Κατηγορίες άρθρων

 Εκκλησία και κράτος

Αρχική σελίδα
Εξωτ. πολιτική/ Διπλωματία
Εθνικά θέματα
Κοινωνία
Πολιτισμός
Θρησκεία
Διεθνή
Βιβλιογραφία/ Συνδέσεις
Εκδηλώσεις
Οπτικοακουστικό
υλικό
Δελτία
Ενημέρωσης
Ιστολόγιο
Αντίβαρου
ʼγρα γραπτών
Πρόσφατα κείμενα
Με χρονολογική σειρά.
Δελτίο ενημέρωσης!
Εγγραφή Διαγραφή
Συγγραφείς

Αθανάσιος Γιουσμάς
ʼθως Γ. Τσούτσος
ʼκης Καλαιτζίδης
Αλέξανδρος Γερμανός
Αλέξανδρος-Μιχαήλ Χατζηλύρας
Αλέξανδρος Κούτσης
Αμαλία Ηλιάδη
Ανδρέας Σταλίδης
Ανδρέας Φαρμάκης
Ανδρέας Φιλίππου
Αντώνης Κ. Ανδρουλιδάκης
Αντώνης Λαμπίδης
Αντώνης Παυλίδης
Απόστολος Αλεξάνδρου
Απόστολος Αναγνώστου
Αριστείδης Καρατζάς
Αχιλλέας Αιμιλιανίδης
Βάιος Φασούλας
Βαν Κουφαδάκης
Βασίλης Γκατζούλης
Βασίλης Ζούκος
Βασίλης Κυρατζόπουλος
Βασίλης Πάνος
Βασίλης Στοιλόπουλος
Βασίλης Ν. Τριανταφυλλίδης
(Χάρρυ Κλυνν)
Βασίλης Φτωχόπουλος
Βένιος Αγελόπουλος
Βίας Λειβαδάς
Βλάσης Αγτζίδης
Γεράσιμος Παναγιωτάτος-Τζάκης
Γιάννης Διακογιάννης
Γιάννης Θεοφύλακτος
Γιάννης Παπαθανασόπουλος
Γιάννης Τζιουράς
Γιώργος Αλεξάνδρου
Γιώργος Βλαχόπουλος
Γιώργος Βοσκόπουλος
Γιώργος Βότσης
Γιώργος Κακαρελίδης
Γιώργος Καστρινάκης
Γιώργος Κεκαυμένος
Γιώργος Κεντάς
Γιώργος Κολοκοτρώνης
Γιώργος Κουτσογιάννης
Γιώργος Νεκτάριος Λόης
Γιώργος Μαρκάκης
Γιώργος Μάτσος
Γιώργος Παπαγιαννόπουλος
Γιώργος Σκουταρίδης
Γιώργος Τασιόπουλος
Γλαύκος Χρίστης
Δημήτρης Αλευρομάγειρος
Δημήτρης Γιαννόπουλος
Δημήτριος Δήμου
Δημήτρης Μηλιάδης
Δημήτριος Γερούκαλης
Δημήτριος Α. Μάος
Δημήτριος Νατσιός
Διαμαντής Μπασάντης
Διονύσης Κονταρίνης
Διονύσιος Καραχάλιος
Ειρήνη Στασινοπούλου
Ελένη Lang - Γρυπάρη
Ελευθερία Μαντζούκου
Ελευθέριος Λάριος
Ελλη Γρατσία Ιερομνήμων
Ηλίας Ηλιόπουλος
Θεόδωρος Μπατρακούλης
Θεόδωρος Ορέστης Γ. Σκαπινάκης
Θεοφάνης Μαλκίδης
Θύμιος Παπανικολάου
Θωμάς Δρίτσας
Ιωάννης Μιχαλόπουλος
Ιωάννης Χαραλαμπίδης
Ιωάννης Γερμανός
Κρίτων Σαλπιγκτής
Κυριάκος Κατσιμάνης
Κυριάκος Σ. Κολοβός
Κωνσταντίνος Αλεξάνδρου Σταμπουλής
Κωνσταντίνος Ναλμπάντης
Κωνσταντίνος Ρωμανός
Κωνσταντίνος Χολέβας
Λαμπρινή Θωμά
Μαίρη Σακελλαροπούλου
Μανώλης Βασιλάκης
Μανώλης Εγγλέζος - Δεληγιαννάκης
Μάρκος Παπαευαγγέλου
Μάρω Σιδέρη
Μιλτιάδης Σ.
Μιχάλης Χαραλαμπίδης
Μιχάλης Κ. Γκιόκας
Νέστωρ Παταλιάκας
Νικόλαος Μάρτης
Νίκος Ζυγογιάννης
Νίκος Καλογερόπουλος Kaloy
Νίκος Λυγερός
Νίκος Παπανικολάου
Νίκος Σαραντάκης
Νίνα Γκατζούλη
Παναγιώτης Α. Μπούρδαλας
Παναγιώτης Ανανιάδης
Παναγιώτης Ήφαιστος
Παναγιώτης Α. Καράμπελας
Παναγιώτης Καρτσωνάκης
Παναγιώτης Φαραντάκης
Παναγιώτης Χαρατζόπουλος
Πανίκος Ελευθερίου
Πάνος Ιωαννίδης
Πασχάλης Χριστοδούλου
Παύλος Βαταβάλης
Σοφία Οικονομίδου
Σπυριδούλα Γρ. Γκουβέρη
Σταύρος Σταυρίδης
Σταύρος Καρκαλέτσης
Στέλιος Θεοδούλου
Στέλιος Μυστακίδης
Στέλιος Πέτρου
Στέφανος Γοντικάκης
Σωτήριος Γεωργιάδης
Τάσος Κάρτας
Φαήλος Κρανιδιώτης
Φειδίας Μπουρλάς
Χρήστος Ανδρέου
Χρήστος Δημητριάδης
Χρήστος Κηπουρός
Χρήστος Κορκόβελος
Χρήστος Μυστιλιάδης
Χρήστος Σαρτζετάκης
Χριστιάνα Λούπα
Χρίστος Δαγρές
Χρίστος Δ. Κατσέτος
Χρύσανθος Λαζαρίδης
Χρύσανθος Σιχλιμοίρης
Gene Rossides
Marcus A. Templar

Επικοινωνία
Οι απόψεις σας είναι ευπρόσδεκτες!
 

 


Εκκλησία και κράτος

Απόστολος Παπαδημητρίου

Αντίβαρο, Απρίλιος 2008

 

            Η εκλογή νέου αρχιεπισκόπου της Εκκλησίας της Ελλάδος έδωσε την αφορμή για ποικίλα σχόλια, κυρίως από ανθρώπους που στέκονται κριτικά έναντι της Εκκλησίας, στη βάση της σύγκρισης αυτού με τον μακαριστό αρχιεπίσκοπο Χριστόδουλο. Διαφορές ασφαλώς υπάρχουν πολλές και εύκολα παρατηρήσιμες, όπως διαφορές υπάρχουν μεταξύ δύο οποιωνδήποτε προσώπων, ακόμη και αγίων της Εκκλησίας. Τα κριτήρια με τα οποία κρίνουν οι σύγχρονοι αναλυτές τις απόψεις και τις ενέργειες διαφόρων προσώπων, ακόμη και εκκλησιαστικών, είναι κοσμικά, συνεπώς πολύ φτωχά για να συντελέσουν σε ορθή κρίση. Στο διεθνές στερέωμα ως βάση των κρίσεων και αναλύσεων χρησιμοποιείται ο αμερικανικός, διεθνοποιημένος πλέον, όρος «πολιτικά ορθό». Είναι αυτός ένας όρος με άκρως ομιχλώδες περιεχόμενο, χωρίς έρεισμα στην ηθική, αυτήν έστω την κοινά αποδεκτή, αν θέλουμε να πιστεύουμε ότι συγκροτούμε οργανωμένες κοινωνίες. Θυμίζει αρκετά τον Μακιαβέλλι και όλους τους κατά καιρούς δημαγωγούς που στοχεύουν όχι στην προσφορά υπέρ του λαού με προσωπικές θυσίες, αλλά στην εξαπάτηση και εκμετάλλευσή του!

            Οι σχέσεις Εκκλησίας και Πολιτείας έλαβαν διαχρονικά πλείστες όσες μορφές σε διαφόρους τόπους, από την συνύπαρξη και αγαστή συνεργασία ως την πλήρη ρήξη και τον διωγμό της πρώτης από τη δεύτερη. Ο εμφανής διωγμός έχει στις ημέρες μας αμβλυνθεί, σε βαθμό, ώστε πολλοί να υποστηρίζουν ότι οι Εκκλησίες, για να χρησιμοποιήσουμε τον διεθνώς χρησιμοποιούμενο όρο, απολαμβάνουν προνόμια εκ μέρους της Πολιτείας, προνόμια πολλές φορές σκανδαλώδη. Με απλά λόγια οι κατά τόπους Εκκλησίες αποτελούν μορφή κατεστημένου στο πλάι άλλων μορφών. Ασφαλώς οι ρηχές αυτές κρίσεις και αναλύσεις απορρέουν από την άγνοια του τι είναι Εκκλησία (εδώ χρησιμοποιώ τον όρο, όπως τον εννοούμε εμείς οι Ορθόδοξοι χριστιανοί). Απόρροια της άγνοιας είναι η ταύτιση της Εκκλησίας με τα πρόσωπα που την στελεχώνουν, κυρίως τους κληρικούς και μάλιστα τους ανώτερους ιεραρχικά, την ιεραρχία των επισκόπων. Είναι αυτή η αντίληψη κληρονομιά που πέφτει βαρειά επάνω από τους λαούς της Δύσης, που αποδέχονται ακόμη στις ημέρες μας ως Εκκλησία το παποκαισαρικό πρότυπο του Βατικανού. Οι άλλοι που απομακρύνθηκαν από την αυλή του πάπα ακολουθώντας το πλήθος των θρησκευτικών μεταρρυθμιστών στις ποικίλες προσωπικές διαδρομές αναπόφευκτα κατάντησαν να θεωρούν την Εκκλησία είδος σωματείου κοσμικού χαρακτήρα που λειτουργεί κατά τους κανόνες της Πολιτείας.

            Για μας τους ορθοδόξους η Εκκλησία είναι θεοΐδρυτος οργανισμός, ο οποίος έχει ως κεφαλή τον Χριστό και όχι κάποιον «αντιπρόσωπό» του στη γη. Ο οργανισμός αυτός, εν μέρει εγκόσμιος, αφού τα μέλη του είναι ανθρώπινα πρόσωπα, έχει διοικητική δομή, στην οποία τις ιεραρχικά ανώτερες θέσεις καταλαμβάνουν κληρικοί. Έχει όμως παράλληλα «σύνταγμα» και «νόμους» σαφείς και αναλλοίωτους, τις ʼγιες Γραφές και την ιερή Παράδοση. Με βάση αυτά οφείλουν να πορεύονται, όσοι ορέγονται να «υπουργήσουν» μέσω της ιερωσύνης και της αρχιερωσύνης. Και είναι σαφής ο λόγος του Χριστού προς τους μαθητές του, όταν κάποιοι από εκείνους εκδήλωσαν επιθυμία πρωτοκαθεδρίας: «Εκείνοι που θέλουν να άρχουν στα έθνη κατακυριεύουν τους λαούς και κατεξουσιάζουν. Δεν πρέπει να συμβαίνει αυτό ανάμεσά σας, αλλά, όποιος θέλει να είναι πρώτος, πρέπει να είναι υπηρέτης πάντων». Αυτή η άκρως αντιδημαγωγική προτροπή της κεφαλής της Εκκλησίας, αποτελεί αξεπέραστο για την άσκηση της οποιαδήποτε εξουσίας λόγο. Το θλιβερό είναι ότι αυτός ο λόγος είναι ανυπόφορος όχι μόνο για τους ασκούντες εξουσία, αλλά και για τους εξουσιαζομένους, οι οποίοι έχουν εθιστεί διαχρονικά στο να αποδέχονται ηγέτες σκληρούς τυραννικούς, λαοπλάνους, δημαγωγούς, άρπαγες πρόθυμους να θυσιάσουν τον λαό τους αντί να θυσιαστούν γι’ αυτόν! Το θλιβερό είναι ότι υπήρξαν και πολλοί εκκλησιαστικοί ηγέτες που εξεδήλωσαν έντονη την ροπή να διοικήσουν όχι σύμφωνα με την εντολή του Θεού, αλλά κατά τις επιθυμίες του ανθρώπου της πτώσεως. Από αυτούς διέφυγε και εξακολουθεί να διαφεύγει κάτι: Οι εκτός Εκκλησίας αλλά και ο λαός του Θεού κρίνει τους κληρικούς με πολύ μεγαλύτερη αυστηρότητα σε σχέση μ’ εκείνη που κρίνει τους κοσμικούς άρχοντες και καλά κάνει. Αυτό μαρτυρεί ότι οι πολλοί ευσυνείδητα και κάποιοι ασυνείδητα βλέπουν την Εκκλησία να στέκεται πολύ ψηλά και όχι στο ύψος ενός νομικού προσώπου Δημοσίου δικαίου.

            Αν η Εκκλησία είναι θεοΐδρυτος οργανισμός, όπως πιστεύει η μεγάλη πλειονοψηφία του λαού μας, τότε αυτή έχει, δια των εκπροσώπων της, λόγο επί παντός θέματος. Δεν είναι δυνατόν οι εκπρόσωποι αυτής να υπόκεινται στους έντεχνους περιορισμούς της απαγορευτικής εντολής της Πολιτείας που ακούει στον όρο «διακριτοί ρόλοι». Όταν οι πάντες έχουν το δικαίωμα να εκφράζονται σήμερα δημοσίως καταρρακώνοντας το κύρος του ραδιοτηλεοπτικού Συμβουλίου, είναι τουλάχιστον αστείο να εγκαλούνται κληρικοί ευκαίρως-ακαίρως για υπέρβαση των δικαιοδοσιών τους. Όταν ο Πολιτεία έχει κατ’ επανάληψη θεσμοθετήσει με άκρα περιφρόνηση προς τον ευαγγελικό λόγο, το ερώτημα που θα έπρεπε να τίθεται είναι ποιος αγνοεί σήμερα τους διακριτούς ρόλους; Βέβαια θα ισχυριστούν κάποιοι ότι ανώτατη αρχή στη χώρα μας, όπως και σε κάθε χώρα, είναι η Πολιτική. Θα συμφωνούσα, αν εξαλειφόταν από το Σύνταγμα της χώρας μας η επίκληση στο όνομα της Αγία Τριάδος, όχι όμως με μια πραξικοπηματική, όπως συνήθως, πράξη του Κοινοβουλίου, το οποίο σε πολλές περιπτώσεις εξαπάτησε τον αφελή λαό (δεν έχω λόγους να χαϊδέψω αυτιά), αλλά με δημοψήφισμα. Αν ο λαός αποφανθεί κατά πλειονοψηφία ότι ανώτατη αρχή είναι η Πολιτική, τότε βεβαίως η Εκκλησία πρέπει να εκπέσει στην κατηγορία των νομικών προσώπων ιδιωτικού δικαίου. Θα συμβεί τότε ο χωρισμός, ο περιπόθητος για μια ισχνή σήμερα, αλλά παντοδύναμη επικοινωνιακά και υποστηριζόμενη από ισχυρά κέντρα, μειοψηφία.

                                                                                

            Το πρώτο ζήτημα, για το οποίο κατηγορούνται κατά καιρούς εκκλησιαστικοί άντρες, είναι η ανάμειξη στην πολιτική. Και είναι βέβαια απαράδεκτη η τοποθέτηση εκκλησιαστικού ηγέτη υπέρ συγκεκριμένου κομματικού σχηματισμού. Αυτό συνέβη στη Δύση, όπου το Βατικανό είχε συνεργήσει με τις ΗΠΑ στην ίδρυση των χριστιανοδημοκρατικών κομμάτων, τα οποία ο ρωμαιοκαθολικός κλήρος αναφανδόν υποστήριζε, με απειλές μάλιστα αιώνιας τιμωρίας σε περίπτωση αθέτησης της εντολής. Θα ήταν όμως ψέμμα να γράψουμε, ότι δεν συνέβη και στη χώρα μας εκτροπή από μέλη της Διοικούσας Εκκλησίας προς εκδήλωση κομματικής εύνοιας, αν και σε ηπιότερο βαθμό. Ήταν η εποχή του ψυχρού πολέμου και ο κίνδυνος εξάπλωσης του κομμουνισμού στη Δύση είχε κατατρομοκρατήσει το δυτικοευρωπαϊκό κατεστημένο. Αλλά ο κομμουνισμός υπήρξε γέννημα της δυτικής ιδεολογικής και κοινωνικοπολιτικής σκέψης. Εμφανίστηκε σε κοινωνίες με έντονη την παραχάραξη του ευαγγελικού λόγου. Ο άμβωνας επί αιώνες λογόκρινε και εξακολουθεί να λογοκρίνει βασικές θέσεις του Ευαγγελίου σε κοινωνικά θέματα. Υπάρχουν στην Καινή Διαθήκη φράσεις άκρως καταδικαστικές της κοινωνικής αδικίας, όπως: «Είναι ευκολότερο να περάσει καμήλα από την τρύπα βελόνας, παρά πλούσιος να εισέλθει στη Βασιλεία των ουρανών». «Πλούσιοι... το χρυσάφι σας και το ασήμι σας σκούριασε και ο παράγοντας που συνετέλεσε σ’ αυτό θα καταφάγει και τις σάρκες σας. Θησαυρίσατε για να παραδοθείτε στη φωτιά κατά τις έσχατες ημέρες. Ο μισθός των εργατών που θέρισαν τα χωράφια σας και σεις τον αποστερήσατε κράζει και οι βοές των θεριστών έφθασαν στα αυτιά του Κυρίου των Δυνάμεων». Στην πρώτη Εκκλησία των Ιεροσολύμων μεταξύ των πιστών «ήταν όλα κοινά». Καυστικότατος απέναντι στην κοινωνική αδικία υπήρξε και ο λόγος των Πατέρων της Εκκλησίας. Αν δεν είχε συμβεί παραχάραξη του ευαγγελικού λόγου και σύμπλευση κατά καιρούς θρησκευτικών ηγετών με τους ισχυρούς του κόσμου, δεν θα εύρισκε έρεισμα ο Μάρξ να εξαγγείλει ότι «η θρησκεία είναι το όπιο των λαών».

            Αν για το κοινωνικό πρόβλημα, το μείζον θέμα της πολιτικής, η Εκκλησία έχει θέση, και κατά συνέπεια λόγο και μάλιστα διαυγέστατο, για ποιο πολιτικό θέμα δεν της επιτρέπεται να εκφραστεί; Ας λάβουμε ως παράδειγμα το θέμα των ταυτοτήτων. Υπήρξε το θέμα μείζον; Κατ’ άλλους, ναι, κατ’ άλλους, όχι. Ο μακαριστός αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος συγκέντρωσε υπογραφές για διενέργεια δημοψηφίσματος. Ο σημερινός αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος ίσως να μη προέβαινε στην ίδια κίνηση. Εδώ βλέπουμε τη διαφορά χαρακτήρων, σεβαστή από κάθε άποψη, καθώς τα ανθρώπινα πρόσωπα διέπονται από ελευθερία. Ας δούμε όμως την ουσία του θέματος. Είναι αναμφισβήτητο ότι η ηγετική ομάδα του λεγομένου «εκσυγχρονισμού» του τότε κυβερνώντος κόμματος είχε εκδηλώσει την πρόθεση να θέσει στο περιθώριο την Εκκλησία. Αυτό σήμερα το αποδέχονται πολλοί που ανήκουν στον κομματικό αυτό χώρο. Θεωρούσαν στην τότε κυβέρνηση πως η διαγραφή του θρησκεύματος από τα δελτία ταυτοτήτων δεν θα είχε για το κόμμα σημαντικό πολιτικό κόστος. Υπάρχουν δημοσκοπήσεις που δείχνουν σαφέστατα την προτίμηση των θρησκευομένων πολιτών προς την παράταξη της ΝΔ έναντι της του ΠΑΣΟΚ. Το γεγονός έσπευσε να εκμεταλλευθεί πολιτικά ο τότε αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης και νυν πρωθυπουργός της χώρας, αλλά και πολλοί ανώνυμοι που «ψήφισαν» κατά του τότε πρωθυπουργού, αν και δεν νοιάζονταν διόλου για την Εκκλησία. Το θλιβερό του θέματος είναι ότι τα εκατομμύρια των υπογραφών πετάχτηκαν στον κάλαθο των αχρήστων, τόσο από τον τότε, όσο και από τον νυν πρωθυπουργό και η Διοικούσα Εκκλησία σιώπησε. Αλλά έτσι γίνεται και με τα αντεργατικούς νόμους που ψηφίζονται, κατά κανόνα, από κυβερνήσεις αποκαλούμενες στην πολιτική γλώσσα «συντηρητικές». Οι πλέον «προοδευτικές» που διαδέχονται τις πρώτες επωφελούνται από την ψήφισή τους για την άσκηση της «νέας» πολιτικής. Η Διοικούσα Εκκλησία έχει κάθε δικαίωμα να καταγγέλλει στον λαό την όποια κίνηση στοχεύει στον παραγκωνισμό της Εκκλησίας από την ελληνική κοινωνία. Δεν πρέπει όμως να αναζητά «συμμάχους» στην πολιτική σκηνή. Το σύστημα με την εναλλαγή των κομμάτων στην άσκηση της εξουσίας καταφέρνει και αντιεργατικούς νόμους να θέτει σε εφαρμογή, από «συντηρητικές», κατά κανόνα, κυβερνήσεις, και αντιεκκλησιαστικούς νόμους, από «προοδευτικές», κατά κανόνα κυβερνήσεις. Δεν απομένει παρά να αντιληφθούν η Διοικούσα Εκκλησία και το σώμα της Εκκλησίας ότι οι αντιεργατικοί νόμοι είναι συνάμα και αντιεκκλησιαστικοί. Η σώρευση πλούτου στα χέρια των ολίγων, ενώ οι πολλοί δυστυχούν, δεν είναι έγκλημα ελαφρότερο από την έκτρωση.

            Το δεύτερο ζήτημα, για το οποίο κατηγορούνται εκκλησιαστικά πρόσωπα είναι η ανάληψη εθναρχικού ρόλου, ενώ η άσκηση εξωτερικής πολιτικής είναι αποκλειστικό δικαίωμα της εκάστοτε κυβέρνησης. Το δεύτερο βέβαια είναι αναμφισβήτητο. Αλλά εγώ, ως ιδιώτης σε πληθώρα άρθρων καυτηρίασα τον ενδοτισμό, από τον οποίο διακατέχονταν όλες οι κυβερνήσεις των τελευταίων δεκαετιών στα εθνικά μας θέματα. Το έχω το δικαίωμα αυτό και δοξάζω το Θεό που δεν μου έχει αφαιρεθεί ακόμη. Αλλά γιατί να μην έχει ανάλογο δικαίωμα ένας μητροπολίτης της Εκκλησίας της χώρας μας; Υποστηρίζεται ότι γίνεται κατάχρηση του άμβωνα και σκανδαλίζονται κάποιοι που ακούουν, κατά τη διάρκεια του κηρύγματος να αναπτύσσονται θέσεις και απόψεις, με τις οποίες δεν συμφωνούν και που, άλλωστε, δεν απορρέουν απόν τον λόγο του Ευαγγελίου. Συμφωνώ ότι ο άμβωνας δεν πρέπει να χρωματίζεται έντονα από εθνική (όχι βέβαια εθνικιστική, όπως καταγγέλλουν κάποιοι απάτριδες) χροιά. Η Εκκλησία είναι, όπως γράψαμε στο προηγούμενο άρθρο, θεοΐδρυτος, οργανισμός και αγκαλιάζει όλους τους ανθρώπους χωρίς διάκριση έθνους. Όταν όμως εξυφαίνεται αδικία από τους ισχυρούς της γης σε βάρος κάποιας χώρας, τότε χρέος της Διοικούσας Εκκλησίας είναι να καταγγέλλει την αδικία αυτή. Αν κάποιοι σκανδαλίζονται, ίσως επειδή αισθάνονται ότι τα βέλη του κηρύγματος πλήττουν το κόμμα τους, το οποίο λατρεύουν περισσότερο από τον Σωτήρα του Χριστό, τότε αυτό συνιστά πρόβλημα για τους ίδιους αλλά και για τη Διοικούσα Εκκλησία. Πάντως η Διοικούσα Εκκλησία οφείλει να καταγγέλλει κάθε είδους σφετερισμό, ονόματος, εδάφους, πλούτου, ελευθερίας, συνείδησης απανταχού της γης. Αν αυτό το πράττει με σταθερότητα και μη προσβλέποντας σε πρόσωπα ανθρώπων, τότε, όσο και αν κράζουν εναντίον της οι εγκάθετοι της αποδυνάμωσής της, θα ματαιοπονούν. Ο μακαριστός Χριστόδουλος επισκέφθηκε το Βελιγράδι, ενώ βομβαρδιζόταν. Κάποιοι, από τους τηλεοπτικούς εχθρούς της Εκκλησίας, δικαίωναν τότε τους νατοϊκούς βομβαρδισμούς.

            Η Εκκλησία μας έχει υποδείξει πολλούς δρόμους προς την αγιότητα. Σε μας εναπόκειται να επιλέξουμε εκείνον που μας ταιριάζει. Ας μην επαναλαμβάνουμε τα σφάλματα του παρελθόντος, που οδήγησαν την Εκκλησία να θεσπίσει τη γιορτή των Τριών Ιεραρχών για να πάψει η ομαδοποίηση των πιστών με βάση τον προτιμούμενο άγιο. Πέρα από μας βρίσκεται ο Θεός που κρίνει όχι μόνο αυτό που βλέπουμε, αλλά και τις σκέψεις, τις προθέσεις και, πολύ περισσότερο, την προσευχή, μας.

 

                                                                        «ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗΣ»                

 

 

 

 


             

http://www.antibaro.gr