Κατηγορίες

ΦΑΝΑΡΙ – ΑΘΗΝΑ: Πέρα από τη σύγκρουση.

Αρχική σελίδα
Εξωτ. πολιτική/ Διπλωματία
Εθνικά θέματα
Κοινωνία
Πολιτισμός
Θρησκεία
Διεθνή
Βιβλιογραφία/ Συνδέσεις
Εκδηλώσεις
Οπτικοακουστικό
υλικό
Δελτία
Ενημέρωσης
Ιστολόγιο
Αντίβαρου
ʼγρα γραπτών
Πρόσφατα κείμενα
Με χρονολογική σειρά.
Δελτίο ενημέρωσης!
Εγγραφή Διαγραφή
Συγγραφείς

Αθανάσιος Γιουσμάς
ʼθως Γ. Τσούτσος
ʼκης Καλαιτζίδης
Αλέξανδρος Γερμανός
Αλέξανδρος-Μιχαήλ Χατζηλύρας
Αλέξανδρος Κούτσης
Αμαλία Ηλιάδη
Ανδρέας Σταλίδης
Ανδρέας Φαρμάκης
Ανδρέας Φιλίππου
Αντώνης Κ. Ανδρουλιδάκης
Αντώνης Λαμπίδης
Αντώνης Παυλίδης
Απόστολος Αλεξάνδρου
Απόστολος Αναγνώστου
Αριστείδης Καρατζάς
Αχιλλέας Αιμιλιανίδης
Βάιος Φασούλας
Βαν Κουφαδάκης
Βασίλης Γκατζούλης
Βασίλης Ζούκος
Βασίλης Κυρατζόπουλος
Βασίλης Πάνος
Βασίλης Στοιλόπουλος
Βασίλης Ν. Τριανταφυλλίδης
(Χάρρυ Κλυνν)
Βασίλης Φτωχόπουλος
Βένιος Αγελόπουλος
Βίας Λειβαδάς
Βλάσης Αγτζίδης
Γεράσιμος Παναγιωτάτος-Τζάκης
Γιάννης Διακογιάννης
Γιάννης Θεοφύλακτος
Γιάννης Παπαθανασόπουλος
Γιάννης Τζιουράς
Γιώργος Αλεξάνδρου
Γιώργος Βλαχόπουλος
Γιώργος Βοσκόπουλος
Γιώργος Βότσης
Γιώργος Κακαρελίδης
Γιώργος Καστρινάκης
Γιώργος Κεκαυμένος
Γιώργος Κεντάς
Γιώργος Κολοκοτρώνης
Γιώργος Κουτσογιάννης
Γιώργος Νεκτάριος Λόης
Γιώργος Μαρκάκης
Γιώργος Μάτσος
Γιώργος Παπαγιαννόπουλος
Γιώργος Σκουταρίδης
Γιώργος Τασιόπουλος
Γλαύκος Χρίστης
Δημήτρης Αλευρομάγειρος
Δημήτρης Γιαννόπουλος
Δημήτριος Δήμου
Δημήτρης Μηλιάδης
Δημήτριος Γερούκαλης
Δημήτριος Α. Μάος
Δημήτριος Νατσιός
Διαμαντής Μπασάντης
Διονύσης Κονταρίνης
Διονύσιος Καραχάλιος
Ειρήνη Στασινοπούλου
Ελένη Lang - Γρυπάρη
Ελευθερία Μαντζούκου
Ελευθέριος Λάριος
Ελλη Γρατσία Ιερομνήμων
Ηλίας Ηλιόπουλος
Θεόδωρος Μπατρακούλης
Θεόδωρος Ορέστης Γ. Σκαπινάκης
Θεοφάνης Μαλκίδης
Θύμιος Παπανικολάου
Θωμάς Δρίτσας
Ιωάννης Μιχαλόπουλος
Ιωάννης Χαραλαμπίδης
Ιωάννης Γερμανός
Κρίτων Σαλπιγκτής
Κυριάκος Κατσιμάνης
Κυριάκος Σ. Κολοβός
Κωνσταντίνος Αλεξάνδρου Σταμπουλής
Κωνσταντίνος Ναλμπάντης
Κωνσταντίνος Ρωμανός
Κωνσταντίνος Χολέβας
Λαμπρινή Θωμά
Μαίρη Σακελλαροπούλου
Μανώλης Βασιλάκης
Μανώλης Εγγλέζος - Δεληγιαννάκης
Μάρκος Παπαευαγγέλου
Μάρω Σιδέρη
Μιλτιάδης Σ.
Μιχάλης Χαραλαμπίδης
Μιχάλης Κ. Γκιόκας
Νέστωρ Παταλιάκας
Νικόλαος Μάρτης
Νίκος Ζυγογιάννης
Νίκος Καλογερόπουλος Kaloy
Νίκος Λυγερός
Νίκος Παπανικολάου
Νίκος Σαραντάκης
Νίνα Γκατζούλη
Παναγιώτης Α. Μπούρδαλας
Παναγιώτης Ανανιάδης
Παναγιώτης Ήφαιστος
Παναγιώτης Α. Καράμπελας
Παναγιώτης Καρτσωνάκης
Παναγιώτης Φαραντάκης
Παναγιώτης Χαρατζόπουλος
Πανίκος Ελευθερίου
Πάνος Ιωαννίδης
Πασχάλης Χριστοδούλου
Παύλος Βαταβάλης
Σοφία Οικονομίδου
Σπυριδούλα Γρ. Γκουβέρη
Σταύρος Σταυρίδης
Σταύρος Καρκαλέτσης
Στέλιος Θεοδούλου
Στέλιος Μυστακίδης
Στέλιος Πέτρου
Στέφανος Γοντικάκης
Σωτήριος Γεωργιάδης
Τάσος Κάρτας
Φαήλος Κρανιδιώτης
Φειδίας Μπουρλάς
Χρήστος Ανδρέου
Χρήστος Δημητριάδης
Χρήστος Κηπουρός
Χρήστος Κορκόβελος
Χρήστος Μυστιλιάδης
Χρήστος Σαρτζετάκης
Χριστιάνα Λούπα
Χρίστος Δαγρές
Χρίστος Δ. Κατσέτος
Χρύσανθος Λαζαρίδης
Χρύσανθος Σιχλιμοίρης
Gene Rossides
Marcus A. Templar

Επικοινωνία
Οι απόψεις σας είναι ευπρόσδεκτες!

ΦΑΝΑΡΙ – ΑΘΗΝΑ: Πέρα από τη σύγκρουση.

Μια ερμηνεία και μια πρόταση ενότητας, συμβολή για το μέλλον της Ορθόδοξης Εκκλησίας στην Ελλάδα, στα Βαλκάνια, την Οικουμένη.

ΑΝΟΙΚΤΗ ΕΠΙΣΤΟΛΗ

στους Σεβ. Μητροπολίτες της Ορθόδοξης Εκκλησίας εντός του ελλαδικού χώρου και στην Ι. Σύνοδο την περί τον Παν. Οικουμενικό Πατριάρχη μας Βαρθολομαίο Α΄.

Του Παναγιώτη Α. Μπούρδαλα*.

[Επειδή το κείμενο μαζί με τις υποσημειώσεις είναι πάρα πολύ μεγάλο σε μέγεθος (450Kb), έχουμε τοποθετήσει τις σημειώσεις σε ξεχωριστό αρχείο. Έτσι, οι σύνδεσμοι των υποσημειώσεων δεν λειτουργούν. Εάν θέλετε να τις διαβάσετε, ανοίξτε το σχετικό αρχείο και διαβάστε τες όλες μαζί]

Ι. Εισαγωγή

Ερώτηση: << «Τί σημαίνει κατ’ αναγωγήν τό τού Κυρίου παράγγελμα «εάν τις αγγαρεύση σε μίλιον έν, ύπαγε μετ’ αυτού δύο»; (Αγίου Μαξίμου τού Ομολογητού, Ερωτήσεις διάφοραι καί εκλογαί, Qu.178).

Ερμηνεία: Ο αγγαρεύον ημάς εστίν ο Κύριος διά τής αυτού διδασκαλίας τό έν τής αυτού μίλιον. Καλόν ούν ημάς ακούειν αυτού κελεύοντος καί υπάγειν δύο μίλια, τουτέστιν υπακούειν τής εντολής καί προστίθει διά τών έργων τό άλλο έν μίλιον. Ή καί άλλως, αγγαρευόμεθα τό τής πίστεως μίλιον, απαιτούμεθα δέ καί τά έργα τής πίστεως.>>

 

Είναι ορατό πια, σε όσους έχουν καθαρά μάτια, ότι η σύγκρουση μεταξύ του Οικουμενικού Πατριαρχείου και των εθνικών Εκκλησιών στα Βαλκάνια, που έχει τουλάχιστον δύο αιώνες ιστορία, είναι πιθανόν να κορυφωθεί στον 21ο αιώνα, με άξονα την Ελλαδική Εκκλησία. Αλλά είναι και αποδεκτό, ότι η Μητέρα Εκκλησία, η Εκκλησία της ΚΠολης ως Οικουμενικό Πατριαρχείο, στους δύο προηγούμενους αιώνες τήρησε την αναφερθείσα εντολή του Κυρίου με το παραπάνω.

Η μελέτη της πρόσφατης εκκλησιαστικής ιστορίας, μας δείχνει πως μετά από επίπονες διεργασίες, υποχωρήσεις αλλά και ταπεινώσεις, εκφρασμένες σε «Τόμους» και «πράξεις», Πατριαρχικές και Συνοδικές, τελικά συγκράτησε[1] τις θυγατέρες Εκκλησίες των Βαλκανίων από τα χειρότερα, διότι συχνά αυτές προσπάθησαν να γίνουν μητροκτόνες[2].

Ωθήθηκαν αυτές από πολιτειοκρατικές και εθνοφυλετικές αντιλήψεις και χρησιμοποιήθηκαν πρακτικές προτεσταντικής διαμαρτύρησης[3]. Να θυμηθούμε τον Αδαμάντιο Κοραή[4], που θεωρούσε ότι «… η Κωνσταντινούπολη μένη μολυσμένη από την καθέδραν του ανόμου τυράννου….»[5]. Έτσι υπονοείται πως η Εκκλησία μέσα στο καινούργιο ελλαδικό κράτος δεν θα μολύνεται πια, από την εξουσία, πράγμα που αποδείχτηκε μεγάλη πλάνη[6]!!!

ΙΙ. Μια ιστορική θεώρηση της σύγκρουσης

Η προσωπική μου γνώμη είναι, πως η στρατηγική και πρακτική του Οικουμενικού Πατριαρχείου μας κατά το 19ο αιώνα έγινε τελικά πανορθόδοξα αποδεκτή. Στο πλαίσιο αυτό η γραμμή των «αυτογνωμόνων και βιαίων»[7] (κατά τον Αρχιμ. Κωνσταντίνο Οικονόμο εξ οικονόμων[8]) αποσχίσεων απομονώθηκε. Οι άγευστες από το συνοδικό σύστημα διοίκησης της Εκκλησίας, τόσο σε μικρή (Μητροπολιτική) όσο και σε μεγάλη (Πατριαρχική)[9] κλίμακα, φωνές και πρακτικές, τόσο του Αρχιμ. Θεόκλητου Φαρμακίδη[10] και των οπαδών του στον Ελλαδικό χώρο, όσο και των «εξαρχικών»[11] στη Βουλγαρία έχασαν, αλλά όχι ολοκληρωτικά και οριστικά. Έμεινε δηλαδή «η Φαρμακίδειος νοοτροπία και η σχετική επιχειρηματολογία[12]».

Το ελλαδικό σχίσμα των Μάουρερ[13] - Φαρμακίδη κράτησε 17 έτη (1833-1850), με τον Αρχιμ. Θ. Φαρμακίδη μόνο του να επιμένει[14] μέχρι τέλους εναντίον του Οικουμενικού Πατριαρχείου και του τόμου της Μεγάλης Συνόδου του 1850[15]. Κατανόησε βαθιά ότι τελικά η Αυτοκέφαλη Εκκλησία της Ελλάδος δεν αναγνωρίστηκε, όπως ο ίδιος επεδίωκε, αλλά ανακηρύχθηκε, και μάλιστα με όρους, όπου το Πατριαρχείο έμενε Μητέρα[16] Εκκλησία, παρ’ ότι την ονόμασε αδελφή[17].

Ο Οικουμενικός Πατριάρχης υπονοείται ως ο Πρώτος[18], αφού από το 1848[19] στους όρους που ετοίμαζε το Οικουμενικό Πατριαρχείο, ο πρόεδρος της Ι. Σ. θα μνημόνευε τον Πατριάρχη(!!!), αλλά ίσως για λόγους τιμωρίας(;), αλλά μάλλον για λόγους τακτικής και αναμονής για τον μέλλοντα καιρό, στην καλύτερη περίπτωση για άρση του Αυτοκεφάλου ή έστω να μη έχουμε και ελλαδικό Πατριαρχείο. Έτσι λοιπόν το 1850, το θέμα αυτό το άφησαν για ευθετότερο χρόνο[20]. Έκτοτε οι Αρχιερείς μνημονεύουν τη Διαρκή Ιερά Σύνοδο, χωρίς να έχουν τον πρόεδρο ως Πρώτο, αλλά την Ι. Σ. ως «Συλλογικό Εναλλασσόμενο Πρώτο[21]». Ο δε Μητροπολίτης Αθηνών ή Αρχιεπίσκοπος (μετά το 1923[22], χωρίς ιδιαίτερες αντιδράσεις από το Πατριαρχείο[23]) είναι απλά Πρόεδρος και φυσικά δεν είναι πραγματικά, αλλά τιμητικά, «πάσης» Ελλάδος Αρχιεπίσκοπος. Ειδικά μετά την πράξη του 1928 και ακόμη περισσότερο μετά το 1944[24].

Το ζήτημα του Πρώτου λοιπόν είναι «κλειδωμένο[25]» στον Πατριαρχικό τόμο. Είναι ζήτημα «χρόνου» να αποκατασταθεί ορατά και ακουστά, μέχρις ότου έλθει ο κατάλληλος εκκλησιολογικός «χωροχρόνος», ώστε να πάρει σάρκα και οστά, «στο πλαίσιο μιας αδελφικής συνοδικότητας» και «ως διακονία πρωτοβουλίας, συντονισμού και προεδρίας, πάντοτε με τη σύμφωνη γνώμη των αδελφών-Εκκλησιών»[26] και ειδικά της «αυτοκέφαλης» Εκκλησίας της Ελλάδος, στην «Παλαιά» Ελλάδα.

Το βουλγαρικό σχίσμα διήρκησε πολύ, 85 έτη(1860-1945). Τόσο η Μεγάλη Σύνοδος (με σχεδόν οικουμενικό χαρακτήρα) του 1872, που καταδίκασε τον εθνοφυλετισμό[27], όσο και η Πατριαρχική του 1945[28], οπότε η βουλγαρική Εκκλησία ζήτησε συγγνώμη και δέχτηκε τους Πατριαρχικούς όρους, είναι (μαζί με τον τόμο του 1850) μεγάλες παρακαταθήκες εκκλησιολογικής συνείδησης για τον δύσκολο 21ο αιώνα. Παρ’ ότι δεν πρόκειται για όμοιες περιπτώσεις, αφού το βουλγαρικό σχίσμα έγινε πριν αποκτήσουν οι Βούλγαροι έθνος-κράτος, άφησαν όμως, παρά την ήττα τους, πίσω τους μια ιδέα αποσχιστική να πλανάται, ως «αυτοκεφαλαρχία»,[29] την οποία θέριευε και θεριεύει[30] μέχρι σήμερα ο συνεχόμενος πολυτεμαχισμός του βαλκανικού χώρου.

Η Πατριαρχική και Συνοδική πράξη του 1866 (Ιούλιος)[31] δεν καθυστέρησε για την «κατ΄ αφομοίωση» παραχώρηση της Εκκλησίας της επαρχίας των Επτανήσων στην αυτοκέφαλη Εκκλησία της Ελλάδος. Όμως είχαμε σημαντικές αντιδράσεις για σοβαρούς εκκλησιολογικούς και εθνικούς λόγους, από μεγάλη μερίδα πιστών. Επικεφαλής ήταν ο Κεφαλληνίας Σπυρίδων (Κοντομίχαλος) και ο πολιτικός Γεώργιος Τυπάλδος Ιακωβάτος[32]. Πιο εύκολα ήλθε η Πράξη του 1882[33] (Μάιος) για την «κατ’ αφομοίωση» ένταξη στην αυτοκέφαλη Εκκλησία της Ελλάδος των επαρχιών Ηπείρου (μικρό μέρος) και Θεσσαλίας (το μεγαλύτερο μέρος).

Η περίπτωση των επαρχιών των λεγομένων «Νέων Χωρών» (1913), δεν ήταν –παρ’ ότι αρχικά έτσι εμφανίστηκε - ούτε ίδια, ούτε εύκολη. Η καθυστέρηση[34] της συμφωνίας μεταξύ Αυτοκεφάλου Εκκλησίας της Ελλάδος και του Οικουμενικού Πατριαρχείου για πλήρη χειραφέτηση, δηλαδή για την «κατ’ αφομοίωση» παραχώρηση αυτών των εκκλησιαστικών επαρχιών, πέρασε από μύρια κύματα, και τελικά αποσύρθηκε οριστικά. Έτσι στα 15 χρόνια συζητήσεων και προτάσεων, ακούστηκαν επτά[35] διαφορετικές σκέψεις ή προτάσεις, από τις οποίες συζητήθηκαν οι πέντε[36]!!!!

Λόγω όμως του εθνικού διχασμού (1916-1923) και του Α΄ Παγκοσμίου πολέμου (1914-1918) στην αρχή, της Μικρασιατικής καταστροφής κατόπιν (1922), η αντικατάσταση της Συνθήκης των Σεβρών του 1920 από την Συνθήκη της Λοζάννης το 1923 και η επιβληθείσα υποχρεωτική ανταλλαγή των πληθυσμών[37], η μεγάλη καθυστέρηση λύσης του ζητήματος των Νέων χωρών, για άλλους θα μπορούσε να θεωρηθεί ευλογία και για άλλους τραγικό εθνικό γεγονός!!! Όμως αν δεχτούμε την άποψη πως, τόσο για την Ορθόδοξη Εκκλησία όσο και για τον Ρωμαίικο πολιτισμό και ελληνισμό, αυτή η καταστροφή ήταν χειρότερη[38] από την ʼλωση της Πόλης, τότε θα πρέπει να δεχτούμε το πρώτο.

Τα πράγματα, λοιπόν, άλλαξαν άρδην[39] τον 20ο αιώνα. Έτσι το Οικουμενικό Πατριαρχείο βρέθηκε σε τρομερά δύσκολες συνθήκες[40]. Επί πλέον στα έθνη-κράτη Σερβίας[41] και Ρουμανίας[42] ήδη είχαν δημιουργηθεί στην αρχή αυτόνομες «εθνικές» Εκκλησίες ( 1831[43] και 1859[44]) και μετά ανακηρυχθεί κανονικά πια αυτοκέφαλες, 1879[45] και 1885[46] αντίστοιχα, κατά το παράδειγμα της ελλαδικής (!!!). Ακολούθησε κατόπιν και η Αλβανία, που αυτοανακηρύχτηκε «αυτοκέφαλη», υπό τον ηγέτη των εθνικιστών Φαν Νόλι[47] το 1921. Από το Οικ. Πατριαρχείο αυτή ανακηρύχθηκε κανονικά το 1937 .

Η επέκταση του ελλαδικού χώρου στη σημερινή Βόρεια Ελλάδα και στα νησιά του Αιγαίου το 1912-13, η μικρασιατική καταστροφή το 1922, οι δύο παγκόσμιοι πόλεμοι, η τεράστια διασπορά του ελληνισμού σ’ όλο τον πλανήτη, η ανάπτυξη της Ουνίας[48] από την Ρωμαιοκαθολική εκκλησία και η δημιουργία εκατοντάδων αυτόνομων προτεσταντικών κινήσεων[49] και τον 20ο αιώνα στο χώρο τώρα των υπερατλαντικών κτίσεων (Αμερική, Αυστραλία, κ.λ.π.),[50] φυσικά και θα άλλαζαν σημαντικά την τακτική και ποιμαντική του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Μόνο άνθρωποι στατικοί, μονόχνοτοι και άπειροι δεν θα έκαναν τέτοια αλλαγή[51].

ΙΙΙ. Ο μεταοθωμανικός και μετανεωτερικός κύκλος της Εκκλησίας

Δεν είμαι ούτε κανονολόγος, αλλά ούτε και ιστορικός. Η εσωτερική μου συνείδηση όμως, αλλά και η όση γνώση και εμπειρία μου έχουν χαριστεί, δείχνουν ότι η οριστική αλλαγή στρατηγικής[52] στις αρχές του 20ου αιώνα δεν ήταν εύκολη, ούτε χωρίς πειρασμούς για το Οικουμενικό μας Πατριαρχείο. Ήδη η Ορθόδοξη Εκκλησία της Ρωσίας από την εποχή της πολιτικής της Ιεράς Συμμαχίας (1815), είχε μπει στη συζήτηση ενός Ορθόδοξου Οικουμενισμού, παρά τα θεολογικά και κανονικά ζητήματα που εγέρθηκαν τότε από τον Φιλάρετο (1782-1867), Μητροπολίτη Μόσχας (1821-1867)[53]. Ήδη από το 1872 μπαίνει στη συζήτηση και το Οικουμενικό Πατριαρχείο με το σχέδιο αποκαταστάσεως του «Ορθόδοξου Καθολικισμού[54]» στη Δύση και το βλέπει ευνοϊκά το 1882.

Προβλήματα βέβαια είχε και η Ορθόδοξη Εκκλησία στην Ελλάδα. Αναδεικνύονται τα ζητήματα με την κίνηση του Απόστολου Μακράκη και τα Ευαγγελικά[55]. Συμβαίνει να πολεμιέται αργότερα τόσο ευθέως εκκλησιαστικά από τον παλαιοημερολογιτισμό[56], όσο και πλαγίως από το πλήθος των (παρα-)εκκλησιαστικών οργανώσεων[57], αλλά και από τον εναγκαλισμό[58] του κράτους, σε όλες τις φάσεις του 20ο αιώνα.

Έτσι κατανοώ γιατί οι σκληροί ‘’ελλαδικοί’’ (τις περισσότερες φορές άδικα και άμυαλα) κατηγορούν[59] το Πατριαρχείο μας για πολλά. Πολλοί ιεράρχες της Εκκλησίας της Ελλάδος θεωρούν αντικανονική[60] την Πατριαρχική και συνοδική Πράξη του 1928, άλλοι θεωρούν αντικανονικό και τον τόμο του 1850, και κάποιοι λαϊκοί εξυμνούν τους Μάουρερ-Φαρμακίδη[61]. Τα τελευταία χρόνια υπαινίσσονται ή το κατηγορούν[62] ακόμη και για μη Ορθόδοξο[63] Οικουμενισμό, άλλοι για κρυφο-παπισμό[64]. Στην επίθεση αυτή συμπλέουν όλοι όσοι θεωρούν την Εκκλησία μέρος[65] του έθνους (!!!) και όσοι έχουν ένα λανθάνοντα εθνικισμό. Έτσι το κατηγορούν στην πιο κρίσιμη περίοδο, για δικανισμό[66], κάποιοι για φιλοτουρκισμό[67] και άλλοι για συνοδοιπορία με την παγκοσμιοκρατία[68].

Από την άλλη, πολλοί ελλαδικοί Μητροπολίτες, μεγάλο μέρος του κλήρου, μοναχοί και εμείς οι λαϊκοί κατηγορούμαστε συχνά για τύφλωση[69], εκκοσμίκευση[70], φονταμενταλισμό,[71] πολιτειοκρατισμό[72], προτεσταντισμό[73], επαγγελματισμό[74], ευσεβισμό[75], εθνικισμό[76] και επαρχιωτισμό[77].

Τα γεγονότα μετάβασης στην Τουρκία από τον Οθωμανισμό[78] στον Νεοτουρκισμό[79] -Κεμαλισμό, γνωρίζουμε πια πως οδήγησαν σε νέα δεδομένα το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Στο τέλος του 20ου αιώνα πια, το Οικουμενικό Πατριαρχείο έχει χαράξει στο εσωτερικό της Τουρκίας νέο πλαίσιο αναφοράς: «Έτσι οι λαϊκοί, που μετείχαν σε μεγάλο αριθμό στην εκλογή του Πατριάρχη, από εδώ και εμπρός αποκλείονται, όπως και οι μητροπολίτες και επίσκοποι που διαμένουν εκτός Τουρκίας. Από την προηγούμενη κατάσταση μένει μια μόνο περιοριστική ρήτρα: το δικαίωμα της κυβέρνησης, όταν ετοιμάζεται μια Πατριαρχική εκλογή, να διαγράφει όποιον θέλει από τον κατάλογο των εκλογίμων[80]».

Επίσης «Η ελληνο-ορθόδοξη κοινότητα της ΚΠολης υπέστη έτσι μια φοβερή αιμορραγία. Εδώ και πενήντα χρόνια, αριθμούσε περισσότερα από 100.000 πρόσωπα, σήμερα δεν ξεπερνά τις 5.000. Και η θεολογική σχολή της Χάλκης παραμένει κλειστή. Ποιος θα κρατήσει στη ζωή το Πατριαρχείο[81];…».

Στο σημείο αυτό νομίζω ότι χρειάζεται να τονιστεί ότι ήδη περάσαμε από τις αρχές του 20ου στην μεταοθωμανική εποχή στην Ανατολή και πρόσφατα στις απαρχές της μετανεωτερικής[82] εποχής σε Δύση και Ανατολή. Σε όλο όμως το δυτικό κόσμο η φιλοσοφία του διαφωτισμού που κυριάρχησε αργά, αλλά σταθερά , επεκτάθηκε και στον ανατολικό, ραγδαία εξαπλώθηκε και στις νέες κτίσεις. Σήμερα αποτελεί τη βάση κυριαρχίας της νεωτερικότητας[83], με αιχμή την επιχειρηματική κεφαλαιοκρατία (νεοφιλελεύθερο καπιταλισμό[84]) στο χώρο της οικονομίας, τις νέες τεχνολογίες στο χώρο της επιστημονικής έρευνας, την αποθέωση του ατόμου[85] στο χώρο της ανθρωπολογίας και τη θεολογία το «θανάτου του Θεού»[86] στο χώρο της πίστης.

Οι δύο αυτές μεγάλες αλλαγές, είχαν αρχίσει βέβαια να γίνονται και στις χώρες, στις οποίες πριν 200 χρόνια περίπου το Οικουμενικό Πατριαρχείο είχε Αρχιεπισκοπές, Μητροπόλεις, επισκοπές και Ι. Μονές. Δηλαδή πρόκειται για τις χώρες που έγιναν έθνη-κράτη, στην προηγούμενη φάση της νεωτερικότητας. Σ’ εκείνη τη φάση είχαμε τη σύγκρουση με το Πατριαρχείο, τις αποσχιστικές πράξεις και τη νέα ισορροπία με τις αυτοκέφαλες εκκλησίες. Με την λύση του προβλήματος της σχισματικής Εκκλησίας της Π.Γ.Δ.Μ. φαίνεται να τελειώνει οριστικά αυτός ο κύκλος.

Τέτοιους ιστορικούς[87] κύκλους η Εκκλησία ‘’έκλεισε’’ και άλλες φορές. Μετά την ‘’πτώση’’ της αρχικής δημιουργίας, η ‘’εκλογή’’ του Αβραάμ[88] γίνεται η απαρχή μιας νέας δημιουργίας, ενός νέου ιστορικού κύκλου. Αυτή η προ Χριστού Εκκλησία έκλεισε τον κύκλο της φυσιοκρατικής ζωής των ανθρώπων. Η προετοιμασία της Εκκλησίας των απογόνων του ήταν ‘’δυνάμει’’ γεγονός: «εξήγαγε δε αυτόν έξω και είπεν αυτώ. Ανάβλεψον δή εις τον ουρανόν και αρίθμησον τους αστέρας, ει δυνήσει εξαριθμήσαι αυτούς. Και είπεν. Ούτως έσται το σπέρμα σου. Και επίστευσεν[89] ʼβραμ τω Θεώ, και ελογίσθη αυτώ εις δικαιοσύνην[90]».

Ο νέος ιστορικός κύκλος ‘’κλείνει’’ με την ενανθρώπιση του άσαρκου Λόγου, δηλαδή του Παλαιού των Ημερών, τη δημιουργία της στενής ομάδας των δώδεκα και των πρώτων πιστών, τη δημόσια εμφάνιση και βίωση μιας νέας ‘’βασιλείας’’. Σφραγίζεται με την εθελούσια απ’ Αυτόν, αλλά παράλογη ως ανθρώπινη πράξη, Σταύρωσής Του, και επόμενη την θεϊκή Ανάστασή Του. Η Ανάληψη φέρνει την Πεντηκοστή, που είναι η απαρχή μιας Εκκλησίας, που προσδιορίστηκε από τις αιώνιες δωρεές της Τριαδικής Θεότητας και Αυτού του Αγίου Πνεύματος. Προσδιόρισε λοιπόν η Πεντηκοστή «την Εκκλησία των Αγίων Αποστόλων, δηλαδή της Αγίας Αποστολικής πίστης, της Αγίας Αποστολικής Παράδοσης, της Αγίας Αποστολικής ιεραρχίας, ακόμη και κάθε τι Αποστολικού, που είναι θεανθρώπινο[91]».

Οι τρεις πρώτοι αιώνες πέρασαν μέσα από την κήρυξη και εφαρμογή της πίστης, στο πρώτο (πρόσωπο) και δεύτερο επίπεδο (μικρές κοινότητες) της ανθρωπολογικής κλίμακας. Η πίστη και πράξη αυτή, σε πείσμα μιας κοινωνίας και μιας πολιτείας,[92] που είχαν τελείως διαφορετικό θεολογικό, ανθρωπολογικό, κοινωνικό και πολιτικό πρότυπο. «Ο ίδιος ο Σωτήρας είχε δείξει ποια έπρεπε να είναι η στάση των χριστιανών απέναντι στις πολιτικές Αρχές και τους νόμους τους. Είχε απορρίψει με συνέπεια όλες τις εγκόσμιες εξουσίες, πραγματοποιώντας το έργο Του[93]».

Επειδή οι πιστοί πίστευαν βαθιά τη ρήση του Κυρίου, «κανένας δεν βάζει για μπάλωμα σε παλιό ρούχο ένα καινούργιο ύφασμα. Γιατί, το μπάλωμα θα τραβήξει το παλιό ύφασμα και το άνοιγμα θα γίνει μεγαλύτερο. Ούτε βάζουν καινούργιο κρασί σε παλιά ασκιά, γιατί αλλιώς θα σκάσουν τα ασκιά, θα χυθεί το κρασί και θα καταστραφούν και τα ασκιά. Αλλά το καινούργιο κρασί το βάζουν σε καινούργια ασκιά, κι έτσι διατηρούνται και τα δύο[94]», δεν επαναστατούσαν μετωπικά σε όλα τα ζητήματα ενάντια στο κράτος. Παρ’ όλα αυτά, η Εκκλησία στους πρώτους αιώνες είναι γεμάτη από μάρτυρες, όχι από βιαστικούς ταραχοποιούς ή έστω επαναστάτες χωρίς κανένα υπόβαθρο στα επίπεδα μικρής κλίμακας, αφού έγινε η μετωπική σύγκρουση στο ζήτημα της σχετικότητας της κρατικής εξουσίας ως ‘’θεϊκής’’[95] υπόστασης.

Στην εποχή όμως του Κωνσταντίνου κλείνει και αυτός ο κύκλος. «Το σχήμα των σχέσεων Εκκλησίας και κράτους άλλαξε. Η αλλαγή έγινε με την εισαγωγή στην ιστορία μιας ιδέας πραγματικά καινούργιας, ακόμη και για τους Χριστιανούς. Πρόκειται για την ιδέα του Χριστιανικού Κράτους ή της Χριστιανικής κοινωνίας[96]». Ο πρώτος Χριστιανός αυτοκράτορας ήταν ένας Χριστιανός «εκτός» Εκκλησίας κατά τον Philip Sherrard[97] και ανεξάρτητος απ’ αυτήν. Κατ’ αυτόν, «πήρε την εξουσία του από το Θεό και η Εκκλησία τον αναγνώριζε και αποδεχόταν ολόκληρη[98] την αυτοκρατορία κι όλη την θεοκρατική αντίληψη για το κράτος, που ήταν συνυφασμένη μαζί του. Στην ουσία, αυτό σήμαινε πως για το Βυζάντιο και για τα Ορθόδοξα κράτη που προήλθαν απ’ αυτό, η Εκκλησία έπρεπε να αποδεχτεί ολόκληρη τη Ρωμαϊκή κληρονομιά[99] -…- και να της δώσει τη Χριστιανική ευλογία».

Ανεξάρτητα αν συμφωνούμε με αυτή την έποψη και σε ποιόν βαθμό, το ζήτημα είναι ότι έχουμε μια νέα απαρχή, μια νέα κατάσταση. Η Εκκλησία προσαρμόστηκε σ’ αυτήν και ειδικά το Οικουμενικό[100] πια Πατριαρχείο, λειτουργεί έτσι μέχρι το 1453, για έντεκα αιώνες, περνώντας από τρεις ενδιάμεσες διαφορετικές φάσεις. Φυσικά και υπήρχαν προβλήματα, όπως οι σχέσεις με την πολιτεία, οι Χριστολογικές αιρέσεις, αλλά και βοήθειες, όπως το μεγάλο κίνημα του νηπτικού και κοινοτικού[101] μοναχισμού, που μαζί με τις μικρές ενοριακές εκκλησιαστικές κοινότητες, αντιστάθμιζαν[102] αυτή τη νέα κατάσταση.

Για όσο καιρό στην πρώτη φάση (330-641, έως το 7ο αιώνα δηλαδή) τα Πατριαρχεία της Ανατολής (Αντιοχείας, Αλεξανδρείας και Ιεροσολύμων) ήταν ισχυρά, το Πατριαρχείο της ΚΠόλεως απέκτησε τα ίσα πρεσβεία τιμής με αυτά της παλαιάς Ρώμης. Κατόπιν διευρύνθηκε η αποστολή του, ακόμη και για όσο καιρό η Χριστιανοσύνη ήταν αδιαίρετη (τυπικά έως το 1053). Τότε ήταν πραγματικά Οικουμενικό και έπαιξε έτσι συντονιστικό, αλλά και καθοριστικό ρόλο στους λαούς έξω από την Αυτοκρατορία. Έτσι στη β΄ φάση της Νέας Ρώμης (641-1204), το 732, που είναι εποχή του Λέοντα Ίσαυρου, υπάγεται η Αρχιεπισκοπή Θεσσαλονίκης, ως Εξαρχία του Ανατολικού Ιλλυρικού στο Οικουμενικό Πατριαρχείο, έως το 1833 ολόκληρη και ανελλιπώς. Αργότερα επί πατριαρχίας του Μεγάλου Φωτίου (820-871), ξεκίνησε με τους Θεσσαλονικείς αδελφούς Κύριλλο και Μεθόδιο ο εκχριστιανισμός των Σλάβων[103]. Κατόπιν έλαβε χώρα ο εκχριστιανισμός των Ρώσων[104], που έμεναν στενά εξαρτημένοι[105] από το Οικουμενικό Πατριαρχείο έως το 1452[106].

Ακολούθησε μια μεταβατική περίοδος παρακμής[107] που έφερε και την λατινική κατάκτηση[108] της Πόλης. Η χριστιανική ζωή στην μικρά Ασία «σχεδόν νεκρώθηκε» από τις τουρκικές εισβολές. ʼλλοι χριστιανοί κατέφυγαν στα παράλια, οι πιο αδύναμοι προσχώρησαν στο Ισλάμ και οι πιο δυνατοί κράτησαν την πίστη και δημιούργησαν νησίδες Ορθοδοξίας. Η νέα εποχή της Οθωμανοκρατίας άρχισε να ανατέλλει. Μια τελευταία αναλαμπή απέμενε, έως ότου η Μεγάλη Εκκλησία, μπει στον επόμενο κύκλο. Η αυτοκρατορία της Νίκαιας[109], μια θαρραλέα πνευματική αναγέννηση, η παλαμική θεολογία (δηλαδή η θεολογία του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά 1296-1340[110]) και η σημαντική απόσταση από την λατινική θεολογία (ʼγιος Μάρκος ο Ευγενικός 1392-1443[111]), σημάδεψαν το τέλος του κύκλου της ισότιμης συναλληλίας.

Ο επόμενος κύκλος της νικήτριας μεν Εκκλησίας, τραυματισμένης όμως ιστορικά από τις προηγούμενες μάχες, αλλά και εφοδιασμένης όμως από τη θεολογία των δύο προηγουμένων μεγάλων θεολόγων της Ορθοδοξίας, με τον μοναχισμό σε σταθερή πορεία και με μοναστικά κέντρα σε ανάπτυξη (όπως το ʼγιο Όρος, το Σινά, η Παλαιστίνη και ο Πόντος), με τα τρία αντίθετα Πατριαρχεία της Ανατολής σε ύφεση, λόγω των αιρέσεων, αποσχίσεων και του Ισλάμ, είχε προδιαγραφεί.

«Ο Πατριάρχης αναγνώρισε τον Σουλτάνο σαν εγκόσμια δύναμη μέσα στην κοινωνία, όπου έπρεπε η Εκκλησία να επιτελέσει το έργο της … Ήταν το ίδιο παράδειγμα που ακολούθησαν γενικά οι Χριστιανοί στους αιώνες πριν από την μεταστροφή του Κωνσταντίνου… Σαν συνέπεια έρχεται η αντίληψη, πως το Κράτος είναι υπεύθυνο για ολόκληρη την πολιτική και οικονομική πλευρά της ζωής…, αλλά για τις εσωτερικές υποθέσεις της Εκκλησίας μόνος αρμόδιος είναι αποκλειστικά η ίδια η Εκκλησία[112].».

Η διαφορά από τον πρώτο αιώνα ήταν, πως η Ορθόδοξη Εκκλησία είχε πίσω της ιστορία, λατρεία, τέχνη, αγιότητα, θεολογία, εμπειρία. Όμως το γεγονός ότι είχε δεχτεί στη εποχή της Νέας Ρώμης να γίνει η Ορθόδοξη πίστη, επίσημη ‘’θρησκεία’’ του Κράτους, τώρα κατά ακολουθία, δεν μπορούσε παρά να δεχτεί τα «προνόμια» του Σουλτάνου, αλλά και τους όρους του Εθναρχικού της ρόλου. Οι συχνές εναλλαγές των Πατριαρχών, ο πολλαπλός τους ρόλος, η αδυναμία να βρίσκονται κοντά στο λαό λόγω του Εθναρχικού τους ρόλου, έφερε από τη μια μεριά ένα νέο κύμα νεομαρτύρων[113], αλλά από την άλλη ένα κύμα εξεγέρσεων.

Η άκρατη νεωτερικότητα τον 17ο αιώνα, αλλά κυρίως τον 18ο αιώνα στην Ανατολή, απλά ανακόπηκε από τον ʼγιο Κοσμά τον Αιτωλό και το κίνημα των Κολλυβάδων[114]. Η προσπάθεια όμως με τις παραγωγικές κοινότητες είχε όρια[115]. Έτσι κατόπιν οι εξεγέρσεις δεν ήταν δυνατόν να ανακοπούν και η εθνικιστική διάσταση της τότε νεωτερικότητας, ήταν αδύνατον να νικηθούν αποτελεσματικά από ένα Οικουμενικό Πατριαρχείο, που άλλαζε Πατριάρχη κάθε τρία χρόνια…

Η σύγκρουση των κατά τόπους Εκκλησιών πήρε εθνικά έως εθνικιστικά και εθνοφυλετικά χαρακτηριστικά, αλλά και η θεολογία της Δύσης μαζί με τη φιλοσοφία, πολιτισμό, επιστήμη , τεχνολογία και την οικονομία, που στηρίχθηκε κυρίως σε καλβινικά[116] προτεσταντικά πρότυπα, πέρασε στη Ρωσία, στα Βαλκάνια και στον ελλαδικό χώρο κατ’ εξοχήν.

Η θεωρία του αντιπαπικού μεσαιωνικού επαναστάτη της Πάδουας, Marsiglio[117], που θεωρούσε το εγκόσμιο κράτος σαν την μόνη συνεκτική κι εξαναγκαστική δύναμη, ικανή να δημιουργήσει πολιτισμένη ζωή για τον άνθρωπο στη γη, κυριαρχούσε στη συνείδηση και τη σκέψη της πλειοψηφίας των ανθρώπων της νέας τότε εποχής, δηλαδή της νεωτερικής. Ένας «άθεος[118]» ανθρωπισμός της νεωτερικότητας ξεδιπλώνεται στην δυτική Ευρώπη και εξαπλώνεται στα έθνη-κράτη, που δημιουργούνται και με τη βοήθειά της, στην ανατολική. Ο εκκλησιολογικός αρειανισμός εμφανίζεται καθοριστικά στο προσκήνιο της δυτικής και της ανατολικής Ευρώπης.

Το οικουμενικό Πατριαρχείο λόγω της θέσης του μέσα στον Οθωμανισμό , αλλά και της σχέσης του με τους Χριστιανούς, ως διαμεσολαβητικού μέσου - Εθναρχικού κέντρου, δεν μπόρεσε ίσως να προβλέψει, κυρίως να προετοιμαστεί γι’ αυτές τις εξελίξεις. Και γι’ αυτό πλήρωσε και ακόμη πληρώνει πολλά. Στον νέο κύκλο για την Οικουμενική Ορθοδοξία, που ξεκίνησε στις αρχές του 20ου αιώνα με τον Νεοτουρκισμό - Κεμαλισμό στην Τουρκία και την κορύφωση της νεωτερικότητας με όλα τα θετικά και τα τρωτά[119] της στις αρχές του 21ου αιώνα, με την εποχή της μετανεωτερικότητας να ανατέλλει δειλά, είναι ανάγκη να βρει και το Οικουμενικό Πατριαρχείο, αλλά και τις άλλες Ορθόδοξες Εκκλησίες αυτήν την φορά πιο μπροστά από τις εξελίξεις, που πλησιάζουν…

 

ΙV. Μερικές αναγκαίες επισημάνσεις

Μέσα στα πλαίσια αυτά, κατά την γνώμη μου, πρέπει να ειδωθεί όλη η προηγούμενη εμπειρία, παράδοση, θεολογία, αλλά και τα παθήματα και τα λάθη από την Οικουμενική Ορθοδοξία. Τα πατερικά κείμενα, οι κανόνες, και τα πρότυπα χρειάζονται να μας φωτίζουν κατά το πνεύμα και όχι κατά το γράμμα[120], κυρίως στο επίπεδο της εκκλησιαστικής ιστορίας.

Ειδικά η θεμελιώδης, πράγματι, αρχή[121]: «ει δε και τις εκ βασιλικής εξουσίας εκαινίσθη πόλις, ει αύθις καινισθείη [ανακαινίστηκε ή θα ανακαινισθή στο εξής, δηλαδή θα έχει κάποια πολιτική μεταβολή], τοις πολιτικοίς και δημοσίοις τύποις [δηλαδή, πρότυπα] και των εκκλησιαστικών παροικιών [δηλαδή, επαρχιών, διοικήσεων] η τάξις ακολουθήτω», (17ος καν. Της Δ΄ οικουμενικής συνόδου, 451 μ. Χ., Χαλκηδών), πάνω στις οποίες στηρίχτηκε η σύγκρουση του 19ου και 20ου αιώνα στα Βαλκάνια με το Πατριαρχείο, με τέτοια θεώρηση χρειάζεται να ειδωθεί.

Πέρα στο ότι αρκετοί εκκλησιαστικοί[122] διαφωνούν με τον τρόπο που ερμηνεύεται αυτός ο κανόνας, ότι δηλαδή αναφέρεται σε πόλεις και όχι σε έθνη, χρειάζεται πάντως να ειδωθεί και σε ιστορικό πλαίσιο, δηλαδή σε χωροχρονικό[123] επίπεδο, αφού πια γνωρίζουμε ότι ο χώρος και ο χρόνος είναι διαλεκτικά δεμένοι. Γι αυτούς τους λόγους επισημαίνω και τα παρακάτω:

1). Η οποιαδήποτε λύση του ζητήματος της σχέσης Οικουμενικού Πατριαρχείου και της Εκκλησίας της Ελλάδος, δεν μπορεί να γίνει μονομερώς[124]. Για το κανονικό μέρος μπορεί να αρκεί το σχετικό βιβλίο του Σεβ. Μητρ. Ναυπάκτου Ιεροθέου. Εξ άλλου τα ζητήματα στην Ορθόδοξη Εκκλησία λύνονται συνοδικά και οικουμενικά.

2). Με φοβίζει το γεγονός ότι στην Ι. Σ. των Σεβ. Ιεραρχών της Εκκλησίας της Ελλάδος μερικοί εισηγητές μίλησαν με τόση βεβαιότητα για αντικανονικότητα της πράξης του 1928, χωρίς να αναρωτιούνται ότι στην Εκκλησία μας, εκτός από την οικονομία των κανόνων, υπάρχει ως κανόνας και η οικονομία. Η οικονομία[125] είναι αντικανονική ή κανονική; Δεν συνειδητοποιούν, ότι «πολλές φορές η ακρίβεια για την ζωή της Εκκλησίας σημαίνει βλάβη»; Η φωνή του Παφνούτιου στην ομήγυρη των πατέρων της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου δεν φτάνει μέχρι τον 21ο αιώνα; «Μη τη υπερβολή της ακριβείας, μάλλον την Εκκλησίαν προσβλάψωσιν».[126]

3). Με προβληματίζει βέβαια και το γεγονός της υπερβολικής πίεσης που εξασκεί το Οικουμενικό Πατριαρχείο στην Εκκλησία της Ελλάδος, χρησιμοποιώντας τα ελληνικά Μ.Μ.Ε.,[127] αλλά και τα πολιτικά και οικονομικά κενά στα παγκόσμια συμφέροντα, χωρίς απαραίτητα αυτά από μόνα τους να είναι λάθος. Πάντως η πίεση για εκκλησιαστική ενότητα, στην περί τον Αρχιεπίσκοπο Αθηνών και πρόεδρο της Ι. Σ. Μακ. Χριστόδουλο ομάδα των ‘’πενήντα’’, καλό θα ήταν, κατά την ταπεινή μου γνώμη, να ασκείται κυρίως θεολογικά και εκκλησιολογικά.

4). Με τρομάζει επί πλέον το γεγονός, ότι οι προτάσεις για επίλυση της κρίσης είναι πολύ μικρής κλίμακας, άρα δεν αποτελούν πιθανές λύσεις, αλλά τακτικές κινήσεις. Μία πρόταση μεγάλης κλίμακας έχει πέσει στις εφημερίδες, αλλά και αυτή γίνεται με κάποια παλαιά[128] ανάλυση, αλλά και εκκλησιολογικά λαθεμένη μου φαίνεται.

Νομίζω, ότι μπορώ, πριν παρουσιάσω την πρότασή μου, να κάνω μερικές θεωρητικές επισημάνσεις, γιατί εκτιμώ ότι οδηγούμαστε σε πιθανή και μεγάλη σύγκρουση και όχι σε ενότητα, όπως εύχονται και οι αγιορείτες πατέρες[129]. Πρέπει εκ των προτέρων να ομολογήσω, πως αυτά που θα εκθέσω, δεν πιστεύω ότι έχουν απόλυτη ισχύ, αλλά είναι η συνείδηση, ή έστω η εντύπωση, που μου έχει δημιουργηθεί για τις κυρίαρχες τάσεις και θέλω δημόσια να εξομολογηθώ.

Στην Ελλαδική Εκκλησία, λοιπόν, δίνουμε συχνά την αίσθηση ότι έχουμε εγκαταλείψει την εσχατολογική[130] διάσταση της πίστης μας, την πίστη στο «προσδοκώ ανάσταση νεκρών». Μερικά παραδείγματα, όπως τα βιώνω, με πείθουν γι’ αυτό:

Α). Ο τρόπος εισόδου στον κλήρο γίνεται συνήθως ερήμην του εκκλησιαστικού σώματος, και το «άξιος» κατά την χειροτονία, δεν είναι επομένως συστατικό χαρακτηριστικό της εισόδου.

Β). Ο τρόπος εκλογής[131] των επισκόπων έχει να κάνει με τους συσχετισμούς δύναμης γύρο από τον κάθε φορά Αρχιεπίσκοπο, πολύ δε περισσότερο στη ελλαδική Εκκλησία, δεν λαμβάνεται υπ’ όψιν το λαϊκό στοιχείο.

Γ). Οι μη εθνοκεντρικοί (π.χ. μαρξιστές, ευρωπαϊστές, κ.λ.π.) Ορθόδοξοι βαπτισμένοι Χριστιανοί, αντιμετωπίζονται από ορισμένους κληρικούς, με ιδεολογικούς[132] όρους (π.χ. γραικύλοι) και όχι ποιμαντικούς.

Δ). Η κατήχηση με την εκκλησιολογική έποψη είναι σπάνιο είδος, ενώ τα κατηχητικά σχολεία[133] στις ενορίες παίρνουν πολλές φορές ηθικολογικό και ιδεολογικό χαρακτήρα και τροφοδοτούν τότε την «άρνηση[134]».

Ε). Το μάθημα των θρησκευτικών στα σχολεία[135] βρίσκεται σε μια εσωτερική αντίφαση. Από τη μια μεριά, ούτε ως κατηχητικό μάθημα μπορεί να γίνει, όσο η προσέλευση στο σχολείο έχει τα χαρακτηριστικά της υποχρεωτικότητας, αλλά όσο και οι καθηγητές θεολόγοι είναι απλά πτυχιούχοι μιας σχολής, χωρίς δηλαδή την εκκλησιαστική προσωπική ευλογία. Από την άλλη, δεν δίνεται η ευχέρεια να γίνει το μάθημα συμβατό τόσο με το χώρο και τους εκπαιδευτικούς, όσο και με τις συνθήκες της εποχής.

ΣΤ). Οι θρησκευτικές οργανώσεις, πέρα του ότι διδάσκουν ακόμα ορισμένες σαφώς μη ορθόδοξες δοξασίες (όπως η θεωρία της «ικανοποίησης της Θείας δικαιοσύνης», η απόλυτη διάκριση ήθους και δόγματος, η υποτίμηση των θείων ενεργειών[136] στους μη Ορθοδόξους πιστούς, κ.λ.π.), έχουν επηρεάσει πολλούς εκκλησιαστικούς και δημιουργούνται πολλές φορές προβλήματα στην ενοριακή μας και ευχαριστιακή[137] μας συνύπαρξη[138]. Και αυτό σε μια εποχή, που αυτή είναι η αναγκαία συνθήκη Ορθόδοξης πίστης και πράξης, οπότε πρέπει να διαφυλαχθεί ως κόρη οφθαλμού.

V. Μια ερμηνεία του εκκλησιολογικoύ μας χωροχρόνου

Εάν η θεώρηση του μακαριστού Αρχιμ. π. Ιουστίνου Πόποβιτς είναι ορθή, προσωπικά την δέχομαι παρά κάποιες άλλες προσεγγίσεις[139], ότι ο σημερινός απολυτοποιημένος ανθρωπισμός, σε όλες τις εκδοχές της νεωτερικότητας, τουλάχιστον όπως αναπτύχθηκε στην Ευρώπη, είναι ένας εκκλησιολογικός «αρειανισμός»,[140] τότε μπορούμε να δούμε αντίστοιχα σχήματα σε εκκλησιολογικό επίπεδο στο «εσωτερικό» της Ορθόδοξης Εκκλησίας.

Οι οπαδοί του εθνικισμού και του εθνοφυλετισμού αποβάλουν «συν τοις άλλοις» σιγά-σιγά την ιστορική μνήμη της Οικουμενικότητας. Επί πλέον δεν ενδιαφέρονται, πιθανώς ούτε νοερά, οπότε δεν έχουν οικουμενικό όραμα για τον πλανήτη, ως συλλογικοί α-νόητοι, άρα δεν έχουν και αλληλεγγύη – πράξη, πέραν της «ιδιαίτερης» πατρίδας. Οι επηρεασμένοι και μη αμιγείς, επί το επιεικέστερο, δίνουν απλά προτεραιότητα στη εδαφικότητα[141] έναντι της χρονικότητας. Η «ιστορική μνήμη»[142] και το μελλοντικό οικουμενικό νόημα και όραμα όμως σε μας τους βαλκάνιους ενσαρκώνεται, κατ΄ αρχήν, μέσω της σχέσης μας με το Οικουμενικό Πατριαρχείο.

Ας θεωρήσουμε πως η «ιστορική μνήμη» και το «μελλοντικό οικουμενικό όραμα» αντιπροσωπεύει στην ανθρώπινη[143] φύση της Εκκλησίας ό,τι ο νους στην ανθρώπινη φύση του Χριστού. Επί πλέον να θεωρήσουμε πως η ‘’εδαφικότητα’’, εντός μιας κρατικής οντότητας, των επισκοπών, αντιπροσωπεύει ό,τι το σώμα στην ανθρώπινη φύση του Χριστού.[144]

Ας θυμηθούμε τον Χριστολογικό Απολλιναρισμό. Θεωρούσαν οι απολλιναριανοί, ότι ο Χριστός, κατά την ανθρώπινη φύση του δεν είχε νου[145]!!! Εάν δεχθούμε την προτεραιότητα της εδαφικότητας, πόσο μάλλον την κυριαρχικότητά της, έναντι της ιστορικής μνήμης και του μελλοντικού οικουμενικού οράματος, τότε δεν είμαστε στα πρόθυρα ενός ιδιόμορφου εκκλησιολογικού απολλιναρισμού;

Αντίστοιχα, οι οπαδοί της «αποθέωσης της ιστορίας»[146] οδηγούνται στην δική τους μονομέρεια. Οι άκρατοι διεθνιστές ή οικουμενιστές ή οπαδοί κάθε είδους παγκοσμιοποίησης ή παγκοσμιοκρατίας, είτε αυτή που γράφτηκε στο παρελθόν, είτε αυτή που θα γραφτεί στο μέλλον, με τον «άκρατο ακτιβισμό» οικονομικό, πολιτικό, κοινωνικό, οικολογικό, θρησκευτικό ή «εκκλησιαστικό», υποτιμούν το συγκεκριμένο χώρο, την εδαφικότητα. Υποτιμούν δηλαδή και δεν ενδιαφέρονται για την κοινοτική, περιφερειακή και την κρατική εν τέλει τοπικότητα, όπως εκδηλώνεται στους συγκεκριμένους «καιρούς» με τα σύνορα των εδαφών των ενοριών, περιφερειών, μονοεθνικών ή πολυεθνικών πολιτικών ή κρατικών δομών. Έτσι όσοι Ορθόδοξοι αποδέχονται αυτή την αντίληψη και πρακτική, οδηγούνται κοντά σ’ ένα εκκλησιολογικό νεστοριανισμό.

Γιατί, τι ήταν ο Χριστολογικός νεστοριανισμός; Ήταν μια αίρεση, που ενώ προσπαθούσε να αποφύγει την μη σωτηρία και της ανθρώπινης νόησης των πιστών, πολεμώντας τον απολλιναρισμό, στρέβλωσε τον τρόπο ένωσης των δύο φύσεων του Χριστού. Η μερίδα αυτή της «Αντιοχειανής Σχολής, …από το ένα μέρος επέμενε στην ηθική πλευρά της σωτηρίας και από το άλλο μπόλιασε την ηθική φιλοσοφία στην ερμηνεία του μυστηρίου της σωτηρίας». Η μερίδα αυτή «δεν μπορούσε να δεχτεί την τέλεια, ουσιαστική και φυσική ένωση της θεότητας και ανθρωπότητας. Δέχεται την εξωτερική, ηθική και βουλητική ένωση, έτσι ώστε να μην υπάρχουν ‘’φυσικώς’’ ενωμένες δυο υποστάσεις ή δυο πρόσωπα, αλλά δυο φύσεις ή δυο υιοί ( ο άνθρωπος Ιησούς και ο Λόγος), σε μια σχέση οχήματος - οδηγού[147]!!!

Έτσι οι «ανιστόρητοι» «εθνικιστές» ως «απολλιναρίζοντες», έκαναν το 1924 το δεύτερο, μετά απ’ αυτό του 1833, ελλαδικό σχίσμα, αυτό του παλαιοημερολογιτισμού, αφού φαντάστηκαν το Οικουμενικό Πατριαρχείο και τον Αρχιεπ. Αθηνών Χρυσόστομο Α΄ (Παπαδόπουλο) ως «ασώματους» «οικουμενιστές». Θεώρησαν λοιπόν, πως με ένα ηθικιστικό τρόπο, το Οικουμενικό Πατριαρχείο πρότεινε νέο τρόπο σωτηρίας, και για τους Ορθόδοξους, αλλά και τους Ρωμαιοκαθολικούς, Αγγλικανούς, Ιουδαίους, Μουσουλμάνους, και κάθε είδους ανθρώπους καλής θέλησης, μέσω του οικουμενικού διαλόγου, που τότε ξεκίνησε…

Το πρόβλημα αυτού του ιδιάζοντος «νεστοριανισμού» στην προσωπική ζωή των πιστών, ήδη φούντωνε στο ελλαδικό χώρο από τις αρχές του 20ου αιώνα από τη φιλοσοφία και θεολογία των αναπτυσσόμενων θρησκευτικών οργανώσεων. Το αντιφατικό είναι, πως ενώ αυτοί πραγμάτωναν τον ηθικισμό, επί της ουσίας προβαλλόταν απ’ αυτούς τους «ηθικιστές» του ελλαδικού χώρου στους Ιεράρχες του Οικουμενικού Θρόνου, σε μια εποχή που βρίσκονταν σε διωγμό!!! Θεωρούσαν δηλαδή, πως το Οικουμενικό Πατριαρχείο λειτουργεί ως Εκκλησία – οδηγός, πάνω στην ελλαδική Εκκλησία – όχημα. Έτσι αποφάσισαν για να σωθούν, να κατεβούν από το όχημα!!! Η εισαγωγή του νέου ημερολογίου (1924) ήταν η καλύτερη αφορμή και δικαιολογία.

Σήμερα οι «απολλιναρίζοντες» οπαδοί των «εθνικών» Εκκλησιών βρίσκονται και «εντός» της ελλαδικής Εκκλησίας. Είναι αμύντορες στους πραγματικούς (άνθρωποι είμαστε όλοι) ή φανταστικούς κινδύνους, που έρχονται από τους άκρατους «ιστορικιστές», οπαδούς της οικουμενικής κίνησης, και είναι έτοιμοι για την κορύφωση της σύγκρουσης. Οι ίδιοι σπρώχνουν[148] το Οικουμενικό Πατριαρχείο όσο γίνεται μακριά τους και πολύ θα ήθελαν να παίζει ένα τέτοιο ρόλο οδηγού απέναντι στις «εθνικές» Εκκλησίες, ώστε να τις τραβήξουν όσο γίνεται πιο «μακριά» του. Το ζήτημα των Μητροπόλεων των λεγομένων «Νέων Χωρών» είναι μια ωραία ευκαιρία για να ονειρεύονται ένα ελλαδικό Πατριαρχείο[149], μαζί με τα υπόλοιπα των Βαλκανίων…

VI. Τα όρια και οι αδυναμίες των τεσσάρων προτάσεων

Οι προτάσεις που συζητούνται μέχρι τώρα ανοικτά για την σχέση της Μητέρας Εκκλησίας και της Εκκλησίας της Ελλάδος, ουσιαστικά είναι μόνο τέσσερις, αλλά έχω την γνώμη ότι όλες πάσχουν λιγότερο ή περισσότερο.

Α). Η ανοικτή πρόταση για ενοποίηση του εκκλησιαστικού (ελλαδικού) χώρου, με αφομοίωση όλων των επαρχιών στην Εκκλησία της Ελλάδος, που ακούγεται από Ιεράρχες, κληρικούς και λαϊκούς με ταυτόχρονη απαξίωση του Οικουμενικού Πατριαρχείου, ζητά να υποτάξει την Εκκλησία στο έθνος (ελλαδικό). Η διαμάχη στην Αρχιεπισκοπή Αμερικής, όπου η Ελληνορθόδοξη Εκκλησία βρισκόταν στα όρια της υποταγής της στις «εθνικές» επιδιώξεις της κάθε φοράς διπλωματικής γραμμής των «εθνικών» συμφερόντων[150], ήταν το ίδιο εκκλησιολογικό πρόβλημα, με όρους μειονότητας.

Η άποψη αυτή, που παίχτηκε δύο αιώνες στα Βαλκάνια, αφυδάτωσε το ευ-αγγέλιο της σωτηρίας και του ίδιου του έθνους, του κάθε έθνους. Εκκλησιολογικά βλέπει την Εκκλησία, καθαρά ως ανθρώπινο οργανισμό, και είναι κατά την ταπεινή μου γνώμη, ένας καθαρός εκκλησιολογικός «απολλιναρισμός». Νομίζω πως η ανάπτυξη της «αρειανίζουσας αθεΐας», εκτός από αιτία μετατρέπεται και σε αποτέλεσμα, απ’ αυτή την εκκλησιολογική απόκλιση.

Γιατί θεωρώ, πως έτσι διδάσκει με τον τρόπο συμπεριφοράς της κάθε φορά που μια επαρχιακή Εκκλησία γίνεται μέρος του έθνους και όχι η φανέρωση του Ευχαριστιακού Θεανθρώπινου Σώματος του Χριστού[151]. Δηλαδή αποδέχεται ότι η Εκκλησία είναι κτιστή συλλογικότητα χωρίς «ιστορική οικουμενική μνήμη (νου)», δεν δείχνει να αποδέχεται «εν τοις πράγμασιν» ότι είναι πλήρως θε-ανθρώπινος οργανισμός.

Από την έποψη αυτή, η μέχρι τώρα «πολυδιάσπαση» του ελλαδικού εκκλησιαστικού χώρου, διασώζει[152] την μη εκκλησιολογική «απολλιναροποίηση», τουλάχιστον σε όσους έχουν ανοικτά μάτια. Οι αντίθετες φωνές «εντός» της Εκκλησίας, απλά εμποδίζουν, ως «ομίχλη», αυτή τη θεία Δωρεά, που σώζεται στα Βαλκάνια από την Ελληνική Ορθοδοξία.

Β). Η νέα εκκλησιαστική γραμμή του Οικουμενικού Πατριαρχείου, της πλήρους εφαρμογής των Ι΄ όρων της Πατριαρχικής και Συνοδικής Πράξης του 1928[153], κατά την ταπεινή μου γνώμη, ώστε να κρατήσει τα εδαφικά ερείσματα στον ελλαδικό χώρο και αναγκαία είναι και σοφή. Η ασταθής ισορροπία όμως, με την οποία κέρδισε σχεδόν ένα αιώνα, μετά την σταθεροποίηση των ‘’εθνικών’’ Εκκλησιών, με έστω μόνο χαλαρή σχέση με το Ορθόδοξο κέντρο, και χάνοντας τα ερείσματα στο χώρο της Μικράς Ασίας ( επτά λυχνίες της Αποκάλυψης), δεν μπορεί να συνεχίζεται επ’ άπειρο.

Το Οικουμενικό Πατριαρχείο αναγκάστηκε για ένα αιώνα να φαίνεται ότι δίνει προτεραιότητα στον ιστορικό[154] χρόνο σε σχέση με το χώρο – εδαφικότητα. Δεν είναι τυχαίο ότι στις αρχές του 20ου αιώνα έκανε νεύμα στη Ρωμαιοκαθολική εκκλησία, με το ημερολογιακό. Και το ημερολογιακό το 1924, έδωσε την αφορμή για το εσωτερικό σχίσμα με τους «παλαιοημερολογίτες», που αποτελούν ένα άλλο ακόμη ελλαδικό καθεστώς. Έτσι μετά από μια χιλιετία, έγινε το «μετέωρο[155] βήμα»[156] με την άρση[157] των αναθεμάτων, μεταξύ του Οικουμενικού Πατριάρχη Αθηναγόρα και του Πάπα Παύλου του ΣΤ΄, αλλά η προσπάθεια ίδρυσης ουνιτικού Πατριαρχείου στην Ουκρανία[158], αποδεικνύει τον «μετεωρισμό».

Αυτό το πλαίσιο ακολούθησαν λοιπόν και οι επόμενοι δύο Οικουμενικοί Πατριάρχες. Ακολούθησαν επί πλέον, τόσο τα ανοίγματα στην ιστορική Αγγλικανική εκκλησία στη Δύση, όσο και τα ανοίγματα στις παλαιές ιστορικές εκκλησίες της Ανατολής. Κατόπιν, νομίζω, και λόγω της έλλειψης σημαντικών εδαφικών ερεισμάτων, οδηγήθηκε το Οικουμενικό Πατριαρχείο σε ακόμη στενότερη σχέση με τις πολιτικές εξουσίες σ’ όλο τον πλανήτη. Έτσι ο «πειρασμός της Ρώμης»[159] γίνεται έντονος, σε μια εποχή που χρόνος είναι η βάση του νεωτεριστικού[160] φιλοσοφικού, πολιτικού, οικονομικού και τεχνολογικού υποδείγματος. Πιστεύω όμως πως η ταυτόχρονη επαναφορά στο εκκλησιολογικό προσκήνιο της «θεολογίας της εσχατολογίας[161]» (εκκλησιαστικός χρόνος), διαφυλάττει τα πράγματα.

Εάν λοιπόν (ό μη γένοιτο), το Οικουμενικό Πατριαρχείο χάσει και αυτά τα κανονικά του ερείσματα στον ελλαδικό χώρο και συνεχίσει να παίζει απλά, αλλά «συγκεντρωτικά» ένα παγκόσμιο συντονιστικό ρόλο στις Ιερές Αρχιεπισκοπές, Μητροπόλεις και Μονές του, χωρίς λειτουργική και οργανική σύνδεση με πραγματικές επισκοπές μέσω και μόνο του θεσμού των «Τιτουλαρίων»[162] Μητροπολιτών, τότε θα οδηγηθεί εκ των πραγμάτων – και όχι εκ πεποιθήσεως - να παίζει το ρόλο του «οδηγού» απέναντι στα «οχήματα», που θα αποτελούν οι αυτοκέφαλες, αλλά και οι αυτόνομες θυγατέρες Εκκλησίες του σ’ όλο τον πλανήτη.

Το σχήμα αυτό θυμίζει τον «νεστοριανισμό» στο πρόβλημα της Χριστολογίας. ʼρα ο κίνδυνος για μια μελλοντική διολίσθηση της εκκλησιολογίας του Οικουμενικού θρόνου σ’ ένα ιδιότυπο εκκλησιολογικό «νεστοριανισμό γίνεται έτσι πιθανός. Μη ξεχνάμε εξ άλλου, πως ο Χριστολογικός απολλιναρισμός γεννήθηκε από τον Χριστολογικό αρειανισμό, ενάντια του οποίου επινοήθηκε ο Χριστολογικός νεστοριανισμός .... Αυτόν λοιπόν τον εκκλησιολογικό νεστοριανισμό τον φέρνει πιο κοντά τόσο η συνεχής μείωση των επισκοπών και ενοριών στην Τουρκία, όσο και ο πόλεμος των ελλαδιτών στα κανονικά του ερείσματα στο χώρο της Ελλάδος.

Διότι εντός των πραγματικών ενοριών και επισκοπών, γίνεται «Λειτουργικά» η αντίδοση των ιδιωμάτων, και δεν παρισφρύει εκκλησιολογικά το σχήμα «οδηγός – όχημα»[163]. Ο βασικός του στόχος όμως είναι θεμιτός, γι’ αυτό χρειάζεται να κρατήσει, αλλά και να διευρύνει τα ερείσματα και μάλιστα πιο κοντά του. Όπως ανάλογα έγινε τον 20ο αιώνα τελικά με τις Εκκλησίες της διασποράς. Λογικό είναι λοιπόν να μη «απογυμνωθεί από τα κανονικά του δικαιώματα», όχι μόνο στα νησιά (Κρήτη, Δωδεκάνησα, κ.λ.π.), αλλά και στη Βόρεια Ελλάδα. Νομίζω ακόμη, πως ήλθε η ευλογημένη ώρα να συζητηθεί όλο το ζήτημα του ελλαδικού Αυτοκεφάλου από την αρχή.

Αυτή λοιπόν η προσφορά της ελλαδικής Ορθοδοξίας, δεν είναι μια εθνική προσφορά προς το θεσμό του Οικουμενικού Θρόνου, άλλά κυρίως η προσφορά στον ίδιο μας τον εαυτό, αφού και οι αιτίες ενός πιθανού εκκλησιολογικού νεστοριανισμού αποφεύγονται, αλλά και ο εκκλησιολογικός απολλιναρισμός που παρασιτικά αναπτύσσεται δύο αιώνες στα Βαλκάνια έχει πιθανότητες να μαραθεί. Εάν αυτά συμβούν, ο ευρωπαϊκός και ο παγκόσμιος εκκλησιολογικός αρειανισμός θα έχει βρει απέναντί του ένα πραγματικό αντίπαλο: μια Ορθόδοξη Εκκλησία που θα βιώσει την παλαμική εκκλησιολογία τον 21ο αιώνα.

Το Οικουμενικό Πατριαρχείο λοιπόν, επιδιώκει να κρατήσει – και θα κρατήσει - τα εδαφικά ερείσματα στον ελλαδικό χώρο, θα ξεφύγει από τον επικίνδυνο νεστοριανισμό που καραδοκεί, οπότε «το ανθρώπινο» των Ορθοδόξων λαών θα αγιάζεται και δεν θα παραδοθεί (ως συλλογικό πολιτικό υποκείμενο), έρμαιο την εποχή της παγκοσμιοκρατίας στους ισχυρούς της γης, κάθε λογής. Θα πολεμηθεί ακόμη ο αντίστοιχος «απολλιναρισμός», που μέσω του εθνικισμού και της απόλυτης ή σχετικής προτεραιότητας της εδαφικότητας (σώματος), κυριαρχεί στα νεωτερικά Βαλκάνια. Επί πλέον είναι ανάγκη να μη παρασυρθούμε στην τακτική και τους ρυθμούς των άλλων χριστιανικών ομολογιών[164].

Πρέπει εδώ να ομολογήσουμε, ότι ο εκκλησιολογικός αρειανισμός της νεωτερικής Ευρώπης, είναι αποτέλεσμα του «θανάτου του θεού», αφού η Ορθόδοξη θεολογία απουσίαζε λόγω της κυριαρχίας των Φράγκων[165] στην Δύση, και μειώθηκε στην Ανατολή. Επειδή ο εθνικισμός είναι τέκνο αυτής της νεωτερικότητας, λογικό ήταν να επέλθει και ο εκκλησιολογικός απολλιναρισμός για «απάντηση».

Ποιος λοιπόν θα πολεμήσει και τις δυο αιρέσεις; Οι φορείς ενός εκκλησιολογικού «νεστοριανισμού» θα το κάνουν ή οι φορείς της γνήσιας παλαμικής θεολογίας και εκκλησιολογίας θα ηγηθούν; Οι τελευταίοι όπου γης, καλούνται να πολεμήσουν με τη ζωή τους, με τη θεολογία τους, δηλαδή με αγάπη γνήσια και τις τρεις, μαζί πια, εκκλησιολογικές αιρέσεις της εποχής μας…

Έτσι η εμπειρία που κρύβεται στο κλίμα του Οικουμενικού Θρόνου και οι προσευχές τόσων Αγίων Πατριαρχών, οδηγούν το Οικουμενικό Πατριαρχείο στο αυτονόητο. Πήρε οριστικά λοιπόν στη δικαιοδοσία του τις Εκκλησίες της διασποράς[166]- μεγάλη η προσφορά της Εκκλησίας της Ελλάδος - κράτησε την Εκκλησία της Κρήτης και τις Μητροπόλεις των Δωδεκανήσων και φυσικά με περιπετειώδη( 1913-1928) τρόπο και με την ευλογία της παρουσίας ενός Αρχιεπισκόπου (Χρυσόστομου Α΄), που έδωσε ο Θεός να προέρχεται από την Ανατολική Θράκη, δηλαδή από το κλίμα του Πατριαρχείου, κράτησε τα κανονικά δικαιώματα στις τότε «Νέες Χώρες».

Εάν όμως δεν υπάρξει ευσταθής ισορροπία, μεταξύ χρονικότητας (ιστορίας), που κουβαλάει απ΄ το παρελθόν, και ιστορικού ρόλου για το μέλλον απ’ τη μια μεριά και χωρικότητας (κανονικά εδάφη) από την άλλη, ο κίνδυνος για παγίωση των εκκλησιολογικών μονομερειών και αποκλίσεων θα μεγαλώνει. Η ενότητα[167] έτσι στην Ορθόδοξη Εκκλησία μας θα πληγεί καίρια. Το «χέρι» βοήθειας σ’ αυτό πάλι και μόνο η Εκκλησία της Ελλάδος μπορεί να το προσφέρει, κατεβαίνοντας από το αναπαυτικό φορείο (βλέπε επίλογο) της Αυτοκεφαλίας.

Γ). Η πρόταση του Σεβ. Μητρ. Ναυπάκτου Ιεροθέου περί εκκλησιαστικού status quo μεταξύ Φαναρίου και Αθήνας, είναι πρόταση μικρής κλίμακας, και απευθύνεται στη καλή θέληση των δύο πλευρών, δεν ερμηνεύει όμως πλήρως την σύγκρουση δύο αιώνων και δεν παίρνει χαρακτηριστικά ευσταθούς θεσμικής εκκλησιαστικής ισορροπίας. Το ότι όμως αποδέχεται ως ευλογία τα πέντε διαφορετικά καθεστώτα της Ορθοδοξίας στην Ελλάδα, αποδεικνύει, πως το status quo που προτείνει, μπορεί να παίξει στην αφετηρία, το ρόλο του «υπομόχλιου» για την εξεύρεση λύσης μεγάλης κλίμακας.

Δ). Η πρόταση του ελλογιμότατου καθηγητή κ. Χρήστου Γιανναρά, για κατάργηση[168] του Αυτοκεφάλου της Εκκλησίας της Ελλάδος με ταυτόχρονη υπαγωγή της στο Οικουμενικό Πατριαρχείο, από το οποίο ζητείται να … αυτομολήσει σε ελλαδικό έδαφος (Θεσσαλονίκη ή ʼγιο Όρος), φαντάζει σαν η «μόνη λύση, που μυκτηρίζεται».

Η πρόταση αυτή όμως, ενώ είναι μεγάλης θεσμικής κλίμακας, αποξενώνει το Οικουμενικό Πατριαρχείο από τον ιστορική του έδρα. Έτσι προτείνεται, μόνο του να καταργήσει το προνόμιο του χρόνου, δηλαδή της ιστορικής του μνήμης και του ρόλου που του δίνει η σημερινή ιστορική συγκυρία και να εγκλωβιστεί στον ελλαδικό χώρο. Πρόκειται, κατά τη γνώμη μου, για μια ομολογημένη ήττα[169] και ένα κρυφό εθνικισμό ανώτερου επιπέδου.

Και είναι ανώτερος, γιατί τεμαχίζει το χωροχρόνο[170], και δίνει προτεραιότητα στο χώρο (εδαφικότητα) εις βάρος του χρόνου (ιστορικής μνήμης και ρόλου). Εκκλησιολογικά σημαίνει απόλυτη υποταγή στα κελεύσματα της κοσμικής-τουρκικής εξουσίας, αποφυγή της σταύρωσής του και επομένως της ανάστασής του. Έτσι κατανοούμε γιατί ο Καθηγούμενος της Ι. Μ. Ιβήρων του Αγίου Όρους, Αρχιμ. π. Βασίλειος (Γοντικάκης) δεν οδηγείται σ’ αυτήν την πρόταση, αλλά στη στήριξη του Οικουμενικού Θρόνου στην έδρα του, στην Αγία Σοφία[171]!!! Η πρόταση αυτή λοιπόν μοιάζει να είναι μια φυγή προς μια «απολλιναρίζουσα» λύση. Πρόκειται για ψευδαίσθηση λύσης[172].

VII. Μια πρόταση συνοδικής και ιεραρχικής ενότητας

Η πρόταση που θα ακολουθήσει εννοείται πως μπορεί να αποφασιστεί από Μείζονα Σύνοδο με οικουμενικά χαρακτηριστικά, αφού προηγουμένως ανοίξει ένας μεγάλος θεολογικός διάλογος σε μικρή και μεγάλη κλίμακα.

Τον διάλογο αυτόν θα ευχόμουν να ξεκινήσει από μια μικτή επιτροπή της Μητέρας Εκκλησίας και της Εκκλησίας της Ελλάδος. Το πρόβλημα εντοπίζεται βέβαια στο γεωγραφικό χώρο της Ελλάδος, αλλά επειδή δύναται να λειτουργήσει και ως πρότυπο στις σχέσεις του Οικουμενικού Πατριαρχείου με τις άλλες εθνικές Εκκλησίες και τις Εκκλησίες της Διασποράς στον πλανήτη μας, ο διάλογος αυτός χρειάζεται να γίνει σε δύο επίπεδα.

Στο ένα επίπεδο προτείνεται σύσταση ειδικής επιτροπής[173] του Οικουμενικού Θρόνου και της Εκκλησίας της Ελλάδος. Η ιστορία δείχνει, πως η Εκκλησία της Ελλάδας πρέπει να ξεκινήσει πρώτη. Να στείλει τον «κατάλογο των εκλογίμων» για «έγκριση», όπως αναφέρει η Πράξη του 1928 στο Οικουμενικό Πατριαρχείο και ταυτόχρονα να ζητήσει την ειδική αυτή επιτροπή. Και αυτό, γιατί πρώτη βέβαια άνοιξε τον «χορό» των «αυτογνωμόνων» και «βιαίων» διασπάσεων των κανονικών αλληλεξαρτήσεων με τη Μητέρα Εκκλησία στα Βαλκάνια.

Το δεύτερο επίπεδο, είναι αυτό των τοπικών Μητροπόλεων, τουλάχιστον στην Ελλάδα κατ΄ αρχάς, λόγω του ιδιαιτερότητας του προβλήματος που κορυφώνεται και στις σχέσεις μεταξύ των κληρικών και μεταξύ των λαϊκών, αλλά και μεταξύ τους, στις ενορίες, στις Μητροπόλεις και στον έντυπο και ηλεκτρονικό τύπο στον ελλαδικό και παγκόσμιο χώρο.

Στο πρώτο επίπεδο πρέπει να συντομευτεί ο χρόνος, αφού τα πράγματα βιάζουν και οι εξελίξεις «τρέχουν». Έτσι θα τροφοδοτήσει κατάλληλα τις τοπικές Εκκλησίες με εκκλησιολογικό προβληματισμό, με υποδείγματα αληθινής ταπείνωσης και αγάπης, με πρακτική κατήχηση Ορθόδοξης πίστης, ότι μετά τη Σταύρωση χαρίζεται η Ανάσταση.

Στο δεύτερο, χρειάζεται να αυξήσουμε την ποιότητα της προσωπικής, αλλά κυρίως της κοινής προσευχής, με μια σειρά μακρών περιόδων «νηστείας και προσευχής», με αγρυπνίες, με αποφυγή του διαλόγου των κωφών. Έτσι, με ευθύνη των κατά τόπους Επισκόπων, να συζητηθεί γιατί η Εκκλησία είναι περιέχον και όχι περιεχόμενο[174], είτε του έθνους, είτε της οικουμενικής κίνησης, είτε της τοπικής κοινωνίας, είτε της παγκόσμιου χωριού, σε όλες τις ενορίες. Ο κάθε τοπικός Επίσκοπος θα γίνει λοιπόν κοινωνός της συνείδησης του πληρώματος, δηλαδή του λαού του Θεού, περισσότερο από πριν, οπότε στις Ιερές Συνόδους δεν θα μεταφέρει κύρια την ατομική του άποψη, αλλά την επισκοπική του….

Μέχρι να φτάσουμε εκεί, και αφού η σύγκρουση καλά κρατεί και παρατείνεται με τις αναβολές, προσφέρω κι εγώ, ως μέλος της Εκκλησίας, αυτά που έχω κατά νου. Η κεντρική μου ιδέα λοιπόν είναι:

α). Να κερδιθεί μέσα στον εκκλησιαστικό χρόνο κοινής προσευχής και άσκησης ένα μέρος από τον «χαμένο» ιστορικό χρόνο των συγκρούσεων δύο αιώνων. Να θυμηθούμε την έκφραση του Οικουμενικού μας Πατριάρχη για το ανάλογο φαινόμενο του «ακραίου ακτιβισμού», της «θεοποιημένης δράσεως»[175]. Τότε και ο χρόνος των παγκόσμιων αλλαγών λόγω παγκοσμιότητας[176] και παγκοσμιοκρατίας, θα μας ενδιαφέρει λιγότερο, αφού ο εκκλησιαστικός – εσχατολογικός - θα τον υπερβεί.

β). Να κερδιθεί ο «πολυδιασπασμένος» εκκλησιαστικός χώρος στο ελλαδικό κράτος, στα Βαλκάνια, στο Ρωμαίικο χώρο περί την Πόλη. Έτσι μπορούν να επιταχυνθούν οι διαδικασίες θεολογικής ώσμωσης και στις Μητροπόλεις που έχουν διαφορετικά εκκλησιαστικά «καθεστώτα». Θα προσφερθεί στους διανοούμενους που διαγωνίζονται να βρουν τα καλύτερα, νομικά[177], πολιτικά[178] και «θεολογικά»[179] επιχειρήματα για να «κατατροπώσουν» την … αντίπαλη «παράταξη», μια ελπίδα και πίστη Ορθόδοξης ενότητας και όχι η βεβαιότητα διαμάχης μεταξύ εκκλησιαστικών εξουσιαστικών ιεραρχιών. Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο θα μεταφερθούν και σε επίπεδο ενοριακό και ευχαριστιακό οι διαδικασίες ενότητας και όχι η «διένεξη», οπότε έτσι δεν θα φτάσουμε ποτέ στα χειρότερα, όπως με το ημερολογιακό.[180]

Η πρότασή μου λοιπόν συνοπτικά περιέχει τους εξής σπονδύλους:

1). Καταργείται[181] το «αυτοκέφαλο» στην Εκκλησία της Ελλάδας.

2). Η Εκκλησία της Ελλάδας, γίνεται Εξαρχία[182] του Οικουμενικού Πατριαρχείου[183], ονομάζεται Ιερά Αρχιεπισκοπή Ελλάδας και αποτελεί «άχρι καιρού» Επαρχία[184] του.

3). Η Εκκλησία της Ελλάδας χωρίζεται[185] σε Θέματα – Μητροπόλεις[186].

4). Δύο από τα Θέματα αυτά είναι: α) η Εκκλησία της Κρήτης[187] και β). η Εκκλησία των Δωδεκανήσων[188].

5). Τα θέματα συνολικά μπορεί να είναι τουλάχιστον δεκαπέντε.[189] Ένα απ’ αυτά είναι το Θέμα Νομού Βόρειας Αττικής με έδρα τη Μητρόπολη Αθηνών. Ένα άλλο είναι το Θέμα του Νομού Θεσσαλονίκης, με έδρα την Μητρόπολη Θεσσαλονίκης.

6). Σε κάθε Θέμα δημιουργείται «Επαρχιακή – τοπική» Σύνοδος[190] με ορισμένη Μητροπολιτική έδρα, την έδρα του Θέματος. Πρόεδρος είναι ο Μητροπολίτης της έδρας. Συγκαλείται τακτικά μία φορά το έτος και έκτακτα για τοπικά επαρχιακά εκκλησιαστικά ζητήματα.

7). Σε κάθε Μητρόπολη ενός Θέματος οι υπόλοιπες παλαιές Μητροπόλεις ονομάζονται επισκοπές[191].

8). Η Ιεραρχία της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Ελλάδας – Εξαρχίας αποτελείται από το Σύνολο των Μητροπολιτών και Επισκόπων, με Αρχιεπίσκοπο – Έξαρχο του Οικουμενικού Πατριαρχείου[192] τον Μητροπολίτη Αθηνών. Ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών ονομάζεται Έξαρχος Πάσης[193] Ελλάδος[194].

9). Η Ιερά Σύνοδος της Ιεραρχίας της Εξαρχίας (Ιερά Αρχιεπισκοπή της Ελλάδος), συνέρχεται δύο[195] φορές το έτος σύμφωνα με τους ιερούς κανόνες. Προεδρεύει ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών.

10). Κατά μήνα ή σε έκτακτες περιπτώσεις συγκαλείται από τον Αρχιεπίσκοπο η Διαρκής Ιερά Σύνοδος. Αποτελείται από τον Αρχιεπίσκοπο Αθηνών, που προεδρεύει, και 4 Μητροπολίτες[196]. Καλούνται «αλληλοδιαδόχως κατά τα πρεσβεία της χειροτονίας»[197] ανά έτος[198] ή ανά δυο[199] έτη.

11). Η Ορθόδοξη Εκκλησία της Ελλάδος (Εξαρχία) αποτελεί νομικό[200] πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου, εάν συμφωνεί και η Ελληνική Πολιτεία. Αυτό και η σχέση της με το Οικουμενικό Πατριαρχείο, αλλά και η σχέση της με την Ελληνική Πολιτεία ορίζονται από ειδικά άρθρα του (υπό αναθεώρηση) Συντάγματος[201] της Ελληνικής Δημοκρατίας. Η Ιερά Μητρόπολη Αθηνών και οι υπόλοιπες Ιερές Μητροπόλεις αποτελούν νομικά πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου.

12). Στην Θεία Λατρεία, στα ιερά Μυστήρια, αλλά και σε κάθε ιερά ακολουθία οι Πρεσβύτεροι και οι Διάκονοι[202] μνημονεύουν τον κανονικό Ιεράρχη τους. Οι επίσκοποι των Ι. Μητροπόλεων ή οι βοηθοί επίσκοποι του Μητροπολίτη[203] μνημονεύουν στο «…εν πρώτοις μνήσθητι Κύριε…» και την Μεγάλη είσοδο τον οικείο Μητροπολίτη.

13). Οι Μητροπολίτες και ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών εις το «… εν πρώτοις μνήσθητι…» μνημονεύουν το όνομα του Οικουμενικού Πατριάρχη[204]. Οι Μητροπολίτες κατά την Μεγάλη Είσοδο μνημονεύουν και τον Αρχιεπίσκοπο Αθηνών και Έξαρχο πάσης Ελλάδος, αλλά και τον Οικουμενικό Πατριάρχη, ενώ ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και έξαρχος πάσης Ελλάδος μνημονεύει μόνο τον Αρχιεπίσκοπο Κωνσταντινουπόλεως και Οικουμενικό Πατριάρχη.[205]

14). Η εκλογή του Αρχιεπισκόπου Αθηνών και Εξάρχου πάσης Ελλάδος γίνεται από την Αγία και Ιερά σύνοδο του Οικουμενικού Πατριαρχείου[206]. Για όσο χρονικό διάστημα οι Μητροπολίτες της Εξαρχίας δεν συμμετέχουν[207] στην Ι. Σ. του Οικουμενικού Πατριαρχείου, λόγω πολιτικών και νομικών προβλημάτων, που προέρχονται από την Πολιτεία της Τουρκίας, στην οποία και εδρεύει το Οικουμενικό Πατριαρχείο, η εκλογή γίνεται από τριπρόσωπο το οποίο ψηφίζει κληρικολαϊκή[208] συνέλευση.

Όταν επιτραπεί η συμμετοχή του Αρχιεπισκόπου και των Μητροπολιτών της Εξαρχίας στην Ι. Σ. του Οικουμενικού Πατριαρχείου, το τριπρόσωπο θα το ψηφίζει η Ι. Σ. του Οικουμενικού Πατριαρχείου, ενώ η κληρικολαϊκή συνέλευση θα έχει συμβουλευτικό χαρακτήρα.

15). Η εκλογή των Μητροπολιτών, των Επισκόπων και των βοηθών Επισκόπων[209] θα γίνεται από την Ι. Σ. Ι. της Εξαρχίας. Το τριπρόσωπο εκλέγει η Ι. Σ. Ι. και με «διαγνώμη»[210] του Αρχιεπισκοπικού Συμβουλίου (κληρικολαϊκή συνέλευση), που αποτελείται από τα μέλη της Ιεραρχίας, τους βοηθούς Επισκόπους και αντιπροσώπους κληρικών και λαϊκών.

16). Ο κατάλογος των εκλογίμων για την πλήρωση «χηρευούσης» Ι. Μητρόπολης συντάσσεται από την Ι. Σ. Ι. της Εξαρχίας. Στον κατάλογο αυτό εγγράφονται αυτοδίκαια όλοι οι Επίσκοποι των Μητροπόλεων των Θεμάτων και όλοι οι βοηθοί Επίσκοποι των Μητροπολιτών των Θεμάτων. Ο κατάλογος αυτός υποβάλλεται στην Ι. Σ. του Οικουμενικού Πατριαρχείου για έγκριση, προσθήκες ή διαγραφές[211]. Οι διαγραφές γίνονται κατόπιν αναλυτικής δικαιολόγησης.

Εάν από τον αντίστοιχο κατάλογο αφαιρεθούν οι Επίσκοποι, τότε αυτός ο κατάλογος και με την ίδια διαδικασία γίνεται «κατάλογος εκλογίμων» για την πλήρωση «χηρευούσης» επισκοπής. Αντίστοιχα με αφαίρεση των βοηθών Επισκόπων γίνεται ο κατάλογος για εκλογή βοηθού Επισκόπου ενός Μητροπολίτη.

17). Με ειδικό κανονισμό, που θα ψηφίζεται από την Ι. Σ. Ι. της Εξαρχίας και θα εγκρίνεται από την Ι. Σ. του Οικουμενικού Πατριαρχείου, ορίζονται κληρικολαϊκές συνελεύσεις τόσο σε εξαρχικό επίπεδο, όσο και σε μητροπολιτικό, επισκοπικό και ενοριακό επίπεδο[212]. Οι κληρικολαϊκές[213] συνελεύσεις συγκαλούνται και αποφασίζουν για αντίστοιχες εκλογές τριπροσώπων και για εκκλησιαστικές διακονίες. Δεν αποφασίζουν για δογματικά και κανονικά ζητήματα.

18). Οι κληρικολαϊκές συνελεύσεις των ενοριών ( Ενοριακά Συμβούλια)[214] εκλέγουν από επισκοπικό ή μητροπολιτικό κατάλογο εκλογίμων για το τριπρόσωπο εκλογής διακόνων ή πρεσβυτέρων σε αντίστοιχη ενορία Ι. Επισκοπής ή Ι. Μητρόπολης.

19). Οι Ι. Μονές βρίσκονται στην άμεσο εποπτεία του οικείου Ιεράρχη[215]. Ιδρύονται από αυτόν, κατόπιν έγκρισης της Ι. Επαρχιακής Συνόδου του Θέματος. Οι διοικητικές και διαχειριστικές υποθέσεις υπόκεινται στην κανονική εποπτεία του οικείου Ιεράρχη. Το όνομά του δε, μνημονεύεται πρώτο στις ιερές ακολουθίες και ακολουθεί του Καθηγουμένου.

20). Οι Πατριαρχικές Ι. Μονές της Εξαρχίας εποπτεύονται κανονικά από την Ι. Σ. του Οικουμενικού Πατριαρχείου[216].

21). Οι Σταυροπηγιακές[217] Ι. Μονές της Εξαρχίας εποπτεύονται κανονικά από την Δ. Ι. Σ. της Ι. Αρχιεπισκοπής Ελλάδος – Εξαρχίας.

22). Το καθεστώς του Αγίου Όρους[218] παραμένει αμετάβλητο.

23). Εννοείται ότι στο Οικουμενικό Πατριαρχείο παραμένουν τα κανονικά δικαιώματα για το ʼγιο Μύρο και το «έκκλητο». Ζητήματα που έχουν να κάνουν με ιδιαίτερα διοικητικά ζητήματα, αρμοδιότητες, ευθύνες, πνευματικά δικαστήρια, λεπτομέρειες των κληρικολαϊκών συνελεύσεων, τοποτηρητείες, λεπτομέρειες για τις εκλογές κληρικών, διορισμούς και μεταθέσεις κληρικών, επισκοπικών, μητροπολιτικών και αρχιεπισκοπικού συμβουλίων, τοπικών συμβουλίων, διακονιών, ιδρυμάτων, παιδείας, ιεραποστολής, μοναχισμού, ειδικών κανονισμών, εκκλησιαστικής γλώσσας, εκκλησιαστικών κειμένων, εφαρμογής, αναθεωρήσεων, και «παρα»-εκκλησιαστικών οργανώσεων, καθορίζονται από Ειδικό Σύνταγμα-Τόμο, της Ι. Συνόδου του Οικουμενικού Πατριαρχείου, κατόπιν συμφωνίας με την Ι. Σ. της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος.

V. Επίλογος-μια ιστορία απ’ το Λειμωνάριο…

[Για τον άγιο αρχιεπίσκοπο Θεόδοτο (Πατριάρχης Αντιοχείας, 417 ή 420/1-428/9, διάδοχος του Αλέξανδρου)][219]:

1. «Μας διηγήθηκε κάποιος απ’ τους πατέρες, ότι υπήρχε στη Θεούπολη (Αντιόχεια) ένας αρχιεπίσκοπος στο όνομα Θεόδοτος, ο οποίος ήταν τόσο καλός, ώστε, όταν ερχόταν ημέρα γιορτής, καλούσε σε γεύμα μερικούς από τους κληρικούς της αρχιεπισκοπής του. Όταν λοιπόν κάποιος δεν πείστηκε και δεν ανταποκρίθηκε στην πρόσκληση, τότε μεν δεν είπε τίποτε ο Πατριάρχης, άλλη φορά όμως πήγε ο ίδιος σ’ αυτόν, να τον παρακαλέσει να έρθει και να απολαύσει το κοινό τραπέζι.

2.Έλεγε δε πάλι για τον ίδιο αρχιεπίσκοπο Θεόδοτο ότι ήταν τόσο πράος και ταπεινόφρων, ώστε, κάποτε που ήταν στο δρόμο μ’ ένα κληρικό και τον μεν ίδιο κουβαλούσαν σε φορείο (σημ. συντ. δηλαδή σε αναπαυτικό κάθισμα πάνω σε άμαξα), ο δε κληρικός καθόταν σε άλογο, είπε ο Πατριάρχης σ’ αυτόν τον κληρικό: «Ας μοιράσουμε το μήκος του δρόμου κι ας αλλάξουμε αυτά που καθόμαστε». Ο κληρικός όμως δεν δεχόταν να κάνει τούτο, γιατί έλεγε ότι είναι προσβολή του Πατριάρχη αυτός να μπει στο φορείο κι ο Πατριάρχης να κάθεται σε άλογο. Δεν υποχώρησε όμως ο θείος Θεόδοτος, άλλά έπεισε το λειτουργό ότι το γεγονός δεν ήταν προσβολή σε βάρος του και τον ανάγκασε να κάνει έτσι».

Αμήν, γένοιτο.

* Εκπαιδευτικός, πτυχιούχος φυσικής και θεολογίας, αρθρογράφος, συμμέτοχος συνδικαλιστικών - εκπαιδευτικών και τοπικών κινήσεων, Οβρυά Πατρών.



Οι υποσημειώσεις του κειμένου βρίσκονται εδώ

 

http://antibaro.gr