Μ’ ἀφορμὴ τὸ βιβλίο Ἱστορίας τῆς 6ης δημοτικοῦ
Ἡ ἐκδίκηση τῶν «αὐτοχθόνων»
Βλάσης Ἀγτζίδης
Διδάκτωρ σύγχρονης Ἱστορίας ΑΠΘ
Ἀντίβαρο, Νοέμβριος 2006
Ἡ σύγκρουση τῶν αὐτοχθόνων μὲ τοὺς ἑτερόχθονες, δηλαδὴ τῶν ντόπιων
μὲ τοὺς πρόσφυγες, ταλαιπώρησε τὴ μετεπαναστατικὴ Ἑλλάδα γιὰ εἴκοσι περίπου
χρόνια. Ἀπὸ τὸ 1830 ἕως τὸ 1850, οἱ ἑτερόχθονες θὰ δεχτοῦν μία ἀλύπητη
ἐπίθεση ἀπὸ τοὺς αὐτόχθονες, ποὺ θὰ φτάσει μέχρι καὶ ἀπολύσεις ἀπὸ τὸ
δημόσιο. Στὸ πλαίσιο αὐτῆς τῆς σύγκρουσης θὰ ἀπολυθεῖ καὶ ὁ
κωνσταντινουπολίτης Κωνσταντῖνος Παπαρηγόπουλος, τοῦ ὁποίου ὁ πατέρας –γιὰ
λόγους ἀντεκδίκησης- εἶχε δολοφονηθεῖ ἀπὸ τοὺς Ὀθωμανούς. Τὸ 10% τοῦ τότε
ἑλληνικοῦ πληθυσμοῦ, ποὺ ἀντιπροσώπευαν οἱ «ἑτερόχθονες», θὰ ὑποταχθεῖ, θὰ
ἀλλοτριωθεῖ καὶ θὰ ἀποδεχτεῖ τὴν κατάκτηση τῆς ἐξουσίας στὸ νεαρὸ κράτος ἀπὸ
τὰ παραδοσιακὰ ἡγετικὰ στρώματα τῆς Παλαιᾶς Ἑλλάδας, τῶν κοτζαμπάσηδων καὶ
τῶν προεστῶν.
Ἀπὸ τότε μέχρι σήμερα, ἡ μεγάλη κληρονομιὰ τῆς ἰδεολογικῆς
ἀπόρριψης, τοῦ ρατσισμοῦ κατὰ τῶν ἑτεροχθόνων καὶ τῆς ὑποτίμησης τῶν
ἐξωελλαδικῶν Ἑλλήνων, καλὰ κρατεῖ.
Ἡ πρόκληση τοῦ ‘22
Ἡ μεγαλύτερη πρόκληση γιὰ τὸν κρατικὸ μηχανισμὸ τῆς Ἑλλάδας καὶ
τοὺς συγκροτοῦντες τοὺς ἰδεολογικοὺς μηχανισμοὺς κυριαρχίας, θὰ δοθεῖ ἀπὸ
τοὺς πρόσφυγες τῆς Μικρασιατικῆς Καταστροφῆς. Πάνω ἀπὸ τὸ 20% τοῦ ἑλληνικοῦ
πληθυσμοῦ μετὰ τὸ ’22 θὰ εἶναι «ἑτερόχθονες». Ἡ συνταγὴ ἦταν παλιὰ καὶ
δοκιμασμένη: ἀποσιώπηση τῆς Ἱστορίας, ἄσκηση βίας, οἰκονομικὴ ἐκμετάλλευση
καὶ προσπάθεια ἰδεολογικῆς ἀλλοτρίωσης μὲ τὴ μετατροπή τους ἀπὸ Μικρασιάτες
Ἕλληνες σὲ Βαλκάνιους. Αὐτὸ ἐν μέρει εἶναι φυσικό, ἐφόσον τὴν Ἱστορία, ὅπως
γνωρίζουμε, τὴ γράφουν οἱ νικητές. Καὶ στὰ συγκεκριμένα γεγονότα νικητὲς
ἦταν οἱ δύο κρατικὲς ἐξουσίες ποὺ ἔλεγχαν τὰ ἐδάφη στὶς δύο πλευρές του
Αἰγαίου. Καὶ οἱ χαμένοι ἦταν οἱ χριστιανοὶ τῆς Αὐτοκρατορίας (Ἕλληνες.
Ἀρμένιοι καὶ Ἀσσυροχαλδαῖοι) καὶ οἱ μουσουλμάνοι τῶν Βαλκανίων. Καὶ γιὰ νὰ
τὸ ποῦμε πιὸ κυνικά: ἐπειδὴ τὸ κράτος \\\"μας\\\", ὡς συγκεκριμένος μηχανισμὸς
ἐξουσίας καὶ ἔκφρασης συμφερόντων, βγῆκε κερδισμένο ἀπὸ τὴ Μικρασιατικὴ
Καταστροφή, ἐπέλεξε -καὶ κυρίως οἱ πιὸ σκληρές του πολιτικὲς ἐκφράσεις ποὺ
ἦταν ἡ ἀκροδεξιὰ- νὰ ἐξαφανίσει τὴν ἱστορικὴ μνήμη τῶν Ἑλλήνων τῆς Ἀνατολῆς.
Καὶ ὅλα αὐτά, ἐνῶ ἡ ἱστορία τῶν Ἑλλήνων τῆς Ἀνατολῆς καὶ ἡ Ἔξοδος
τοὺς, εἶναι ἡ κορυφαία στιγμὴ στὴν ἱστορία τῶν Ἑλλήνων. Τὴ στιγμὴ δηλαδὴ ποὺ
θὰ βρεθοῦν ὁριστικὰ ἐκτός της μικρασιατικῆς χερσονήσου, ὑφιστάμενοι
παράλληλα καὶ μία μεγάλης ἔκτασης ἐθνικὴ ἐκκαθάριση μὲ περισσότερα ἀπὸ
800.000 θύματα, τὴν ἴδια στιγμὴ ὁ ἑλληνισμὸς συλλογικὰ καὶ συνολικὰ θὰ
ἀποκοπεῖ –γιὰ πρώτη φορὰ στὴν ἱστορία του- ἀπὸ τὸ μικρασιατικὸ χῶρο γιὰ
πάντα.
Ἡ σύνθεση τῶν ἱστορικῶν ἐμπειριῶν καὶ ἡ νέα ἀναθεώρηση
Μόνο στὴ δεκαετία τοῦ ’80 θὰ ἀρχίσουν νὰ ἀναπτύσσονται ἐντός της
ἑλληνικῆς κοινωνίας διαδικασίες σύγκλισης, μὲ τὴν ἀναγνώριση τῆς σημαντικῆς
ἱστορίας τῶν Ἑλλήνων τῆς κὰθ΄ ἠμᾶς Ἀνατολῆς καὶ μὲ τὴν ἔνταξή της στὴ
συλλογικὴ μνήμη τῶν Ἑλλήνων. Στὴ δεκαετία τοῦ ’90 φάνηκε ὅτι μὲ τὴν
ἀνακήρυξη τῶν δύο ἐθνικῶν ἐπετείων, τῆς 19ης Μαΐου (γιὰ τὴ γενοκτονία στὸν
Πόντο) καὶ τῆς 14ης Σεπτεμβρίου (γιὰ τὴ γενοκτονία στὸ σύνολό της
μικρασιατικῆς χερσονήσου) τὸ μεγάλο αὐτὸ ἱστορικὸ χάσμα γεφυρωνόταν, μὲ τὴν
«ἐθνικὴ ὁλοκλήρωση» νὰ πραγματοποιεῖται στὸ χῶρο τῆς γνώσης καὶ τῆς ἐπίσημης
ἰδεολογίας τοῦ κράτους. Μέχρι σήμερα πιστεύαμε ὅτι πετύχαμε τὴ σύγκλιση καὶ
τὴ σύνθεση. Ὅπως φάνηκε ὅμως, τὰ ἀντιδραστικὰ ἀντανακλαστικά της
«αὐτοχθόνου» ἰδεολογίας εἶναι βαθύτατα ριζωμένα. Καὶ αὐτὸ συνειδητοποιήθηκε
ὅταν ἐκδόθηκε τὸ «νέο» βιβλίο τῆς Ἱστορίας τῆς 6ης δημοτικοῦ. Τὸ
συγκεκριμένο βιβλίο -καὶ ὅλη ἡ πολιτικὴ ὁμάδα ποὺ βρίσκεται ἀπὸ πίσω-
ἀποδεικνύει ὅτι ξαναβρεθήκαμε ἐκεῖ ἂπ\\\' ὅπου ξεκινήσαμε.
Δὲν θὰ ἀναφερθοῦμε στὶς ἀπίστευτες ἐλλείψεις, ποὺ ἔχει συνολικὰ τὸ
βιβλίο. Γι’ αὐτὲς ἂς μιλήσουν ἄλλοι, εἰδικοὶ ἢ μή. Αὐτὸ ποὺ ἐνοχλεῖ στὴ
ματιὰ ποὺ ἔχει ἡ συγγραφέας, εἶναι ὅτι ὑποβαθμίζει τὰ γεγονότα στὴ Μικρὰ
Ἀσία μ’ ἕνα ἰδιαιτέρως προκλητικὸ τρόπο. Ὁ «Κεμὰλ Ἀτατοὺρκ» ἀντιμετωπίζεται
καὶ χαρακτηρίζεται ὡς «ὁ ἡγέτης τοῦ ἀπελευθερωτικοῦ ἀγώνα τῶν Τούρκων». Κάτι
ποῦ ἀποτελεῖ τὴν κλασικὴ θέση τοῦ τουρκικοῦ ἐθνικισμοῦ. Ἀποσιωπᾶται πλήρως ἡ
ἱστορικὴ φάση τῆς μετάβασης ἀπὸ τὴν Ὀθωμανικὴ Αὐτοκρατορία σὲ ἔθνη-κράτη καὶ
πονηρὰ αἰωρεῖται ἡ θέση ὅτι ἡ Τουρκία, ὡς ἔθνος-κράτος, εἶναι ἀκριβῶς τὸ
ἴδιο μὲ τὴν Ὀθωμανικὴ Αὐτοκρατορία.
Ὁ Μουσταφὰ Κεμὰλ λοιπόν, σύμφωνα μ’ αὐτὸ τὸ ἑλληνικὸ βιβλίο της
Ἱστορίας ἀπελευθέρωσε τὴ Σμύρνη, τὴν Τραπεζούντα, τὸ Ἀϊβαλὶ κ.λπ. ἀπό τους
Ἕλληνες. Καὶ ἐφόσον ὁ Κεμὰλ ἔκανε «ἀπελευθερωτικὸ ἀγώνα», οἱ ἐχθροί του
ἔκαναν ἰμπεριαλισμό. Ἐφόσον λοιπὸν οἱ Σμυρνιοί, οἱ Πόντιοι, οἱ Ἀρμένιοι ἦταν
κακοὶ ἰμπεριαλιστὲς –μαζὶ μὲ τοὺς Ἑλλαδικοὺς ποὺ ἀποβιβάστηκαν στὴ Σμύρνη τὸ
’19- καλὰ νὰ πάθουν, δὲν ὑπάρχει κανένας λόγος νὰ ἐκφραστεῖ ἔστω καὶ ἡ
στοιχειώδης συμπάθεια γι’ αὐτούς.
Ρατσισμὸς κατὰ τῶν προσφύγων τοῦ ‘22
Ἀκριβῶς αὐτὸ εἶναι τὸ ἐσωτερικὸ ἰδεολογικὸ σχῆμα τῆς συγγραφέως.
Καὶ στὸ σχῆμα αὐτὸ ὑποτάσσει τὴν ἑλληνικὴ Ἱστορία. Γι’ αὐτὸ δὲν ὑπάρχει
καμιὰ ἀναφορὰ στὴν –πρωτοφανῆ γιὰ τὴ σύγχρονη Ἱστορία- καταστροφή της
Σμύρνης καὶ στὴ σφαγὴ τοῦ χριστιανικοῦ της πληθυσμοῦ (ἑλληνικοῦ καὶ
ἀρμενικοῦ), οὔτε φυσικὰ στὶς ἐπίσημες ἀποφάσεις τοῦ ‘11 τῶν Νεοτούρκων
ἐθνικιστῶν γιὰ ἐξόντωση τῶν χριστιανικῶν κοινοτήτων. Φυσικὰ δὲν ὑπάρχει καὶ
καμιὰ ἀναφορὰ στὶς γενοκτονίες τῶν χριστιανικῶν λαῶν (Ἑλλήνων τῆς Ἀνατολῆς,
Ἀρμενίων καὶ Ἀσυροχαλδαίων) ποὺ ἄρχισαν τὸ ‘14, οὔτε στὸ εὐρύτερο ἱστορικὸ
πλαίσιο ποὺ σχετίζεται μὲ τὶς ἰμπεριαλιστικὲς ἐπιδιώξεις τῶν Νεοτούρκων
ἐθνικιστῶν καὶ τῶν Γερμανῶν συμμάχων τους. Καμιὰ ἐπίσης ἀναφορὰ δὲν ὑπάρχει
γιὰ τὰ Σεπτεμβριανὰ κατὰ τῶν Ἑλλήνων τῆς Κωνσταντινούπολης ἢ γιὰ τὶς
σταλινικὲς διώξεις κατὰ τῶν πολυάριθμων Ἑλλήνων τῆς Σοβιετικῆς Ἕνωσης.
Ἀκόμα καὶ ἂν ὑποθέσει κάποιος ὅτι στὸ βιβλίο δὲν παρουσιάζεται ἡ
ἱστορία τῶν Ἑλλήνων, ἀλλὰ ἡ ἱστορία τοῦ κράτους τῆς Ἑλλάδας, ἡ ἀσυνέπεια καὶ
τὸ ἑτεροβαρὲς εἶναι πλῆρες. Σὲ ἄλλα σημεῖα παρουσιάζεται ἡ πανανθρώπινη
ἱστορία, σὲ ἄλλα ἡ ἱστορία τῶν Ἑλλήνων συνολικὰ καὶ μόνο στὴν περίοδό της
γενοκτονίας τους ἀπὸ τὸν τουρκικὸ ἐθνικισμὸ καὶ τῆς Ἐξόδου ἀπὸ τὴν Ἀνατολή,
περιορίζεται πλήρως στὰ κρατικὰ ὅρια. Σαφέστατα εἶναι μεροληπτικὸ καὶ
ρατσιστικὸ κατὰ τῶν Ἑλλήνων τῆς Ἀνατολῆς (Μικρασιατῶν, Ποντίων καὶ
Ἀνατολικοθρακῶν). Ἀλλὰ καὶ μὲ τὸ μάτι τοῦ ὑπηρετοῦντος τὸ κράτος νὰ τὸ δεῖ
κάποιος, σήμερα οἱ ἀπόγονοι τῶν προσφύγων τοῦ ’22 –μὲ τὶς ἐπιγαμίες-
ἀνέρχονται στὸ ἕνα τρίτο τῶν κατοίκων τῆς σύγχρονης Ἑλλάδας. Μέσα, λοιπόν,
ἀπὸ τὴ φυσική τους παρουσία ἐντάσσουν ἀναγκαστικὰ τὴν ἱστορία τους στὴν
ἱστορία τῆς Ἑλλάδας.
Ἡ ἀπόκρυψη ποὺ ἐπιχειρεῖ ἡ συγγραφέας τοῦ βιβλίου, ποιοτικὰ εἶναι
ἀντίστοιχη μὲ τὶς προσπάθειες συγκάλυψης τοῦ Ὁλοκαυτώματος. Μπορεῖ τὸ
Ὁλοκαύτωμα νὰ μὴν τολμᾶ νὰ τὸ ἀποκρύψει, ὅμως τὴν ἄλλη μεγάλη
γενοκτονία -ἀναγνωρισμένη καὶ αὐτὴ διεθνῶς- τῶν Ἀρμενίων τὴν ἀποκρύπτει μὲ
ἕναν ἐξίσου προκλητικὸ τρόπο. Εἶναι σαφὲς γιατί: γιατί βρίσκεται στὴν ἴδια
κατηγορία μὲ τὶς γενοκτονίες τῶν Ἑλλήνων τῆς Ἀνατολῆς. Ἡ μοίρα τῶν
χριστιανικῶν πληθυσμῶν πρέπει νὰ ἀποσιωπηθεῖ, γιατί ἀκριβῶς ἀποκαλύπτει τὴ
φύση τοῦ τουρκικοῦ ἐθνικισμοῦ.
Ἐν κατακλείδι
Ἔτσι καὶ ἀλλιῶς τὸ βιβλίο αὐτὸ ἔρχεται σὲ εὐθεία σύγκρουση μὲ τὴν
ἱστορικὴ ἐμπειρία τῶν προσφυγογενῶν πληθυσμῶν τῆς σύγχρονης Ἑλλάδας. Θὰ
δοῦμε στὸ ἄμεσο μέλλον, ἐὰν ἡ ἴδια ἡ κοινωνία ἐπιτρέψει αὐτὴ τὴν προσπάθεια
ὁλοκλήρωσης τῶν γενοκτονιῶν μέσα ἀπὸ τὴν ἀποσιώπησή τους.
Αὐτὸ τὸ κείμενο εἶναι γραμμένο σὲ πολυτονικό. Διαβάστε τὴ μονοτονική του ἔκδοση.
|