Κατηγορίες άρθρων

 Το φιλί της γυναίκας-αράχνης: Η άλωση του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου από τη στρατευμένη αμάθεια

Αρχική σελίδα
Εξωτ. πολιτική/ Διπλωματία
Εθνικά θέματα
Κοινωνία
Πολιτισμός
Θρησκεία
Διεθνή
Βιβλιογραφία/ Συνδέσεις
Εκδηλώσεις
Οπτικοακουστικό
υλικό
Δελτία
Ενημέρωσης
Ιστολόγιο
Αντίβαρου
ʼγρα γραπτών
Πρόσφατα κείμενα
Με χρονολογική σειρά.
Δελτίο ενημέρωσης!
Εγγραφή Διαγραφή
Συγγραφείς

Αθανάσιος Γιουσμάς
ʼθως Γ. Τσούτσος
ʼκης Καλαιτζίδης
Αλέξανδρος Γερμανός
Αλέξανδρος-Μιχαήλ Χατζηλύρας
Αλέξανδρος Κούτσης
Αμαλία Ηλιάδη
Ανδρέας Σταλίδης
Ανδρέας Φαρμάκης
Ανδρέας Φιλίππου
Αντώνης Κ. Ανδρουλιδάκης
Αντώνης Λαμπίδης
Αντώνης Παυλίδης
Απόστολος Αλεξάνδρου
Απόστολος Αναγνώστου
Αριστείδης Καρατζάς
Αχιλλέας Αιμιλιανίδης
Βάιος Φασούλας
Βαν Κουφαδάκης
Βασίλης Γκατζούλης
Βασίλης Ζούκος
Βασίλης Κυρατζόπουλος
Βασίλης Πάνος
Βασίλης Στοιλόπουλος
Βασίλης Ν. Τριανταφυλλίδης
(Χάρρυ Κλυνν)
Βασίλης Φτωχόπουλος
Βένιος Αγελόπουλος
Βίας Λειβαδάς
Βλάσης Αγτζίδης
Γεράσιμος Παναγιωτάτος-Τζάκης
Γιάννης Διακογιάννης
Γιάννης Θεοφύλακτος
Γιάννης Παπαθανασόπουλος
Γιάννης Τζιουράς
Γιώργος Αλεξάνδρου
Γιώργος Βλαχόπουλος
Γιώργος Βοσκόπουλος
Γιώργος Βότσης
Γιώργος Κακαρελίδης
Γιώργος Καστρινάκης
Γιώργος Κεκαυμένος
Γιώργος Κεντάς
Γιώργος Κολοκοτρώνης
Γιώργος Κουτσογιάννης
Γιώργος Νεκτάριος Λόης
Γιώργος Μαρκάκης
Γιώργος Μάτσος
Γιώργος Παπαγιαννόπουλος
Γιώργος Σκουταρίδης
Γιώργος Τασιόπουλος
Γλαύκος Χρίστης
Δημήτρης Αλευρομάγειρος
Δημήτρης Γιαννόπουλος
Δημήτριος Δήμου
Δημήτρης Μηλιάδης
Δημήτριος Γερούκαλης
Δημήτριος Α. Μάος
Δημήτριος Νατσιός
Διαμαντής Μπασάντης
Διονύσης Κονταρίνης
Διονύσιος Καραχάλιος
Ειρήνη Στασινοπούλου
Ελένη Lang - Γρυπάρη
Ελευθερία Μαντζούκου
Ελευθέριος Λάριος
Ελλη Γρατσία Ιερομνήμων
Ηλίας Ηλιόπουλος
Θεόδωρος Μπατρακούλης
Θεόδωρος Ορέστης Γ. Σκαπινάκης
Θεοφάνης Μαλκίδης
Θύμιος Παπανικολάου
Θωμάς Δρίτσας
Ιωάννης Μιχαλόπουλος
Ιωάννης Χαραλαμπίδης
Ιωάννης Γερμανός
Κρίτων Σαλπιγκτής
Κυριάκος Κατσιμάνης
Κυριάκος Σ. Κολοβός
Κωνσταντίνος Αλεξάνδρου Σταμπουλής
Κωνσταντίνος Ναλμπάντης
Κωνσταντίνος Ρωμανός
Κωνσταντίνος Χολέβας
Λαμπρινή Θωμά
Μαίρη Σακελλαροπούλου
Μανώλης Βασιλάκης
Μανώλης Εγγλέζος - Δεληγιαννάκης
Μάρκος Παπαευαγγέλου
Μάρω Σιδέρη
Μιλτιάδης Σ.
Μιχάλης Χαραλαμπίδης
Μιχάλης Κ. Γκιόκας
Νέστωρ Παταλιάκας
Νικόλαος Μάρτης
Νίκος Ζυγογιάννης
Νίκος Καλογερόπουλος Kaloy
Νίκος Λυγερός
Νίκος Παπανικολάου
Νίκος Σαραντάκης
Νίνα Γκατζούλη
Παναγιώτης Α. Μπούρδαλας
Παναγιώτης Ανανιάδης
Παναγιώτης Ήφαιστος
Παναγιώτης Α. Καράμπελας
Παναγιώτης Καρτσωνάκης
Παναγιώτης Φαραντάκης
Παναγιώτης Χαρατζόπουλος
Πανίκος Ελευθερίου
Πάνος Ιωαννίδης
Πασχάλης Χριστοδούλου
Παύλος Βαταβάλης
Σοφία Οικονομίδου
Σπυριδούλα Γρ. Γκουβέρη
Σταύρος Σταυρίδης
Σταύρος Καρκαλέτσης
Στέλιος Θεοδούλου
Στέλιος Μυστακίδης
Στέλιος Πέτρου
Στέφανος Γοντικάκης
Σωτήριος Γεωργιάδης
Τάσος Κάρτας
Φαήλος Κρανιδιώτης
Φειδίας Μπουρλάς
Χρήστος Ανδρέου
Χρήστος Δημητριάδης
Χρήστος Κηπουρός
Χρήστος Κορκόβελος
Χρήστος Μυστιλιάδης
Χρήστος Σαρτζετάκης
Χριστιάνα Λούπα
Χρίστος Δαγρές
Χρίστος Δ. Κατσέτος
Χρύσανθος Λαζαρίδης
Χρύσανθος Σιχλιμοίρης
Gene Rossides
Marcus A. Templar

Επικοινωνία
Οι απόψεις σας είναι ευπρόσδεκτες!
 

 


Το φιλί της γυναίκας-αράχνης: Η άλωση του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου από τη στρατευμένη αμάθεια

Απόδημος Ελλην

Αντίβαρο, Μάιος 2007


Για τους μελετητές του φαινομένου της αναξιοκρατίας στην Ελληνική εκπαίδευση, η επίσημη αλληλογραφία της συγγραφέως του διαβόητου βιβλίου Ιστορίας της Στ’ Δημοτικού, Μαρίας Ρεπούση, με τον Υπεύθυνο του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου, Γιάννη Παπαγρηγορίου, στη τελική φάση συγγραφής/αξιολόγησης πριν την έκδοση του εν λόγω εγχειριδίου (καλοκαίρι-φθινόπωρο 2004), παρουσιάζει πολλαπλό ενδιαφέρον:

Από τη μια μεριά, αποτυπώνει ανάγλυφα την απύθμενη αλαζονεία που διακατέχει την εν λόγω ’συγγραφέα’ στην σχεδόν χλευαστική αντιμετώπιση των διορθωτικών παρατηρήσεων του Παπαγρηγορίου πάνω στο πόνημά της, δύο χρόνια πριν από την έκδοσή και διανομή του στα σχολεία της χώρας. Πρόκειται για «το παραχθέν υλικό» των τριών ενοτήτων του βιβλίου που εμφανίζει προς έγκριση στην αρμόδια Επιτροπή Ιστορίας του ΠΙ (υπό τον Παπαγρηγορίου) και στους τρεις εξωτερικούς «αξιολογητές» - υπό την καθηγήτρια Ιστορίας και φίλη της, Α. Λεωντσίνη-Γλυκοφρύδη.
Είναι χαρακτηριστικό πως η Ρεπούση πουθενά δεν απαντά επί της ουσίας των επισημάνσεων του Παπαγρηγορίου ο οποίος της ’αναπέμπει’ τα χειρόγραφα τονίζοντας ότι παρεκκλίνουν συστηματικά από τις προδιαγραφές τόσο του Αναλυτικού Προγράμματος Διδασκαλίας για το συγκεκριμένο μάθημα όσο και της Σύμβασης Ανάθεσης Έργου που υπέγραψε με το ΠΙ το 2003. Ο Παπαγρηγορίου λέει: «Το δεύτερο μέρος του εν λόγω εκπαιδευτικού υλικού [που αναφέρεται στην ’Μεγάλη Επανάσταση’ του 1821] αποκλίνει σημαντικά από τα περιεχόμενα, τους στόχους και τις προδιαγραφές του Αναλυτικού Προγράμματος, γι’ αυτό και διαφωνώ με τις διευκρινίσεις που αναπτύσσει στην έκθεσή της η πρώτη αξιολογήτρια [Λεωντσίνη] που υποστηρίζει ότι οι στόχοι ’εκπληρώνονται μέσα από το παραχθέν υλικό’ και ότι τα κείμενα ανταποκρίνονται στις προϋπάρχουσες γνώσεις αλλά και τις γνωστικές ικανότητες των μαθητών της Στ’ τάξης».

Από την άλλη μεριά, η αλληλογραφία αποκαλύπτει εμμέσως πλην σαφώς τον εξωθεσμικό ιστό της αράχνης που επιστρατεύεται προς υποστήριξη της αναπληρώτρια καθηγήτριας Διδακτικής της Ιστορίας στο ΑΠΘ. Γίνεται λοιπόν φανερό ότι από το δίκτυο αυτό η Ρεπούση αντλούσε ήδη από το 2002 – πολύ πριν ‘διαγωνισθεί’ για την ανάθεση συγγραφής του βιβλίου - την αυτοπεποίθηση πως τελικά θα ‘περάσει το δικό της’ χωρίς τη παραμικρή υποχώρηση στους «αυταρχικούς κύκλους» του ΠΙ, όπως τελικά συνέβη.
Τρία χρόνια αργότερα, με ανάλογη περιφρόνηση απευθύνθηκε η Ρεπούση δημόσια - παρουσία μάλιστα και του ίδιου του Παπαγρηγορίου - προς «το εθνικιστικό λόμπυ» της Ελλάδας που απαιτεί την απόσυρση και όχι τη «διόρθωση» από την ίδια του ανεκδιήγητου βιβλίου της – όπως μάταια της ζητούσε από το 2004 ο Υπεύθυνος Προϊστάμενος του ΠΙ.

ʼλλωστε, το πιο σημαντικό στοιχείο που προσκομίζει η εν λόγω αλληλογραφία είναι ότι οι εμπειρογνώμονες του ΠΙ – οι οποίοι δεν έπαιξαν κανένα ρόλο στην επιλογή της συγγραφικής ομάδας Ρεπούση στο ‘διαγωνισμό’ για την ανάθεση του έργου το 2003 – είχαν εκφράσει εξ αρχής τις ίδιες ακριβώς ενστάσεις με αυτές που εξέφρασαν αργότερα εκατοντάδες ιστορικοί, εκπαιδευτικοί και πανεπιστημιακοί όλων των πολιτικών παρατάξεων αμέσως μετά την έκδοση και διανομή του βιβλίου στα σχολεία τον Σεπτέμβριο του 2006. Προκαλεί πράγματι κατάπληξη το γεγονός ότι ο Παπαγρηγορίου «αναπέμπει» στους συγγραφείς όλα τα κομμάτια του βιβλιαρίου των 130 σελίδων που του παραδίδουν οι συγγραφείς το 2004, ζητώντας εκ μέρους τους τη διόρθωση πληθώρας ανακριβειών, αντιπαιδαγωγικών ασαφειών, αποσπασματικής αφήγησης και παραβιάσεων του αναλυτικού προγράμματος που επισημαίνει στις μακροσκελείς επιστολές του.

Τίποτε όμως απ’ όλα αυτά τα ουσιώδη δεν διορθώθηκε ποτέ. Αντίθετα, η Ρεπούση αντιτάσσει σε όλες τις παρατηρήσεις του Παπαγρηγορίου, (που επανελήφθησαν σχεδόν αυτούσιες τρία χρόνια αργότερα από την έκθεση καταπέλτη της Ακαδημίας Αθηνών), τον υπερφίαλο ισχυρισμό ότι το παραχθέν υλικό, έχει ήδη εγκριθεί από την διαδικασία Διαγωνισμού ανάθεσης του έργου. Δηλαδή θεωρεί ’τετελεσμένο’ την κατακύρωσή του έργου στην ανάδοχο συγγραφέα βάσει των «δειγμάτων γραφής» που βαθμολογήθηκαν με ʼριστα μόνο από τη τριμελή επιτροπή «αξιολογητών» υπό την Λεωντσίνη, και της οποίας τη γνώμη απαιτεί να υπερισχύσει εκείνης του τμήματος Ιστορίας του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου.


    «Πολλές από τις διορθώσεις οι οποίες προτείνονται στη τελευταία εισήγηση του υπευθύνου του μαθήματος αντίκεινται στη λογική του δείγματος γραφής το οποίο υποβάλαμε ακολουθώντας τις νόμιμες διαδικασίες και για το οποίο προκριθήκαμε για τη συγγραφή του όλου διδακτικού πακέτου,» επιμένει η Ρεπούση και προσθέτει: «Υπενθυμίζουμε ότι η αξιολόγηση τόσο η αρχική για την ανάθεση του έργου όσο και η διαμορφωτική συνιστά (sic) ουσιαστική διαδικασία για τη συγγραφή των νέων εγχειριδίων και εκπαιδευτικών πακέτων και αυτήν ακριβώς τη διαδικασία εμπιστευθήκαμε αμφότερες οι πλευρές.»
Ούτε βέβαια είναι τυχαίο ότι οι ενδοιασμοί που διαφαίνονται στις επιστολές του Παπαγρηγορίου για την ικανότητα της Ρεπούση να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις του έργου που της ανατέθηκε, ήταν παραπλήσιες – αν όχι ταυτόσημες – εκείνων που εξέφρασε με πολύ μεγαλύτερη σαφήνεια και αυστηρότητα πριν ένα μήνα η Ακαδημία Αθηνών:

    «Το βιβλίο πάσχει πρώτον ως βιβλίο ιστορίας. Οι αδυναμίες του αποκαλύπτουν ότι οι συγγραφείς δεν έχουν αρκετές ιστορικές γνώσεις και καθόλου ιστορική σκέψη. Ούτε εμπειρία συγγραφής βιβλίων έχουν.»


Σε αντίθεση όμως με το «προπύργιο του συντηρητισμού» που αντιπροσωπεύει για το δίκτυο Λιάκου-Ρεπούση η Ακαδημία, ο αρμόδιος διευθυντής του ΠΙ υπεχώρησε κυριολεκτικά ‘κατά κράτος’ και κατάπιε τα γραφόμενα του χωρίς να ρίξει έστω μια άσφαιρη τουφεκιά, έτσι… για την τιμή των όπλων. Δεν μιλά ποτέ – ούτε προειδοποιητικά - για την δυνατότητα που δίνει ο νόμος στο ΠΙ, ως δημόσια αρχή σχεδιασμού της Εκπαιδευτικής Πολιτικής, να «αναπέμψει» οριστικά το τερατούργημα στους δημιουργούς του και να καταγγείλει τη σύμβαση ανάθεσης έργου μαζί τους.

Και δεν είναι καθόλου δύσκολο να κατανοήσουμε τη κατευναστική στάση που τήρησε εξ αρχής ο Παπαγρηγορίου προς τους «αναδόχους» του έργου, μέχρι που διολίσθησε προς μια άνευ όρων συνθηκολόγηση, δεχόμενος τελικά να εκδοθεί το βιβλίο «ως έχει… και βλέπουμε πως θα πάει στη πράξη». Απλούστατα, οι συγγραφείς είχαν «πλάτες» τόσο ισχυρές που δεν θα μπορούσαν ποτέ να σηκώσουν το βάρος τους οι ασθενείς ώμοι ενός «μη-πανεπιστημιακού» διοικητικού στελέχους του Υπουργείου Παιδείας.

Δεν άργησε λοιπόν η Ρεπούση, μετά τις πρώτες αναπομπές των γραπτών της να βάλει και πάλι τα μεγάλα μέσα να τη σιγοντάρουν σε μια πρωτοφανή επίδειξη εξωθεσμικής δύναμης που κανένας Παπαγρηγορίου δεν μπορούσε να αγνοήσει.

Εδώ μπορούμε εύκολα να συμπεράνουμε ότι η περίοδος του «Ολυμπιακού» καλοκαιριού 2004 επέτρεψε στον Παπαγρηγορίου να υποθέσει αρχικά πως η Νέα Διακυβέρνηση υπό την Μαριέττα Γιαννάκου θα τηρούσε στοιχειώδεις «αποστάσεις» από την εύνοια που έδειξε προς το δίδυμο Ρεπούση-Λεωντσίνη ο προκάτοχός της (Πέτρος Ευθυμίου). Ο τελευταίος διόρισε την Λεωντσίνη επικεφαλής των τριών «κριτών» του διαγωνισμού για την ανάθεση της συγγραφής του βιβλίου της Στ’ Δημοτικού. Η Λεωντσίνη είναι στενή φίλη της Ρεπούση, από την εποχή που αμφότερες έγραφαν εσπευσμένα το διδακτορικό τους υπό τον ίδιο καθηγητή Ιστορίας. Αλλά και αργότερα η σχέση τους εμπλουτίστηκε «ακαδημαϊκά» αφού η Ρεπούση προσελήφθη από τον σύζυγο της Λεωντσίνη, καθηγητή της Παιδαγωγικής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών Γ. Λεωντσίνη, προτού αμφότερες κατακτήσουν τις πρώτες τους θέσεις ΔΕΠ στα πανεπιστήμια της Αθήνας και Θεσσαλονίκης αντίστοιχα.

Παρόλο που η διακήρυξη και εποπτεία του Διαγωνισμού συγγραφής σχολικών βιβλίων διενεργείται από το Παιδαγωγικό Ινστιτούτο, τα λεγόμενα «δείγματα γραφής» των υποψηφίων «συγγραφέων» αξιολογούνται αποκλειστικά από τους τρεις εξωτερικούς κριτές. Αυτοί οι κριτές επέλεξαν τελικά τη συγγραφική ομάδα, βαθμολογώντας τα «δείγματα γραφής» της ομάδας Ρεπούση με 95/100 ενώ τα «δείγματα» της δεύτερης ομάδας βαθμολογούνται με 75/100. Για να μη μείνουν όμως οι τελευταίοι «παραπονεμένοι», προσλαμβάνονται από τον εκδοτικό οίκο του επίδικου εγχειριδίου, ‘Ελληνικά Γράμματα’ (που ανήκει στον ΔΟΛ) για να συγγράψουν τα προαιρετικά «βοηθήματα» του βιβλίου.

Αλλά η τελική αξιολόγηση και έγκριση των χειρογράφων ενοτήτων που παραδίδουν στο ΠΙ οι συγγραφείς του βιβλίου γίνεται από κοινού μεταξύ της αρμόδιας επιτροπής του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου του Τομέα Ιστορίας (Παπαγρηγορίου) και των Κριτών (Λεοντσίνη).

Αυτός είναι και ο λόγος που η Ρεπούση στην δημοσιευμένη αλληλογραφία «εξανίσταται» επειδή ο Παπαγρηγορίου δεν λαμβάνει υπ’ όψη του «τη λογική των δείγματα γραφής» με τα οποία ’κέρδισε’ το διαγωνισμό και που προφανώς ήταν ακριβώς τα ίδια με τα τελικά της τερατουργήματα. Ο Παπαγρηγορίου της λέει ότι το ένα (δείγματα) δεν έχει καμία σχέση με το άλλο (τελικό προϊόν).

«Τα διδακτικά βιβλία δε γράφονται ούτε κρίνονται με τη ’λογική’ των δειγμάτων αλλά με τη ’λογική’ των ΑΠΣ και των σχετικών προδιαγραφών,» απαντά ο Παπαγρηγορίου και υπογραμμίζει: «Θα είχε, επομένως, νόημα και αξία η περί ’λογικής’ επισήμανση της συγγραφικής ομάδας, αν αυτή είχε σημείο αναφοράς τη ’λογική του ΑΠΣ, με συγκεκριμένες παραπομπές σ’ αυτό, όπως γίνεται στην εισήγηση του υπευθύνου του μαθήματος, και όχι γενικά και αόριστα στη λογική του δείγματος.» Αλλά, στο τέλος, ο «υπεύθυνος» υποχωρεί επειδή καταλαβαίνει ότι το κύκλωμα Λεοντσίνη-Ρεπούση είναι ισχυρότερο απ’ ότι υπολόγιζε και θα μπορούσε, αν ήθελε, να τον θάψει επαγγελματικά και ηθικά.

Πως έλαβε το μήνυμα αυτό ο Παπαγρηγορίου; Αμέσως μετά την «αλληλογραφία» με τη Ρεπούση για τις δύο πρώτες ενότητες του απαράδεκτου βιβλίου που αναπέμφθηκαν (Ιούνιος 2004) και λίγο πριν την έναρξη της νέας σχολικής χρονιάς, ο Παπαγρηγορίου δέχεται μια άνευ προηγουμένου προσωπική επίθεση από τη ίδια τη Ρεπούση μέσω επώνυμου άρθρου της στη ναυαρχίδα του συγκροτήματος Λαμπράκη, Τα Νέα, της 14-9-04 (ΓNΩMH Eμποδίζουν την ανανέωση στα σχολικά εγχειρίδια) όπου η «υπό αξιολόγηση» ανάδοχος του ΠΙ κάνει ρόμπα τον κ. Υπεύθυνο χωρίς να τον κατονομάζει («αυταρχικοί κύκλοι» του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου που «καθυστερούν αδικαιολόγητα» και «αναγορεύονται σε μοναδικούς κριτές» των δήθεν «ανανεωμένων» βιβλίων).

    http://www.tanea.gr/Article.aspx?d=20040914&nid=4354585
    «H κυβέρνηση εν τω μεταξύ άλλαξε. H νέα ηγεσία του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου εκδήλωσε διά του προέδρου της την πρόθεσή της να μην ανακόψει την πρόοδο του έργου. Ωστόσο αυτή ανακόπτεται. Το Παιδαγωγικό Ινστιτούτο δεν τηρεί τις ανειλημμένες υποχρεώσεις του απέναντι στις συγγραφικές ομάδες. Στην ουσία αναιρούνται οι όροι στη βάση των οποίων συνέπραξαν οι ενδιαφερόμενοι/ες, όροι που είναι ταυτόχρονα και εγγύηση για την ποιότητα του εγχειρήματος. Τα κεφάλαια και οι ενότητες των βιβλίων λιμνάζουν στα γραφεία των υπευθύνων του Π.I. Οι επιτροπές αξιολόγησης υποβαθμίζονται και το Π.I. αναγορεύεται σε μοναδικό κριτή.

    «Οι συγγραφείς των εγχειριδίων από ισότιμοι συνομιλητές του Π.I. με στόχο να εκδοθούν ποιοτικά και σύγχρονα σχολικά βιβλία αντιμετωπίζονται ως γραφείς εντολοδόχοι. Σε μερικές περιπτώσεις, τους ζητείται ν\' αλλάξουν ακόμα και τις βασικές αρχές για τις οποίες προκρίθηκαν. Οι σελίδες των εγχειριδίων πηγαινοέρχονται «διά ασήμαντον αφορμήν» ανάμεσα στους συγγραφείς και στο Π.I. και οι προτεινόμενες βελτιώσεις δεν αιτιολογούνται επαρκώς. Τα προβλήματα εμφανίζονται οξύτερα όταν πρόκειται για την ανανέωση του περιεχομένου βιβλίων όπως η Ιστορία ή η Γλώσσα. Αυταρχικές αιτιάσεις και συμπεριφορές τείνουν να αντικαταστήσουν τον επιστημονικό διάλογο και την τεκμηρίωση των απόψεων.

    Στη σύγχρονη διακυβέρνηση υπάρχει πολιτική ευθύνη. Στις δημοκρατίες η πολιτική ευθύνη αναλαμβάνεται. Καιρός της είναι και στην προκειμένη περίπτωση.»

Πρόκειται για ένα ακόμη πρωτοφανές δείγμα αλαζονίας του δικτύου Ρεπούση όπου, ενώ η ίδια τελεί υπό αξιολόγηση, της επιτρέπεται να αρθρογραφεί με την υπογραφή και φωτογραφία της (στην εφημερίδα του αναδόχου εκδότη του βιβλίου της) για να κατακεραυνώσει τους «θεσμικούς» αξιολογητές που τόλμησαν να κατακρίνουν το ακριβοπληρωμένο προϊόν της. Αλλά η συγγραφέας πάει ακόμα πιο πέρα, εγκαλώντας τη «σύγχρονή διακυβέρνηση» να αναλάβει τις «πολιτικές της ευθύνες» προτού στραφεί και εναντίον της.
Η κατά τα άλλα ένθερμη υπερασπίστρια των θεσμών Μαριέττα Γιαννάκου δεν αργεί να πάρει το μήνυμα ότι ο συγκεκριμένος ιστός της αράχνης δεν υποτάσσεται σε εφήμερες εναλλαγές στην Εξουσία. Αντί λοιπόν η Υπουργός να καθαιρέσει τους εγκαθέτους του προκατόχου της - στέλνει μηνύματα «δυσφορίας» προς τον νέο πρόεδρο του ΠΙ για καθυστερήσεις στην έκδοση των βιβλίων της Νέας Διακυβέρνησης, όπως αυτά είχαν «δρομολογηθεί» από την… Παλιά.

Τέλος, για να εμπεδώσει ο Παπαγρηγορίου την ταυτότητα απόψεων της Νέας με την Παλιά Αναξιοκρατία, έρχεται λίγες μέρες αργότερα ο ανώνυμος «Μικροπολιτικός» της εφημερίδας Τα Νέα και τον λούζει κυριολεκτικά, παραβάλλοντας τον με τον Μπουτιλιόνε, επειδή δήθεν επιχείρησε να «αναπέμψει» φωτογραφία της Μπουμπουλίνας που του είχε παραδώσει η Ρεπούση. Το κείμενο του Μικροπολιτικού (12/10/04) αξίζει να διαβαστεί ολόκληρο για να εκτιμήσουμε το βάθος του σεβασμού προς τους θεσμούς που τρέφουν οι ντόπιοι προστάτες της στρατευμένης αμάθειας.


    http://www.tanea.gr/Article.aspx?d=20041015&nid=4359490
    ΚΑΚΟΣ ΧΑΜΟΣ γίνεται με τα σχολικά βιβλία. Φασαρία έχει ήδη γίνει με αφαίρεση κειμένων του Ηλία Βενέζη από βιβλία του Δημοτικού, αλλά και με το «κόψιμο» της προσφώνησης του Κωστή Στεφανόπουλου προς τον Μπιλ Κλίντον, καθώς και αποσπασμάτων από το έργο του Νίκου Εγγονόπουλου, της Κικής Δημουλά και της Μάρως Δούκα από την εξεταστέα ύλη των TEE. Λοιπόν, υπάρχει συνέχεια!

    H δόξα τού... Μπουτιλιόνε

    ΠΛΗΡΟΦΟΡΟΥΜΑΙ ότι τα κείμενα που παραδίδουν οι συγγραφείς της Ιστορίας του Δημοτικού, επιστρέφονται με υποδείξεις ιδεολογικού - «εθνικού» βεβαίως - περιεχομένου. Φαίνεται μάλιστα πως κάποιος εζήλωσεν τη δόξα του Μπουτιλιόνε. Γιατί το λέω; Διότι επεστράφη εικόνα της Λασκαρίνας Μπουμπουλίνας. Φαίνεται πως η μπουρλοτιέρισσα δεν θεωρήθηκε εμβληματική φιγούρα του Αγώνα του 1821. Στη θέση της αντιπροτάθηκε εικόνα μουστακαλή, φουστανελά, αρσενικού. Διαγιγνώσκω κλίμα διακρίσεως φύλων στο θέμα των αγωνιστών της Εθνεγερσίας. Το πηγαινέλα έχει πάντως ως αποτέλεσμα καθυστερήσεις στην έκδοση των νέων βιβλίων.



«Υποδείξεις ιδεολογικού – ’εθνικού’ βεβαίως – περιεχομένου…» Σε τέτοιες ακριβώς υποδείξεις ιδεολογικού – ’αντί-εθνοκεντρικού’ βεβαίως – περιεχομένου βασίστηκε η Ρεπούση για να αναρριχηθεί, όταν διαβίβαζε τα νεοταξικά της διαπιστευτήριά ως απλή επίκουρος καθηγήτρια προς πάσα θεσμική και εξωθεσμική κατεύθυνση, πάντα όμως μέσω της ίδιας εφημερίδας:


    http://www.tanea.gr/Article.aspx?d=20020613&nid=4235727
    «Η εθνοκεντρική Ιστορία και οι επιλογές της για τη διευθέτηση του παρελθόντος εμπόδισε, έναν αιώνα τώρα, την καλλιέργεια της ιστορικής κρίσης των πολιτών, ανδρών και γυναικών, αυτής της χώρας… Αυτό, αντίθετα, που δεν εμπόδισε η εθνοκεντρική Ιστορία που διδάσκονται τα παιδιά στο σχολείο, είναι η εκδήλωση εθνικών κρίσεων. Πολλές μάλιστα από τις εθνικές κρίσεις κατέληξαν να περάσουν στη συλλογική μνήμη ως εθνικές αποτυχίες. Το Μικρασιατικό, τα εδάφη της Ανατολικής Θράκης, οι ρυθμίσεις της ανταλλαγής των πληθυσμών και της περιουσίας τους, οι τύχες του Ελληνισμού της Κωνσταντινούπολης, το Κυπριακό εν γένει και κατά περίπτωση, το Μακεδονικό πρόσφατα, αποτελούν παραδείγματα «εθνικών αποτυχιών» που παραμένουν μάλιστα ανεξήγητες για τα παιδιά που μαθαίνουν Ιστορία στα ελληνικά σχολεία. Ανεξήγητες, εκτός εάν παρεισφρήσει ο από μηχανής θεός που στην περίπτωσή μας δεν είναι άλλος από την ευθύνη και την υπαιτιότητα των Ξένων Δυνάμεων και των εχθρών - εξωτερικών κυρίως και ενίοτε εσωτερικών - του έθνους.» (Μαρία Ρεπούση, «Θέλουμε ιστορικά εγγράμματους πολίτες;» \"TA NEA\" Πέμπτη, 13 Ιουνίου 2002).



Με άλλα λόγια, υπεύθυνη για όλα τα δεινά της Ελληνικής παιδείας, της ιστορικής εκπαίδευσης, των διεθνών σχέσεων και εθνικών κρίσεων της χώρας, δεν είναι τίποτα άλλο παρά η «εθνοκεντρική Ιστορία» που οδηγεί στην αναζήτηση ευθύνης και υπαιτιότητας στις ξένες δυνάμεις και τους «εσωτερικούς» εχθρούς του έθνους. Οι τελευταίοι ασφαλώς και εκτίμησαν αυτά τα αναπόδεικτα ιδεοληπτικά «δείγματα γραφής» και επιτηδευμένης αμάθειας της Ρεπούση, για να την αναγορεύσουν σε Εθνική Αναθεωρήτρια.

Όταν αυτά λεγόντουσαν ενώ το βιβλίο της Στ’ Δημοτικού ήταν ακόμη στα σπάργανα των σχεδιασμών του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου, γιατί τώρα να μας κάνει εντύπωση η υπερκομματική, διαταξική και νεοταξική συναίνεση που συνόδευσε την έκδοση και διανομή του στα σχολεία; Επιτέλους, βλέπουμε πια ξεκάθαρα ότι υπάρχει μια βαθύτερη δομή Εξουσίας που υφαίνει, εδώ και πολλά χρόνια, μεθοδικά τον ιστό της στο παρασκήνιο - όπως η Αράχνη - όχι μόνο για να αναθεωρηθεί εκ βάθρων, αλλά και να διατηρηθεί αλώβητο και ανυποχώρητα αντι-πατριωτικό, το περιεχόμενό των καινούργιων εγχειριδίων, ακόμη κι αν αυτό θα είχε ως αποτέλεσμα η Νέα Διακυβέρνηση να πάρει πάλι τη θέση που κατέχει τώρα η Παλιά. ʼλλωστε, ο Σκοπός αγιάζει τα Μέσα και τα ανδρείκελα.


ΤΟ ΝΤΟΚΟΥΜΕΝΤΟ ΤΗΣ ΑΛΛΗΛΟΓΡΑΦΙΑΣ ΤΗΣ ΡΕΠΟΥΣΗ ΜΕ ΤΟ ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΟ ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟ ΤΟ 2004


Αυτό το κείμενο είναι γραμμένο σε μονοτονικό. Διαβάστε την πολυτονική του έκδοση.

http://www.antibaro.gr