Η σύγχυση ως ιδεολογία
Χρ. Γιανναράς, Καθημερινή 27 Φεβρουαρίου
2000
Για μια ακόμη φορά ο προεκλογικός αγώνας των κομμάτων είναι μόνο αντιπαράθεση προβολής διαχειριστικών ικανοτήτων. Ο ψηφοφόρος καλείται να κρίνει ποιος "θα τα καταφέρει καλύτερα" -τίποτε άλλο. Η απουσία πραγματικών διαφορών νοήματος της πολιτικής (κοινωνικών κριτηρίων και όχι στόχων) είναι ολοφάνερη. Όλα τα κόμματα συμπίπτουν στο ίδιο κενό νοήματος, που γίνεται ιδιαίτερα ψηλαφητό όταν πρόκειται για τη "φιλοσοφία" της παιδείας, τη διασάφηση του "πατριωτισμού" στον πολιιτκό λόγο, την επιχειρηματολογία αιτολόγησης της εξωτερικής πολιτικής και της άμυνας.
Από την ίδρυση του σύγχρονου ελληνικκού κράτος ως και τη στρατιωτική δικτατορία της περιόδου 1967-1974, υπήρχε στην Ελλάδα μια κρατικά επίσημη και κοινωνικά κυρίαρχη ιδεολογία: ο δυτικού τύπου εθνικισμός. Ως εθνική "Μεγάλη Ιδέα" με συνακόλουθη την "αλυτρωτική" πολιτική και την "καθαρεύουσα" γλώσσα απηχούσε τις απόψεις του Κοραή για την ταύτιση του Ελληνισμού με ένα και μοναδικό νεωτερικό σχήμα εθνικού κράτους που θα αντλεί ταυτότητα απευθείας από την κλασική αρχαιότητα -ακριβώς όπως το είχαν οραματιστεί οι Ευρωπαίοι Ουμανιστές και Νεοκλασικιστές.
Αργότερα, λόγω της απειλής του "άθεου κομμουνισμού" προστέθηκε στην εθνικιστική ελληνικότητα και ολίγον "χριστιανισμός", που η ηγέτιδα τάξη τον ερμήνευε με νεοκαντιανή "θεωρία των αξιών" και στις αρχές του ευρωπαικού ιδεαλισμού.
Ο εθνικιστικός "ελληνοχριστιανισμός" κατέρρευσε μαζί με τη δικτατορία των συνταγματαρχών, το 1974. Το κεντρικό ρητόρευμα της δικτατορίας "Ελλάς Ελλήνων Χριστιανών" σηματοδότησε το ιστορικό τέλος αυτής της ψευδεπίγραφης ιδεολογίας και των τεχνητών συνειδησιακών μορφωμάτων της. Αλλά ποια εκδοχή ελληνικότητας απόμεινε για να λειτουργήσει ως επίσημη κρατική ιδεολογία; Βέβαια, ποτέ ως τότε η ελληνικότητα του ελλαδικού κράτους δεν είχε συνδεθεί με αξιώσεις κοινωνικής δυναμικής, αξιώσεις ιδιοπρόσωπης ανταπόκρισης στις ανθρώπινες ανάγκες: ο πολιτισμός της χώρας ήταν ολοκληρωτικά μεταπρατικός, παθητική αντιγραφή του δυτικού πρωτοτύπου. Παρ' όλα αυτά, η κατάρρευση του "ελληνοχριστιανισμού" δημιούργησε ένα πραγματικό κενό: τόσο στη "φιλοσοφία" της κρατικής εκπαίδευσης όσο και στον (υποχεωτικά πατριωτικό) πολιτικό λόγο, όπως και στην ιδεολογική αιτιολόγηση της εξωτερικής πολιτικής και της άμυνας.
Το κενό φάνηκε να καλύπτεται φυσιολογικά, σιωπηρά και αβίαστα με την ψυχολογία της καθολικής αντίδρασης στον "ελληνοχριστιανισμό" και στα προιόντα του (αυταρχισμό, εθνικισμό, "καθαρεύουσα" γλώσσα, ιδεοληπτική θρησκευτικότητα). Και τη μόνη οργανωμένη ιδεολογική έκφραση αυτής της αντίδρασης εκπροσωπούσε η μαρξιστική αλλά "προοδευτική" (αποκομμένη από τη σοβιετική καθοδήγηση) Αριστερά. Η ιδεολογία της "προοδευτικής" Αριστεράς ήταν ένα μείγμα όλων των αντιφατικών στοιχείων που γοήτευαν τη μεταπολιτευτική ψυχολογία: Μείγμα δημοτικισμού και Κοραισμού, διεθνισμού και τοπικιστικού "εκσυγχρονισμού", πολιτικού φιλελευθερισμού και κομματικού κράτους, ελεύθερης οικονομίας και κράτους παροχών, προστασίας των ατομικών δικαιωμάτων αλλά και της συνδικαλιστικής πατρωνίας.
Δίχως αντίλογο ή αντιστάσεις, το "προοδευτικό" αυτό σύμφυρμα αποτέλεσε την ανεπίσημη, όμως κυρίαρχη, ιδεολογία του πολιτικού, κοινωνικού και πολιτιστικού βίου μετά τη μεταπολίτευση. Το κόμμα που συγκροτούσε τον οργανωμένο πυρήνα και τον κύριο εκφραστή αυτής της ιδεολογίας δεν αξιώθηκε ποτέ διψήφιο αριθμό ποσοστού της λαικής προτίμησης στις εκλογές. Όμως από αυτό το κόμμα αντλούσαν όλα τα άλλα κόμματα πολιτικό λόγο, κριτήρια και λογική προτάσεων, όπως και τη στελέχωση των κρατικών μηχανισμών παιδείας και πολιτισμού. Η κοινωνική ανάγκη για αναπλήρωση του κενού που δημιούργησε η απουσία "εθνικής ιδεολογίας", κατέστησε το σχεδόν περιθωριακό κόμμα της "προοδευτικής" Αριστεράς δύναμη ελέγχου κάθε πτυχής του κοινωνικού βίου σχετικής με την παιδεία, την ενημέρωση, τη διακίνηση των ιδεών, την "κουλτούρα".
Φυσικά, μια τέτοια εκ των πραγμάτων επιβολή έθεσε τις "προοδευτικές δυνάμεις" στο απυρόβλητο της κριτικής. Αν τολμηθεί ποτέ το ερώτημα: ποιαν επίγνωση ελληνικότητας κομίζουν αυτοί οι άνθρωποι, πώς ξεχωρίζουν τη διαφορά του Παρθενώνα από τον Πύργο του Άιφελ, θα ξεσηκωθεί σύσσωμος ο πολιτικός κόσμος να καταγγείλει ως υβριστή τον τολμητία.Το ερώτημα ερμηνεύεται μόνο σαν έλεγχος της "εθνικοφροσύνης", αφού δεν υπάρχει στην πολιτική αγορά άλλη εκδοχή της ελληνικότητας. Έτσι το ερώτημα για την ελληνική μας αυτεπίγνωση μοιάζει να απειλεί ολόκληρο το σύστημα των πολιτικών και κοινωνικών ισορροπιών της μεταπολίτευσης, ισορροπιών στο κενό νοήματος της επιχώριας πολιτικής (ιδιαίτερα έκδηλο στην παιδεία, στη διπλωματία, στην άμυνα).
Υπήρξαν κάποιες αποσπασματικές και σκόρπιες παρουσίες μελετητών ή καλιτεχνών, που αναζήτησαν κάποιαν άλλη εκδοχή της ελληνικότητας, άσχετη με τη λοιμική της "ελληνικοχριστιανικής" ρητορείας, ανθεκτική στις σημερινές απαιτήσεις μετοχής στο ευρωπαικό γίγνεσθαι. Εντόπισαν, ο καθένας με τον τρόπο του, με προσωπική πορεία επίμοχθη από δρόμους διαφορετικούς, ως μόνη ρεαλιστική και μη ιδεολογικοποιημένη παρακαταθήκη νοήματος της ελληνικότητας, τη λαική ενσάρκωση της ορθόδοξης εκκλησιαστικής παράδοσης: την όση "πράξη" βίου ακόμα διασώζει, την όποια διαχρονική πρόταση πολιτισμού κομίζει η κοινοτική της συγκρότηση, η λατρευτική της δραματουργία, η μουσική της, η ζωγραφική και αρχιτεκτονμική της αντίληψη, η εμπειρία της ασκητικής ανθρωπολογίας της.
Αλλά μια τέτοια αναζήτηση ξεσκέπαζε την κωμική γύμνια τόσο του "ελληνοχριστιανικού" ιδεολογήματος, όσο και της μεταπολιτευτικής "προοδευτικής" μονοκρατορίας. Ήταν λοιπόν επικίνδυνη, γιατί αποτελούσε τη μοναδική αντιπρόταση, έπρεπε οπωσδήποτε να διαβληθεί, να εξουδετερωθεί. Όσοι την εκπροσώπησαν χαρακτηρίστηκαν χλευαστικά "Νεορθόδοξοι", ταξινομήθηκαν αμέσως στους "εθνικιστές", στη "συντήρηση", διακωμωδήθηκαν σαν "γραφικοί", "Ελληνάρες" ή και "φαιδροί". Ήταν αναπόφευκτο αφού υπομόμευαν μια κατεστημένη ιδεολογική εξουσία ή το βόλεμα παρατάξεων και κομμάτων στον εύκολο εφετερισμό των φανταχτερών επιφάσεων της "προοδευτικότητας".
Όταν σε λίγες εβδομάδες σταθούμε οι ψηφοφόροι μπροστά στην κάλπη, δε μοιάζει περιττό να γνωρίζουμε πως, όποιο κι αν είναι το κόμμα της επιλογής μας, μία και μόνη ιδεολογία ψηφίζουμε. Οι διαφορές εξαντλούνται στη διαχειριστική ικανότητα που η εκτίμησή της εύκολα διαβρώνεται από ψευδαισθήσεις. Ακόμα και οι πολιτικοί μας άνδρες (από την αναχρονιστική Αριστερά ως τη συγκεχυμένη Δεξιά) μοιάζει να έχουν χασει την ικανότητα να κρίνουν πραγματικές (μη διαχωριστικές) διαφορές. Δεν μπορούν να ξεχωρίσουν ούτε καν τους Εθνικιστές από τους "Νεορθόδοξους" - το άχυρο από το στάρι.