Το «ευρωπαϊκόν» και το «αμερικανικόν»
Χρήστος Γιανναράς
Καθημερινή 11/2/2007
Παρακαλώ τον αναγνώστη να θυμηθεί ή να ερευνήσει και πιστοποιήσει: Από το 1974 ώς σήμερα, υπήρξε ποτέ κριτική αντίρρηση, επιφύλαξη ή ενδοιασμός του κόμματος της «Νέας Δημοκρατίας», για την πολιτική που επαγγελλόταν ή ασκούσε το «ΠΑΣΟΚ» στην παιδεία; Από το 1981 και μετά, όταν το «ΠΑΣΟΚ» ανέλαβε τη διακυβέρνηση της χώρας, οι αλλαγές που επέφερε στο σύστημα της Εκπαίδευσης, σε όλες τις βαθμίδες της, ήταν κυριολεκτικά σαρωτικές, ανατρεπτικές κάθε προηγούμενης πρακτικής και θεωρίας. Ακούστηκε ποτέ, έστω για κάποια ή κάποιες από αυτές τις αλλαγές, κριτική αντίρρηση, επιφύλαξη και ενδοιασμός του κόμματος της «Νέας Δημοκρατίας»;
Ελάχιστοι δάσκαλοι όλων των βαθμίδων της Εκπαίδευσης και μετρημένοι στα δάχτυλα δημοσιογράφοι (όπως ο αλησμόνητος Κωνσταντίνος Καλλιγάς) στάθηκαν, στα χρόνια εκείνης της αδίστακτης μονοτροπίας, με κριτική εγρήγορση απέναντι στα όσα τερατούργησε το «ΠΑΣΟΚ» στον χώρο της παιδείας. Οι σκόρπιες φωνές τους ήταν η μόνη εκπαιδευτική αντιπολίτευση όλα εκείνα τα χρόνια. Η «Νέα Δημοκρατία» ούτε μιλούσε ούτε λαλούσε, σαν να ζούσε σε άλλον πλανήτη, άσχετη, προκλητικά αμέτοχη και βουβή για βλάβες ανήκεστες στην εκπαίδευση, στη γλώσσα, στην ιστορική συνείδηση του λαού.
Δεν πρόβαλε αντίσταση η «Νέα Δημοκρατία» για τη ρήξη και διακοπή της ιστορικής συνέχειας του Ελληνισμού, της γραφής του και της γλώσσας του: συναίνεσε στη στανική επιβολή του μονοτονικού και δεν αντέδρασε στην κατάργηση της διδασκαλίας των αρχαίων. Εμεινε παγερά αδιάφορη για την εξάλειψη κάθε ιεραρχίας στον χώρο της εκπαίδευσης, κάθε ελέγχου και αξιολόγησης του εκπαιδευτικού έργου. Δεν ψέλλισε την παραμικρή αντίρρηση ή επιφύλαξη για τον μεθοδικό αφελληνισμό και την απάλειψη κάθε αναφοράς στη μεταφυσική παράδοση και ευσέβεια του λαού από τα αλφαβητάρια του Δημοτικού, ούτε για τη διαστροφική μεθόδευση εισαγωγής του κομματικού συνδικαλισμού στα σχολειά. Βουβή και άφωνη για την κατάλυση κάθε ακαδημαϊκής λογικής στα πανεπιστήμια, για την υποταγή της λειτουργίας τους στις συνδικαλιστικές προτεραιότητες του διαβόητου νόμου - πλαισίου του 1982, που εξαχρείωσε διαλυτικά θεσμούς και λειτουργίες των Ανώτατων Ιδρυμάτων της χώρας.
Η «Νέα Δημοκρατία» δεν είχε πολιτική για την παιδεία, γιατί είναι κόμμα που δεν είχε ποτέ θεωρητική ραχοκοκαλιά, κοινωνικό όραμα, κριτήρια για την ανθρώπινη ποιότητα και καλλιέργεια. Γι αυτό και δεν διανοήθηκε να αντισταθεί στον «κοινωνικό μετασχηματισμό» που το «ΠΑΣΟΚ» εξήγγειλε και πραγμάτωσε, στη λοιμική του αμοραλισμού και μηδενισμού που ο «μετασχηματισμός» εμπέδωσε σαν φενακισμένη «δημοκρατία» και «πρόοδο». Τριάντα τρία ολόκληρα χρόνια το κόμμα της «Ν.Δ.» πρέπει να έπεισε και τους πιο ψυχαναγκαστικά εξαρτημένους οπαδούς του ότι δεν πιστεύει σε τίποτα, δεν οραματίζεται τίποτα, δεν έχει ούτε αίσθηση πατρίδας ούτε αίσθηση ιερού, θέλει την απόλαυση της εξουσίας και μόνο.
Αδικη υπερβολή; Μα, δεν έχει ο αναγνώστης παρά να ανατρέξει στη μόλις πριν ελάχιστες μέρες δήλωση, ενώπιον της Βουλής των Ελλήνων (26-1-2007) της υπουργού Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων σχετικά με το διαβόητο, εξευτελιστικών παραποιήσεων της ελληνικής Ιστορίας, βιβλίο της ΣΤ΄ τάξης του δημοτικού. Δεν χρειάζεται σχολιασμό ή δήλωση, είναι από μόνη της αναιδημόνως αποκαλυπτική μέτρο για να επαληθεύσει ο αναγνώστης αν πραγματικά, στην πολιτική πράξη, η «Νέα Δημοκρατία» αρνείται ή όχι κάθε αίσθηση πατρίδας, κάθε σεβασμό της Ιστορίας.
Η κυρία υπουργός Παιδείας είναι από τους χαρακτηριστικούς εκπροσώπους της καινούργιας πολιτικής «ελίτ» που προέκυψε από τον πασοκικό «κοινωνικό μετασχηματισμό». Ο μετασχηματισμός βασίστηκε αρχικά στην ιδεολογία και στα στελέχη της «συνασπισμένης» Αριστεράς (στις «προοδευτικές δυνάμεις») με στόχο τον «εκδημοκρατισμό» της Παιδείας και της κοινωνίας. Διαμορφώθηκε, με όρους καριέρας, μια ιδεολογικοπολιτική «ελίτ» που ηγεμόνευσε (και ηγεμονεύει ώς σήμερα) χωρίς αντίπαλο δέος, σε κάθε πτυχή του δημόσιου βίου σχετική με την Παιδεία, τον «πολιτισμό», την πληροφόρηση.
Ομως, με διαδικασίες ή συγκυρίες που μόνο ερευνητική διατριβή θα μπορούσε να εντοπίσει, αυτή η ηγεμονεύουσα «ελίτ» άρχισε να εμφανίζει μιαν εκπλήσσουσα σύγκλιση με απόψεις, προτεραιότητες και αξιολογικές εκτιμήσεις των υπέρμαχων της λεγόμενης (μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ενωσης) «Νέας Τάξης» πραγμάτων. Διαπλέχθηκε η «ελίτ» με πρόσωπα από ολόκληρο το πολιτικό φάσμα, κατέληξε να είναι ένα ποτ-πουρί διασημοτήτων που ανήκουν στις πιο αντιθετικές πολιτικές παρατάξεις από τη «συνασπισμένη» Αριστερά ώς τον ακραίο Νεοφιλελευθερισμό. Εμφανίζουν όμως μιαν εκπληκτικά πειθαρχημένη ομογνωμία όταν πρόκειται για ιδεολογικές θέσεις του ΝΑΤΟ (τουλάχιστον όπως τις εξέφρασε ο πολύς Χάντινγκτον) και της στρατηγικής των ΗΠΑ.
Ηταν και είναι όλοι τους υπέρμαχοι του Σχεδίου Ανάν. Ολοι τους φανατικά αντι-Σέρβοι. Ολοι υπέρ του αδιάλλακτου χωρισμού Εκκλησίας και κράτους. Υπέρ της απάλειψης του θρησκεύματος από τις ταυτότητες. Υπέρ των οποιωνδήποτε παραχωρήσεων προς την Τουρκία. Υπέρ της «διόρθωσης» των σχολικών βιβλίων της Ιστορίας ώστε να μην «προκαλούνται» οι Τούρκοι. Ολοι τους υπερασπίζουν τα «δίκαια» του κράτους των Σκοπίων και χλευάζουν την ευαισθησία των Ελλήνων για το όνομα «Μακεδονία». Ολοι φανατικά υπέρμαχοι των ιδιωτικών πανεπιστημίων. Κ.λπ., κ.λπ.
Είναι ευκολότατο για τον νοήμονα (και επαρκούς μνήμης) αναγνώστη να εντοπίσει ποια υπουργεία κατέχει η «ελίτ» στη σημερινή κυβέρνηση, ποια και πότε στις προηγούμενες κυβερνήσεις. Ποιες καίριες θέσεις τής έχουν προσφερθεί στον κεντρικό εκπαιδευτικό σχεδιασμό και στην κρατική διαχείριση του «πολιτισμού». Ποιες εφημερίδες είναι πειθήνιοι εκφραστές της και ποιες αλώνονται μεθοδικά και ανεπαισθήτως. Ποιες «επιτελικές ομάδες» (Think Tank) και ποια τηλεοπτικά κανάλια την υπηρετούν. Ισως στη στρατηγική της «ελίτ» να περιλαμβάνεται και η συντήρηση, με κάθε θυσία, του «πολυσυλλεκτικού» χαρακτήρα των κομμάτων εξουσίας. Ετσι μπορεί να καταλαμβάνει η «ελίτ» σε οποιαδήποτε κυβέρνηση τα υπουργεία που την ενδιαφέρουν.
Σκέψου, αναγνώστη να ξαναγυρνούσε η Ελλάδα στην αφελή αθωότητα της πρώτης μετεπαναστατικής περιόδου, όταν τα πολιτικά κόμματα ονομάζονταν ευθαρσώς: το «αγγλικόν», το «γαλλικόν», το «ρωσικόν». Σκέψου, πόση ειλικρίνεια και ποια δυναμική θα αποκτούσε το πολιτικό μας σύστημα σήμερα, αν αυτοδιαλύονταν τα «πολυσυλλεκτικά» (συμβατικά και ασπόνδυλα) κόμματα και τα στελέχη τους αναδιανέμονταν στις δύο πραγματικά υπαρκτές διαφοροποιημένες παρατάξεις: Το «ευρωπαϊκόν ή ελληνοκεντρικόν» και το «αμερικανικόν» κόμμα.
Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, Κυριακή 11 Φεβρουαρίου 2007
Αυτό το κείμενο είναι γραμμένο σε μονοτονικό. Διαβάστε την πολυτονική του έκδοση.
|