Παράδοση: εκτός από βίωμα, είναι πια και πολιτική πράξη
Μανώλης Εγγλέζος Δεληγιαννάκης
Αντίβαρο, Οκτώβριος 2007
Το να ασχολείσαι με την παράδοσή σου έχει από μόνο του μιαν αντίφαση: Με την παράδοσή σου δεν ασχολείσαι. Τη ζείς από μέσα, τη βιώνεις, υπάρχει σε κάθε ενέργειά σου. Ασχολείσαι μόνο με την παράδοση των άλλων, σαν παρατηρητής ή ενδιαφερόμενος.
Αυτά βέβαια καταρχήν. Γιατί εν τω μεταξύ έχουν συμβεί πολλά. Δυο παράγοντες έχουν συμβάλει στην υποχώρηση έως εξαφάνιση της παράδοσης των ελληνικών πληθυσμών κατά τον 20ο αιώνα. Η μικρασιατική καταστροφή και η αστυφιλία.
Η πρώτη μπόρεσε μέσα σε τρεις γενιές, και με τη συνδρομή του ελλαδικού κράτους και της πολιτικής της λήθης και του στιγματισμού των προσφύγων, να μεταβάλει τους μικρασιάτες σε παλαιοελλαδίτες. Μικρές εστίες σε προσφυγικά χωριά διατηρούν ακόμα στοιχεία της παλιάς πατρίδας. Φωτεινή εξαίρεση μέσα στους μικρασιάτες, οι ποντιακοί πληθυσμοί, που κρατούν από πείσμα την ταυτότητά τους και διεκδικούν πολύ περισσότερα σε μαζικό επίπεδο.
Η κατάρρευση της υπαίθρου μετά τον πόλεμο και η αθρόα συσσώρευση των αγροτικών πληθυσμών στις πόλεις επιτέλεσε το ίδιο έργο ως προς τους πληθυσμούς της παλαιάς Ελλάδας. Μέσα σε δυο γενιές, μεγάλο ποσοστό των πληθυσμών που έλκουν την καταγωγή τους από την επαρχία μεταβλήθηκε σε Αθηναίους. Και λέμε Αθηναίους, παρ\' όλο που η προσφυγιά και η εσωτερική μετανάστευση κατευθύνθηκαν και αλλού, γιατί στην Αθήνα υπήρξε μια υπερσυσσώρευση αφενός, αφετέρου η εγκατάσταση σε άλλες μεγάλες πόλεις δεν έχει τα καταστροφικά από πλευράς ταυτότητας χαρακτηριστικά της Αθήνας. Οι πρωτεύουσες νομών, της Θεσσαλονίκης συμπεριλαμβανομένης, διατηρούν την ταυτότητα του περιβάλλοντος χώρου, αν και η επίθεση του λάιφ στάιλ είναι πολύ ισχυρή πια κι εκεί. Όμως ο μισός πληθυσμός πια βρίσκεται στην Αθήνα.
Αυτό που συντελέστηκε στην Αθήνα είναι μια λευκή γενοκτονία. Μια γενοκτονία μνήμης, παράδοσης, ταυτότητας ανθρώπων που έφτασαν πρόσωπα και η επόμενη γενιά τους είχε ήδη γίνει άτομο δίχως συνείδηση από πού έρχεται. Αυτό φαίνεται σε κάθε πτυχή της δραστηριότητας της γενιάς που μεγάλωσε μετά το 70. Ακούει αμερικάνικων προδιαγραφών μουσική, μιλάει μια γλώσσα που έχει πολλές αγγλικές λέξεις μέσα της, γράφει με λατινικούς-αγγλικούς χαρακτήρες, αδυνατεί να εκφραστεί με ελληνικούς όρους, υποτιμά κάθε στοιχείο που τη δένει με την καταγωγή της. Και κάθε γενιά από το 70 και μετά, παρουσιάζει αυτά τα χαρακτηριστικά σε μαζικότερο και πιο έντονο βαθμό. Το χάσμα που υπάρχει μεταξύ Αθήνας και επαρχίας σε οικονομικό και πολιτικό επίπεδο, έχει πια και την έκφρασή του σε προσωπικό επίπεδο. Κι αν υπάρχει κάποια προοπτική γεφύρωσης, αυτή είναι μόνο στην κατεύθυνση της μίμησης της Αθήνας και υιοθέτησης των προτύπων της.
Αξίζει να κάνουμε μια ιδιαίτερη αναφορά στο θέμα της μουσικής, αφού αποτελεί άμεσο παράγοντα εκδήλωσης της διάθεσης του ανθρώπου, ιδίως στο επίπεδο του γλεντιού, της έκστασης, της χαράς αλλά και του πόνου. Οι Αθηναίοι (μ\' αυτό τον όρο θα αποκαλούμε όλους όσους αποτελούν θύματα της λευκής γενοκτονίας) ακούν τη μουσική που επιβάλλει ένα συγκεκριμένο σύστημα μιας πολιτιστικής βιομηχανίας. Έχομε συνηθίσει να αποκαλούμε αυτή τη μουσική «ξένη», όμως δεν ισχύει αυτό. Δεν είναι μουσική της Ινδίας, του Ιράν, της Λατινικής Αμερικής. Είναι η μουσική που παράγεται στις ΗΠΑ και τις χώρες της Δυτικής Ευρώπης, οι οποίες συνεχίζουν την αποικιοκρατία και μέσα από τη μουσική. Ακόμα και τα ακούσματα της «προοδευτικής» νεολαίας, είναι αυτά που εκφράζουν τους προοδευτικούς κύκλους των συγκεκριμένων περιοχών, δείχνοντας ότι τελικά το μέσο είναι το μήνυμα: Ο πολιτιστικός σου δυνάστης δε σε καταπιέζει. Σου προσφέρει μια μεγάλη γκάμα έκφρασης από την οποία μπορείς να διαλέξεις. Είσαι συντηρητικός; έχουμε προιόν. Είσαι αριστερός; έχουμε και για σένα. Είσαι αντιεξουσιαστής; Πάρε κι εσύ. Όλοι μπορείτε να εκφραστείτε μέσα από τους δρόμους που σας δείχνουμε. Και τα στοιχεία των επί μέρους παραδόσεων των λαών που καταδυναστεύουμε δεν είναι για πέταμα. Οι πρωτοποριακοί μας καλλιτέχνες θα εντάξουν και κάποιες τέτοιες φόρμες στο ρεπερτόριό τους. Ο μόνος αντίστοιχος πόλος παγκοσμίως είναι η Ινδία και το Μπόλλυγουντ, που έχει μια μεγάλη απήχηση στην ευρύτερη γεωγραφική της περιοχή και αποτελεί ένα σημείο αναφοράς ανεξάρτητο από την κουλτούρα της Δύσης. Οι υπόλοιπες παραδόσεις είναι εσωτερικής και φθίνουσας απεύθυνσης κάτω από την πίεση της παγκοσμιοποιημένης πολιτιστικής πρότασης.
Το πόσο είμαστε όλοι εμποτισμένοι από αυτό το πνεύμα, όσο κι αν αντιστεκόμαστε, φαίνεται από το πόσο εύκολα μας έρχονται και μας στο στόμα οι αγγλικές λέξεις του συρμού ενώ μπορούμε να χρησιμοποιήσομε την αντίστοιχη ελληνική. Κι ακόμα φαίνεται από την ευκολία με την οποία βάζουμε τη λατινική αλφαβήτα στο γράψιμό μας. Κανονικά, δεν πρέπει να τη χρησιμοποιούμε καθόλου. Έχουμε τη δυνατότητα να αποδώσουμε την αγγλική λέξη με ελληνικά γράμματα. Τυχόν αντίλογος θα πεί ότι είναι πιο κοντά στη σωστή απόδοση να γράψεις τη λέξη με το αλφάβητό της, πετυχαίνεις πιο πιστή απόδοση. Ναι, αλλά δεν είναι κάποιος υποχρεωμένος να ξέρει αγγλικά, όσο κι αν στην πράξη ο βομβαρδισμός από πινακίδες και επιγραφές ξενόγλωσσες μας έχει εξοικειώσει θέλομε δε θέλομε. Τι γίνεται όμως με τις λέξεις που δεν είναι αγγλικές, αλλά εμείς επιμένομε να τις γράφομε στα αγγλικά; Πόσες φορές δεν έχομε δεί το Λένιν, τον Οσάμα Μπιν Λάντεν, το Γκάντι, το Ζάο Ζιγιάνγκ να γράφονται με λατινικούς χαρακτήρες; Αν ισχύει η αρχή της ορθής απόδοσης, θα πρέπει να τους γράψομε στα κυριλλικά, αραβικά, ινδικά και κινέζικα αντίστοιχα. Απλά, η διείσδυση της δυτικής κουλτούρας είναι τόσο μεγάλη που πια έχομε χάσει τον έλεγχο. Για να αντιδράσομε, θα πρέπει να ξανακοιτάξομε όλα αυτά τα θέματα από την αρχή.
Με την υποχώρηση των τοπικών παραδόσεων, δημιουργείται ένας πληθυσμός άχρωμος, δίχως ταυτότητα και ρίζες, επομένως δίχως παρελθόν. ʼρα, έτοιμος να καταναλώσει ό,τι του σερβίρουν, να εκφραστεί με βάση τις επιταγές της «μόδας», του συρμού, του «λάιφ στάιλ». Και πια να προσεγγίζει τον άλλο με βάση στοιχεία ατομικότητας, όχι σα συλλογικότητα. Δεν έχει ο πληθυσμός αυτός μια δεξαμενή εθίμων και μηχανισμών που καθορίζονται από την επί αιώνες διαμορφούμενη ταυτότητά του και στους οποίους θα εμβαπτίσει οτιδήποτε καινούργιο συναντήσει, ώστε να το διαμορφώσει με βάση τις δικές του παραδόσεις. Κι όμως αυτό γινόταν πάντα, σε οποιεσδήποτε συντεταγμένες και συστήματα. Δε μπορεί για πάντα ένας λαός να απομονώνεται από τον υπόλοιπο κόσμο. Έρχεται σε επαφή με άλλους λαούς, παίρνει και δίνει, ανταλλάσσει εμπειρίες και ενσωματώνει στην παράδοσή του τα στοιχεία εκείνα που του κάνουν, διαμορφωμένα κατά πώς το κρίνει σκόπιμο. Όμως εδώ δεν έχουμε τέτοια περίπτωση. Ο πληθυσμός εκείνος που έχει καταντήσει λευκό χαρτί, τάμπουλα ράζα, δε θα μπορεί να συμμετάσχει σ\' αυτό το γοητευτικό πάρε δώσε. Δε θα έχει τι να δώσει, αλλά κι αυτοί που το θέλουν καταναλωτή δε θέλουν να πάρουν τίποτα απ\' αυτόν. Θέλουν μόνο να δώσουν κάτι ακριβώς όπως το πουλάνε, δίχως παραλλαγές, ομοιόμορφο και στεγνό. Αυτή η τάση διαπερνά την κοινωνία μας πέρα για πέρα, με τρόπο συνολικό. Πιο συνολικό από τον τρόπο με τον οποίο ο νέος διαχωρισμός μεταξύ οπαδών της παγκοσμιοποίησης και της Νέας Τάξης διαπερνά το πολιτικό φάσμα. Γιατί στο πολιτικό επίπεδο κάτι αρχίσαμε να καταλαβαίνουμε κι όλο και περισσότεροι θα προστεθούν στο μέλλον. Και επί μέρους αγώνες όπως αυτοί κατά του τούρκικου επεκτατισμού, του πολέμου στο Ιράκ και του βιβλίου ιστορίας της 6ης δημοτικού ξεκαθαρίζουν το τοπίο ακόμα περισσότερο. Όμως στην πολιτιστική διάσταση η κυριαρχία του βορειοατλαντικού μοντέλου είναι γενικευμένη, αφού την ενστερνίζονται τόσο οι υπέρ, όσο και ασυνείδητα πολλοί κατά της παγκοσμιοποίησης, δηλαδή οι περισσότεροι από εμάς. Κι είναι χαρακτηριστικό ότι με την παράδοσή μας είναι δεμένοι ακόμα κυρίως πληθυσμοί που δεν έχουν μεγάλη πολιτική συνειδητοποίηση, ενώ οι πιο «προβληματισμένοι» έχουν ήδη χάσει αυτή την επαφή. Κι αν έρχονται σ\' επαφή ξανά μαζί της, είναι πολλές φορές διά της τεθλασμένης, μέσω προβληματισμών που θέτει το κίνημα και που βρίσκουν εφαρμογή και στην εμβάπτιση -κι έτσι νομιμοποίηση- της παράδοσης στην κολυμπήθρα των ιδεών. Έτσι, τα οικολογικά κηρύγματα περί εντοπιότητας έδωσαν σε αρκετούς την αφορμή να σκύψουν πάνω από τα στοιχεία της ταυτότητάς μας. Παλιότερα, όταν η Ελλάδα ανακάλυπτε την Ινδία μέσα από τη Ναργκίς και τις διασκευές του Μπάμπη Μπακάλη, οι τότε προοδευτικοί μας την προσέγγισαν κυριολεκτικά μέσω Αμερικής, από το κίνημα των χίπις και του 68.
Είναι όμως κακό αυτό; Και πάλι δεν ξαναβρίσκουμε την επαφή με τον ομφάλιο λώρο μας, έστω και μετά από περιπλάνηση; Δεν είναι βέβαια. Κι ευτυχώς που έτσι τουλάχιστο συναντάμε πάλι τις ρίζες μας. Όμως αυτό το φαινόμενο είναι περιορισμένο, και επιπλέον αποτελεί εγκεφαλική προσέγγιση πιο πολύ παρά βιωματική. Είναι όμως θετικό το ότι συμβαίνει στον όποιο βαθμό, έστω και με αυτό τον τρόπο, αφού έτσι επιτυγχάνεται σύνδεση ξανά με την ταυτότητά μας. Όμως αυτό πρέπει να γίνεται με σεβασμό στους βιωματικούς φορείς της παράδοσής μας, λαμβάνοντας υπόψη και τον αυθόρμητο τρόπο με τον οποίο εκφράζουν αυτή τη βιωματικότητα. Τυφλή μίμηση ή αφ\' υψηλού κριτική μπορεί να καταντήσει γελοία. Από την άλλη, κι οι ίδιοι κάνουν αγώνα να κρατήσουν την ταυτότητά μας απέναντι σε αντίξοες συνθήκες, διαμορφώνουν πολιτική πάνω σ\' αυτό και αποτελούν βασική συνιστώσα στον αντιπαγκοσμιοποιητικό αγώνα, όσο κι αν δε συνειδητοποιούν μερικές φορές πόσο βάρος έχει η προσπάθειά τους.
Όμως οι έστω και μέσω της πολιτικής εραστές της παράδοσης παραμένουν λίγοι τη στιγμή που πολιτικά πολύ περισσότεροι αγωνίζονται κατά της παγκοσμιοποίησης. Έχομε λοιπόν ήδη ένα πρόβλημα βαθιά ριζωμένο μέσα στις τάξεις μας. Και δε μιλούμε για τις νεοταξικές συνιστώσες του Ελληνικού Κοινωνικού Φόρουμ, που έχουν καταντήσει στερημένες κάθε ταυτότητας και ανίκανες να διαγνώσουν τα προβλήματα της κοινωνίας μας και να προτείνουν λύσεις. Στο ίδιο μήκος κύματος κινούνται και οι νέοι «ιστορικοί» μας με την οθωμανική και δυτικόδουλη προσέγγιση που περνούν μέσα από τους εκπαιδευτικούς ιδεολογικούς μηχανισμούς στα παιδιά μας. Αυτοί, βέβαια, δε μας ενδιαφέρουν. Μιλούμε για τους συνειδητοποιημένους κατά της Νέας Τάξης, τους δικούς μας ανθρώπους, που δίνομε μαζί μάχες για την Κύπρο, το Ιράκ, την Ιστορία μας. Μας ενδιαφέρει λοιπόν να μπορούμε εμείς να λειτουργούμε με βάση τη ταυτότητά μας, κυρίως όταν στο παγκόσμιο χωριό της ομοιομορφίας των Αμερικάνων αντιπαραθέτομε μιαν Οικουμένη που μπορεί να συνδέει τις επί μέρους ισότιμες κουλτούρες μέσα από την τεχνολογία. Αυτό προϋποθέτει να έχομε μια κουλτούρα για να επικοινωνήσομε με τους άλλους, να δώσουμε και να πάρουμε. Πώς θα πάμε στην Τσιάπας να βρούμε τους Ζαπατίστας όταν το βράδυ στους καταυλισμούς των εξεγερμένων στη γιορτή που θα γίνεται αυτοί θα τραγουδάνε και θα χορεύουν τα τραγούδια τους; Εμείς τί θα τραγουδήσουμε και τι θα χορέψουμε, ραπ ή ροκ; Αυτή θα είναι η πολιτιστική μας συνάντηση;
Υπό αυτές τις συνθήκες οι σύλλογοι που καλλιεργούν τον παραδοσιακό χορό, μουσική και λαογραφία παίζουν ασυνείδητα ένα ρόλο σημαντικό στην κατεύθυνση που θέλομε. Αποτελούν ντε φάκτο εστίες αντίστασης στη Νέα Τάξη, θα πρέπει όμως να πάρουν πιο ενεργό ρόλο σ\' αυτό τον αγώνα. Δεν είναι όμως δεδομένο αυτό ούτε θα γίνει έτσι κι αλλιώς. Αντίθετα, παράγοντες στους συλλόγους που έχουν προσωπικές φιλοδοξίες και που τους χρησιμοποιούν για ευόδωση δικών τους σκοπών συνιστούν τροχοπέδη στην εξέλιξη που πρέπει να έχουν και πρέπει να απομονωθούν. Αυτό σημαίνει και επαναπροσδιορισμό του χαρακτήρα των σωματείων, αφού αρκετά λειτουργούν απλά ως παραδοσιακά μπαλέτα και ως χώροι προώθησης προσωπικών φιλοδοξιών. Η καλλιέργεια της λαογραφίας και της ιστορίας από τα ίδια τα μέλη θα λειτουργήσει προς μια συνολική θεώρηση της παράδοσης και της περιοχής που υπηρετεί ο σύλλογος, και θα εμπεδώσει την αντίληψη της συνέχειας γενιά προς γενιά στο χώρο. Αν αυτό δε γίνει, οι σύλλογοι είτε θα σβήσουν, έχοντας όλο και λιγότερη συμμετοχή, είτε θα ενταχθούν στους μηχανισμούς της Νέας Τάξης ως μουσειακές «έθνικ» αναπαραγωγές ενός ήδη νεκρού σώματος.
Ο εχθρός είναι παντού, είναι ήδη εντός των πυλών. Δεν τον συνειδητοποιούμε πάντα κι αυτό είναι η αδυναμία μας. Πρώτα θα τον πολεμήσομε μέσα μας, κι αν νικήσομε, ο υπόλοιπος αγώνας θα είναι το εύκολο κομμάτι.
Αυτό το κείμενο είναι γραμμένο σε μονοτονικό. Διαβάστε την πολυτονική του έκδοση.
|