Κατηγορίες

Πατριαρχείο και 'Νέες Χώρες': σε αναζήτηση Ορθόδοξης οπτικής

Αρχική σελίδα
Εξωτ. πολιτική/ Διπλωματία
Εθνικά θέματα
Κοινωνία
Πολιτισμός
Θρησκεία
Διεθνή
Βιβλιογραφία/ Συνδέσεις
Εκδηλώσεις
Οπτικοακουστικό
υλικό
Δελτία
Ενημέρωσης
Ιστολόγιο
Αντίβαρου
ʼγρα γραπτών
Πρόσφατα κείμενα
Με χρονολογική σειρά.
Δελτίο ενημέρωσης!
Εγγραφή Διαγραφή
Συγγραφείς

Αθανάσιος Γιουσμάς
ʼθως Γ. Τσούτσος
ʼκης Καλαιτζίδης
Αλέξανδρος Γερμανός
Αλέξανδρος-Μιχαήλ Χατζηλύρας
Αλέξανδρος Κούτσης
Αμαλία Ηλιάδη
Ανδρέας Σταλίδης
Ανδρέας Φαρμάκης
Ανδρέας Φιλίππου
Αντώνης Κ. Ανδρουλιδάκης
Αντώνης Λαμπίδης
Αντώνης Παυλίδης
Απόστολος Αλεξάνδρου
Απόστολος Αναγνώστου
Αριστείδης Καρατζάς
Αχιλλέας Αιμιλιανίδης
Βάιος Φασούλας
Βαν Κουφαδάκης
Βασίλης Γκατζούλης
Βασίλης Ζούκος
Βασίλης Κυρατζόπουλος
Βασίλης Πάνος
Βασίλης Στοιλόπουλος
Βασίλης Ν. Τριανταφυλλίδης
(Χάρρυ Κλυνν)
Βασίλης Φτωχόπουλος
Βένιος Αγελόπουλος
Βίας Λειβαδάς
Βλάσης Αγτζίδης
Γεράσιμος Παναγιωτάτος-Τζάκης
Γιάννης Διακογιάννης
Γιάννης Θεοφύλακτος
Γιάννης Παπαθανασόπουλος
Γιάννης Τζιουράς
Γιώργος Αλεξάνδρου
Γιώργος Βλαχόπουλος
Γιώργος Βοσκόπουλος
Γιώργος Βότσης
Γιώργος Κακαρελίδης
Γιώργος Καστρινάκης
Γιώργος Κεκαυμένος
Γιώργος Κεντάς
Γιώργος Κολοκοτρώνης
Γιώργος Κουτσογιάννης
Γιώργος Νεκτάριος Λόης
Γιώργος Μαρκάκης
Γιώργος Μάτσος
Γιώργος Παπαγιαννόπουλος
Γιώργος Σκουταρίδης
Γιώργος Τασιόπουλος
Γλαύκος Χρίστης
Δημήτρης Αλευρομάγειρος
Δημήτρης Γιαννόπουλος
Δημήτριος Δήμου
Δημήτρης Μηλιάδης
Δημήτριος Γερούκαλης
Δημήτριος Α. Μάος
Δημήτριος Νατσιός
Διαμαντής Μπασάντης
Διονύσης Κονταρίνης
Διονύσιος Καραχάλιος
Ειρήνη Στασινοπούλου
Ελένη Lang - Γρυπάρη
Ελευθερία Μαντζούκου
Ελευθέριος Λάριος
Ελλη Γρατσία Ιερομνήμων
Ηλίας Ηλιόπουλος
Θεόδωρος Μπατρακούλης
Θεόδωρος Ορέστης Γ. Σκαπινάκης
Θεοφάνης Μαλκίδης
Θύμιος Παπανικολάου
Θωμάς Δρίτσας
Ιωάννης Μιχαλόπουλος
Ιωάννης Χαραλαμπίδης
Ιωάννης Γερμανός
Κρίτων Σαλπιγκτής
Κυριάκος Κατσιμάνης
Κυριάκος Σ. Κολοβός
Κωνσταντίνος Αλεξάνδρου Σταμπουλής
Κωνσταντίνος Ναλμπάντης
Κωνσταντίνος Ρωμανός
Κωνσταντίνος Χολέβας
Λαμπρινή Θωμά
Μαίρη Σακελλαροπούλου
Μανώλης Βασιλάκης
Μανώλης Εγγλέζος - Δεληγιαννάκης
Μάρκος Παπαευαγγέλου
Μάρω Σιδέρη
Μιλτιάδης Σ.
Μιχάλης Χαραλαμπίδης
Μιχάλης Κ. Γκιόκας
Νέστωρ Παταλιάκας
Νικόλαος Μάρτης
Νίκος Ζυγογιάννης
Νίκος Καλογερόπουλος Kaloy
Νίκος Λυγερός
Νίκος Παπανικολάου
Νίκος Σαραντάκης
Νίνα Γκατζούλη
Παναγιώτης Α. Μπούρδαλας
Παναγιώτης Ανανιάδης
Παναγιώτης Ήφαιστος
Παναγιώτης Α. Καράμπελας
Παναγιώτης Καρτσωνάκης
Παναγιώτης Φαραντάκης
Παναγιώτης Χαρατζόπουλος
Πανίκος Ελευθερίου
Πάνος Ιωαννίδης
Πασχάλης Χριστοδούλου
Παύλος Βαταβάλης
Σοφία Οικονομίδου
Σπυριδούλα Γρ. Γκουβέρη
Σταύρος Σταυρίδης
Σταύρος Καρκαλέτσης
Στέλιος Θεοδούλου
Στέλιος Μυστακίδης
Στέλιος Πέτρου
Στέφανος Γοντικάκης
Σωτήριος Γεωργιάδης
Τάσος Κάρτας
Φαήλος Κρανιδιώτης
Φειδίας Μπουρλάς
Χρήστος Ανδρέου
Χρήστος Δημητριάδης
Χρήστος Κηπουρός
Χρήστος Κορκόβελος
Χρήστος Μυστιλιάδης
Χρήστος Σαρτζετάκης
Χριστιάνα Λούπα
Χρίστος Δαγρές
Χρίστος Δ. Κατσέτος
Χρύσανθος Λαζαρίδης
Χρύσανθος Σιχλιμοίρης
Gene Rossides
Marcus A. Templar

Επικοινωνία
Οι απόψεις σας είναι ευπρόσδεκτες!

 
Πατριαρχείο και 'Νέες Χώρες': σε αναζήτηση Ορθόδοξης οπτικής

Απάντηση στο άρθρο του Αλέξανδρου Γερμανού
«Ανάλυση του ζητήματος των Νέων Χωρών»

Γεώργιος Ι. Μάτσος

Δ.Ν., Δικηγόρος

Αντίβαρο, 28/3/2004

 

Όσο και αν επιθυμεί να μείνει κανείς αμέτοχος σε ζητήματα που δεν είναι της αρμοδιότητός του να κρίνει ή, έστω, να σχολιάσει, όπως π.χ. η διαμάχη της Ελλαδικής Εκκλησίας με το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως, δεν μπορεί παρά να πάρει θέση όταν βλέπει να διατυπώνονται θέσεις που καταγράφουν εμφανώς εσφαλμένα την πραγματικότητα. Τέτοια είναι η περίπτωση των όσων αναφέρονται στο άρθρο του κ. Αλεξάνδρου Γερμανού, σύνδεσμος μάλιστα για το οποίο, με παράθεση χαρακτηριστικού αποσπάσματος, φιλοξενείται στην πρώτη σελίδα του «Αντίβαρου».

Οι θέσεις που περιέχονται στο άρθρο αυτό αποτελούν, κατ’ ουσίαν, σύνοψη και διεύρυνση των αντι-Πατριαρχικών θέσεων που εκφράζονται από κύκλους πλησίον του Μητροπολίτου Αθηνών Χριστόδουλου (ή Αρχιεπισκόπου Αθηνών, όπως επικράτησε να ονομάζεται από τη δεκαετία του 1930 και εντεύθεν). Συνεπώς, τα όσα θα αναφερθούν στη συνέχεια, αφορούν στην πραγματικότητα το σύνολο της αντι-πατριαρχικής ρητορικής που αναπτύσσεται εσχάτως από τους κύκλους αυτούς.

Κεντρικό σημείο διαφωνίας με το σχολιαζόμενο άρθρο είναι καθεαυτή η ύπαρξη μιας πολιτικο-φιλοσοφικής και εθνικής προσέγγισης του ζητήματος εκ μέρους του συγγραφέα και του ευρύτερου κύκλου των υποστηρικτών των θέσεων της Εκκλησίας της Ελλάδος. Η προσέγγιση αυτή των εκκλησιαστικών ζητημάτων με πολιτικο-φιλοσοφικά-εθνικά, δηλαδή, με ανθρώπινα μέτρα και σταθμά, συνιστά το θεμελιώδες εξ υπαρχής σφάλμα που διαπράττουν οι υποστηρικτές των θέσεων της Εκκλησίας της Ελλάδος. Τούτο, διότι για εμάς τους Ορθοδόξους, το κανονικό δίκαιο είναι το ίδιο θεόπνευστο με όλους τους άλλους ιερούς θεσμούς της Εκκλησίας. Το Ίδιο το ʼγιο Πνεύμα διέταξε και τέθηκε το κανονικό αυτό δίκαιο, το Ίδιο ʼγιο Πνεύμα που κατευθύνει και αγιάζει την Εκκλησία.

Είναι, συνεπώς, το λιγότερο εσφαλμένο να τίθενται πολιτικο-φιλοσοφικές θεωρήσεις στο ίδιο επίπεδο επιχειρηματολογίας με την τήρηση του κανονικού δικαίου. Αν το κανονικό δίκαιο πρέπει να τηρηθεί, πρέπει, διότι τούτο είναι προσταγές του Ίδιου του Αγίου Πνεύματος, του Ίδιου του Θεού, στην πραγματικότητα. Αν στο κανονικό αυτό δίκαιο αντιτάσσεται η τάδε ή η δείνα θεώρηση για τον ελληνισμό, το κράτος, την κοινωνία κλπ., τι προς ημάς; Έχουν αξία οι θεωρήσεις αυτές μπροστά στην τήρηση του θεόπνευστου κανονικού δικαίου;

Αναπόσπαστο τμήμα της ίδιας πολιτικο-φιλοσοφικής προσέγγισης αποτελεί η επισήμανση του συγγραφέα ότι το Πατριαρχείο τυχαίνει να συνδράμουν στη διαμάχη του με την Εκκλησία ένα σωρό αντικληρικαλιστές που παθαίνουν «αλλεργία» με τον Αρχιεπίσκοπο. Αν και η υποστήριξη των συγκεκριμένων κύκλων σίγουρα συνιστά μια «έξωθεν κακή μαρτυρία» για το Πατριαρχείο, καμία σημασία δεν έχει τούτο, ακριβώς επειδή είναι και «έξωθεν» και «κακή». Αν, δηλαδή, ορισμένοι βρήκαν ευκαιρία να επιδιώξουν την πολιτική ρεβάνς που επιζητούσαν από έναν ισχυρότερό τους πολιτικά Αρχιεπίσκοπο, τον οποίο βαθιά αντιπαθούν, αυτό δεν σημαίνει τίποτε για το ποιος έχει δίκιο ή άδικο μεταξύ Αρχιεπισκόπου και Πατριάρχη. Και αυτό το επιχείρημα είναι, όπως και τα λοιπά, πολιτικό, συνεπώς, αδόκιμο για μια Εκκλησιαστική καθαρώς διαμάχη.

Εδώ θα πρέπει να διευκρινιστεί ότι, ως προς το αν είναι «καθαρώς εκκλησιαστική» η διαμάχη αυτή, δεν υπάρχει ομοφωνία. Ακριβώς οι υπέρμαχοι των ελλαδικών θέσεων ισχυρίζονται ότι δεν είναι καθαρώς εκκλησιαστικό το ζήτημα και ότι το θέμα είναι ευρύτερο, εθνικό, κλπ. Ακριβώς εδώ όμως εντοπίζεται, όπως προαναφέρθηκε, το θεμελιώδες σφάλμα των θέσεων της Ελλαδικής Εκκλησίας. Το Πατριαρχείο ζητεί πιστή και ακριβή τήρηση των Ιερών Κανόνων και η Ελλαδική Εκκλησία λέει «μα, το θέμα είναι πολιτικό, εθνικό κλπ.». Ερωτώ, όμως, τι σχέση έχουν τα πολιτικά, εθνικά κλπ. θέματα με τους Ιερούς Κανόνες; Αρκετά ταλαιπωρήθηκε η Ορθοδοξία από τους εθνικισμούς της κάθε κατά τόπον Εκκλησίας, καιρός να τη δούμε στις αληθινές, οικουμενικές της διαστάσεις, καιρός να τη δούμε μέσα από το σωτηριολογικό της πρίσμα. Καιρός, ιδίως, να αντιληφθούμε ότι ο εθναρχικός ρόλος που κατά άκραν οικονομία και κατά παράβαση των Ιερών Κανόνων, έπαιξε κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας, έληξε πια, ταυτόχρονα με τη σταδιακή λήξη της Τουρκοκρατίας για το μεγαλύτερο μέρος του ελληνισμού και την επίσημη μετατροπή της Τουρκίας σε δυτικού τύπου κράτος. Ας ζητούμε από την Εκκλησία μόνον τη σωτηρία μας και ας αποδώσουμε, επιτέλους, τα του Καίσαρος τω Καίσαρι, κατά την προτροπή του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού.

Θα υπενθυμίσω στους αγαπητούς αναγνώστες του «Αντίβαρου» ότι ο σκανδαλισμός των Εβραίων σε σχέση με το Χριστό προερχόταν ακριβώς από αυτό: Περίμεναν το Μεσσία ως ένα είδος πολιτικού αρχηγού, ο οποίος θα έδιδε σάρκα και οστά στο πολιτικό όραμα των Ιουδαίων για απελευθέρωση από το Ρωμαϊκό ζυγό και για κυριαρχία στην ευρύτερη περιοχή της Παλαιστίνης. Μια συνέχεια, δηλαδή, της παλαιοδιαθηκικής εβραϊκής θεοκρατίας και όχι την Ανακαίνιση απάσης της κτίσεως. Ήρθε όμως ο Χριστός και τους είπε: «Η βασιλεία η εμή ουκ έστιν εκ του κόσμου τούτου» (Ιωάν. 18, 36). Πολλοί δεν κατάλαβαν τι ακριβώς συνέβαινε, ορισμένοι όμως το κατάλαβαν και αυτοί έλαβαν ως δωρεά αυτήν ακριβώς τη Βασιλεία που δεν είναι «εκ του κόσμου τούτου». Συμπληρώνει μάλιστα ο Κύριος το παραπάνω χωρίο ως εξής: αν ήταν εκ του κόσμου τούτου η Βασιλεία Μου, οι υπηρέτες Μου θα αγωνίζονταν για να μην παραδοθώ στους Ιουδαίους «νυν δε η βασιλεία η εμή ουκ έστιν εντεύθεν», καταλήγει στο ίδιο εδάφιο ο Κύριος. Πώς λοιπόν εμείς θέτουμε εκκλησιαστικά ζητήματα επί πολιτικής - εθνικής βάσεως;

Απορώ λοιπόν: Πώς είναι δυνατόν οι εκπρόσωποι της Ελλαδικής Εκκλησίας να ασχολούνται με πράγματα εξ ορισμού μη Εκκλησιαστικά, πράγματα εξ ορισμού χαμένα, κοσμικά, που δεν θα έπρεπε να απασχολούν το εν τοις ουρανοίς πολίτευμα της ʼκτιστης επίγειας Εκκλησίας; Πώς είναι δυνατόν να καταγγέλουν με τόση βεβαιότητα το Πατριαρχείο για αντιεκκλησιαστική συμπεριφορά τη στιγμή που η στάση της Ίδιας της Ελλαδικής Εκκλησίας αντίκειται θεμελιωδώς στα όσα ο Κύριος εδίδαξε και έπραξε;

Ως προς τα λοιπά επιχειρήματα που προβάλλονται στο σχολιαζόμενο άρθρο, παρατηρείται περαιτέρω μια εσφαλμένη προσέγγιση της κανονικοδικαιικής πραγματικότητας, με αποκορύφωμα την αποστροφή ότι η πληρέστερη εξέταση του ζητήματος «αναδεικνύει την Ελλαδική Εκκλησία και την σημερινή θέση της "ορθοδοξότερη", κανονικότερη και περισσότερο εκκλησιοκεντρική».

Αν, η έμφαση σε επιχειρήματα πολιτικά, εθνικά κλπ. είναι απλώς εσφαλμένη τοποθέτηση, επιχειρήματα, όπως αυτά που θα αναφερθούν παρακάτω, που αποπειρώνται να καταδείξουν ακόμη και ότι η Ελλαδική Εκκλησία έχει δίκαιο από κανονικοδικαιικής απόψεως απολήγουν να είναι διαστρεβλωτικά μιας πολύ απλής πραγματικότητας: ότι η σημερινή ηγεσία της Ελλαδικής Εκκλησίας ευθέως αξίωσε να μην εφαρμόσει στην εκλογή του νέου Μητροπολίτη Θεσσαλονίκης την Πράξη του 1928. Μάλιστα δε, να μην εφαρμόζεται πλέον εις το διηνεκές. Πώς λοιπόν είναι «κανονικότερη» η θέση της όταν εξ ορισμού επιζητεί την καταστρατήγηση των Ιερών κανόνων ή, έστω, τη μεταβολή τους, (που είναι στην ουσία το ίδιο);

Το όλο ζήτημα σχετίζεται κατά βάση με το διοικητικό χαρακτήρα της ελλαδικής Εκκλησίας. Πρέπει να παρατηρηθεί ότι, χωρίς να το λέει ευθέως, ο συγγραφέας κάνει έμμεση αλλά σαφή αναφορά σε αυτό που είναι το βασικότερο ζήτημα για τους «ελλαδικούς», δηλαδή, στο αίτημα μετατροπής της Ελλαδικής Εκκλησίας σε Εκκλησία «πατριαρχικού» τύπου και, κατά συνέπεια, την πλήρη διοικητική αποκοπή της από το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Εκεί συνίστατο και η διαμάχη που είχε ξεσπάσει το 1999 με αφορμή το αίτημα της μνημόνευσης του Αρχιεπισκόπου (και την κατ’ ουσίαν μετατροπή του σε Πατριάρχη) από τις εκτός Αθηνών ελλαδικές Μητροπόλεις. Υπενθυμίζω στους αναγνώστες ότι ο Αρχιεπίσκοπος, για να αποφύγει τη μομφή που εκτοξευόταν τότε εναντίον του ότι επιζητούσε τη «δόξα» της μνημόνευσης, είχε δεσμευθεί να παραιτούνταν ο ίδιος από τη μνημόνευση και αυτή να ίσχυε από τον επόμενο Αρχιεπίσκοπο. Αυτή η πρόταση του Αρχιεπισκόπου, όμως, και αν ακόμη γινόταν δεκτή, δεν θα άλλαζε το χαρακτήρα της διοικητικής μεταβολής που θα δρομολογούνταν στα πράγματα της Εκκλησίας της Ελλάδος. Σκοπός του Αρχιεπισκόπου δεν ήταν η δόξα αλλά η πλήρης διοικητική αποκοπή από το Πατριαρχείο.

Χαρακτηριστικά εν προκειμένω είναι τα όσα αναφέρονται στο άρθρο για τη σημερινή δομή της ελλαδικής Εκκλησίας. Ο συγγραφέας του άρθρου ισχυρίζεται ότι τη δομή της Εκκλησίας της Ελλάδος δεν την όρισε το Πατριαρχείο αλλά οι Βαυαροί, άρα αυτή είναι προτεσταντίζουσα, άρα θα πρέπει «επιτέλους» να αλλάξει. Παραγνωρίζει, όμως, ο συγγραφέας, ότι στην Ορθόδοξη Εκκλησιολογία ανέκαθεν απαντώνταν δύο τρόποι διοίκησης μιας κατά τόπον Εκκλησίας, ήτοι ο καθαρώς «συνοδικός» και ο «Πατριαρχικός». Το πρώτο σύστημα είναι πολύ πιο αυστηρά αποκεντρωμένο σε σχέση με το δεύτερο, όπου ο Πατριάρχης είναι, μαζί με τον κατά τόπον επίσκοπο, και ο ίδιος, άμεσα κατά κάποιο τρόπο, πνευματικός πατέρας ολόκληρης της Εκκλησίας που διοικεί.

Όταν λοιπόν ιδρύθηκε πραξικοπηματικά η Ελλαδική Εκκλησία το 1833 δεν ήταν δυνατόν να επιλεγεί το Πατριαρχικό σύστημα διοίκησης, καθώς αυτό θα ήταν μια αδιανόητη και μη ανεκτή πρόκληση απέναντι στο Πατριαρχείο. Αναγκαστικώς, συνεπώς, επελέγη το αυστηρά συνοδικό σύστημα, όπου πνευματικός άρχων της κάθε Μητροπόλεως είναι μόνον ο τοπικός Μητροπολίτης. Συνεπώς, τα περί προτεσταντίζοντος συστήματος δεν ευσταθούν κατά βάση.

Τούτο δεν σημαίνει, βέβαια ότι δεν υπάρχουν προτεσταντίζοντα στοιχεία στο σύστημα διοίκησης της Ελλαδικής Εκκλησίας, με κυριότερο την ύπαρξη της «Διαρκούς Ιεράς Συνόδου». Για τούτο, όμως, ευθύνεται το Πατριαρχείο πολύ λιγότερο από την ίδια την Εκκλησία της Ελλάδος. Απόδειξη περί αυτού είναι ότι το Πατριαρχείο ουδέποτε έδωσε στον όντως καινοφανή και προτεσταντίζοντα θεσμό της «Διαρκούς Ιεράς Συνόδου» τις διευρυμένες αρμοδιότητες τις οποίες δίδει στο μη κανονικό Εκκλησιαστικό αυτό όργανο ο Καταστατικός Χάρτης της Εκκλησίας της Ελλάδος. Τον θεσμό αυτόν κατά άκραν οικονομία ανέχθηκε το Πατριαρχείο στον Τόμο του 1850 και εναντίον του ορθώς καταφέρεται ο συγγραφέας του άρθρου. Η Δ.Ι.Σ. κανονικοδικαιικώς μπορεί να λειτουργεί αυστηρά και μόνον ως εντολοδόχο όργανο της Ιεραρχίας, χωρίς κανένα ίδιο κανονικοδικαιικό δικαίωμα. Δεν είναι, δηλαδή, κανονική Σύνοδος Επισκόπων. Τέτοια σύνοδος είναι μόνον η Ιεραρχία, η Ιερά Σύνοδος της Ιεραρχίας.

Εάν, συνεπώς, οι περί τον Αρχιεπίσκοπο κύκλοι επιθυμούν την αποκάθαρση της Εκκλησίας της Ελλάδος από τα προτεσταντίζοντα στοιχεία της Διοίκησής της, το πρωταρχικό βήμα θα πρέπει να είναι η κατάργηση της Δ.Ι.Σ. Προσωπικά θα ήμουν απολύτως σύμφωνος με την κατάργηση της Δ.Ι.Σ. Όσοι, λοιπόν είναι αντίθετοι (και ορθώς) με την ιδέα της «Δ.Ι.Σ.» ως προτεσταντίζουσας, θα πρέπει να εισηγηθούν στην Ιεραρχία την κατάργησή της. Φρονώ, όμως, ότι δεν θα υπάρξει ούτε ένας από το περιβάλλον του Αρχιεπισκόπου, ο οποίος να αποδεχθεί την πρόταση αυτή/ Τούτο, διότι η κατάργηση της Δ.Ι.Σ. θα σημάνει εν πολλοίς το τέλος της σημερινής συγκεντρωτικής διοίκησης της Εκκλησία της Ελλάδος από τον Αρχιεπίσκοπο Χριστόδουλο. Χωρίς τη Δ.Ι.Σ. θα επανέλθει αναγκαστικώς στην πράξη η θεσμοθετημένη αποκέντρωση της Εκκλησίας της Ελλάδος και η παρέμβαση του Προέδρου της Ιεράς Συνόδου, του Αρχιεπισκόπου Αθηνών, θα μειωθεί αισθητά.

Τι θα απομείνει, λοιπόν, προτεσταντίζον, αν καταργηθεί η Δ.Ι.Σ.; Δεν θα έχουμε τότε ένα ορθοδοξότατο καθαρά συνοδικό σύστημα, στο οποίο ο Αρχιεπίσκοπος θα είναι και στην πράξη «πρώτος μεταξύ ίσων»; Αν η προτεσταντίζουσα «Δ.Ι.Σ.» είναι το πρόβλημα των υποστηρικτών του Αρχιεπισκόπου, δεν υπάρχει αντίρρηση, ας την καταργήσουμε!

Ίσως πάλι προβληθεί ότι δεν πρέπει να μνημονεύεται η Ιερά Σύνοδος από τους κατά τόπον Μητροπολίτες, καθότι και αυτός είναι προτεσταντίζον θεσμός. Σύμφωνοι, να το αλλάξουμε κι αυτό! Να μνημονεύεται λοιπόν ένας επίσκοπος ως Πατριάρχης. Πατριάρχη όμως έχουμε στην Κωνσταντινούπολη, ομοεθνή μας μάλιστα, χρειαζόμαστε άλλον στην Αθήνα; Να αρχίσει να μνημονεύεται ο Πατριάρχης και στις Παλαιές Χώρες, όπως στις Νέες Χώρες, διατηρώντας κατά τα λοιπά το σημερινό διοικητικό καθεστώς πλήρους αυτοδιοίκησης έναντι του Φαναρίου για τις Παλαιές Χώρες. Θα εξαλειφθεί τότε και το τελευταίο προτεσταντίζον χαρακτηριστικό. Όμως πολύ αμφιβάλλω αν μια τέτοια πρόταση θα υπήρχε η παραμικρή περίπτωση να συζητηθεί, έστω, σήμερα, στα πλαίσια της Ελλαδικής Εκκλησίας. Τότε όμως, θα πρέπει να καταστεί σαφές ότι τα προτεσταντίζοντα χαρακτηριστικά της Εκκλησίας της Ελλάδος, δεν είναι το επίκεντρο του προβλήματος για τους υποστηρικτές των θέσεων του Αρχιεπισκόπου. Το επίκεντρο του προβλήματος, αντιθέτως, είναι, όπως αναφέρθηκε από την αρχή, η συγκέντρωση όλης της εν Ελλάδι εκκλησιαστικής διοικητικής «εξουσίας» στα χέρια εκείνων ακριβώς των ανθρώπων που επιμένουν στην καταστρατήγηση των ιερών κανόνων.

Το πλέον παράδοξο από τις αναλύσεις του κ. Γερμανού είναι το σημείο του άρθρου του όπου χαρακτηρίζει ως «raison d’être» των ρυθμίσεων του 1928, το γεγονός ότι τα κανονικά δικαιώματα του Πατριαρχείου είναι «καθαρά τυπικά», ότι εδόθηκαν για να μην χρησιμοποιηθούν και, συνεπώς δεν επιτρέπεται να χρησιμοποιηθούν.

Παρόλο που και ο ίδιος ο κ. Γερμανός αντιλαμβάνεται το παράδοξο και «οξύμωρο», όπως ο ίδιος χαρακτηριστικά αναφέρει, της θέσης του, εντούτοις επιμένει για την ορθότητά της. Το λογικό σχήμα, όμως, που κτίζει για να υποστηρίξει τη θέση του δεν έχει επαρκές έρεισμα. Η θέση του είναι προφανώς αβάσιμη. Τούτο, διότι δεν νοούνται αρμοδιότητες που απαγορεύεται να χρησιμοποιηθούν. Ο συγγραφέας παραβλέπει στο συμπέρασμά του κάτι που ο ίδιος αναφέρει ως δεδομένο, ότι δηλαδή οι Μητροπόλεις των Νέων Χωρών παραμένουν Μητροπόλεις του Οικουμενικού Θρόνου. Αν οι επίμαχες αρμοδιότητες διατηρήθηκαν υπέρ του Πατριαρχείου «τυπικώς», αποκλειστικώς και μόνον για να εξακολουθήσουν να θεωρούνται Μητροπόλεις του Θρόνου, τότε, εάν αυτές καταργηθούν, αυτό θα συνεπάγεται πλήρη αποκοπή από τον Οικουμενικό Θρόνο και ευθεία καταστρατήγηση όχι μόνον του γράμματος αλλά και του πνεύματος της Πράξης του 1928. Και όμως, ο ίδιος ο συγγραφέας διατείνεται ότι η raison d’être των ρυθμίσεων επιβάλλει να μείνουν αυτές εις το διηνεκές ανενεργές.

Οι κανονικές αρμοδιότητες του Πατριαρχείου διατηρήθηκαν επί τω σκοπώ να εξακολουθήσουν οι Μητροπόλεις αυτές να θεωρούνται Πατριαρχικές. Ο συγγραφέας θεωρεί ότι επειδή είναι «τυπικές», σκοπός τους είναι να μην χρησιμοποιηθούν και, συνεπώς, οι Μητροπόλεις αυτές δεν πρέπει να θεωρούνται πλέον Πατριαρχικές. Αλλά, αν το Πατριαρχείο ήθελε, μπορούσε, όπως κυριαρχικώς είχε το δικαίωμα, να παραχωρήσει τις Μητροπόλεις αυτές οριστικώς στην Εκκλησία της Ελλάδος, όπως έπραξε με τη Θεσσαλία και την Επτάνησο. Δεν ήθελε, όμως, για αυτό κράτησε κάποια ελάχιστα δικαιώματα. Πώς λοιπόν μπορεί κανείς να ισχυριστεί ότι σκοπός της διατήρησης των δικαιωμάτων είναι η οριστική αποκοπή των Μητροπόλεων από το Πατριαρχείο, όταν ακριβώς ο αντίθετος υπήρξε ο δικαιολογητικός λόγος θέσπισης των δικαιωμάτων αυτών; Όταν σκοπός είναι ακριβώς η μη οριστική αποκοπή των Μητροπόλεων από το Πατριαρχείο;

Δεν μπορεί κανείς να πείσει, βέβαια κάποιον για κάτι, αν ο ίδιος επιμένει να το βλέπει με τελείως διαφορετικό τρόπο. Πολλώ μάλλον, όταν δεν είναι αδιαμφισβήτητο το θεμελιώδες, όταν, δηλαδή, δεν γίνεται από την άλλη πλευρά αποδεκτό ότι η διαμάχη ουδεμία σχέση (πρέπει να) έχει με την κρατική και εθνική μας υπόσταση, αλλά (πρέπει να) αφορά ένα καθαρά εκκλησιολογικό επίπεδο. Υπ’ αυτούς τους όρους, κανείς δεν μπορεί να αναμένει αποδοχή της κανονικοδικαιικής πραγματικότητας ούτε σε άλλα σημεία. Είναι τόσο μεγάλη η αποφασιστικότητα των «ελλαδικών» και η πίστη τους στο χαρισματικό πρόσωπο του Αρχιεπισκόπου, ώστε να διαπράττουν τόσο προφανή σφάλματα, προφανή για τον κάθε στοιχειωδώς καλόπιστο εξωτερικό παρατηρητή. Μάλιστα, ο συγγραφέας εμφανίζει το αδόκιμο λογικό του σχήμα ως «ρίζα της παρανόησης». Ποιας παρανόησης, όμως, προς ποια πλευρά;

Λησμονούν οι υποστηρικτές των θέσεων της Εκκλησίας της Ελλάδος ότι, αν συμβαίνει να μην έχουμε στην Ελλάδα Εκκλησία με Πατριαρχικού τύπου οργάνωση, είναι διότι έχουμε την ύψιστη τιμή, μόνοι εμείς ανάμεσα στους άλλους Ορθόδοξους λαούς, ο Οικουμενικός Πατριάρχης, ο πρώτος τη τάξει επίσκοπος της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας, να είναι ομοεθνής μας. Η επιθυμία, όμως, των ανθρώπων του Αρχιεπισκόπου για απαλλαγή από τον ενοχλητικό «μπελά» του Πατριαρχείου είναι τόσο μεγάλη, ώστε αυτή την υψηλή για το γένος μας τιμή να την βλέπουν μόνον σαν εμπόδιο στην ικανοποίηση των προσωπικών τους στόχων για τη διοίκηση της Εκκλησίας της Ελλάδος.

Ο συγγραφέας καταλήγει θέτοντας ο ίδιος το ρητορικό ερώτημα, που αυθορμήτως ανεβαίνει στα χείλη του αναγνώστη του άρθρου του: Αφού για όλα φταίει η «κακή» αυτοκεφαλία με τις προτεσταντίζουσες κλπ. καινοτομίες, γιατί λοιπόν αυτός υποστηρίζει με τόσο σθένος την αυτοκεφαλία; Ο ίδιος σπεύδει προοιμιακώς να καταδικάσει το απολύτως φυσιολογικό αυτό ερώτημα ως δήθεν προερχόμενο είτε από άγνοια είτε «εκ του πονηρού». Διότι, λέει, ναι μεν ήταν «κακό» το αυτοκέφαλο, αλλά πλέον είμαστε εθνικό κράτος, όλα αυτά είναι πραγματικότητες «μη αναστρέψιμες», όπως εμφαντικά σημειώνει, άρα, τι πρέπει να γίνει; Μονόδρομος η ενίσχυση της αυτοκεφαλίας, καταλήγει. «Δικαιούμαστε», επισημαίνει, «μια κανονική αυτοκεφαλία, όχι την προτεσταντίζουσα των Βαυαρών».

Μα φυσικά. Δικαιούσαι ως λαός να απορρίψεις το μέγιστο δώρο που σου έδωσε ο Θεός και η ιστορία, να βγαίνει από το δικό σου έθνος, από το δικό σου γένος ο Οικουμενικός Πατριάρχης των Χριστιανών, από το δικό σου και όχι από το Σερβικό, το Βουλγαρικό, το Ρωσικό. «Δικαιούσαι» μια αυτοκεφαλία που θα απορρίπτει την εξέχουσα θέση του Ελληνισμού στην ανθρωπότητα, μια θέση που, για εμάς τους Χριστιανούς, καμία άλλη βάση δεν μπορεί να έχει, πάρα μόνον την ύψιστη, κατά κυριολεξία, τιμή που μας έκανε ο Κύριος να μας χρησιμοποιήσει ως λαό-όχημα μέσω του οποίου ήλθε το θεϊκό δώρο της Εκκλησίας και της Διδασκαλίας Της στην υπόλοιπη ανθρωπότητα. Πάρα πολύ το δικαιούμαστε. Το ερώτημα είναι, όμως, γιατί να το θέλουμε. Γιατί να θέλουμε να εξισωθούμε προς τα κάτω ως λαός με τους λοιπούς Ορθοδόξους λαούς και να μην αποδεχόμαστε την τιμή αυτή που μας κάνει ο Κύριος;

Περιττεύει, δε, ο σχολιασμός ορισμένων φράσεων του συγγραφέα προς το τέλος του άρθρου του, όπως ο χαρακτηρισμός των επισκόπων του Θρόνου ως δήθεν «εξ ορισμού αντικανονικών», ο χαρακτηρισμός του Πατριαρχείου ως «βολεμένου» στην τουρκική... ομηρία (!), ο χαρακτηρισμός του ως «μη αντιπροσωπευτικού», λες και η Εκκλησία είναι ανθρώπινος οργανισμός με Γ.Σ., Δ.Σ. κλπ., η επίκληση τάσεων «υπερεπέκτασης» με σαφή υπαινιγμό για το εσθονικό - τη στιγμή, μάλιστα, που ο καθένας γνωρίζει ότι η εσθονική Εκκλησία συστάθηκε στις αρχές της δεκαετίας του 1920 με την έγκριση της Ρωσικής Εκκλησίας, για καταργηθεί πραξικοπηματικά από τον Στάλιν το 1940 και να ανασυσταθεί, ως ωφείλετο, από το Πατριαρχείο στη δεκαετία του 1990.

Ιδιαίτερα, όμως, πρέπει να σταθούμε στον χαρακτηρισμό των Μητροπόλεων των Νέων Χωρών ως δήθεν Μητροπόλεων «αυτοκέφαλης Εκκλησίας» ενώ παραπάνω στο άρθρο του ο ίδιος ο συγγραφέας είχε παραδεχθεί ότι οι Μητροπόλεις αυτές «παρέμεναν κατά το γράμμα επικράτειες του Πατριαρχείου». Διερωτάται ο αναγνώστης γιατί ο συγγραφέας παραβλέπει στο τέλος του άρθρου του αυτό που ο ίδιος είχε παραδεχθεί στην αρχή; Η αποστροφή αυτή του αρθρογράφου έχει μεγάλη σημασία. Η αλήθεια είναι αυτή που ο συγγραφέας παραδέχθηκε στην αρχή, ότι δηλαδή, οι Μητροπόλεις των Νέων Χωρών είναι έδαφος του Πατριαρχείου. Το Πατριαρχείο, συνεπώς, δεν «απλώνει χέρι» σε «ξένο αμπελώνα», όπως θέλει να ισχυρίζεται η Εκκλησία της Ελλάδος. Αντιθέτως, επιζητεί απλώς «τα ίδια», τα δικά του να προστατεύσει.

Θα κλείσω με την εξής επισήμανση: Αυτά που για τον συγγραφέα του άρθρου είναι πλέον «μη αναστρέψιμες καταστάσεις», για κάποιους πιστούς Ορθοδόξους, όχι όμως από τους λογικούς, αλλά τους παράλογους, τους ανεγκέφαλους, τους πλέον σκοταδιστές κλπ., είναι όχι απλώς πιθανόν, αλλά βέβαιο ότι θα ανατραπούν. Όπως διαβεβαίωνε δεξιά και αριστερά ο Γέρων Παΐσιος, την Πόλη θα την ξαναπάρουμε και μάλιστα σύντομα. Χαρακτηριστικά, αναφέρεται το εξής γεγονός: Είχαν πάει κάποιοι μαθητές της Αθωνιάδας να ρωτήσουν το Γέροντα αν όντως είχε πει για την Κωνσταντινούπολη και αν θα ζουν αυτοί όταν θα την πάρουμε. Τους δέχθηκε ο Γέροντας και είπαν διάφορα άλλα, όμως ντρέπονταν να ρωτήσουν για την Πόλη. Τέλος, σηκώθηκαν να φύγουν χωρίς να έχουν ρωτήσει τίποτε για αυτό. Καθώς έφευγαν, ο Γέρων λέει ξαφνικά στους έκπληκτους μαθητές: «Α, να ξέρετε, και την Πόλη θα την πάρουμε και θα ζείτε όταν θα γίνει».

Θα ήθελα να δω όλους αυτούς που μιλούν για μη αναστρέψιμες καταστάσεις και για την εθνική ανάγκη να μας κυβερνά εκκλησιαστικώς ο Αρχιεπίσκοπος και οι ίδιοι, πόσο εύκολα θα δεχθούν τη διάλυση της αυτοκέφαλης Ελλαδικής Εκκλησίας όταν, πρώτα ο Θεός, ελευθερωθεί η Κωνσταντινούπολη. Και διερωτώμαι: Όλοι αυτοί που μιλούν για αυτές τις δήθεν μη αναστρέψιμες καταστάσεις, αγνοούν άραγε ότι ο Χριστός είναι η μόνη Κεφαλή της Εκκλησίας; Δεν Τον λογαριάζουν πλέον καθόλου, δεν Τον έχουν πλέον στα σχέδιά τους;

Και, όχι χωρίς πόνο, θυμάται κανείς τη φράση του Γέροντος Παϊσίου, ότι «το Θεό σήμερα Τον βάζουν στην άκρη». Αυτό το είχε πει ο Γέρων για ανθρώπους κοσμικούς, αλλά δυστυχώς βλέπουμε να επεκτείνεται πλέον και σε ανθρώπους της Εκκλησίας σε σχέση με την Ίδια την Εκκλησία. Και βλέπει κανείς να χρησιμοποιούνται φράσεις όπως «ισχυρή Εκκλησία» λες και πρόκειται για κανέναν ανθρώπινο οργανισμό, όπως, ας πούμε, η «ισχυρή Ελλάδα» του ήδη «τελειωμένου» Σημίτη. Ξεχνούν, όμως, το θεϊκό χαρακτήρα της Εκκλησίας; Ξεχνούν το «πύλαι άδου ου κατισχύσουσιν αυτής»; Ξεχνούν ότι η Εκκλησία είναι αιωνίως ισχυρή, γιατί η Εκκλησία είναι ο Ίδιος ο Αναστημένος Κύριος; Ας τους υπενθυμιστεί, λοιπόν, εν κατακλείδι, ότι δεν βρίσκονται στην Εκκλησία για να Τη σώσουν, όπως φαίνεται να νομίζουν, αλλά, αντιθέτως, για να σωθούν απ’ Αυτήν.

 

[Το αρχικό άρθρο του Α. Γερμανού που προκάλεσε την απάντηση αυτή μπορείτε να το διαβάσετε εδώ]

 

 

http://www.antibaro.gr