[Το ζήτημα της αναγραφής του Θρησκεύματος - Νεώτερες εξελίξεις --- αν δεν μπορείτε να διαβάσετε το κείμενο αυτό που είναι γραμμένο σε πολυτονικό σύστημα έχετε δύο εναλλακτικούς τρόπους, α. κατεβάζοντας τις γραμματοσειρές, και β. διαβάζοντάς το σε μορφή pdf]

           ΤΟ ΖΗΤΗΜΑ ΤΗΣ ΑΝΑΓΡΑΦΗΣ  ΤΟΥ ΘΡΗΣΚΕΥΜΑΤΟΣ -

                                    ΝΕΩΤΕΡΕΣ ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ

 

                                                ὑπό Κωνσταντίνου Χολέβα

                                    Πολιτικου Επιστήμονος

               Τό Εὐρωπαϊκό Δικαστήριο Ἀνθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΕΔΑΔ) μέ τήν ἀπόφασή του τῆς 12/12/2002  ἀπέρριψε ὡς ἀπαράδεκτη καί ἀβάσιμη τήν προσφυγή Ἑλλήνων κληρικῶν καί λαϊκῶν , οἱ ὁποῖοι ζητοῦσαν νά ἔχουν τό δικαίωμα ἀναγραφῆς τοῦ θρησκεύματος στίς ἀστυνομικές τους ταυτότητες καί σέ ἄλλα δημόσια ἔγγραφα. Τό Δικαστήριο δέν δέχθηκε νά συζητήσει τήν προσφυγή ἐνώπιον ἀκροατηρίου καί δέν ἔδωσε τήν δυνατότητα νά ἀκουσθοῦν τά ἐπιχειρήματα τῶν Ἑλλήνων πολιτῶν πού προσέφυγαν σ' αὐτό.  Ἡ συγκεκριμένη ἀπόφαση καί ὁ τρόπος μέ τόν ὁποῖο ἐλήφθη προκαλεῖ πολλές ἀπορίες καί μᾶς δίδει τήν ἐντύπωση βεβιασμένης κινήσεως μέ συγκεκριμένη σκοπιμότητα. Πρίν σχολιάσουμε, ὅμως,  τήν ἀπόφαση αὐτή κρίνουμε σκόπιμο νά ὑπενθυμίσουμε ἐν συντομίᾳ τίς μέχρι τώρα ἐξελίξεις στό ζήτημα τῆς ἀναγραφῆς τοῦ θρησκεύματος, τό ὁποῖο ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος θεωρεῖ ὅτι παραμένει ἀνοικτό καί ὡς νομικό θέμα, ἀλλά καί ὡς ζήτημα σεβασμοῦ πρός τήν βούληση τριῶν καί περισσοτέρων ἑκατομμυρίων Ἑλλήνων πολιτῶν.

             Α. ΠΩΣ ΞΕΚΙΝΗΣΕ ΤΟ ΖΗΤΗΜΑ

             Στίς 24 Μαΐου 2000 καί ἐνῷ ὁ Προκαθήμενος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος εὑρίσκετο στήν Ρουμανία γιά ἐπίσημη ἐπίσκεψη, ὁ Πρωθυπουργός κ. Κώστας Σημίτης ἀπαντῶν σέ ἐρώτηση τῆς βουλευτοῦ κ. Μαρίας Δαμανάκη στήν Βουλή τῶν Ἑλλήνων δήλωσε ὅτι τό θρήσκευμα δέν θά ἀναγράφεται πλέον στίς ἀστυνομικές ταυτότητες τῶν Ἑλλήνων πολιτῶν. Εἶχε προηγηθεῖ ἡ ἀπόφαση τῆς Ἀρχῆς Προστασίας Προσωπικῶν Δεδομένων ὑπ' ἀριθμ. 510/17 τῆς 15/5/2000, ἡ ὁποία εἰσηγεῖτο τήν μή ἀναγραφή τοῦ θρησκεύματος στίς ἀστυνομικές ταυτότητες καί ἐπεκαλεῖτο τόν Νόμο 2472/1997 περί Προστασίας τῶν Δεδομένων Προσωπικοῦ Χαρακτῆρος. Εἶναι χαρακτηριστικό ὅτι τό θέμα ἐτέθη ὡς κεραυνός ἐν αἰθρίᾳ ἀπό τήν κυβερνητική πλευρά λίγες μόνον ἑβδομάδες μετά τίς ἐκλογές τῆς 9ης Ἀπριλίου 2000, ἐνῷ κατά τήν προεκλογική περίοδο δέν εἶχε ἐνημερωθεῖ ὁ λαός ὅτι ἐπρόκειτο νά τεθεῖ αὐτό τό ζήτημα. Εἶναι, πάντως, ἐνδεικτικό τῶν κυβερνητικῶν προθέσεων τό γεγονός ὅτι στίς 8 Μαΐου 2000 ὁ τότε Ὑπουργός Δικαιοσύνης καί καθηγητής τῆς Νομικῆς Σχολῆς κ. Μιχαήλ Σταθόπουλος παρεχώρησε συνέντευξη στήν ἐφημερίδα ΕΘΝΟΣ, κατά τήν ὁποία  πέραν τοῦ θέματος τῆς ἀναγραφῆς τοῦ θρησκεύματος κατέθεσε καί μία σειρά προτάσεων μέ σαφῆ στόχο τήν περιθωριοποίηση τῆς Ἐκκλησίας καί τήν ἀποκοπή τοῦ λαοῦ μας ἀπό τίς Ὀρθόδοξες ρίζες του.

            Ὁ Νόμος 1988 τοῦ 1991 ὁρίζει ὅτι ἡ ἀναγραφή τοῦ θρησκεύματος στά Δελτία Ταυτότητος εἶναι ὑποχρεωτική. Ἡ Ἐκκλησία μας  θεωρεῖ ὅτι ὁ Νόμος αὐτός ἐξακολυθεῖ νά ἰσχύει καί δέν ἀνατρέπεται μέ μία σύσταση τῆς Ἀρχῆς Προστασίας Προσωπικῶν Δεδομένων διότι στόν νομικό πολιτισμό τῆς Ἑλλάδος ἕνας Νόμος μπορεῖ νά καταστεῖ ἀνενεργός μόνον μέ τήν ψήφιση νεωτέρου Νόμου ἀπό τήν Βουλή τῶν Ἑλλήνων. Καί εἶναι γνωστό σέ ὅλους ὅτι ἀπό τήν Βουλή τῶν Ἑλλήνων οὐδέποτε ἐψηφίσθη Νόμος πού νά θεσπίζει τήν διαγραφή τοῦ θρησκεύματος ἀπό τίς ταυτότητες. Παρ'ὅλα αὐτά ἡ Ἐκκλησία μας ἐξ ἀρχῆς ἐτάχθη ὑπέρ τῆς προαιρετικῆς καί ὄχι τῆς ὑποχρεωτικῆς ἀναγραφῆς τοῦ θρησκεύματος. Πιστεύουμε ὅτι ἔτσι ἐκφράζεται καλύτερα ἡ θρησκευτική ἐλευθερία τῶν πολιτῶν καί δίδεται τό δικαίωμα νά μήν ἀναγράφεται τό θρήσκευμα στίς ταυτότητες τῶν συμπολιτῶν μας, οἱ ὁποῖοι δέν τό ἐπιθυμοῦν γιά ὁποιοδήποτε λόγο. Ὅσον ἀφορᾶ δέ στό Νόμο 2472/1997 , τόν ὁποῖο ἐπεκαλέσθη ἡ Ἀρχή Προστασίας Προσωπικῶν Δεδομένων, θυμίζουμε ὅτι ὁ πρώην Ὑπουργός Δικαιοσύνης κ. Εὐάγγελος Γιαννόπυλος, ὁ ὁποῖος ἦταν καί ὁ κύριος συντάκτης τοῦ Νόμου, δήλωσε εὐθαρσῶς ὅτι ὁ Νόμος αὐτός ἀναφέρεται στήν ἠλεκτρονική προστασία εὐαισθήτων προσωπικῶν δεδομένων καί οὐδεμία σχέση ἤ ἀναφορά ἔχει πρός τό θέμα τῆς ἀναγραφῆς τοῦ θρησκεύματος. Ἄρα συμπεραίνουμε ὅτι ἡ Ἀρχή χρησιμοποίησε ἕναν οὐσιαστικά ἄσχετο Νόμο γιά νά δικαιολογήσει ἀποφάσεις, οἱ ὁποῖες εἶχαν ἤδη ληφθεῖ μέ πολιτικά κριτήρια καί γιά τήν ἐξυπηρέτηση ἀκραίων ἀντιεκκλησιαστικῶν ἰδεολογημάτων μιᾶς μικρῆς μερίδος διανοουμένων ἀποκεκομμένων ἀπό τήν ἑλληνική πραγματικότητα καί ἀπό τά πραγματικά πιστεύματα τοῦ λαοῦ μας.

 

            Β. ΓΙΑΤΙ ΑΝΤΙΔΡΑΣΑΜΕ

             Κατόπιν ὅλων αὐτῶν ἡ Ἱερά Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας μας ἀπεφάσισε νά ἀντιδράσει πρῶτον μέ τήν λίαν ἐπιτυχῆ ὀργάνωση Λαοσυνάξεων στήν Ἀθήνα καί στήν Θεσσαλονίκη καί δεύτερον μέ τήν συγκέντρωση ὑπογραφῶν γιά τήν διεξαγωγή Δημοψηφίσματος. Ἡ Ἐκκλησία μας ἔκανε προσκλητήριο καί ἀπευθύνθηκε στήν  ζῶσα Ὀρθόδοξη Πίστη, τήν δημοκρατική εὐαισθησία, τήν ἱστορική συνείδηση καί τό πληγωμένο αἴσθημα ἀξιοπρεπείας τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ καί ἔτσι κλῆρος καί λαός στείλαμε δυναμικά τό μήνυμα ἐντός καί ἐκτός Ἑλλλάδος ὅτι πάντοτε θά μᾶς βρίσκουν ἀντιμέτωπους ὅσοι προσβάλλουν τήν ἑλληνορθόδοξη ταυτότητά μας καί πλήττουν βάναυσα τίς ρίζες μας. Οἱ κυριώτεροι λόγοι τῆς ἀντιδράσεώς μας ἦσαν καί εἶναι οἱ ἑξῆς:

            1) Ἡ Ἐκκλησία μας θεωρεῖ ὅτι ἡ προαιρετική ἀναγραφή τοῦ θρησκεύματος στίς ταυτότητες συνδέεται κατά τρόπο ἄμεσο μέ τήν ἑλληνορθόδοξη ἰδιοπροσωπία τοῦ Ἔθνους μας, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ ἱστορικό στοιχεῖο τῆς διαχρονικῆς μας ἐπιβιώσεως καί ἀπαραίτητο ἔρεισμα τοῦ Λαοῦ, χωρίς τοῦτο νά ἀποτελεῖ μείωση ἔναντι ὁποιουδήποτε ἑτεροδόξου ἤ ἀλλοδόξου πολίτου, τοῦ ὁποίου τήν θρησκευτική ἑτερότητα ἡ Ἐκκλησία σέβεται ἀπολύτως.

            2) Ἡ Ἐκκλησία θεωρεῖ ὅτι ἦταν ἀντίθετη μέ τήν δημοκρατική παράδοση τοῦ τόπου μας ἡ μεθόδευση πού ἀκολουθήθηκε γιά τήν ἐπιβολή τῆς διαγραφῆς τοῦ θρησκεύματος. Ἡ Βουλή ἀχρηστεύθηκε καί ὑποκαταστάθηκε ἀπό μία διορισμένη "Ἀρχή" σέ σημεῖο πού γνωστός δημοσιογράφος σχολίασε  τό συγκεκριμένο γεγονός μέ τόν εὔστοχο τίτλο ἄρθρου του: "Δημοκρατία χωρίς Βουλή καί χωρίς Λαό" !

            3) Ἡ Ἐκκλησία μας ἐξ ἀρχῆς τόνισε ὅτι τό ζήτημα τῶν ταυτοτήτων ἦταν ἁπλῶς ἡ κορυφή τοῦ παγόβουνου. Ὅπως ἔγινε φανερό ἀπό τίς ἀπόψεις τοῦ κ. Μ. Σταθόπυλου πού προαναφέραμε, ἀλλά καί ἀπό ἄλλες ἐνέργειες ἤ δημοσιεύσεις, ἄν δέν ἀκουγόταν ἡ βροντερή φωνή διαματρυρίας τοῦ πιστοῦ λαοῦ μας γιά τήν διαγραφή τοῦ θρησκεύματος θά ἀκολουθοῦσαν πολύ γρήγορα καί ἄλλα μέτρα ἀποκοπῆς ἀπό τίς ρίζες μας ὅπως ἡ κατάργηση τοῦ μαθήματος τῶν Θρησκευτικῶν, ἡ ὑποχρεωτική ἐπιβολή τοῦ πολιτικοῦ γάμου κ.ἄ. Στό σημεῖο αὐτό πιστεύουμε ὅτι ἡ στάση τῆς Ἐκκλησίας μας ἀπέτρεψε, πρός τό παρόν τοὐλάχιστον , τήν λήψη  ἄλλων ἀντιχριστιανικῶν μέτρων. Πιστεύουμε ὅτι ἡ ποιμαίνουσα Ἐκκλησία καί ὁ εὐσεβής λαός δώσαμε τά μηνύματα πρός πᾶσαν κατεύθυνσιν, ἀλλά δέν ἐπαναπαυόμαστε. Ἐπαγρυπνοῦμε καί εἴμαστε ἕτοιμοι γιά νέους εἰρηνικούς καί εὐγενεῖς ἀγῶνες στό πλαίσιο τῆς Παραδόσεώς μας .

            4) Ἡ Ἐκκλησία μας ἰδιαιτέρως ἐνοχλήθηκε ἀπό τήν προσπάθεια νά ἐμφανισθεῖ τό ὅλο ζήτημα ὡς ἐπιταγή δῆθεν τῆς Εὐρωπαϊκῆς Ἑνώσεως. Ἔχει γίνει πλέον σαφές ὅτι οὐδέποτε ἡ Εὐρωπαϊκή Ἕνωση ζήτησε τήν μή ἀναγραφή τοῦ θρησκεύματος στίς ταυτότητες τῶν Ἑλλήνων. Ἄλλωστε στά θεμελιώδη κείμενά της ἡ Εὐρωπαϊκή Ἕνωση δηλώνει ὅτι σέβεται τήν πολιτιστική ἰδιοπροσωπία τῶν λαῶν πού τήν ἀποτελοῦν. Καί γιά τόν Ἕλληνα θεμέλιο αὐτῆς τῆς ἰδιοπροσωπίας εἶναι ἡ Ὀρθόδοξη Πίστη του, τήν ὁποία δικαοῦται νά ἐκφράζει δημοσίως καί ἐλευθέρως. Ἔκφραση τῆς θρησκευτικῆς ἐλευθερίας τῶν ἑλλήνων πολιτῶν εἶναι καί τό αἴτημά μας νά μποροῦμε νά ἀναγράφουμε τό θρήσκευμα στίς ταυτότητες προαιρετικῶς.

            5) Ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος ἐπεσήμανε ἐπανειλημμένως ὅτι οὐδέποτε Ἕλληνας πολίτης, ἑτερόδοξος ἤ ἀλλόθρησκος,  προσέφυγε σέ δικαστήριο διαμαρτυρόμενος γιά τήν ἀναγραφή τοῦ θρησκεύματος στήν ταυτότητά του. Πιστεύουμε ὅτι στήν σύγχρονη Ἑλλάδα δέν γίνονται διακρίσεις εἰς βάρος Ἑλλήνων πολιτῶν μέ κριτήριο τό θρήσκευμά τους καί συμφωνοῦμε ὅτι δέν πρέπει νά γίνονται. Ἄλλωστε γιά νά προστατεύσεις τίς ὅποιες μειονότητες ἤ θρησκευτικές κοινότητες ἔχεις σέ μιά χώρα πρέπει νά τίς ἀναδείξεις καί ὄχι νά τίς ἀποκρύψεις. Ἐπίσης ἡ Ἐκλησία μας ἐξέφρασε τήν θλίψη της , διότι κατά τήν περίοδο τῆς ἐντόνου συζητήσεως γιά τό ζήτημα τῶν ταυτοτήτων χρησιμοποιήθηκαν ἐναντίον της ἀπό ὁρισμένους Πανεπιστημιακούς καί διανοητές ἐπιχειρήματα τελείως ἀβάσιμα, ὅπως ἐπί παραδείγματι ὅτι  δῆθεν τήν ἀναγραφή τοῦ θρησκεύματος ἐπέβαλαν οἱ Γερμανοί κατακτητές μετά τό 1941. Ἀπεδείχθη βάσει ντοκουμέντων ὅτι ταυτότητες πού ἀνέγραφαν τό θρήσκευμνα κυκλοφοροῦσαν ἤδη ἀπό τό 1914!

 

            Γ.  Η ΣΥΛΛΟΓΗ ΥΠΟΓΡΑΦΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΔΙΕΞΑΓΩΓΗ ΔΗΜΟΨΗΦΙΣΜΑΤΟΣ.

            Μέ ἀπόφαση τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκλησίας μας ἄρχισε στίς 14 Σεπτεμβρίου 2000 ἡ συλλογή ὑπογραφῶν  γιά νά ἐνεργοποιηθεῖ τό ἄρθρο 44, παράγραφος 2 τοῦ Συντάγματος  περί διενεργείας δημοψηφίσματος. Ἡ Ἐκκλησία προσέφυγε στόν λαό καί ζήτησε νά ἀκουσθεῖ ἡ φωνή του. Αὐτό σημαίνει ὅτι ἡ Ἱερά Σύνοδος δέν ἔκανε δημοψήφισμα , ἀλλά συγκέντρωσε ὑπογραφές ὥστε νά πεισθεῖ ἡ Κυβέρνηση νά προκηρύξει δημοψήφισμα καί ἐκεῖ ὁ κάθε πολίτης νά ἐκφράσει τήν ἄποψή του σχετικά μέ τήν ἀναγραφή ἤ μή τοῦ θρησκεύματος. Ἡ συλλογή τῶν ὑπογραφῶν ἔγινε βάσει τῶν ἄρθρων 5 καί 10 τοῦ Συντάγματος πού κάνουν λόγο γιά τό δικαίωμα τοῦ πολίτη νά συμμετέχει στήν οἰκονομική, πολιτική καί κοινωνική ζωή τοῦ τόπου καί γιά τό δικαίωμα τοῦ ἀναφέρεσθαι πρός τίς Ἀρχές. Ἐπρόκειτο γιά μία δημοκρατικότατη πρωτοβουλία, μέ τήν ὁποία ἡ Ἐκκλησία μας πρωτοπόρησε θέτουσα πρώτη ἐκείνη τό αἴτημα νά ἐνεργοποιηθεῖ ἡ συνταγματική διάταξη περί δημοψηφίσματος, ἡ ὁποία οὐσιαστικά ἔχει καταστεῖ ἀνενεργός. Σέ πολλές χῶρες τῆς Εὐρώπης γιά σοβαρά ἐθνικά καί κοινωνικά ζητήματα ἀποφασίζει ὁ λαός μέσῳ δημοψηφισμάτων. Ἡ Ἐκκλησία πιστεύει ὅτι μέ τήν πρωτοβουλία της αὐτή συνετέλεσε στήν δημοκρατική ἀφύπνιση τῶν πολιτῶν καί στήν συνειδητοποίηση τοῦ ρόλου πού μποροῦν νά διαδραματίσουν σέ μείζονα θέματα Ἐθνικῆς Ἀξιοπρεπείας καί Αὐτογνωσίας, ὅπως εἶναι ἡ διατήρηση τῆς ἑλληνορθόδοξης ταυτότητος τῆς Πατρίδος μας.

            Ἡ συγκέντρωση τῶν ὑπογραφῶν ἔγινε μέ τήν εὐθύνη εἰδικῆς Συνοδικῆς Ἐπιτροπῆς καί μέ τήν ἐποτεία τῆς Ἐπιτροῆς Ἐλέγχου καί Διαφάνειας, ἡ ὁποία ἀπαρτίσθηκε ἀπό Πανεπιστημιακούς Καθηγητές Νομικῶν μαθημάτων, Ἀνωτάτους Δικαστικούς καί Νομικούς. Ἡ ἀνακοίνωση τῶν ἀποτελεσμάτων ἔγινε τήν 28η Αὐγούστου 2001 καί κατεγράφησαν τά ἑξῆς:

                        Συνολικά ὑπογεγραμμένα ἔντυπα: 3.025.245

                        Ἔγκυρα ἔντυπα: 3.008.901

                        Διπλοϋπογεγραμμένα -ἄκυρα ἔντυπα: 16.344

            Περισσότεροι ἀπό τρία ἑκατομμύρια Ἕλληνες πολίτες ἀνταπεκρίθησαν στό κάλεσμα τῆς Ἐκκλησίας καί ζητοῦν δημοψήφισμα ἀντιτιθέμενοι στόν αὐθαίρετο τρόπο μέ τόν ὁποῖο ἀπεφασίσθη ἡ διαγραφή τοῦ θρησκεύματος. Πρόκειται γιά πολύ μεγάλο ἀριθμό ἄν ληφθεῖ ὑπ' ὄψιν ὅτι δέν συμμετεῖχαν στήν συλλογή ὑπογραφῶν οἱ Μητροπόλεις τῆς Κρήτης καί τῆς Δωδεκανήσου, οἱ ὁποῖες ὑπάγονται στό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο. Οὐδέποτε κατά τήν νεώτερη Ἑλληνική Ἱστορία  συγκεντρώθηκε τόσος μεγάλος ἀριθμός ὑπογραφῶν ἀπό τόν ἑλληνικό λαό καί μάλιστα ἀπό πολίτες συνειδητούς , οἱ ὁποῖοι κατέθεταν τό ὀνοματεπώνυμό τους καί τόν ἀριθμό τῆς ἀστυνομικῆς τους ταυτότητος. Ἡ Ἐκκλησία μας ἐχειρίσθη τό ὅλο θέμα μέ εὐθύνη καί χωρίς διάθεση ἀντιπαραθέσεων καί ὁ λαός μας ἔδειξε τήν συμπαράστασή του μέ σοβαρότητα, θάρριος καί συγκινητική προθυμία. Δυστυχῶς οἱ ἁρμόδιοι ἐκώφευσαν σ'αὐτήν τήν δυναμική καί δημοκρατική ἔκφραση τοῦ φρονήματος τοῦ πιστοῦ λαοῦ. Ἡ Ἱερά Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ἐδήλωσε καί συνεχίζει νά δηλώνει μέ κάθε τρόπο ὅτι ἡ νομική, ἠθική καί ἐθνική πτυχή τοῦ ζητήματος παραμένουν ἀνοικτές καί ὅτι δέν εἶναι δυνατόν νά ριφθοῦν στόν κάλαθο τῶν ἀχρήστων οἱ ὑπογραφές τριῶν ἑκατομμυρίων καί πλέον Ἑλλήνων πολιτῶν.

 

            Δ. ΟΙ ΠΡΟΣΦΥΓΕΣ ΣΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ ΚΑΙ ΣΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ

            Λόγῳ τῆς ἀδιαφορίας τῆς Πολιτείας ἔναντι τῆς ὀγκώδους ἀντιδράσεως  Ἐκκλησίας καί λαοῦ ὁρισμένοι συμπολίτες μας, μεταξύ τῶν ὁποίων καί διακεκριμένοι Καθηγητές τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν, προσέφυγαν στό Συμβούλιο τῆς Ἐπικρατείας (Σ.τ.Ε.), δηλαδή στό Ἀνώτατο Διοικητικό Δικαστήριο τῆς χώρας μας ζητῶντας νά ἔχουν τό δικαίωμα προαιρετικῆς ἀναγραφῆς τοῦ θρησκεύματος. Μέ τίς ἀποφάσεις ὑπ' ἀριθ. 2279 -2286/2001, οἱ ὁποῖες δημοσιεύθηκαν στίς 27/6/2001 ,τό Σ.τ.Ε.  δέν ἔκανε δεκτό τό αἴτημα αὐτό. Ἔχει σημασία, πάντως, τό γεγονός ὅτι στίς ἀποφάσεις σημειώνεται καί ἡ γνώμη τῆς ἰσχυρᾶς μειοψηφίας, δηλαδή δέκα Συμβούλων Ἐπικρατείας καί ἑνός Παρέδρου, ἡ ὁποία μέ σοβαρώτατα ἐπιχειρήματα καταδεικνύει ὅτι ἡ διαγραφή -καί ὄχι ἡ ἀναγραφή τοῦ θρησκεύματος - ἀναιρεῖ καί παραβιάζει τήν ἐλευθερία ἐκδηλώσεως τῶν θρησκευτικῶν πεποιθήσεων.  Ὁρισμένοι ἀπό τούς προσφυγόντες στό Σ.τ.Ε. προσέφυγαν ἐν συνεχείᾳ στὀ Εὐρωπαϊκό Δικαστήριο Ἀνθρωποίνων Δικαιωμάτων, τό ὁποῖο ἑδρεύει στό Στρασβοῦργο. Ὅπως ἔχουμε ἤδη ἀναφέρει τό ΕΔΑΔ μέ τήν πρόσφατη ἀπόφασή του ἐκρινε ὅτι ἡ προσφυγή εἶναι ἀβάσιμη γι' αὐτό δέν τήν συζήτησε ἐνώπιον ἀκροατηρίου, ἀλλά μόνον σέ ἕνα κλειστό Συμβούλιο.Ἔγκριτοι Νομικοί σχολίασαν ὅτι δέν δικαιολογεῖται αὐτή ἡ στάση τοῦ ΕΔΑΔ παρά μόνον ἄν δεχθοῦμε ὅτι ὑπῆρχε σκοπιμότης γιά νά τερματισθεῖ ἡ ὑπόθεση χωρίς δημοσία δίκη. Οἱ Εὐρωπαῖοι δικαστές δέν ἐπέτρεψαν σέ ἐκείνους πού προσέφυγαν νά ἀναπτύξουν τά ἐπιχειρήματά τους. Καί διερωτᾶται κάθε λογικός ἄνθρωπος: Πῶς μπορεῖ νά ἀπορριφθεῖ ὡς ἀβάσιμη μία προσφυγή ὅταν ἡ ἀπόφαση στό ἑλληνικό Συμβούλιο Ἐπικρατείας ἐλήφθη μέ ἰσχυρή μειοψηφία, ἡ ὁποία ἐτάχθη ὄχι μόνον ὑπέρ τῆς προαιρετικῆς, ἀλλά καί τῆς ὑποχρεωτικῆς ἀναγραφῆς τοῦ θρησκεύματος;

            Ἡ συγκεκριμένη ἀπόφαση τοῦ ΕΔΑΔ διαπιστώνει ὅτι ἀκόμη καί ἡ προαιρετική ἀναγραφή τοῦ θρησκεύματος σέ δημόσια ἔγγραφα ἀποτελεῖ παραβίαση τῆς θρησκευτικῆς ἐλευθερίας τῶν πολιτῶν. Μία τέτοια ἄποψη πιστεύουμε ὅτι ἀντιφάσκει ριζικά πρός τήν πρακτική πού ἐφαρμόζεται σέ ὁρισμένες εὐρωπαϊκές χῶρες. Θυμίζουμε τήν περίπτωση τῆς Γερμανίας ὅπου ὁ κάθε πολίτης καλεῖται νά ἀναγράψει προαιρετικά στήν φορολογική του δήλωση τήν θρησκευτική ὁμολογία στήν ὁποία ἀνήκει, ὥστε τό Κράτος νά δώσει ἕνα μέρος τοῦ φόρου στήν θρησκευτική αὐτή κοινότητα (θρησκευτικός φόρος). Ἡ φορολογική δήλωση εἶναι σαφῶς δημόσιο ἔγγραφο καί οὐδείς Γερμανός πολίτης μέχρι σήμερα ἔχει διαμαρτυρηθεῖ  γι' αὐτό  τό μέτρο.

            Πάντως πρέπει νά τονισθεῖ ὅτι ἀπό αὐστηρά νομική σκοπιά ἡ ἀπόφαση τοῦ ΕΔΑΔ δέν θεωρεῖται δικαστική ἀπόφαση, ἀφοῦ δέν ἔγινε συζήτηση ἐνώπιον ἀκροατηρίου, καί δέν δεσμεύει τήν ὁποιαδήποτε Ἑλληνική Κυβέρνηση, ἡ ὁποία θά ἤθελε νά φέρει πρός ψήφισιν στήν Βουλή Νόμο περί τῆς προαιρετικῆς ἀναγραφῆς τοῦ θρησκεύματος.

            Πρέπει στό σημεῖο αὐτό νά ὑπογραμμίσουμεὅτι στό Συμβούλιο Ἐπικρατείας καί στό Εὐρωπαϊκό Δικαστήριο δέν προσέφυγε ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος. Προσέφυγαν Ἕλληνες πολίτες, οἱ ὁποῖοι αἰσθάνθηκαν ὅτι θίγονται ἀπό τό μέτρο τῆς μή ἀναγραφῆς τοῦ θρησκεύματος στίς ταυτότητες. 

 

            ΣΤ. ΑΝΤΙΦΑΣΕΙΣ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ

             Αὐτή τήν στιγμή στήν χώρα μας ἐπικρετεῖ μία τραγελαφική κατάσταση ὅσον ἀφορᾶ στό θέμα τῶν ταυτοτήτων. Κυκλοφοροῦν τρία εἴδη ἀστυνομικῶν ταυτοτήτων καί συγκεκριμένα ἄλλοι Ἕλληνες ἔχουν τήν παλαιά ταυτότητα μέ τό θρήσκευμα, ἄλλη μία πιό πρόσφατη χωρίς θρήσκευμα καί χωρίς ἐθνικότητα καί ἄλλοι τήν τελευταία ἐκδοχή, ἡ ὁποία ἀναφέρει τήν ἐθνικότητα, ἀλλά ὄχι τό θρήσκευμα. Καί τοῦτο διότι ἡ ἀπόφαση -σύσταση τῆς Ἀρχῆς Προστασίας Προσωπικῶν Δεδομένων τῆς 15 ης Μαΐου 2000 ζητοῦσε ὄχι μόνον τήν διαγραφή τοῦ θρησκεύματος, ἀλλά καί  τῆς ἐθνικότητος. Ὅμως  ἡ Εὐρωπαϊκή Ἕνωση καί τό Συμβούλιο τῆς Ἐπικρατείας ἔκριναν ὡς ἀπαραίτητη τήν ἀναγραφή τῆς ἐθνικοτητος ἀποδεικνύοντας σέ ἕνα βαθμό πόσο μετέωρη καί ἀστήρικτη ἦταν ἡ ἐπιχειρηματολογία τῆς Ἀρχῆς.

            Ἐξ ἄλλου μέ τό ἰσχῦον σήμερα καθεστώς ἡ Ἑλληνική Πολιτεία ἀρνεῖται ἕνα δικαίωμα στήν Ὀρθόδοξη πλειοψηφία τῆς χώρας μας, τό ὁποῖο δικαίωμα ἰσχύει γιά τίς θρησκευτικές μειονότητες τῆς Ἑλλάδος. Συγκεκριμένα ἕνας Μοτσουλμάνος τῆς Θράκης διακοῦται νά εἰσαχθεῖ στά Α.Ε.Ι. χωρίς ἐξετάσεις μόνον ἐπειδή ἀνήκει σέ συγκεκριμένη θρησκευτική κοινότητα. Δηλαδή δηλώνει τό θρήσκευμά του ἐνώπιον δημοσίας Ἀρχῆς καί ἐπί δημοσίου ἐγγράφου καί ἐπιβραβεύεται μέ ἀπαλλαγή ἀπό τίς Πανελλήνιες ἐξετάσεις. Ἐπίσης οἱ Μάρτυρες τοῦ Ἰεχωβᾶ ἀπαλλάσσονται ἀπό τήν ἔνοπλη θητεία καί ὑπηρετοῦν ἄοπλη θητεία ὡς νοσοκόμοι, ἀρκεῖ νά δηλώσουν τίς θρησκευτικές τους πεποιθήσεις στίς Στρατολογικές Ἀρχές , δηλαδή ἐπιβραβεύονται ὅταν ἀναγράψουν τό θρήσκευμά τους ἐπί δημοσίου ἐγγράφου. Οἱ Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί, ὅμως, δέν δικαιούμεθα νά ἀναγράφουμε τό θρήσκευμά μας στήν ταυτότητά μας ἔστω καί ἄν τό ζητήσουμε ἐνσυνειδήτως. Εἴμαστε βέβαιοι ὅτι τοῦτο ἀποτελεῖ παραβίαση τῶν ἀρχῶν τῆς ἰσονομίας καί τῆς ἰσοπολιτείας. Τελικά μέσα στήν Ἑλλάδα οἱ Ὀρθόδοξοι ἔχουμε λιγότερα δικαιώματα σέ σύγκριση μέ τίς θρησκευτικές μειονότητες.

            Γιά ὅλους αὐτούς τούς λόγους ἡ Ἱερά Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας μας θεωρεῖ ὅτι τό θέμα ὄχι μόνον δέν ἔχει λήξει, ἀλλά παραμένει ἀνοικτό καί πολύ σοβαρό. Μέ προσευχή, μέ συναίσθηση εὐθύνης καί μέ σεβασμό πρός τούς Ἱερούς Κανόνες καί πρός τό Σύνταγμα τῆς πατρίδος μας ἡ Ἐκκλησία μας θά ἀποφασίσει ποιά θά εἶναι τά ἑπόμενα βήματα ὡς πρός τό ζήτημα τῶν ταυτοτήτων. Ἄς ἀποφύγουμε κάθε ὑπερβολή καί κάθε ἡττοπάθεια καί ἄς ἐμπιστευθοῦμε τήν ἡγεσία τῆς Ἐκκλησίας μας, ἡ ὁποία μέχρι σήμερα κατηύθυνε ἐπιτυχῶς τόν ἀγῶνα. Τό τελευταῖο κεφάλαιο στόν ἀγῶνα γιά τήν ἀναγραφή τοῦ θρησκεύματος δέν ἔχει γραφεῖ ἀκόμη.

 

Κ.Χ.   

 

Πρωτότυπη δημοσίευση, Εκκλησία, Μαρτίου 2003, (επίσημο δελτίο της Εκκλησίας της Ελλάδος)


http://antibaro.gr