Στέφανος Αγιάσογλου
Αν κανείς επιχειρήσει να διερευνήσει την έκταση της ανάλυσης και της ενημέρωσης, που έγινε τα τελευταία χρόνια, σχετικά με την ένταξη της χώρας μας στην Οικονομική και Νομισματική Ένωση (ΟΝΕ), θα διαπιστώσει ότι, χρησιμοποιήθηκε τόσο μελάνι και τόση φαιά ουσία, όση, ίσως, δεν έχει χρησιμοποιηθεί στο παρελθόν, ούτε για ολόκληρη τη σύγχρονη πολιτική και οικονομική ιστορία του τόπου. Η διαπίστωση ίσως να θεωρηθεί υπερβολική. Δεν απέχει όμως πολύ από την πραγματικότητα, που ζήσαμε και συνεχίζουμε να ζούμε γύρω από την προ-ΟΝΕ εποχή.
Αντίθετα, λίγοι έχουν ασχοληθεί με την ανάλυση και την ενημέρωση, που έχει να κάνει με την επομένη ημέρα, πιο γνωστή ως μετά - ΟΝΕ εποχή. Το γεγονός αυτό αποτελεί από μόνο του παράδοξο, μια και η ουσία της προσπάθειας της χώρας μας, βρίσκεται στην πραγματικότητα, που θα κληθεί να αντιμετωπίσει η Ελληνική Οικονομία, μετά την ένταξή μας στην ΟΝΕ. Με άλλα λόγια, αυτό που απασχολεί τον απλό πολίτη είναι το αποτέλεσμα της πολύχρονης και σκληρής, πολλές φορές, λιτότητας, που του επιβλήθηκε και όχι βέβαια η διαδικασία και η γραφειοκρατία της πορείας για την επίτευξη ενός στόχου, που μόνος του αποτελεί απλά την αρχή και μόνον αυτού του αποτελέσματος.
Αν λοιπόν αποκρυπτογραφήσει κανείς τις δηλώσεις και ανακοινώσεις των αρμοδίων οργάνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σχετικά με το θέμα, είναι βέβαιο ότι, θα διαπιστώσει πως, η επόμενη ημέρα αναμένεται εξ ίσου δύσκολη και ανηφορική. Από την άλλη πλευρά, οι κυβερνητικές δηλώσεις και ανακοινώσεις δεν χρειάζονται αποκρυπτογράφηση, δεδομένου ότι, δεν αναφέρονται καθόλου στην επόμενη ημέρα, αλλά στέκονται στο παρόν και στην «επιτυχία» της επίτευξης ενός πολύ αργοπορημένου στόχου.
Για να μη θεωρηθεί ότι, οι παραπάνω διαπιστώσεις δεν έχουν βάση, είναι απαραίτητο να παραθέσει κανείς μια σειρά στοιχείων, που αναφέρονται στην κατάσταση της Ελληνικής Οικονομίας και αποδεικνύουν, χωρίς καμμιά αμφιβολία, ότι, η επόμενη ημέρα μάλλον «πονεμένη» θα είναι για την πλειοψηφία της ελληνικής κοινωνίας.
Πρέπει πρώτα να σημειωθεί ότι, η καθιέρωση του κοινού νομίσματος αποτελεί την αρχή και όχι το τέλος μιας δύσβατης πορείας προς το μέλλον, οπότε θα ολοκληρωθεί η ενοποίηση της λειτουργίας όλων των οικονομιών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Από παλαιότερες αναλύσεις του ΟΟΣΑ προκύπτει ότι, η πορεία αυτή θα επηρεάζεται από παράγοντες που θα την ευνοούν, ή και θα τη δυσχεραίνουν, κατά περίπτωση, με οφέλη ή και προβλήματα, που σχετίζονται άμεσα με τις προ της ένταξης διαφορές, οι οποίες υπήρχαν στις οικονομίες των συμμετεχόντων στην ενοποίηση χωρών.
Εδώ πρέπει να υπενθυμίσουμε ότι η Ελλάδα είναι η μόνη χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης που δεν συμμετείχε στην αρχική ενοποίηση, όχι γιατί δεν το επιθυμούσε (όπως π.χ. η Σουηδία), αλλά γιατί δεν είχε εξασφαλίσει τα οικονομικά μεγέθη που απαιτούνταν για την προσχώρησή της.
Από ανάλυση του περιοδικού «Ελληνική Οικονομία», βασισμένη σε στοιχεία του ΟΟΣΑ προκύπτει ότι, όσον αφορά στο μέγεθος του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος (ΑΕΠ)-δείκτης του μεγέθους μια οικονομίας- η Ελληνική Οικονομία εμφανίζεται από τις μεγαλύτερες των τεσσάρων μικρών από τις 11 χώρες-μέλη της ΟΝΕ. Από την άλλη μεριά, με βάση τα δεδομένα από το κατά κεφαλή ακαθάριστο προϊόν -δείκτης του βαθμού αναπτύξεως μιας οικονομίας- η Ελλάδα εμφανίζεται με το μικρότερο μέγεθος όλων αυτών των οικονομιών και μάλιστα με μεγάλη απόσταση από τις περισσότερες.
Επίσης από τα ίδια στοιχεία προκύπτει ότι, η παραγωγικότητα της εργασίας, δηλαδή το αποτέλεσμα ανά απασχολούμενο άτομο, συγκρινόμενη με τις αντίστοιχες των άλλων χωρών, κατά μέσο όρο στην πενταετία 1993-1997, όχι μόνον απέχει πολύ, αλλά και παρουσιάζει μείωση, όταν, την ίδια στιγμή, παρατηρούνται μεγάλες αυξήσεις σε χώρες όπως η Φινλανδία, η Ιρλανδία και η Πορτογαλία.
Θα μπορούσε κανείς να προχωρήσει σε βαθύτερη ανάλυση και άλλων στοιχείων, αλλά και μόνο από τα παραπάνω είναι εύκολο και σε έναν απλό παρατηρητή, να κατανοήσει ότι, μετά την ένταξή μας στην ΟΝΕ οι ίδιες αποστάσεις που μας χώριζαν από τους κοινοτικούς εταίρους μας θα συνεχίσουν να υπάρχουν και να μας χωρίζουν.
Με δεδομένο επίσης το γεγονός ότι, ο ανταγωνισμός μεταξύ των χωρών μελών της ΟΝΕ θα γίνεται πια με βάση την ποιότητα των παραγομένων προϊόντων και υπηρεσιών, κάτι που προϋποθέτει μια καλά οργανωμένη παραγωγική υποδομή και ένα υπεύθυνο και λειτουργικό δημόσιο τομέα, αρωγό του παραγωγικού δυναμικού της χώρας και όχι αδιάφορο ή ανταγωνιστικό του, προκύπτει το συμπέρασμα ότι, για να σταθούμε ισάξια απέναντι στους εταίρους μας και να αποκομίσουμε τα οφέλη που θα προκύψουν, απαιτούνται μεγάλα άλματα και όχι μεγάλα λόγια, μεγάλα έργα και όχι μεγάλα συνθήματα.
Παράλληλα, πρέπει να σημειωθεί ότι, η οικονομία και τα μεγέθη της συνδέονται και επηρεάζονται από την παιδεία και τις πτυχές της στην κοινωνία και αντίστροφα. Για τον λόγο αυτό πρέπει επί τέλους να ληφθεί σοβαρά υπ’ όψη ότι απαιτείται ένα σωστά οργανωμένο σύστημα εκπαίδευσης, οι στόχοι του οποίου πρέπει να συγκλίνουν, με αυτό της οικονομίας, ώστε να δημιουργηθούν οι κατάλληλες για το μέλλον υποδομές. Σε καμμιά όμως περίπτωση δεν πρέπει η εκπαίδευση να αποτελεί το άλλοθι της οικονομικής πολιτικής, χρησιμοποιούμενη ευκαιριακά για να κρυφτεί η ανεργία, κυρίως στους νέους.
Τα οικονομικά μεγέθη στην παιδεία
μιας χώρας και η παιδεία στην οργάνωση της οικονομίας αποτελούν, από κοινού,
εθνικό θέμα και πρέπει να αντιμετωπίζονται ως τέτοιο, ιδιαίτερα
σήμερα, που οι κανόνες του παιγνιδιού καθορίζονται από τη λεγομένη «νέα
τάξη πραγμάτων». Αντίθετα, η έλλειψη σωστής παιδείας στην οργάνωση της
οικονομίας αποτελεί έναν αόρατο και άκρως επικίνδυνο εχθρό, που
υπονομεύει το μέλλον της χώρας μας και των παιδιών μας.