Ζωνιανά: Που είναι η ψυχή μας;
Μανώλης Εγγλέζος Δεληγιαννάκης
Αντίβαρο, Νοέμβριος 2007
Και ξαφνικά όλοι ανακάλυψαν ότι στο Μυλοπόταμο γίνονται παρανομίες! Η επί τέσσερα χρόνια κυβέρνηση αποδίδει στη επί είκοσι χρόνια προηγούμενη κυβέρνηση την ευθύνη για την απραξία και την κατοχύρωση ενός αβάτου στην περιοχή, περιοδεύουν όλοι στα ΜΜΕ και δηλώνουν την απερίφραστη καταδίκη και τον αποτροπιασμό τους, μαθαίνουμε ότι υπάρχει και η πολιτική βούληση (άρα πριν δεν υπήρχε) για να παταχθούν τα φαινόμενα παραβατισμού, ειδικές δυνάμεις παρελαύνουν στα Ζωνιανά και βρίσκουν υλικό που όλοι ήξεραν ότι υπήρχε και κανείς δεν έβρισκε. Ο ίδιος ο πρωθυπουργός ζητάει από τον Παυλόπουλο να φροντίσει για την επιβολή του νόμου!
Δεν ξέρω αν η κατάσταση είναι για πικρά χαμόγελα ή για κλάματα. Το σίγουρο είναι ότι η Κρήτη κάποτε ήταν γνωστή και μπεγιεντισμένη για ένα πνεύμα αντίστασης κι ένα κώδικα τιμής, ενώ πια έχει καταντήσει εξίσου γνωστή αλλά γιβεντισμένη προτάσσοντας την παραβατικότητα ως πράξη επαινετή. Θα ήταν εθελοτυφλία και βόλεμα αν απομονώναμε τα φαινόμενα αυτά στο Μυλοπόταμο, υποστηρίζοντας ότι η υπόλοιπη Κρήτη δεν τα έχει. Όπως επίσης θα ήταν τραγικό να συνεχίσομε το στρουθοκαμηλισμό όταν σβήσουν τα φώτα της παράστασης που εκτυλίσσεται τις τελευταίες μέρες και να παριστάνουμε ότι υπάρχουν μεμονωμένες περιπτώσεις που δε χαρακτηρίζουν την περιοχή. Πώς όμως φτάσαμε εδώ, τι μετέτρεψε την Κρήτη-αρχέτυπο της αντίστασης κατά κάθε κατακτητή σε περιοχή όπου ανθεί και γίνεται ανεκτό το οργανωμένο έγκλημα;
Νησί απομονωμένο και με εφτακόσια χρόνια υπό ενετική και τούρκικη κατοχή, αναγκάστηκε να διαμορφώσει μόνη της κανόνες και άγραφους νόμους, ξεκινώντας από τα Σφακιά, τη μόνη περιοχή που διατήρησε το αυτεξούσιο και έπρεπε να ρυθμίσει τη συνύπαρξη των κατοίκων της σε περιορισμένο χώρο. Κανόνες βασισμένοι στην ισοτιμία (κανείς δεν ίσταται υπεράνω των κανόνων), στην κοινοτική οργάνωση και τη συλλογικότητα στη λήψη αποφάσεων (κορυφαίο παράδειγμα η συναπόφαση για την εξέγερση του Δασκαλογιάννη). Κώδικες συμπεριφοράς που δίνουν προεξάρχουσα θέση στην τιμή, τη σεμνότητα, στην πρεπιά, το μέτρο, την ελευθερία, τη φιλοξενία, το σεβασμό, το μερακλίκι. Εξουσία να επιβάλει τους κανόνες αυτούς δεν υπήρχε, κι η τήρηση τους επαφιόταν στην ίδια την τοπική κοινωνία, η οποία προσχωρούσε σ αυτούς όχι καταναγκαστικά, αλλά βαθιά πεισμένη ότι επρόκειτο για ύψιστες ηθικές υποχρεώσεις. Τις παραβάσεις των κανόνων τις τιμωρούσε είτε η τοπική κοινωνία με την περιφρόνηση, είτε οι ίδιοι οι υφιστάμενοι την παραβατική συμπεριφορά με αντίποινα. Η εφαρμογή των κανόνων ήταν σκληρή και πέρα για πέρα αποδεκτή από την κοινωνία που τους εφάρμοζε. Οι αρχές που τους διείπαν ήταν υψηλές και με σέβας ακόμα και στον αντίπαλο. Είναι χαρακτηριστική γιαυτό η δοξασία ότι όποιον κάνει έρωτα κατά τη διάρκεια του πολέμου το βρίσκει πιο εύκολα η μπάλα (η σφαίρα), που αποσκοπούσε αφενός στην προσήλωση των επαναστατών στο σκοπό τους και αφετέρου στο σεβασμό της τιμής των γυναικών των εχθρών.
Οι άγραφοι κώδικες, η φτώχεια και οι συνθήκες απομόνωσης οδήγησαν σ ένα πνεύμα αλληλεγγύης και υψηλότατο φρόνημα για την πίστη στα δίκαιά μας, παράγοντες που οδήγησαν στην ηρωική πορεία της Κρήτης δια πυρός και σιδήρου μέσα από τους αιώνες, μέχρι την Ένωση με τον υπόλοιπο ελεύθερο Ελληνισμό μετά από εφτά αιώνες χωρισμού. Οι αγώνες της τρέφονταν και καθοδηγούνταν από τις αξίες αυτές, και όταν ολοκλήρωσαν την αποστολή τους στην Κρήτη, οι Κρητικοί μεταλαμπάδευσαν αυτή τη φλόγα στην υπόλοιπη Ελλάδα: Μακεδονία, Β. Ήπειρος, Βαλκανικοί, Μικρασία. Είχε ήδη αναλάβει το τιμόνι της Ελλάδας ο Βενιζέλος, εκφράζοντας έτσι την ανάγκη της ταπεινωμένης Ελλάδας της Μελούνας για νέο ξεκίνημα με όχημα τις αξίες και την ορμή που προσέφερε το παράδειγμα της Κρήτης.
Όπλα υπήρχαν πάντα στην Κρήτη, συνέχεια μιας παράδοσης που ξεκινούσε από πολύ παλιά και συνεχώς ανανεωνόταν μέσα από τη διαρκή αντίσταση στον κατακτητή και μέχρι την Κατοχή αλλά και στη συνέχεια με την αποστολή όπλων στην Κύπρο για τις ανάγκες του δικού της αγώνα. ʼλλωστε η εξοικείωση των Κρητικών με τα όπλα και η εμπειρία τους στη μάχη, τους κατέστησε πρότυπο λεβεντιάς και ανδρείας σ όλο τον υπόλοιπο ελληνισμό, ενώ οι χτεσινοί εθελοντές γίνονταν αξιωματικοί του τακτικού στρατού στη φυγή προς την εθνική ολοκλήρωση.
Η ζωή στην Κρήτη συνεχιζόταν «προβιομηχανική» μέχρι τη δεκαετία του 60 με το μόχθο της αγροτικής και κτηνοτροφικής δραστηριότητας, φτωχική αλλά περήφανη. Σ αυτή την περίοδο ανατρέχει και η περίφημη «κρητική διατροφή», που θεωρείται η πιο υγιεινή παγκοσμίως και δεν την ακολουθεί σήμερα κανείς κρητικός. Είναι η διατροφή της φτώχιας, με ελάχιστο κρέας, συνδυασμένη με μεγάλη σωματική προσπάθεια.
Από τη δεκαετία του 70, το σκηνικό άρχισε σιγά σιγά να αλλάζει. Η ανακάλυψη της Κρήτης ως τουριστικού προορισμού θα αρχίσει να φέρνει εύκολο χρήμα και να κατευθύνει τους ανθρώπους στις υπηρεσίες (σερβιτόροι) και στις τουριστικές επιχειρήσεις. Τα σημερινά εκτρώματα της συνεχούς δόμησης μικρών και μεγαλύτερων μπετόν κατασκευών που χρησιμεύουν για δωμάτια κυρίως στην ανατολική Κρήτη ξεκίνησαν εκείνη την περίοδο. Στις ορεινές περιοχές, οι επιδοτήσεις και ο αγροτουρισμός πρόσφεραν εύκολο κεφάλαιο που ποτέ δεν είχαν φανταστεί οι κάτοικοι, βασισμένο σε φουσκωμένες δηλώσεις που δεν υπέκειντο σε κανένα έλεγχο. Έτσι, η φτώχεια έδωσε τη θέση της στην άνεση, η διατροφή άλλαξε, η δουλειά στο χωράφι και στο υπόστεγο εγκαταλείφθηκε. Ο χτεσινός βοσκός είναι συχνά εργοδότης του Αλβανού που του αρμέγει και του σφάζει, η σχέση με το κοπάδι δεν είναι σχέση αλληλεξάρτησης ούτε όρος επιβίωσης. Τα προς το ζειν τα παρέχει ο τριτογενής τομέας: Τουριστικές υπηρεσίες, ροή επιδοτήσεων. Οι τελευταίες δεν κατευθύνθηκαν στους σκοπούς για τους οποίους ελήφθησαν. Δε συντέλεσαν πχ στη δημιουργία μιας μονάδας η οποία θα μπορούσε να παράγει εισόδημα με αυτάρκεια στο μέλλον. Αντίθετα, τα λεφτά ξοδεύτηκαν σε μη παραγωγικές δραστηριότητες και δεν επενδύθηκαν. Όμως πια ο στόχος ήταν ένας τρόπος ζωής που δε μπορούσε να συντηρηθεί με την παραδοσιακή εργασία. Αν κοντά σ αυτό βάλεις και την εξοικείωση με τα όπλα, είναι εύκολο να κάνεις το βήμα που θα σε οδηγήσει στον πλουτισμό μέσω της παραβατικότητας.
Το μόνο που μπορούσε να σε προστατέψει ήταν οι άγραφοι νόμοι κι ο κώδικας τιμής. Ποιος όμως πια νοιαζόταν γιαυτό; Κατά τα φαινόμενα πολλοί. Όχι για να τηρήσουν τις επιταγές που παραδόθηκαν από γενιά σε γενιά, αλλά να τις παρακάμψουν κρατώντας τον τύπο και βιάζοντας κυριολεκτικά την ουσία.
Έτσι, η χρήση των όπλων στα γλέντια, υποτίθεται ότι γίνεται συνεχίζοντας τα έθιμα των παλιών μας. Αυτοί όμως δεν έπαιζαν στον αέρα παρά μόνο σε συγκεκριμένες περιστάσεις και με μέτρο. Σήμερα πολλά γλέντια καταντούν συναγωνισμός κατανάλωσης σφαιρών, δίχως την τήρηση κανόνων ασφαλείας αυτονόητων σε εκπαιδευμένους σκοπευτές. Και βέβαια ούτε να τραγουδήσεις μπορείς, ούτε να χορέψεις, αφού ο κρότος από τις μπαλωτές σκεπάζει τα πάντα. Επιπλέον, τα όπλα τα έστρεφες είτε στον εχθρό είτε σ αυτόν που σου πρόσβαλλε την τιμή. Ποτέ για να προσποριστείς περιουσιακό όφελος. Σήμερα τα όπλα είναι ο δρόμος για τον πλούτο, με την προστασία, το εμπόριο ναρκωτικών, γυναικών, τις ληστείες τραπεζών.
Αντίστοιχα, η ανδρεία και η λεβεντιά που επιδεικνυόταν απέναντι στους εχθρούς χρησιμοποιήθηκε ως κάλυμμα για πράξεις βίας που στρέφονται πια απέναντι (όχι στην εξουσία αλλά) στην κοινωνία την ίδια. Καμιά σχέση βέβαια δεν υπάρχει μεταξύ της πάλης για ένα ιδανικό και του τσαμπουκά και της μαγκιάς που περισσεύει σήμερα.
Η κλεψά, όρος που σήμαινε τη ζωοκλοπή προς επιβίωση σε εποχές παρανομίας, τώρα έχει καταντήσει απειλή για κάθε κτηνοτρόφο και ανασταλτικός παράγοντας για την ανάπτυξη της κτηνοτροφίας. Ο μόνος τρόπος για να την αποφύγει κάποιος ήταν οι κουμπαριές κι οι συντεκνιές με τους επίφοβους για κλέφτες, ποντάροντας στο κρητικό φιλότιμο, στον ιερό κάποτε σεβασμό της συγγένειας που δημιουργείται με τέτοιους δεσμούς και που μόνο αυτός μπορούσε να δράσει αποτρεπτικά σε τέτοιες ενέργειες. Όμως, η χαλάρωση της προσήλωσης στις παλιές αξίες επηρέασε και το σεβασμό αυτόν, οπότε οι κουμπάροι κλέβουν τους κουμπάρους κι οι σύντεκνοι τους συντέκνους στο όνομα του παλιού παραδοσιακού εθίμου της ζωοκλοπής, του οποίου την επιβίωση κάποιοι Αθηναίοι βρίσκουν χαριτωμένη. Δεν είναι λίγοι οι βοσκοί που αναγκάζονται να κοιμούνται στα υπόστεγά τους όταν έχει πανσέληνο για να αποτρέψουν πιθανή απόπειρα ζωοκλοπής.
Οι κουμπαριές, οι συντεκνιές κι η πολιτική πελατεία όμως, επηρεάζουν σε άλλη κατεύθυνση: Αυτή της συγκάλυψης και σιωπής. Όποιος μιλήσει απομονώνεται ή καταστέλλεται. Και επειδή μερικοί ακάτεχοι φαντάζονται τους σημερινούς παρανόμους σαν κρητικούς Ρομπέν των Δασών, τίποτα τέτοιο δεν ισχύει. Δεν πρόκειται για κοινωνικό αγώνα αλλά για οργανωμένο έγκλημα. Δεν είναι αγώνας κατά της εξουσίας αλλά κατά της κοινωνίας. Κι αυτό το στηρίζει μια ολόκληρη κοινωνία, είτε συμμετέχοντας, είτε ανεχόμενη, είτε φοβούμενη. Τη δύναμη να κάνουν την κοινωνία να μη μιλάει, την πήραν από την κάλυψη και την ανοχή, κι έτσι οι υπόλοιποι δεν έχουν παρά μόνο την επιλογή της σιωπής ή της συμμετοχής. Και στο κάτω κάτω γιατί να μη συμμετέχουν κι αυτοί, όταν δίπλα τους το παράδειγμα του εύκολου, παράνομου κι ατιμώρητου πλούτου τους κάνει να νοιώθουν μπουνταλάδες οι ίδιοι. Έτσι δεν υπάρχει σωτηρία, υπάρχει μόνο ένας φαύλος κύκλος που δε θα σπάσει αν δεν υπάρξει βούληση για τομή βαθιά και επώδυνη.
Είπαμε και πιο πάνω ότι υπάρχουν δύο παγίδες στη θεώρησή μας: Να πιστέψομε ότι τα φαινόμενα αυτά είναι μεμονωμένα ή ότι αφορούν μόνο το Μυλοπόταμο. Ούτε μεμονωμένα είναι, ούτε μόνο το Μυλοπόταμο αφορούν. Αντίθετα, εξαπλώνονται σ όλη την Κρήτη που παίρνει παράδειγμα προς μίμηση από την ατιμωρησία, την ασυδοσία και την πολιτική κάλυψη που απολαμβάνουν αυτές οι πρακτικές. Από τις αξίες έχει μείνει ένα πουκάμισο αδειανό που καλύπτει μιαν ηθική ένδεια κι ένα παχύσαρκο πια κορμί. Το επίπεδο καταδεικνύει και το περιεχόμενο των μαντινάδων: «Χέρια που δεν αρπάξανε ξένο ψωμί να φάνε αυτά σηκώνουν την τιμή όσο βαριά και να ναι», τραγουδούσε πριν από μερικά χρόνια η Κρήτη, ενώ σήμερα είναι δημοφιλείς μαντινάδες (;) όπως «ο Τζώνυ ο περιπατητής πόσα λεφτά έχει βγάλει αλλά για το ουίσκι του τα κάνω όλα χαλάλι» ή «μια βούργια ένα λυκόσκυλο ένα καλό μπιστόλι κι ένα διπλό διαφορικό είν η ζωή μου όλη».
Συνηθίζομε να μιλούμε για ευθύνες της εξουσίας, της Πολιτείας, του συστήματος. Τώρα ήρθε η ώρα να συνειδητοποιήσομε ότι έχομε τους ηγέτες που μας αξίζουν. Μια τοπική κοινωνία που επιλέγει συνειδητά την ενασχόληση με την παρανομία έχει η ίδια πρόβλημα αξιών και δημιουργεί τους πολιτικούς προστάτες που θα της επιτρέψουν να συνεχίσει το δρόμο της αυτόν. Ο Πάνω Μυλοπόταμος έχει από τα χαμηλότερα ποσοστά αναλφαβητισμού στην Ελλάδα. Οι γονείς που δε στέλνουν τα παιδιά τους στο σχολείο, επιλέγουν οι ίδιοι να τα στρέψουν στις δραστηριότητες που εγγυώνται εύκολο πλουτισμό χωρίς αρχές, και τους δίνουν ένα παράδειγμα ηθικής εξαχρείωσης και ασυδοσίας. Κι είναι πια πάνω από μια γενιά που έχει αναθραφεί με πρότυπο τις συγκεκριμένες «αρχές». Που πήγαν οι αξίες της Κρήτης λοιπόν; Και στο όνομα τίνος ιδανικού η Κρήτη πρέπει να καταντήσει συνώνυμο της καταπίεσης μιας κοινωνίας ολόκληρης από το οργανωμένο έγκλημα; Λαθρεμπόριο όπλων, προστασία, μαστρωπεία, ναρκωτικά είναι οι νέοι στόχοι, οι οποίοι δεν καταδικάζονται και δεν απομονώνονται.
Οι επιχειρήσεις καταστολής στα Ζωνιανά και την ευρύτερη περιοχή συναντούν την επιδοκιμασία των γειτονικών περιοχών, που φοβούνταν να αντιδράσουν. Όμως τέτοιες, πιο περιορισμένες, είχαν γίνει και στο παρελθόν, σποραδικά και δίχως συνέχεια. Τις ακολούθησε η αναζωπύρωση και γιγάντωση του φαινομένου, ενώ εμπεδώθηκε και η αίσθηση της ατιμωρησίας και ασυδοσίας. Στη συνείδηση του κόσμου που θέλει να είναι αμέτοχος αλλά φοβάται, αυτές οι επιχειρήσεις έχουν την δυσπιστία της προσωρινότητας, γεγονός που εμποδίζει την ελεύθερη έκφραση και αντίδρασή τους.
Η κατάσταση δε φαίνεται να έχει προοπτικές βελτίωσης. Η καταστολή θα τελειώσει και οι δραστηριότητες θα ξαναρχίσουν. Θα πρέπει τα ίδια τα Ζωνιανά (και όχι μόνο) να έρθουν σε ρήξη με τη μέχρι τώρα πρακτική τους και η κοινωνία να αποκτήσει το θάρρος να αντισταθεί. Τη βούληση της Πολιτείας για αντιμετώπιση του φαινομένου μόνο μια δραστήρια κι αποφασισμένη κοινωνία θα την επιβάλλει, κι ίδια με τη στάση της μπορεί να αναγκάσει αυτούς που την καταπιέζουν να αλλάξουν στάση. Το πόσο το θέλει αυτό η τοπική κοινωνία είναι κάτι που θα φανεί από δω και πέρα. Προϋπόθεση γιαυτό όμως είναι να ξανασκύψει κι η ίδια στις αξίες που την έκαμαν γνωστή και τιμημένη στους υπόλοιπους Έλληνες.
Αυτό το κείμενο είναι γραμμένο σε μονοτονικό. Διαβάστε την πολυτονική του έκδοση.
|