Και η δική μου ανταπάντηση στον κ. Παρίση

Κατ' αρχάς να συγχαρώ τον κ. Παρίση για το ήρεμο ύφος του αντιμετωπίζοντας τις απόψεις του κειμένου μου. Αυτό μου δίνει τη δυνατότητα ανταπάντησης, στην οποία προσέρχομαι αμέσως. Θα το έκανα νωρίτερα, εάν είχε πέσει στην αντίληψή μου ο αντίλογός του. 

Ξεκινάω με σχόλια για δύο σημεία των επιχειρημάτων του.

Περί δημοκρατίας.

Προσπάθησε να αποσαφηνίσει την "ουσία" του ζητήματος, ο κ. Παρίσης και αντιπαραθέτοντας την άποψή μου ότι οι πολλοί "καλώς ή κακώς αισθάνονται ότι θίγονται" από την απόφαση της κυβέρνησης, μας είπε ότι "η δημοκρατία ως πολίτευμα δεν ασχολείται με την ικανοποίηση των βίτσιων της πλειοψηφίας" . Δυστυχώς όμως, τα πράγματα είναι τόσο ωμά, όσο στη διατύπωσή του. Η δημοκρατία, ως πολίτευμα, όντως ασχολείται με την ικανοποίηση των "βίτσιων" της πλειοψηφίας. Λυπάμαι, εάν γίνεται δύσκολα αντιληπτό, αλλά τα "κριτήρια", που είναι "το μόνον που έχει σημασία" κατά τον κ. Παρίση, η αληθινή δημοκρατία τα εξετάζει ακριβώς ποτέ!  

Δε με ρώτησε κανείς ποτέ τα "κριτήρια" της ψήφου μου με την οποία επιλέγω τους εκλεκτούς μου κάθε τέσσερα χρόνια. Στην Ελβετία έχουν θεσμοθετηθεί τα δημοψηφίσματα για όλα τα σημαντικά θέματα, μέχρι και το σημείο να ζητείται η γνώμη των πολιτών για τη χορήγηση ασύλου σε οικονομικούς μετανάστες. Και τελικά, μόνο ελάχιστες φορές δίνεται, και αυτό με βάση το πλήρες βιογραφικό του ενδιαφερομένου (μορφωτικό επίπεδο, χώρα προέλευσης κλπ). Ορισμένοι την κατηγορούν ότι "δε δίνει ίσες ευκαιρίες και ανθρώπινα δικαιώματα". Μα συγγνώμη! Δεν είναι δικαίωμα της κοινωνίας να δεχθεί όποιον "γουστάρει"; To ίδιο ακριβώς δεν έκαναν και στην αρχαία Αθήνα με τον εξοστρακισμό όποιων η κοινωνία δε "γούσταρε" για διάφορους λόγους; 

Κανένας δε ρώτησε ποτέ πόσο ορθά ήταν τα κριτήρια της ψήφου σε καθεστώς δημοκρατίας. Εάν μπούμε πάντως, σε αυτή τη συζήτηση, τότε εγείρονται σοβαρότατα ερωτήματα: ποιος είναι αυτός που θα τα κρίνει; Γιατί ο κ. Παρίσης και όχι εγώ; Με ποια βάση, με ποιες αρχές, με ποιες αξίες; Λοιπόν, το μόνο που ενδιαφέρει μία δημοκρατία είναι η γνώμη της πλειονότητας. Το πώς αυτή μορφώθηκε είναι παντελώς αδιάφορο. Πολύ περισσότερο το αν είναι "ορθή", που είναι η πηγή της υποκειμενικότητας. Ο καθένας για την άποψή του αυτό πιστεύει!

Και το σημείο αυτό, καθίσταται επίσης εξαιρετικά επικίνδυνο. Εξηγούμαι: είναι συνήθεια των απολυταρχικών καθεστώτων να ελέγξουν τα "κριτήρια" των λαών που δυναστεύουν. Το "καλό μας" επικαλούνται οι κατά καιρούς δικτάτορες, εγχώριοι και αλλότριοι, επειδή εμείς δήθεν το αγνοούμε, ενώ αυτοί το γνωρίζουν καλύτερα και παρουσιάζονται ως σωτήρες.

Στη δημο-κρατία, υπάρχει μόνο ένα κριτήριο, μόνο μία αρχή, μόνο μία αξία: η γνώμη της πλειονότητας και τίποτε άλλο.

Σχέσεις κράτους - εκκλησίας

Το δεύτερο σημείο που θέλω να σχολιάσω είναι η διαπίστωσή του περί "σφιχτού εναγκαλισμού της [Ορθόδοξης Εκκλησίας] με το κράτος" που "έχει φέρει δεινά". Μία πρόχειρη όμως σύγκριση με τα "διαχωρισμένα" κράτη της "δημοκρατικής δύσης" (όπως λέγεται συχνά), θα έλεγα ότι κατατάσσει τη χώρα μας σε εκείνες με τις σχετικά χαλαρές σχέσεις της τοπικής εκκλησίας με το κράτος! Και εάν δυσκολεύεστε να το πιστέψετε, παρακαλώ διαβάστε εδώ.

Είδαμε λοιπόν τις περιπτώσεις κρατών με κρατικές εκκλησίες που σέβονται όμως τη θρησκευτική ελευθερία, κρατών με πλήρη διοικητικό διαχωρισμό από τις εκκλησίες που καλλιεργούν όμως το θρησκευτικό συναίσθημα και λαικά κράτη που καταπατούν τις θρησκευτικές ελευθερίες. Και όλος αυτός ο αχταρμάς, στην "πολιτισμένη δύση", στο μοντέλο που επιδιώκουμε να προσεγγίσουμε δηλαδή...

Τέλος, εάν το "πρόβλημα" της Ελλάδας είναι το άρθρο 3 του Συντάγματος (περί "επικρατούσας θρησκείας") ή το προοίμιο αυτού, σας παραπέμπω και πάλι στο βιβλίο του Ε. Βενιζέλου, όπου μπορείτε να διαπιστώσετε και την επιστημονικά τεκμηριωμένη άποψη ότι "το ζήτημα των σχέσεων κράτους και εκκλησίας είναι διαφορετικό από το ζήτημα της πλήρους προστασίας της θρησκευτικής ελευθερίας", που είναι ασφαλώς το ζητούμενο

Ας τον ξανασκεφτούμε λοιπόν τον "εναγκαλισμό". Σύμφωνα με την υπ' αριθμόν 11 συνοδευτική δήλωση που προσαρτήθηκε στη Συνθήκη του Άμστερνταμ, σύμφωνα με την άποψη Βενιζέλου, αλλά και σύμφωνα με την πρακτική όλων των χωρών του κόσμου οι σχέσεις εκκλησίας - κράτους είναι αποκλειστική αρμοδιότητα του κάθε κράτους και επαφίονται στην εκάστοτε ειδική παράδοση αυτού. Οι θρησκευτικές ελευθερίες δεν έχουν καμία σχέση με το παραπάνω, ούτε στη θεωρία, ούτε στην πράξη αφού μόλις διαπιστώσαμε ποικιλία σ' αυτές.

Ταυτότητες και διακρίσεις.

Να προχωρήσω και στο κυρίως ζήτημα. Η προτεινόμενη απαγόρευση της αναγραφής του θρησκεύματος θα είχε λόγο, μόνον εάν οι φερόμενες ως διακρίσεις ήταν αποκλειστικά προιόντα της αναγραφής αυτής στις αστυνομικές ταυτότητες. Προσοχή, μιλάω για το κατά πόσο η αναγραφή αυτή καθ' εαυτή οδηγεί σε διακρίσεις.

Ο ίδιος ο κ. Παρίσης παραδέχτηκε ότι τις ενδεχόμενες "διακρίσεις" με βάση θρησκευτικά χαρακτηριστικά τις κάνει το άμεσα ή έμμεσα κράτος, έστω και ανεπίσημα. Είπε χαρακτηριστικά:  "Βεβαίως θα μπορούσε ν' αντιτάξει κανείς ότι οι θρησκευτικές διακρίσεις δεν αποτελούν επίσημη πολιτική του ελληνικού κράτους και ότι όλα τα καταγγελθέντα περιστατικά συνιστούν απλώς απάνθρωπη συμπεριφορά μεμονωμένων θερμοκέφαλων κρατικών λειτουργών", και συνέχισε κατονομάζοντας το "στρατό" ως περίπου προφανές πεδίο τέτοιο διακρίσεων.

Μα τότε λοιπόν, ποιος ο σκοπός της απαγόρευσης της αναγραφής στις ταυτότητες; Μήπως θέλει να περιορίσει το κράτος τον εαυτό του (τους λειτουργούς του, το στρατό κλπ) από τις διακρίσεις που το ίδιο κάνει; Δε θα ήταν λογικότερο να στραφεί προς την κατεύθυνση να κόψει τις όποιες διακρίσεις, από το να κόψει τη δυνατότητα αναγνώρισης του θρησκεύματος; Στο βιβλίο του κ. Βενιζέλου, θα βρείτε μια ψύχραιμη αντιμετώπιση των εμπλεκομένων ζητημάτων ένα προς ένα. Θα βρείτε επίσης πάμπολλους διαφορετικούς τρόπους που ο πολίτης δηλώνει οικειοθελώς το θρήσκευμά του στο κράτος: τέλεση γάμου, αιτήσεις εναλλακτικής θητείας (μάρτυρες του Ιεχωβά), το ίδιο το όνομα ή η αλλαγή του για λόγους θρησκείας, η αμφίεση σε φωτογραφίες που τηρούνται σε αρχείο (μουσουλμάνοι, Ινδουιστές, Εβραίοι), αίτηση ίδρυσης ναού ή ραδιοφωνικού-τηλεοπτικού σταθμού, αίτηση εισαγωγής στα ΑΕΙ ή στο δημόσιο με ποσόστωση (μουσουλμάνοι), αίτηση απαλλαγής της διδασκαλίας των θρησκευτικών στα σχολεία, κλπ. Η αναγραφή του θρησκεύματος στις αστυνομικές ταυτότητες, δεν οδηγεί -από μόνη της- σε διακρίσεις. 

Εξάλλου, κ. Παρίση, ο σεβασμός στο θρήσκευμα του συνανθρώπου μας, έχει νόημα όταν γίνεται εν επιγνώσει και όχι εν αγνοία. Τότε, δεν είναι σεβασμός, είναι απλά στρουθοκαμηλισμός. Η κοινωνική γαλήνη που οραματίζομαι εγώ, δίχως διακρίσεις, βασίζεται στο σεβασμό των πιστεύω του άλλου μετά γνώσης, διότι μόνο τότε έχει αξία. Ελπίζω να συμφωνούμε επ' αυτού. Την κοινωνία που πρέπει υποχρεωτικά να κρυβόμαστε για να νομίζουμε ότι είμαστε ελεύθεροι, δεν τη θέλω, εσείς;

Ανδρέας Σταλίδης


www.antibaro.gr