Οι ταυτότητες και η απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας -
Γ. Μάτσος (δικηγόρος)
Είναι εντυπωσιακό πράγματι να βλέπει
κανείς πόσο πολλή ισχύ μπορεί να
έχει η δεδηλωμένη γνώμη 23 ανθρώπων (δικαστών
του Συμβουλίου της
Επικρατείας) για ένα ζήτημα της
επικαιρότητας απέναντι στην επίσης
δεδηλωμένη γνώμη άνω των 3 εκατομμυρίων
ανθρώπων (που υπέγραψαν για τη
διενέργεια δημοψηφίσματος). Με το παρόν
βέβαια ουδόλως θέλω να
αμφισβητήσω την πολιτική νομιμοποιήση της
δικαστικής εξουσίας και την
ανάγκη προστασίας των ανθρωπίνων
δικαιωμάτων, όταν αυτά κινδυνεύουν από
τις διαθέσεις της πλειοψηφίας. Κάθε άλλο. Το
ζήτημα που θέλω να θέσω
είναι διαφορετικό και εξηγούμαι στη
συνέχεια.
Είναι κοινός τόπος ότι το θέμα των
ταυτοτήτων ανέδειξε για πρώτη φορά
μετά από πολλά χρόνια τόσο έντονες
διαχωριστικές γραμμές στην κοινωνία,
και μάλιστα σχετικά με ένα θέμα περί του
οποίου η "άλλη πλευρά"
κατηγορούσε με ιδιαίτερη ένταση την "αποδώ
πλευρά" για το πόσο ασήμαντο
και ανούσιο είναι. Έχω την εντύπωση ότι
είναι η πρώτη φορά μετά τον
εμφύλιο πόλεμο που ορθώνονται καινούργιες
διαχωριστικές γραμμές στην
ελληνική κοινωνία, οι οποίες μάλιστα
διαπερνούν τα κόμματα και βρίσκουν
το έρεισμά τους στην πολύ προσωπική στάση
του καθενός απέναντι σε
ορισμένα πράγματα, όπως η θρησκευτική πίστη
και η σημασία της για τη ζωή
της κοινωνίας μας.
Χωρίς λοιπόν να θέλω να αμφισβητήσω τη
νομική δεσμευτικότητα μιας
αποφάσεως του ανωτάτου διοικητικού
δικαστηρίου της χώρας, πιστεύω ότι η
ψήφος των 23 δικαστών, η οποία έκρινε
συνταγματικώς επιβεβλημένη λόγω
της αρχής της ανεξιθρησκείας την
απαγόρευση αναγραφής του θρησκεύματος
στις ταυτότητες, που διέταξε με το έτσι θέλω
η ελληνική κυβέρνηση, δεν
ήταν ψήφος νομική αλλά ψήφος καθαρά
πολιτική, όπως επίσης και η ψήφος
των 11 δικαστών που θεώρησαν συνταγματικώς
επιτρεπτή την προαιρετική
αναγραφή του θρησκεύματος στις αστυνομικές
ταυτότητες. Έχουμε να κάνουμε
στην περίπτωση αυτή με μία κρίση για ένα
ζήτημα νομικό μεν, το οποίο
όμως υπερβαίνει τα όρια της απλής νομικής
κρίσης του πώς αντιλαμβάνεται
κανείς την αρχή της ανεξιθρησκείας και
εισέρχεται μέσα στα όρια της
πολιτικής κρίσης, της κρίσης δηλαδή του πώς
αντιλαμβάνεται κανείς την
κοινωνία που ζει. Όπως δεν είναι δυνατόν να
προβάλεις νομικά
επιχειρήματα για το ποια πρέπει να είναι π.χ.
η μορφή του πολιτεύματος,
αλλά το ζήτημα είναι καθαρά θέμα προσωπικής
επιλογής και άποψης για τα
πολιτειακά (δεν είμαστε με την
Προεδρευομένη δημοκρατία ΕΠΕΙΔΗ το λέει
το Σύνταγμα, αλλά το Σύνταγμα λέει
Προεδρευομένη ΕΠΕΙΔΗ είμαστε ως λαός
με την Προεδρευομένη), έτσι νομίζω και για
το ζήτημα των ταυτοτήτων ότι
η κρίση στο 99,5% των περιπτώσεων εκφεύγει από
τα καθαρά νομικά και
γίνεται κρίση πολιτική. Είναι λοιπόν από
τις περιπτώσεις τις εντελώς
γνωστές στο χώρο του συνταγματικού δικαίου
όπου το δίκαιο εμπλέκεται
άμεσα με την πολιτική. Του λόγου το αληθές
αποδεικνύει άλλωστε η τόσο
ευμετάβλητη νομική γνώμη των όψιμων ταγών
της μη αναγραφής, οι οποίοι
παλαιότερα είτε τάσσονταν υπέρ της
υποχρεωτικής αναγραφής, είτε
αγωνίζονταν από καθεστώς υποχρεωτικής
αναγραφής να περάσουμε σε καθεστώς
προαιρετικής αναγραφή, χωρίς βέβαια ποτέ να
θέτουν υπό αμφισβήτηση τη
συνταγματικότητα της προαιρετικής
αναγραφής.
Λέγοντας τα ανωτέρω είμαι ταυτόχρονα
εντελώς πεπεισμένος ως νομικός για
τη συνταγματικότητα της προαιρετικής
αναγραφής. Δεν πρόκειται να
επιχειρηματολογήσω στο παρόν σχετικά με το
ζήτημα αυτό. Το προσπάθησα
αρκετές φορές στο παρελθόν με αρκετούς
οπαδούς της αντίθετης άποψης
χωρίς ποτέ να λαμβάνω ικανοποιητική
απάντηση στα ερωτήματα που τους
έθετα, όταν αυτοί μου πιπίλιζαν τις γνωστές
απίστευτες μπούρδες που
ακούστηκαν σχετικά με το ζήτημα αυτό, ότι π.χ.
την αναγραφή επέβαλαν οι
ναζί για να πλήξουν τους Εβραίους, ότι τη μη
αναγραφή επιτάσσει η
Ευρώπη, ότι είναι ρατσισμός το να γράφεις το
θρήσκευμα στην ταυτότητα
γιατί κάνεις διάκριση κατά του άλλου κλπ
κλπ, εισπράττοντας ταυτόχρονα
και το ασύλληπτα ρατσιστικό σχόλιο, ότι με
την αντίθετη - από τη δική
τους - άποψη είναι μόνο κάτι γιαγιούλες,
πράγμα που χρειάστηκε κάποιες
φορές πολύ οργισμένη αντιμετώπιση από
μέρους μου προκειμένου να
κατανοήσουν, έστω και λίγο, πόσο πολύ με
προσέβαλλε εμένα προσωπικά αυτό
το σχόλιό τους. Θέλω να καταλήξω με τα
παραπάνω ότι ποτέ δεν μπόρεσα όχι
μόνο να κάνω κάποιον να αλλάξει γνώμη για το
(νομικό) πιστεύω του στο
ζήτημα των ταυτοτήτων, αλλά ούτε καν καλά
καλά να συζητήσω επί τη βάσει
νομικών επιχειρημάτων.
Πιστεύω λοιπόν ακράδαντα ότι η νομική
ερμηνεία της αρχής της
ανεξιθρησκείας σε σχέση με το ζήτημα των
ταυτοτήτων είναι μια ερμηνεία
βαθύτατα, για να μην πω αποκλειστικά,
πολιτική, η οποία λίγη σχέση έχει
με τα "πραγματικά" νομικά. Είναι κάτι
παρόμοιο με αυτό που είπε ο
Ντοστογιέφσκι για τον Ιησού Χριστό. Αποδίδω
τα λόγια του, όπως τα
θυμάμαι: "Πιστεύω εις τον Ιησού Χριστό.
Είμαι απόλυτα πεπεισμένος για
αυτό. Αλλά ακόμη και αν κάποιος με πείσει με
ατράνταχτα επιχειρήματα για
το αντίθετο, εγώ πάλι θα πιστεύω σε Αυτόν".
Με τα παραπάνω δεν θέλω να αναιρέσω ούτε το
δικαίωμα στην αντίθετη από
τη δική μου άποψη ούτε την όποια προσωπική
αξία των φορέων αυτής της
άποψης. Είναι δυνατόν να υπάρχουν ανάμεσα
σε αυτούς άνθρωποι
παρασυρμένοι από τις προσλαμβάνουσες
παραστάσεις τους, οι οποίοι όμως να
έχουν ταυτόχρονα ειλικρινή μετάνοια για
τις όποιες αμαρτίες τους και να
είναι έτσι ευάρεστοι ενώπιον του Θεού. Και
μακάρι να είναι όλοι έτσι.
Θέλω όμως να αναιρέσω τόσο την αξία της
όποιας συζήτησης γίνεται όσο και
την αξία της όποιας γνώμης δίδεται σχετικά
με τη συνταγματική πτυχή του
θέματος των ταυτοτήτων, έστω και αν αυτή
είναι η νομικά δεσμευτική γνώμη
ενός ανωτάτου δικαστηρίου. Είναι π.χ. ποτέ
δυνατόν να συμφωνήσουμε εγώ,
ένας Αρειανός, με έναν Παοκτσή για το ποιος
από τους δύο έχει δίκιο να
υποστηρίζει την ομάδα του; Το παράδειγμα
είναι τραβηγμένο και
μαξιμαλιστικό, αλλά δίνει νομίζω μια
παραστατική εικόνα του είδους της
σύγκρουσης. Αν ένα παιχνίδι μεταξύ ΠΑΟΚ και
Άρη έπρεπε να κριθεί όχι στο
γήπεδο αλλά αποκλειστικά από τις ψήφους 23
Παοκτσήδων και 11 Αρειανών,
νομίζω ότι δεν θα υπήρχε καμία αμφιβολία
για το ποιος θα κέρδιζε και με
τι σκορ.
Χωρίς λοιπόν να αμφισβητούμε τη νομική
δεσμευτικότητα της αποφάσεως του
ΣτΕ, ας αναλογιστούμε κατά πόσο ήταν νομικά
τα κριτήρια με τα οποία
έκριναν οι δικαστές μας. Η απόφαση του ΣτΕ
για τις ταυτότητες ήταν μια
απόφαση ΠΟΛΙΤΙΚΗ. Ήταν μία πράξη με την
οποία η άρχουσα διανόηση,
έχοντας πιάσει γερά τα πόστα κοινωνικής
επιρροής, μπόρεσε να περάσει μια
έυκολη νίκη, η οποία της δίνει αυτή τη
στιγμή τη δυνατότητα να
πανηγυρίζει στεφανωμένη με τις δάφνες της
"τήρησης του Συντάγματος",
λοιδορώντας ταυτόχρονα την "αποδώ"
πλευρά για "καταστρατήγηση του
Συντάγματος". Όχι κύριοι! Δεν
καταστρατηγούμε εμείς το Σύνταγμα. Απλώς
εσείς μπορέσατε να επιβάλετε - λόγω της
καθόλου τυχαίας αριθμητικής σας
υπεροχής σε αυτό το επίπεδο - την άποψή σας
στα πλαίσια ενός οργάνου το
οποίο διαθέτει την εξουσία της τελικής (;)
νομικής δεσμευτικότητας.
Μήπως όμως το ΣτΕ δεν έχει βγάλει άλλες
λανθεσμένες αποφάσεις;
Γνωρίζουμε όλοι οι παροικούντες την
Ιερουσαλήμ τι χοντράδες ακούμε κατά
καιρούς από τους δικαστές μας, τόσο των
χαμηλότερων όσο και των
υψηλότερων βαθμίδων. Εμείς, η αποδώ πλευρά,
έχουμε όχι μια
"αντισυνταγματική", απλώς μια εξίσου
πολιτική, αλλά διαφορετική άποψη
για την ερμηνεία του Συντάγματος, η οποία
δεν έγινε δεκτή από το ΣτΕ.
Εσείς περάσατε την άποψή σας στο ΣτΕ, αλλά
εμείς ως Χριστιανοί
Ορθόδοξοι, έχοντας γνώση του Ποιος είναι η
Οδός και η Αλήθεια (Ιω. 14,
6) δεν μπορούμε παρά να θλιβόμαστε για αυτή
σας την πτώση και να
ευχόμαστε ο Θεός των Πατέρων ημών να
ανατείλει καλύτερες ημέρες για το
"ευσεβές ημών έθνος". Αμήν.
Γεώργιος Ι. Μάτσος
Δικηγόρος