10/02/2003

ΜΙΑ ΤΟΠΙΚΑ ΚΑΙ ΧΡΟΝΙΚΑ ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΕΝΗ ΑΝΥΠΑΡΞΙΑ

 

Τολμώ -με τον κίνδυνο μιας πομπώδους έπαρσης- να ισχυριστώ, πως «σε τούτη την μικρή κοσμογωνιά» είναι ακόμη λιγοστοί, εκείνοι που αναθαρρεύουν να αντιλαμβάνονται τον πολιτισμό ως έννοια ευρύτερη κάποιων ολυμπιακών ιδεωδών ή καρναβαλικών παρελάσεων ή καλοκαιρινών εκδηλώσεων εξωραϊσμού της επαρχιωτίλας ή κατά το μέγιστο, κοσμικών συναθροίσεων των «φίλων» του Αθηναϊκού κρατιδίου, υπό την αιγίδα του εκάστοτε πολιτικού μορφώματος (Υπουργείου, Ο.Τ.Α. κ.λπ.), που δεν διστάζει να αναλάβει την σχετική ευθύνη.

Είναι βιωματικό συμπέρασμα ετούτος ο αφορισμός και η διάψευσή του, ευχή και συνάμα τρυφερή προσδοκία.

Φοβούμαι, ως εκ τούτου, ότι θα ομοίαζε καινοφανής ή κατ’ άλλους αιρετική η άποψη που θα αναδείκνυε τον πολιτισμό ως τρόπο του βίου, ως νοο-τροπία, ως τρόπο να αντιλαμβάνεται κανείς την ύπαρξη, τη συνύπαρξη και την ανθρώπινη πράξη. Δεν πρόκειται για πρόβλημα αργόσχολων φιλολογούντων διανοουμένων των βορείων προαστίων. Ισχυρίζομαι ότι πρόκειται για τον συστηματικά οργανωμένο, έστω και ανεπίγνωστο, αποκλεισμό μιας τέτοιας θεώρησης του πολιτισμού. Μιας θεώρησης που θα έθετε εν αμφιβόλω ακόμη και αυτή τη θεμελιακή αφετηρία του τρέχοντος πολιτιστικού υποδείγματος. Αυτού, που συνηθίστηκε να ονομάζεται ως πολιτισμός της νεωτερικότητας ή κατά τα πρότυπα του νεοελληνικού βίου, μοντέρνος πολιτισμός.

Εν τούτοις, ο όποιος ορισμός του πολιτισμού, δεν θα μας απάλλασε της ανάγκης να ομολογήσουμε -καθώς πράττει πλέον και η πρωτοπορία της πεφωτισμένης εσπερίας-, ότι το τρέχον υπόδειγμα, που φιλοδόξησε μάλιστα και εμβέλεια παγκοσμιότητας, πρωτοφανή στην ιστορία της ανθρωπότητας, εισέρχεται με δραματικό τρόπο στις τελευταίες πράξεις του κύκλιου τρόπου των ανθρωπίνων πραγμάτων.

Ό,τι κυοφορείται, ό,τι κατονομάζεται ήδη ως πολιτισμός της μετανεωτερικότητας, είναι καταδικασμένο, «εως αν η αυτή φύσις των ανθρώπων ή», να διέλθει των στενών της «υστέρας», να κραυγάσει γεννετήσιο πόνο και οδύνη, αδιανόητο μάλλον για τις «απονευρωμένες» και ά-πονες συνειδήσεις του απερχομένου δυτικού μοντέρνου και καλοζωϊσμένου τρόπου του βίου.

Το κίνημα της αντιπαγκοσμιοποίησης, δίδει μόνον το στίγμα της μεταστροφής, και όχι τυχαία, με μιαν άρνηση και μια κατάφαση. «Όχι στο όνομα μου», η άρνηση, και «Ενας άλλος κόσμος είναι εφικτός», η κατάφαση. Ομολογουμένως λιγοστά τέτοια προσδιοριστικά όρια ή μήπως αντιθέτως αρκετά ευρύχωρα; Αν το κίνημα της αντιπαγκοσμιοποίησης είναι υπαρκτό, αν αυτό αποτελεί την θρυαλλίδα αλλαγής της πολιτικής όψης προς το μετανεωτερικό τρόπο ζωής, τότε, η ανίερη ή αντιφατική συμπόρευση των διεθνιστικών αριστερών αντιλήψεων με τις εθνικιστικές ακροδεξιές πολιτικές εκδοχές της νεωτερικότητας, δεν είναι ούτε τόσο ανίερη, ούτε τόσο αντιφατική. Είναι απλώς μεταμοντέρνα, είναι απλώς άλλη. Είπαμε, μεταμοντέρνοι τρόποι, άλλες εποχές.

Αντιλαμβάνεται κανείς τον τρόμο των κυρίαρχων πολιτικών ελίτ της κατεστημένης δύσης, ολόκληρου του πολιτικού και κατά συνέπειαν οικονομικού φάσματος, μπρός στο φόβο τέτοιων κοσμογονικών αλλαγών.

Το ερώτημα που ανακύπτει αβίαστα μπρός σε μια τέτοια θεώρηση, είναι το αναμενόμενο βάθος των αλλαγών. Θα αποτολμηθεί, δηλαδή, η εκ βάθρων ανασυγκρότηση του τρέχοντος υποδείγματος, ανατρέχοντας μέχρι τις ρίζες που το κυοφόρησαν, δηλαδή μέχρι τον δυτικό «διαφωτισμό» και τον εργαλειακό ορθολογισμό του, ή θα περιοριστεί σε μικρούς ή μεγάλους διορθωτικούς εξωραισμούς; Άλλωστε, είναι γνωστό, ότι η δημιουργία του εκάστοτε επερχόμενου νέου δεν συναρτάται απαραίτητα με το βάθος της τομής στο απερχόμενο παλαιό, όσο με την ικανότητα του νέου να ανεχθεί τις οδύνες της δημιουργίας. Όσο υψηλότερη η ικανότητα επώδυνων ανοχών, τόσο βαθύτερη η τομή, τόσο το μαχαίρι ως το κόκκαλο, κατά την κυβερνητική λαϊκή θυμοσοφία των ημερών.

Σε κάθε περίπτωση, το ανακύπτον για τη χώρα και τους εν αυτή παρεπιδημούντες νεοέλληνες ερώτημα, έγκειται στο ρόλο που επιφυλάσσουν για τους εαυτούς τους να διαδραματίσουν στις εξελίξεις αυτές. Θα είναι ρόλος ανάλογος της «μικράς πλην τιμίας» Ελλάδος του παρελθόντος, που αδίστακτα περιφρονεί από ξεπερασμένη έως ανορθόλογη την δισχιλιετή πολιτιστική της παράδοση και ως άλλο «τετρομαγμένο Υπουργείο των Εξωτερικών» επιχειρεί επί 200 έτη να ακολουθήσει τα ευρωπαϊκά ίχνη, ώστε να καταστεί «εφάμμιλη των καλυτέρων ευρωπαικών» και όταν το κατορθώνει -σπανίως- τα κατακτηθέντα ίχνη εξοβελίζονται πλεον ώς λανθασμένη εκδοχή από τους ίδιους τους «πρωτοπόρους» τους ή θα τολμήσει να διαμορφώσει πρόταση παναθρώπινης εμβέλειας την οποία και θα κομίσει, εάν ενδιαφέρει τους συνδαιτημόνες, στο γεννετήσιο τραπέζι της μετανεωτερικότητας;

Φανταστείτε, ας πούμε, μια ελληνική εκδοχή της αρχιτεκτονικής, ανάλογη της Αγιάς Σοφιάς, μια αρχιτεκτονική που να «λέει», μία πολιτική θεσμική οργάνωση ανάλογη της παράδοσης των Αμφικτυονιών της αρχαιότητας, των ισναφιών, των συντεχνιών και των κοινοτήτων του ελληνικού (όχι δυτικού) μεσαίωνα, ένα management προσανατολισμένο στην αγωνία της ύπαρξης και στην εξ’ αυτής δημιουργικότητα και όχι στην χρησιμοθηρική αποτελεσματικότητα, ένα marketing πιο κοντά στην αλήθεια της ύπαρξης και όχι στο θυμικό μιας ακατάσχετης ηδονοθηρικής ανυπαρξίας.

Φανταστείτε, έναν έρωτα πιό κοντά στην αγαπητική αλληλοπεριχώρηση και όχι στην δικαιωματική συμβατική περιχαράκωση των ατόμων, μια κοινωνία μελών, όπου η αλήθεια κοινωνείται για να επαληθευθεί μακρυά απο αντικειμενικές βεβαιότητες και αυθεντίες, μια δημόσια διοίκηση που δεν χρήζει κανονιστικών ή ηθικών επιταγών για να λειτουργεί, αρκείται να αληθεύει. Φανταστείτε έναν νέο ανθρωπολογικό τύπο, μακριά απο την ανασφαλή νηπιακή νοησιαρχία του άτμητου ατόμου της νεωτερικότητας, κοντά στην ελληνική προσωποκεντρική παράδοση της εμπειρικής αμεσότητας της σχέσης.

Φανταστείτε, μιά πολιτική ως διαρκές άθλημα-κατόρθωμα της Πόλης και των πολιτών και όχι ως κοινωνική σύμβαση εξισορόπησης συγκρουομένων συμφερόντων, μιά ύπαρξη φέρουσα πληρότητα, διακινδυνεύοντας στην ανθρώπινη σχέση, κατά πως αρμόζει σε μια κοινωνία της «πληροφορίας» και όχι της «information», δηλαδή μέσα στην ασφάλεια του τύπου και της φόρμας.

Ουτοπικές αναζητήσεις φαντασιοπληξίας, θα μπορούσε να καγχάσει ο αμετανόητος οπαδός της «προοδευτικής» στασιμότητας των ιδεών, της μεμψίμοιρης μοντέρνας «αισιοδοξίας» των αριθμών ή της αρχαιολαγνικής «συντηρητικής» προγονοπληξίας. Όμως -συγχωρήστε μου τη σιγουριά- για κάθε ανθρώπινη ύπαρξη, είναι προτιμότερη μια άκαιρη ή και ουτοπική υπαρκτική αναζήτηση, από μια τοπικά και χρονικά προσδιορισμένη ανυπαρξία. Οι νύχτες όλων, παρέχουν τις ασφαλέστερες προς τούτο βεβαιότητες.

Κακά τα ψέμματα, είναι ο κυρίαρχος πολιτισμός, ο κυρίαρχος τρόπος του βίου, που τις σκοτεινιάζει ακόμη περισσότερο. Μα κάθε σκιά, είναι εγγύηση στα μέρη αυτά που ταχθήκαμε πρόσφυγες, εδώ και αιώνες, πως από κάπου εκεί κοντά πηγάζει φώς.

 

 

ΑΝΤΩΝΗΣ Κ. ΑΝΔΡΟΥΛΙΔΑΚΗΣ

 

Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Αξία» στις 03.02.2003

 

 

 


http://antibaro.gr