Η εθνική μας ταυτότητα - Θάνου Βερέμη

(Καθημερηνή, 31-3-00)

Ένα ζήτημα που δεν προκύπτει από την τρέχουσα προεκλογική εκστρατεία είναι ο ανταγωνισμός των κομμάτων σε εθνικόφρονες ή γνήσιους εκπροσώπους της λαϊκής βούλησης αφενός και σε ''πουλημένους'' και ''μειοδότες'' αφετέρου. Παλαιοί υπερπατριώτες που στηλίτευαν άλλους επί φιλοτουρκισμώ, σπεύδουν τώρα να χαιρετήσουν την ελληνοτουρκική Άνοιξη του Χελσίνκι, αλλάζοντας έγκαιρα συρμό. Ξέμειναν μόνο μερικοί αριστεροί και δεξιοί νοσταλγοί του παρελθόντος που παραδόξως βρήκαν καταφύγιο στο κοινοβουλευτικό κόμμα της άκρας αριστεράς.

Η αλλαγή αυτή αποτελεί σημαντικό στοιχείο συναίνεσης και μετριοπάθειας στα πολιτικά μας ήθη που μας επιτρέπει επιτέλους να ερευνήσουμε χωρίς πάθος την εθνική μας ιδιοσυστασία. Σε εποχή που η Ελλάδα αποτελεί πόλο έλξης μεταναστών από τα Βαλκάνια (και όχι μόνο), είναι απαραίτητο να σταθμίσουμε τα στοιχεία της ελληνικής μας ομοιογένειας η οποία μας εξασφάλισε την ειρήνη μέσα σε μία προβληματική γειτονιά. Η ελληνική ιδιότητα άλλωστε αποτελεί αντικείμενο ενδιαφέροντος για πολλούς από τους μέτοικους της περιοχής μας.

Στοιχείο που ξεχωρίζει σήμερα τους Έλληνες από τους άλλους Βαλκάνιους ορθόδοξους είναι η γλώσσα. Δεν ήταν όμως πάντοτε έτσι. Η ελληνική γλώσσα υπήρξε φορέας μιας ιστορίας που διατρέχει δύο θρησκευτικές παραδόσεις και είχε πετύχει, σε διαφορετικές εποχές, τη ζεύξη της πολυπολιτισμικής εγγύς ανατολής και της πολυεθνικής νοτιοανατολικής Ευρώπης, με μια υψηλή παιδεία – την παιδεία της αρχαίας γραμματείας, της Αγίας Γραφής και των πατέρων της εκκλησίας.

Η συσχέτιση των όρων Έλληνας και ελληνικός με την ειδωλολατρία οδήγησε στην επιβολή του κρατικού προσδιορισμού ''Ρωμαίος'' (πολίτης) για τους υπηκόους της εκχριστιανισμένης πλέον αυτοκρατορίας. Όταν το ανατολικό τμήμα έπεσε στα χέρια των Οθωμανών, οι ελληνόφωνοι Χριστιανοί Ορθόδοξοι διατήρησαν την ταυτότητα του Ρωμαίου, γεγονός που εξηγεί και τον οθωμανικό προσδιορισμό ''Ρούμ'' που στα καθ' ημάς μεταφράζεται ''Ρωμιός''.

Οι Λατίνοι Ρωμαίοι ωστόσο αποκαλούσαν και μετά το σχίσμα των εκκλησιών του 1054 τους υπηκόους του Βυζαντίου (όρος που εφευρέθηκε από Γερμανό λόγιο του 16ου αιώνα), Έλληνες. Ίσως ήθελαν έτσι να δηλώσουν τη σχέση του αντιπάλου με ένα ύποπτο παγανιστικό παρελθόν.

Λίγα χρόνια πριν από την άλωση ο Πλήθων Γεμιστός προσφωνούσε τον τελευταίο Παλαιολόγο ''Έλληνα Βασιλέα'' χωρίς να κρύβει την προσωπική αντίθεση του με την επίσημη θρησκεία. Σε όλη τη μεγάλη διάρκεια της οθωμανικής κυριαρχίας, χρησιμοποιείται από τους λογίους κυρίως το «Γραικός». Μόλις στα τέλη του 18ου, αρχές 19ου αιώνα, εμφανίζεται ξανά το «Έλληνας», σε κείμενα όπως του ανώνυμου της Ελληνικής Νομαρχίας και σε κάποια άλλα, ελάχιστα φιλικά προς την εκκλησία.

Ποιος αποφάσισε την επαναφορά της ''Ελλάδος'' ως ονομασία του κράτους που προήλθε από την επανάσταση; Είναι μια θαυμαστή αναγέννηση του όρου που λίγο εκτιμούμε την σημασία της.

Όπως εύστοχα επισημαίνει ο Στέλιος Ράμφος1, η αντίληψη του μεσαιωνικού ανθρώπου για το χρόνο ήταν κυκλική και στατική. Η επανάληψη των εποχών επιβεβαιώνει το σταθερό θέλημα του Θεού ώστε ο ακτιβισμός και η πρόοδος να ταυτίζονται με τον εγωισμό και την κενοδοξία. Στην κοινότητα των πιστών δεν είχαν καμιά θέση οι πρωτοβουλίες της ατομικής συνείδησης όπως εξελίσσεται στην Ευρώπη του 16ου αιώνα. Μακρυά από το επίκεντρο των μεγάλων αλλαγών που μεταμόρφωναν τη Δύση ο βυζαντινός κόσμος παρέμενε στατικός και αναχωρητικός. Ακόμη και η αναζήτηση της αρχαίας καταβολής του στον Μυστρά του Πλήθονα, υπήρξε μια σπίθα που έσβησε με την οθωμανική κατάκτηση. Η κατοπινή σιωπή της οθωμανικής επαρχίας ήταν εκκωφαντική.

Εύλογα θα αναρωτηθεί κανείς, πως φτάσαμε στην παλιγγενεσία του 1821 και πριν από αυτήν σε μια εμπορική δραστηριότητα που μεταμόρφωσε τις κοινότητες των Γραικών; Ποιο όραμα ξεσήκωσε τους Χριστιανούς αγρότες της Ρούμελης και του Μοριά να ανατρέψουν την ακινησία του κυκλικού χρόνου; Η απάντηση βρίσκεται στον «Κατακτητή ορθόδοξο Βαλκάνιο έμπορο2», τον άγγελο του ελληνόφωνου διαφωτισμού και της γαλλικής επανάστασης

Η οικοδόμηση του ανεξάρτητου κράτους σε μια υψηλή πολιτισμική παράδοση και παιδεία, αποτέλεσε την λαμπρότερη επιλογή που θα μπορούσαν να είχαν σκεφτεί οι δημιουργοί του πρώτου συντάγματος. Γιατί δεν προσέφερε μόνο έναν δίαυλο δεξίωσης των μετεχόντων της ημετέρας παιδείας, αλλά και ένα συνεκτικό δεσμό ανάμεσα σε Έλληνες, Βλάχους, Εβραίους, Αρβανίτες, Σλάβους και Λατίνους της Βαλκανικής. Πριν οι βαλκανικοί εθνικισμοί του 19ου αιώνα διακόψουν την διαμόρφωση μιας συνολικότερης πολιτισμικής κοινότητας με βάση την αρχαιογνωσία, η ελληνική παιδεία μέσα από τους εκπαιδευτικούς μηχανισμούς της Μεγάλης Εκκλησίας, αποτελούσε οδό κοινωνικής ανόδου και επιτυχίας.

Το πως το ελληνικό κράτος κατάφερε να συμβιβάσει στην επίσημη παιδεία του την εκκλησιαστική παράδοση με τον ανατρεπτικό διαφωτισμό, αποτελεί ένα άλλο θέμα σοβαρής μελέτης που λανθάνει, όπως και το γιατί η Εκκλησία της Ελλάδος υιοθέτησε τα πρότυπα του 1821, συχνά εις βάρος της ορθόδοξης παράδοσης. Η επιλογή αυτή καθόρισε τελικά την πορεία της εκκλησίας μέσα από τις επιταγές της κρατικής ιδεολογίας.

Η σχέση της κάθε βαλκανικής εθνικής εκκλησίας με το κράτος που την στεγάζει απομάκρυνε πολλούς βαλκάνιους ιεράρχες από το οικουμενικό μήνυμα της Μεγάλης Εκκλησίας και τους ενέπλεξε στις εθνοφυλετικές διαμάχες συγγενών πληθυσμών και πολιτικές διχογνωμίες που υπονομεύουν το περιεχόμενο της θρησκείας.

Αν η ελληνική γλώσσα αποτελεί το κύριο συστατικό της ταυτότητας μας, η εκκλησία διευκόλυνε σίγουρα την συντήρηση και την διάδοση αυτού του αγαθού. Ο προσεταιρισμός όμως του θεσμού από το κράτος και η ένταξη του στην υπηρεσία της εθνικής ιδεολογίας, μειώνει την οικουμενική του αποστολή. Αντίστοιχα, η πρόσδεση της εθνικής ταυτότητας, με όλες τις εγκόσμιες επιδιώξεις της, σ' ένα θεσμό με πνευματικό περιεχόμενο που απηχεί όμως τις απόψεις του κοσμικού του άρχοντα, προκαλεί αμφίπλευρες αλλοιώσεις.

1 Στέλιος Ράμφος, Μια Καλοκαιρινή Ευτυχία Τρίζει, Αρμός 1999, σ.62-104.

2Traian Stoinovich στο Η οικονομική δομή των βαλκανικών χωρών, Μέλισσα 1979, σ.294-95


www.antibaro.gr