ʼξονας ανάπτυξης της Θεσσαλονίκης να γίνει η διαφορετικότητα της πόλης
Χρήστος Δημητριάδης
Αντίβαρο, Νοέμβριος 2007
Τα (φαινομενικά) μεγαλόπνοα αλλά ασαφή και χωρίς υποδομές σχέδια για την μετατροπή της Θεσσαλονίκης σε πρωτεύουσα των Βαλκανίων, όπως έχει πολλάκις παρουσιαστεί από κυβερνητικούς φορείς της παρούσας αλλά και της προηγούμενης κυβέρνησης,είναι φανερό πως αποτελεί στην καλύτερη περίπτωση ένα πλάνο το οποίο δεν έχει την κατάλληλη στήριξη από αυτούς που το έχουν εμπνευστεί, στην χειρότερη ένα μύθευμα που χρησιμοποιείται εκατέρωθεν για να ωραιοποιηθεί η έλλειψη προσανατολισμού στην ανάπτυξη της πόλης.
Ο όρος πρωτεύουσα των Βαλκανίων, ωραίος μες τις συνδηλώσεις του, άδειος όμως από νόημα, προϋποθέτει μια σειρά γνωρισμάτων, τα οποία η πόλη όχι απλώς στερείται αυτή τη στιγμή, αλλά δεν διαφαίνεται καμία προοπτική να τα αποκτήσει μέσα στα επόμενα χρόνια. Εκτός και εάν αυτοί που χρησιμοποιούν με τόση πεποίθηση τον συγκεκριμένο όρο, εννοούν την διείσδυση ελληνικών κεφαλαίων σε γειτονικές βαλκανικές χώρες, αλλά όπως θα μπορεί να αντιληφθεί και ο πλέον καλόπιστος δέκτης του ιδεολογήματος αυτού, η σύνδεση της ισχυροποίησης της ελληνικής επιχειρηματικότητας στο εξωτερικό (έστω και αν μιλάμε για γειτονικές χώρες) και της τοποθέτησης της Θεσσαλονίκης στο κέντρο της δραστηριότητας αυτής, είναι τόσο χαλαρή, που δεν μπορεί να σταθεί ως μόνο επιχείρημα.
Για να γίνει η Θεσσαλονίκη πρωτεύουσα των Βαλκανίων, πρέπει πρώτα να γίνει πρωτεύουσα της Βόρειας Ελλάδας. Πρέπει να τονίσει και όχι να αποκρύψει τα γνωρίσματα που την διαφοροποιούν από τον υπόλοιπο ελλαδικό χώρο, με χρώμα όχι τοπικιστικό και σοβινιστικό, αλλά με διάθεση ανάδειξης των χαρακτηριστικών εκείνων που ενώνουν τους κατοίκους της με την ευρύτερη περιοχή, τις κοινές συνδέσεις σε επίπεδο ιδιώματος, λαογραφίας, ιστορίας, και όχι να προσπαθεί να γίνει μια Αθήνα στην θέση της Αθήνας, με συνέπειες αρνητικές και για την ίδια και για το νεοελληνικό κράτος.
Η πρωτεύουσα δεν είναι το κέντρο της επιχειρηματικότητας. Είναι ένας όρος κυρίως πολιτικός, είναι το κέντρο μιας ταυτότητας.
Το αν ο Σαλονικιός νιώθει Βαλκάνιος, είναι μια πολύ μεγάλη συζήτηση. Εκείνο που είναι σίγουρο είναι πως η ευρύτερη περιοχή, με τις τόσες εξάρσεις των εθνικισμών τις τελευταίες δεκαετίες, με τον διαχωρισμό μιας μικρής περιοχής σε πολλές γλωσσικές ομάδες, την διπλωματική σύγκρουση της Ελλάδας με γειτονικές χώρες, και τις συγκρούσεις των γειτονικών αυτών χωρών μεταξύ τους, δεν έχει ούτε υποψία ενός κοινού υπεδάφους στο οποίο θα μπορούσαν να ενωθούν οι διαφορετικές αυτές ζώνες, με επίκεντρο την Θεσσαλονίκη.
Μόνο αφού βρει η πόλη μέσω μιας ειλικρινούς ενδοσκόπησης τον χαρακτήρα που έχει κρυφτεί κάτω από τον μανδύα της ομογενοποίησης των αστικών κέντρων της χώρας, θα μπορέσει να ανοίξει έναν εποικοδομητικό διάλογο με τους πολιτισμούς που την περιβάλλουν γεωγραφικά.
Αφού το ιδίωμα της Βόρειας Ελλάδας πάψει να θεωρείται ένδειξη επαρχιωτισμού, αφού αναδειχτεί ο ρόλος των προσφύγων κάθε προέλευσης στην διαμόρφωση του προσώπου της πόλης (από τους Σεφαρντίμ και τους Τούρκους, μέχρι τους παππούδες μας Μικρασιάτες και Πόντιους, και τους σημερινούς μετανάστες της πρώην ΕΣΣΔ), αφού αναδειχτεί το τσίπουρο της μακεδονικής γης σε καρπό της παράδοσης και του πολιτισμού της, αφού ο ερασιτεχνικός και επαγγελματικος αθλητισμός της πόλης βγει από το τέλμα που αντιμετωπίζει και προωθηθεί ως τρόπος ζωής, αφού (...), τότε υπάρχουν ελπίδες για να αποκτήσει η πόλη τον υγιή προσανατολισμό της.
Ως τοτε, οι γενικόλογες εξαγγελίες δεν μπορούν παρά να εγκλωβίζουν την πόλη στο αδιέξοδό της.
Και εδώ πρέπει να σταθώ στην πρόσφατη πρόταση του Μιχάλη Χαραλαμπίδη, για ίδρυση μουσείου ολοκαυτωμάτων στην Θεσσαλονίκη. Η πόλη είναι το καλύτερο μέρος για να εκφραστεί αυτή τη στιγμή το μήνυμα του ανθρωπισμού και της ειρήνης. Έχοντας επηρεαστεί όσο λιγες ευρωπαϊκές πόλεις από την εθνικοσοσιαλιστική γενοκτονία των εβραϊκών πληθυσμών, και έχοντας δεχτεί μεγάλο όγκο προσφύγων από επιζήσαντες μιας άλλης γενοκτονίας, της κεμαλικής, αυτή η πόλη έχει την δυνατότητα σήμερα, με ένα υπερσύγχρονο μουσείο που να συνταιριάζει εικόνα, ήχο και ντοκουμέντα να στείλει ένα πανανθρώπινο μήνυμα, να πει την δική της ιστορία που είναι ένα παλίμψηστο εμπειριών προσφυγιάς και θριάμβου της θέλησης.
Αρκεί οι ομόκεντροι κύκλοι της κρατικής εξουσίας, που αρχίζουν από τον κοινοτάρχη και καταλήγουν στον πρωθυπουργό, να αφουγκραστούν την δίψα της πόλης για μια ανάπτυξη σε όλα τα επίπεδα, και να συνειδητοποιήσουν την αλήθεια που ζουν οι συμπολίτες τους, πως η δραστηριοποίηση μεμονωμένων επιχειρηματιών εκτός των συνόρων, δεν συμβάλλει στο να γίνει μια πόλη ούτε ομορφότερη αλλά ούτε και σημαντικότερη.
Αυτό το κείμενο είναι γραμμένο σε μονοτονικό. Διαβάστε την πολυτονική του έκδοση.
|