O Χριστόδουλος όπως τον έζησα
Γιώργος Παπαθανασόπουλος
Ελεύθερος Τύπος 3 και 4 Φεβ 2008
Τον Απρίλιο του 1987 είχε γίνει το συλλαλητήριο στην πλατεία Συντάγματος, για να μην περάσει το νομοσχέδιo Τρίτση, που «κοινωνικοποιούσε» την Εκκλησία. Κύριος ομιλητής ήταν τότε ο μητροπολίτης Δημητριάδος Χριστόδουλος, ο οποίος συνάρπασε το πλήθος που είχε, παρά την προηγηθείσα βροχή, κατακλύσει την πλατεία. Και ο αείμνηστος συνάδελφος Σπύρος Αλεξίου είχε γράψει τότε στην «Καθημερινή»: «Ο κύριος ομιλητής, ο διανοητής ιεράρχης, ο Δημητριάδος, έκανε λεπτομερή ανάλυση του νομοσχεδίου και εξήγησε πως η διαμάχη δεν είναι για τα χωράφια, αυτά είπε τα προσφέρουμε, αλλά για το κύρος και την ανεξαρτησία της Εκκλησίας. Απέδειξε πως αν δεν ήταν ένας διαπρεπής ιεράρχης θα μπορούσε να ήταν ένας επιτυχημένος και άριστος πολιτικός. Επιανε τα συνθήματα του πλήθους και απαντούσε εύστοχα, μεταφέροντας συγχρόνως τη φωνή και τις απόψεις της Εκκλησίας». Το σχόλιο του Σπ. Αλεξίου για τον μετέπειτα Αρχιεπίσκοπο Χριστόδουλο εκφράζει κατά κάποιο τρόπο την προσωπικότητά του. Είχε μια γνήσια παραδοσιακή εκκλησιαστική συνείδηση, παράλληλα όμως δεν δίσταζε, με όποιο προσωπικό κόστος, να έχει έντονη παρουσία στην κοινωνία, να έχει λόγο επί των θεμάτων που απασχολούν το ποίμνιό της και να αποδεικνύει στην πράξη ότι είναι πάντα στην πρωτοπορία για μια δίκαιη και με συνοχή κοινωνία.
Τον Αρχιεπίσκοπο τον γνώρισα το 1959 ως Χρίστο Παρασκευαΐδη, τελειόφοιτο της Νομικής. Ηταν κατηχητής μου στην ενορία του Αγίου Σπυρίδωνα Παγκρατίου. Με το κριτικό μάτι του μαθητή τον θεώρησα ως ιδιοφυή προσωπικότητα και, παρά το ότι ήμουν καλός στο σχολείο, είχα την αίσθηση ότι όσο και αν προσπαθούσα ουδέποτε θα τον έφθανα στις επιδόσεις του στη μάθηση. Εξω από την Εκκλησία του Αγίου Σπυρίδωνα υπάρχει ένα ευρύχωρο προαύλιο και τα παιδιά μαζευόμασταν νωρίτερα και παίζαμε μπάλα. Το μάθημα άρχιζε στις 3 μετά το μεσημέρι, ο κ. Παρασκευαΐδης ήταν στην ώρα του και ετοίμαζε τα του μαθήματος και εμείς δεν είχαμε μυαλό να μπούμε στο ναό.
Εβγαινε πρώτη φορά και μας καλούσε, και εμείς του λέγαμε «σε ένα λεπτό, κύριε, ερχόμαστε» και συνεχίζαμε
Ερχόταν δεύτερη, πάλι τα ίδια, ώσπου νευρίαζε και εμείς τότε μαζευόμασταν
Ομως μέσα στο μάθημα είχε ξεχάσει το θυμό του και μας μιλούσε με τη συνηθισμένη γλυκύτητα και δεινότητα του λόγου του, που μας συνάρπαζε. Ηταν σημαντικό για τη ζωή μου που είχα ως κατηχητές τον μακαριστό Αρχιεπίσκοπο Χριστόδουλο και στη συνέχεια τον Αρχιεπίσκοπο Τιράνων και πάσης Αλβανίας κ. Αναστάσιο.
Με τον Αρχιεπίσκοπο Χριστόδουλο κρατήσαμε επαφή, αλλά κάποια στιγμή μου είπε ότι αποφάσισε να γίνει μοναχός και μαζί με το γέροντά του, τον σήμερα μητροπολίτη πρ. Πειραιώς κ. Καλλίνικο, το μητροπολίτη Καλαβρύτων κ. Αμβρόσιο και άλλους πνευματικούς του αδελφούς να μονάσει στη Μονή Βαρλαάμ Μετεώρων. Μέσα μου συγκλονίστηκα. Αυτός ο άνθρωπος, ο τόσο προσοντούχος θυσιάζει τα πάντα και κάνει τα προσόντα του ολοκαύτωμα για την αγάπη του Θεού; Φεύγει από τον κόσμο και κλείνεται σε ένα απόμερο και απόμακρο μοναστήρι; Κι όμως ο Θεός δεν τον θέλησε «υπό τον μόδιο», αλλά τον έθεσε «επί την λυχνία» και του επιφύλαξε μέσα από μια θαυματουργική πορεία να τον αναδείξει Προκαθήμενο της Εκκλησίας της Ελλάδος.
Από όσα μου είχε πει η μητέρα του Βασιλική Παρασκευαΐδη, από μικρό παιδί είχε την κλίση και την κλήση να γίνει κληρικός. Πήγαινε ώρες και καθόταν στο ναό της Αγίας Ζώνης, όπου πριν να γίνει μοναχός έμενε με την οικογένειά του και του άρεσε να ψάλλει, αφού είχε και πολύ ωραία φωνή. Ο πατέρας του έκανε του Χρίστου το χατίρι και τον πήγε στο Ωδείο των Αθηνών, όπου είχε δάσκαλο τον αείμνηστο Σπ. Περιστέρη, ο οποίος τον εισήγαγε στα μυστικά της βυζαντινής μουσικής. Ο Αρχιεπίσκοπος εκτιμούσε τον Περιστέρη και του άρεσε το μέλος, όπως το έψελνε στο Μητροπολιτικό Ναό των Αθηνών. Γι αυτό και όταν πέθανε δεν άλλαξε τους βυζαντινούς χορούς, οι οποίοι συνεχίζουν να ψάλλουν όπως τους έμαθε ο Περιστέρης.
Ως μοναχός στη Μονή Βαρλαάμ μου είχε αποστείλει και το πρώτο του βιβλίο «Qu est Varlaam», που εξέδωσε στα γαλλικά, τα οποία γνώριζε άπταιστα, αφού είχε φοιτήσει στη Λεόντειο. Η σκέψη της αδελφότητας, που είχε συγκροτηθεί υπό τον π. Καλλίνικο Καρούσο, τώρα πρ. μητροπολίτη Πειραιώς, ο οποίος είχε αναλάβει ηγούμενος, ήταν να συνδυάσει το μοναχικό βίο με την ιεραποστολή. Οταν ήμουν φοιτητής πληροφορήθηκα ότι είχαν επιστρέψει από τα Μετέωρα και ως αδελφότητα πλέον «Η Χρυσοπηγή» είχαν αποφασίσει να συνεχίσουν στην Αθήνα τον ίδιο συνδυασμό, δηλαδή το μοναχισμό με το κοινωνικό και ιεραποστολικό έργο. Ετσι αργότερα δημιούργησαν την ομώνυμη Συνοδική Σταυροπηγιακή Μονή στο Καπανδρίτι. Τότε ο Χριστόδουλος φοιτούσε στη Θεολογία, στην οποία πήγε αφού είχε τελειώσει με άριστα τη Νομική Σχολή. Επειδή ήταν απόφοιτος της Νομικής Σχολής και παρά το ότι ήταν κληρικός υπηρέτησε τη στρατιωτική του θητεία. Στην Κόρινθο έκανε την προπαίδευσή του, από την οποία πολλές φορές διηγείτο τις ανεκδοτολογικές εμπειρίες του.
Στα πλαίσια του ιεραποστολικού και φιλανθρωπικού τους έργου οι πατέρες Καλλίνικος, Χριστόδουλος και Αμβρόσιος ίδρυσαν το Ιδρυμα «Ο Ιερός Χρυσόστομος» στο Παγκράτι, όπου συγκέντρωσαν πάνω από 30 άπορα και ορφανά παιδιά, με σκοπό να τα σπουδάσουν και να τα βγάλουν άξιους πολίτες στην κοινωνία. Τότε δημιούργησαν στο Ιδρυμα και έναν φοιτητικό σύνδεσμο. Σ αυτόν γίνονταν συζητήσεις πολύ ζωηρές. Ο τότε π. Καλλίνικος μίλαγε στους φοιτητές πάντα με αγάπη, αλλά ήταν και απόλυτος. Ο π. Χριστόδουλος είχε περισσότερη υπομονή και τους έκανε εντύπωση ότι ήταν γνώστης των θεμάτων της νεολαίας, ότι τους έδειχνε κατανόηση, χωρίς να υποχωρεί στις αρχές του και επιπλέον ήταν ενήμερος στα επιστημονικά ζητήματα και με φοιτητές των θετικών επιστημών, λ.χ. της Ιατρικής ή της Χημείας, μπορούσε άνετα να συζητά στη γλώσσα τους. Επιπλέον οι πατέρες ενέπνευσαν τους φοιτητές εθελοντικά να θυσιάζουν καθημερινά ορισμένες ώρες για να βοηθούν τα παιδιά του Ιδρύματος στα μαθήματά τους επειδή προέρχονταν από μικρά χωριά και διαλυμένες οικογένειες και σε σχέση με τους μαθητές της πρωτεύουσας είχαν τεράστια κενά. Και είναι κατόρθωμα των πατέρων το ότι τα περισσότερα από αυτά είναι σήμερα πετυχημένοι επιστήμονες, επιχειρηματίες και καλλιτέχνες. Το καλοκαίρι του 1964 έγινε η πρώτη κατασκήνωση που οργάνωσαν οι τότε αρχιμανδρίτες Καλλίνικος, Χριστόδουλος και Αμβρόσιος για μαθητές του Λυκείου. Ηταν σε μια παραλιακή εγκατάσταση που τους παραχωρήθηκε για εκείνο το καλοκαίρι στην Αταλάντη. Τότε ήμουν πρωτοετής φοιτητής και υπήρξα στέλεχος σε εκείνη την κατασκήνωση. Ετσι είχα την ευκαιρία να συζητήσω για ώρες πολλές με τον Αρχιεπίσκοπο Χριστόδουλο. Καθόμασταν στην παραλία όταν οι κατασκηνωτές είχαν αποσυρθεί για ύπνο και ένιωθα πολύ όμορφα, γιατί οι πνευματικές του σκέψεις συνδυάζονταν με τη γαλήνη της θάλασσας και, όποτε υπήρχε, με το φως του φεγγαριού. Κάναμε και αξέχαστες ακολουθίες, Εσπερινούς, Ορθρους και Απόδειπνα, σε εξωκλήσια και σε τότε παραδεισένια μέρη της περιοχής. Στο φοιτητικό σύνδεσμο δεν έλειψαν και οι εκδρομές, στις οποίες συνδυαζόταν η ψυχαγωγία με την πνευματική κατάρτιση. Και αυτές μένουν αλησμόνητες. Από τότε ο π. Χριστόδουλος συνήθιζε να λέγει και του άρεσε να ακούει ανέκδοτα, συνήθεια που την κράτησε ως το τέλος του. Οταν βάρυνε, λόγω της ασθενείας του, δεν μπορούσε να διαβάζει βιβλία και αποφάσισα να του στέλνω με φαξ λίγες πνευματικές σκέψεις από Πατέρες της Εκκλησίας, από ασκητές της ερήμου, αλλά και από σύγχρονους Γέροντες και στο τέλος του έβαζα και μιαν ιστορία του Χότζα ή ένα ανέκδοτο. Οταν τον ρώτησα μήπως τον κούραζα με τα σημειώματά μου, με ευχαρίστησε θερμά και μου είπε να συνεχίσω. Το τελευταίο σημείωμά μου ήταν λίγο μετά την Πρωτοχρονιά
Οι μεγάλες δυνατότητες του Αρχιεπίσκοπου φάνηκαν και στις ενορίες που υπηρέτησε ως αρχιμανδρίτης, πρώτα, για λίγο, σ αυτή της Μεταμορφώσεως Ασυρμάτου και στη συνέχεια, για δέκα περίπου χρόνια, της Παναγίτσας Παλαιού Φαλήρου. Πάντα προσπαθούσε να είναι κοντά στη νεολαία και εκείνο που συνήθιζε να λέγει ήταν ότι όλο το παιχνίδι για τη συνέχεια του Γένους παίζεται σ αυτήν και στις αρχές που της δίνουν οι μεγαλύτεροι. Ηταν από τους πρώτους που εξέδωσε στην ενορία του νεανικό περιοδικό και είχε καλή συνεργασία με τον π. Γεώργιο Καψάνη, σημερινό ηγούμενο της Μονής Γρηγορίου του Αγίου Ορους, που είχε ιδρύσει στο Παλαιό Φάληρο το Ιδρυμα για νέους και νέες «Ο Παντοκράτωρ».
Στα διοικητικά της Εκκλησίας ο Αρχιεπίσκοπος μπήκε όταν, ενώ υπηρετούσε ως αρχιμανδρίτης στην Παναγίτσα Παλαιού Φαλήρου, ο τότε Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος προκήρυξε διαγωνισμό για την πλήρωση θέσεων γραμματέων της Ιεράς Συνόδου. Ο Αρχιεπίσκοπος δεν διέθετε γνωριμίες, αλλά είχε ικανότητες πολύ περισσότερες από όλους τους άλλους που διαγωνίστηκαν και έτσι έγινε γραμματέας της Ιεράς Συνόδου, με την ευλογία του Γέροντά του, π. Καλλινίκου. Ολοι όσοι τον γνώριζαν παραδέχονταν ότι είχε μιαν ευκολία στην ομιλία και στο γράψιμο που προερχόταν από την έμφυτη ικανότητά του να συνδυάζει την ιδιοφυΐα του και την απίστευτη εργατικότητά του με τον εντυπωσιακά γρήγορο τρόπο με τον οποίο αντιλαμβανόταν το περιεχόμενο των κειμένων που μελετούσε. Και του άρεσε πολύ το να εκφωνεί ομιλίες και να γράφει. Κατά τη δεκαετία του 1960 μετέφρασε στα ελληνικά από τα γαλλικά το πολυσέλιδο βιβλίο του Νικήτα Στρούβε «Οι Χριστιανοί εις την Σοβιετικήν Ενωσιν», το οποίο παράλληλα με τα βιβλία των Σολζενίτσιν, Πάστερνακ, Ντάνιελ και άλλων ενημέρωσε τη διεθνή κοινή γνώμη για τα όσα γίνονταν σε βάρος των Χριστιανών στην ΕΣΣΔ, στην οποία συνεχιζόταν η παράδοση των μαρτύρων των πρώτων χριστιανικών αιώνων. Το 1971 και με την ευκαιρία των 150 χρόνων από της Εθνικής Παλιγγενεσίας έγραψε στο περιοδικό «Θεολογία» μελέτη για τη συμβολή των μετά την Αλωση μονών και μοναχών στην Επανάσταση του 1821 και μια αξιόλογη μελέτη για τον Μελέτιο Πηγά. Την ίδια εποχή, κατά την οποία είχε, ως γραμματέας, άνεση πρόσβασης στα αρχεία της Ιεράς Συνόδου, ετοίμασε και τη διδακτορική του διατριβή για το Παλαιοημερολογητικό, η οποία είναι η μόνη και η πιο έγκυρη επιστημονική εργασία που έχει εκπονηθεί για το πρόβλημα, το οποίο ταλαιπωρεί ακόμη την Εκκλησία. Εκτοτε έγραψε πολλές εργασίες κατηχητικού και ποιμαντικού περιεχομένου, απολογητικές, πνευματικού προβληματισμού και ιστορικές όπως η τελευταία του για τον Ιερομάρτυρα και Εθνομάρτυρα Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Γρηγόριο τον Ε. Το σύνολο των εργασιών του ξεπερνούν τις 200.
Από τη δεκαετία του 1970 ήταν ο πρώτος στην Εκκλησία και γενικότερα στην Ελλάδα που ασχολήθηκε με τα θέματα της Βιοηθικής, αφού από τότε διέβλεψε πόσο σημαντικά ζητήματα θα ετίθεντο με την εξέλιξη της Βιολογίας και της Ιατρικής, σε συνδυασμό με την υποχώρηση των ανθρώπινων αξιών. ΔΕΥΤΕΡΟ ΜΕΡΟΣ Η χειροτονία του σε μητροπολίτη Δημητριάδος, η εκλογή του στον Αρχιεπισκοπικό Θρόνο και το έργο του μέχρι το τέλος της ζωής του Τον Αρχιεπίσκοπο Ιερώνυμο διαδέχθηκε ο Αρχιεπίσκοπος Σεραφείμ, που ήταν γνωστός του δικτάτορα Ιωαννίδη. Ο τότε αρχιμανδρίτης Χριστόδουλος Παρασκευαΐδης δεν απομακρύνθηκε από τη θέση του γραμματέως της Ιεράς Συνόδου γιατί δεν έμεινε κανείς από όσους θεωρήθηκαν άνθρωποι του προηγούμενου Αρχιεπισκόπου και ήταν ο μόνος ικανός που μπορούσε να βοηθήσει στις υποθέσεις της Εκκλησίας. Η περίοδος τότε ήταν πολύ δύσκολη, γιατί εξερράγη ένα μίσος εναντίον όσων μητροπολιτών χαρακτηρίστηκαν «Ιερωνυμικοί» και προωθείτο «δικτατορικώ δικαίω» ο αποκεφαλισμός όλων τους, που δεν ήσαν και λίγοι. Παρά το ότι ο αείμνηστος Χριστόδουλος ήταν τότε μόνο 35 χρόνων και δεν είχε καμία προηγούμενη γνωριμία με τον Αρχιεπίσκοπο Σεραφείμ, όμως, στο μέτρο των δυνατοτήτων του, συνέβαλε στο να μετριαστεί το μίσος εναντίον τους και να περιοριστεί ο αριθμός των απομακρυνθέντων μητροπολιτών στους 12. Στο εξάμηνο που συνεργάσθηκαν ο Αρχιεπίσκοπος Σεραφείμ αναγνώρισε τις ικανότητες του 35χρονου αρχιμανδρίτη και όταν ετέθη το ζήτημα της εκλογής νέων μητροπολιτών τον επέλεξε για τη Μητρόπολη Δημητριάδος. Τότε στον Χριστόδουλο παρουσιάστηκε το δίλημμα αν θα έπρεπε να αποδεχθεί την εκλογή του, αφού δεν είχε εκλεγεί προηγουμένως ο γέροντάς του, τότε αρχιμανδρίτης Καλλίνικος Καρούσος. Ηταν δύσκολες οι ημέρες εκείνες, που τις ξεπέρασε μετά την «ευλογία» που του έδωσε ο μετέπειτα Πειραιώς γέροντάς του να αποδεχθεί την εκλογή του. Αλλά ο Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος δεν ησύχασε έως ότου, τον Οκτώβριο του 1975, ο κ. Καλλίνικος εξελέγη τιτουλάριος μητροπολίτης Ρωγών και τον Ιανουάριο του 1978 μητροπολίτης Πειραιώς. Στο Βόλο αρχίζει μια νέα εποχή για τον Χριστόδουλο. Πηγαίνει με δυναμισμό, με οράματα και με όπλο τις ικανότητές του σε έναν τόπο με κατοίκους δύσκολους, όπως του τους είχαν περιγράψει. Κι όμως με το έργο του τους κέρδισε και «έπιναν νερό στο όνομά του». Με τα προσόντα του ενέπνευσε πολλούς νέους που χειροτονήθηκαν κληρικοί και τον βοήθησαν στο έργο του. Είχε τη συνήθεια να μην αναβάλλει για αύριο αυτό που μπορούσε να κάνει σήμερα, έστω κι αν το σήμερα ήταν στις 3 η ώρα της επόμενης ημέρας
Προσέγγισε τη νεολαία και δούλεψε πάνω στις περιθωριακές ομάδες, όπως ήσαν οι φυλακισμένοι της Κασσαβέτειας και οι πάσχοντες από τα ναρκωτικά. Είχε καλή συνεργασία με τους εκπαιδευτικούς, με τους ιατρούς, με τους νομικούς, αλλά και με τους τοπικούς πολιτικούς και δημοτικούς παράγοντες. Κάθε εβδομάδα γέμιζε η αίθουσα του πνευματικού κέντρου της μητρόπολης για να ακούσουν οι πιστοί την ομιλία του. Καινοτόμησε στην Ελλάδα με την ίδρυση σύγχρονου συνεδριακού κέντρου, ραδιοφωνικού σταθμού και σχολείου. Και με γνωστά τα οράματα και τις δυνατότητές του εξελέγη Αρχιεπίσκοπος Αθηνών το 1998. Ο «επιβατήριος» λόγος του, στις 9 Μαΐου του 1998, συγκλόνισε το Πανελλήνιο. Ιδιαίτερα η συγγνώμη που ζήτησε από τους νέους και τις νέες. Από την πρώτη ημέρα που ανέλαβε, όσοι συζητούσαν μαζί του βίωναν την αγωνία του για το μέλλον του έθνους μέσα στην Ενωμένη Ευρώπη και στην παγκοσμιοποιημένη πραγματικότητα. Είχε την πεποίθηση ότι η Ορθοδοξία μπορεί να συμβάλει στην πνευματική αναγέννηση της «γηραιάς ηπείρου» μας, που την έβλεπε κολοβή χωρίς αυτήν και ότι χρειάζεται να αντισταθεί ο λαός στην επιχείρηση ομογενοποίησής του. Για να βρίσκεται η Εκκλησία της Ελλάδος κοντά στο κέντρο αποφάσεων της Ε.Ε. με την αρχή της αρχιεπισκοπίας του ίδρυσε γραφείο της στις Βρυξέλλες. Για την πορεία της Ελλάδος μέσα στην Ενωμένη Ευρώπη είχε πει χαρακτηριστικά: «Η Εκκλησία δεν είναι θεατής στις κερκίδες ενός αγώνος που δεν την αφορά. Θα το ήθελαν κάποιοι, αλλά δεν μπορεί να συμβεί αυτό». O ρόλος της παράδοσης Πίστευε ακόμη ότι η χώρα μπορεί να προοδεύσει χωρίς να προδώσει τις αρχές και τις αξίες της πλούσιας παράδοσής της. Και τόνιζε ότι όσοι θέλουν να προσαρμοστεί η παράδοση των Ελλήνων σ αυτήν των άλλων χωρών ή δεν έχουν βιώσει την αξία της ή έχουν παρασυρθεί από την κοσμική ισχύ τους. Για να ενημερωθεί καλύτερα ο λαός ήθελε να ενεργοποιήσει τις δυνάμεις κλήρου και λαού. Γι αυτό και, μεταξύ των άλλων, επί των ημερών του η Εκκλησία έπαιρνε μέρος στην πνευματική ζωή του τόπου, με συναυλίες και με εκδηλώσεις και με άλλες ενέργειες. Δεν δίστασε να οργανώσει λ.χ. εκδήλωση για τα 150 χρόνια από τη γέννηση του Παπαδιαμάντη και ήταν εκείνος ο οποίος συντέλεσε αποφασιστικά στο να αποκατασταθεί το εκκλησάκι του Αγίου Ελισσαίου, στο Μοναστηράκι, όπου ο Αγιος των Γραμμάτων μας έψαλλε μαζί με τον εξάδελφό του, Αλέξανδρο Μωραϊτίδη, και με ιερέα τον Αγιο παπα-Νικόλα Πλανά. Και επιπλέον κινητοποίησε ειδικούς και η Εκκλησία απέκτησε φωνή σε σύγχρονα ζητήματα, όπως της Βιοηθικής, των Εκκλησιαστικών Τεχνών, των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, της Οικογένειας, της Οικολογίας, της Μετανάστευσης και του Αθλητισμού. Σε όλα τα κοινωνικά, πνευματικά και εθνικά ζητήματα ήθελε η Εκκλησία να είναι παρούσα και πέτυχε αυτή να μη λείπει από καμία εκδήλωση, από κανένα γεγονός, από καμία επέτειο. Δίπλα στο λαό Επίσης, είχε την πεποίθηση ότι ο Αρχιεπίσκοπος πρέπει να είναι κοντά στον κόσμο και ιδιαίτερα στη νεολαία. Γι αυτό όλα αυτά τα χρόνια όργωσε κυριολεκτικά την Αρχιεπισκοπή και δεν άφησε ναό της, από τους 145 που διαθέτει, που να μην τον επισκεφθεί και να επιτύχει ο κάθε ναός να έχει πνευματικό κέντρο και Κέντρα Ενοριακής Αγάπης, στα οποία καθημερινά σιτίζονται περίπου 6.000 άποροι. Οπως επίσης με κάθε ευκαιρία επισκεπτόταν σχολεία. Η παρουσία αυτή του Αρχιεπισκόπου Χριστόδουλου είχε προκαλέσει αντιδράσεις στους αντιπάλους του, εντός και εκτός της Εκκλησίας, που τον κατηγόρησαν για «εκκοσμίκευση» της Εκκλησίας. Και εκείνος είχε απαντήσει: «Δεν εκκοσμικεύεται η Εκκλησία όταν είναι μέσα στον κόσμο, όταν ενδιαφέρεται για τον κόσμο, όταν προσλαμβάνει τα προβλήματα του κόσμου και τα αγιάζει και τα πνευματοποιεί. Εκκοσμικεύεται όταν αλλάζει φρόνημα, όταν δεν δίνει έμπρακτη αγάπη». Κλειδί για τη ζωντανή παρουσία της Εκκλησίας στο σύγχρονο κόσμο θεωρούσε πως είναι ο κλήρος, που πρέπει να κοσμείται από αγιότητα βίου, ποιμαντικές ικανότητες και μόρφωση. Παίρνοντας ως παράδειγμα τον εαυτό του έλεγε ότι ο κληρικός πρέπει να είναι ο μπροστάρης στο ποίμνιό του, αλλά παράλληλα ως προσωπικότητα να μην υστερεί έναντι των κοσμικών ανθρώπων στην αξιοσύνη. «Ο κόσμος πρέπει να αναγνωρίζει ότι, ενώ μπορούσαμε να ήμασταν πετυχημένοι σε ό,τι άλλο θα κάναμε στη ζωή μας, εμείς επιλέξαμε να διακονήσουμε την κοινωνία ως κληρικοί. Και το κάναμε αυτό από αγάπη στον Θεό και τον πλησίον και όχι από ανάγκη βολέματος». Γι αυτό από την πρώτη ημέρα της αρχιεπισκοπίας του έριξε μεγάλο βάρος στη μόρφωση όσων θέλανε να γίνουν κληρικοί και στην κατάρτιση των ήδη κληρικών. Και πέτυχε να αναβαθμίσει τις εκκλησιαστικές σχολές και να καθιερώσει συνεχή σεμινάρια, συμπόσια και συνέδρια για τους κληρικούς. Επίσης, πέτυχε να ρυθμίσει το θέμα της μισθοδοσίας των κληρικών, γεγονός σημαντικό γι αυτούς, γιατί πάντοτε ήθελε να ζουν αξιοπρεπώς. Εκτός από τη ζωντανή και θετική παρουσία της Εκκλησίας σε όλους τους τομείς της κοινωνίας, εκτός από την δημιουργία αξίων και ικανών κληρικών ο Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος πίστευε ότι χρειάζεται η συνεργασία στους κοινωνικούς τομείς όλων των χριστιανών που συμφωνούν για να αντιμετωπιστεί το κύμα αθεΐας που επιζητεί να περιθωριοποιήσει την Εκκλησία, σε τοπικό και σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Σκοπός του να δυναμώσει η φωνή για τις αξίες της Ευρώπης, που είναι στη βάση τους χριστιανικές. Αυτός ήταν και ο λόγος της επίσκεψής του στη Γενεύη, έδρα του Παγκοσμίου Συμβουλίου των Εκκλησιών, όπου εκπροσωπούνται οι ορθόδοξοι, οι προτεστάντες, οι παλαιοκαθολικοί και οι αγγλικανοί, και στη Ρώμη, όπου συναντήθηκε με τον Πάπα Βενέδικτο. Και δεν δίστασε να έρθει σε αντίθεση με τους συντηρητικούς κύκλους της Εκκλησίας, που θέλουν να ζουν οι ορθόδοξοι απομονωμένοι και να μη συζητούν με τους ετεροδόξους. Στα εθνικά θέματα ακολούθησε την πολιτική του προκατόχου του, Αρχιεπισκόπου Σεραφείμ. Με πρωτοβουλία του έγιναν πολλές εκδηλώσεις για τα 100 χρόνια του Μακεδονικού Αγώνα. Για τους Μακεδόνες δεν είναι τυχαίο ότι οι τελευταίες ομιλίες του πριν αρρωστήσει ήταν στην Εδεσσα, στις εκδηλώσεις προς τιμήν του μακεδονομάχου καπετάν Αγρα. Και για τους Κυπρίους, ότι η τελευταία του επίσημη επίσκεψη ήταν στη Μεγαλόνησο. Εθνικό θέμα θεωρούσε και τη διατήρηση της ελληνικής γλώσσας, υπέρ της οποίας, στο μέτρο των δυνατοτήτων του, αγωνίστηκε υπεράνθρωπα. Από τη ζωή του δεν έλειψαν οι θλίψεις, όπως σε κάθε άνθρωπο, όπως δεν έλειψαν και τα λάθη. Παρά την ιδιοφυΐα του, διακρινόταν από μια έμφυτη καλοπιστία και ευπιστία και δεν μπορούσε να διακρίνει εύκολα τον κακό και ιδιοτελή άνθρωπο ούτε και να πιστέψει ότι μπορεί ένας κληρικός να κυβερνάται από τα πάθη του. Σε στιγμές, πάντως, νηφαλιότητας αναγνώριζε ότι όταν φτάνει κανείς στην ανώτατη θέση του Αρχιεπισκόπου πρέπει να γνωρίζει πως πολλοί επιτήδειοι θα επιζητήσουν να του προσφέρουν τις «υπηρεσίες» τους και ότι οφείλει να εφαρμόσει τη χριστιανική αρετή της διάκρισης στον υπέρτατο βαθμό και «να έχει όλο το 24ωρο τα μάτια του δεκατέσσερα». Παρά τα αναμφισβήτητα σπάνια για κληρικό προσόντα του δεν έλειψε ο σε βάρος του φθόνος και η εμπάθεια από αδελφούς του μητροπολίτες, που έδειχναν ότι ευχαριστούντο να τον πληγώνουν. Για να προωθεί τα θέματα της Εκκλησίας συζητούσε με τους ειδικούς και στη Σύνοδο εμφανιζόταν έτοιμος και με προτάσεις. Αυτό, αντί να επαινείται, για τον τεράστιο χρόνο που αφιέρωνε υπέρ της Εκκλησίας, θεωρείτο ενέργεια που μείωνε το
Συνοδικό Σύστημα! Εγκαρτέρηση Ο Αρχιεπίσκοπος δεχόταν τα πλήγματα και δεν μιλούσε εύκολα για τις στενοχώριες που του προκαλούσαν και τις κρατούσε μέσα του. Ενώ χαρακτηριζόταν έντονα εξωστρεφής, στις δοκιμασίες φαινόταν η εσωτερικότητα και η πνευματικότητά του. Και όταν εκδηλώθηκε η ασθένειά του και κάποιος κληρικός τον επισκέφτηκε και του είπε ότι οι στενοχώριες που μαζεύονταν μέσα του επί χρόνια από τους «πνευματικούς» αδελφούς του προκάλεσαν τον καρκίνο, η αντίδραση του Αρχιεπισκόπου ήταν να χαμογελάσει πικρά και να σιωπήσει. Μπορεί επίσης κάποιες φορές στην Ιεραρχία να θύμωσε με τις προκλήσεις που δεχόταν, αλλά στη συνέχεια αναγνώριζε ότι δεν έπρεπε να παρασυρθεί στη λογική του επιτιθέμενου. Επίσης, θύμωνε κάποιες φορές με τους συνεργάτες του, όταν κάτι, με ευθύνη τους, δεν πήγαινε καλά, αλλά όλοι ήξεραν ότι την άλλη στιγμή τού περνά ο θυμός και γίνεται πάλι ο γνωστός καλοκάγαθος Χριστόδουλος. Συμπερασματικά εκείνο που έζησα ήταν ότι πέτυχε να έχει καλή διαπροσωπική σχέση από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας έως τον κάθε απλό πολίτη. Και ότι επίσης πέτυχε να έχει την αναγνώριση και το σεβασμό όλων, ανεξάρτητα αν συμφωνούσαν ή διαφωνούσαν μαζί του. Η Εκκλησία είχε μια πολύ μεγάλη και χαρισματική προσωπικότητα ως Προκαθήμενο, που την διακόνησε με πίστη, αγάπη, ανιδιοτέλεια και αφοσίωση.
ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΣ ΓΙΩΡΓΟΣ
Ελεύθερος Τύπος 3 και 4 Φεβρουαρίου 2008 Μέρος πρώτο - <a href=http://www.e-tipos.com/newsitem?id=24432>http://www.e-tipos.com/newsitem?id=24432</a> Μέρος δεύτερο - <a href=http://www.e-tipos.com/newsitem?id=24556>http://www.e-tipos.com/newsitem?id=24556</a>
|