[ Εάν δεν μπορείτε
να διαβάσετε το παρακάτω κείμενο, που είναι
γραμμένο σε πολυτονικό, κατεβάστε την
κατάλληλη γραμματοσειρά εδώ
Εναλλακτικά,
διαβάστε το
τώρα σε μορφή .pdf
]
Τά "Προνόμια" τῆς Ἑλλαδικῆς
Ἐκκλησίας καί ὁ Χωρισμός της ἀπό τό
Κράτος
Ἀναστάσιος Μαρίνος*
Περιοδικό "Ἔμφαση"
Παράλληλα πρός τήν ἐνίσχυση τῆς "τοπικῆς αὐτοδιοίκησης", τήν προαγωγή τοῦ "συνδικαλισμοῦ" καί τόν περιορισμό τῶν ἁρμοδιοτήτων τοῦ Ἀνώτατου Ἄρχοντος, ὁ Ἀνδρέας Παπανδρέου ἔθεσε ὡς ἕνα ἀπό τούς σκοπούς τοῦ τότε νεοπαγοῦς κόμματός του, ὅταν τοῦτο θά ἐρχόταν στήν ἐξουσία, καί τόν χωρισμόν τοῦ Κράτους ἀπό τήν Ἐκκλησία.
Οὔτε ὅμως κατά τήν ἀναθεώρηση τοῦ Συντάγματος τό 1985 τό παλαιό καί ἱστορικό ΠΑΣΟΚ ζήτησε αὐτόν τόν χωρισμό, οὔτε κατά τήν ἀναθεώρηση τοῦ 2000 τό νέο καί ἐκσυγχρονιστικό ΠΑΣΟΚ τοῦ κ. Σημίτη προέβαλε ἀντίρρηση γιά τήν διατήρηση τοῦ συστήματος σχέσεων Ἐκκλησίας καί Πολιτείας, ὅπως τοῦτο εἶχε διαμορφωθεῖ τελικῶς μέ τό Σύνταγμα τοῦ 1975. Στήν διατήρηση δέ τοῦ συστήματος αὐτοῦ ἦταν ἀπολύτως σύμφωνο καί τό κόμμα τῆς ἀξιωματικῆς ἀντιπολίτευσης, ἡ Νέα Δημοκρατία.
Παρ' ὅλα αὐτά, ὁμάδα ὀλίγων ἀτόμων, κατά βάσιν νομικῶν ἤ καί ἁπλῶς διανοουμένων, συμπαρατασσόμενη πρός τίς θέσεις τοῦ ΚΚΕ καί ἀδιαφοροῦσα γιά τήν βούληση τοῦ συντακτικοῦ νομοθέτη, δηλαδή τή βούληση τῆς συντριπτικῆς πλειονότητας τοῦ κυριάρχου λαοῦ, ὁ ὁποῖος δέν ἔστερξε στήν μεταβολή τοῦ συστήματος σχέσεων Ἐκκλησίας καί Πολιτείας καί τίς ἄφησε ὅπως εἶχαν καθοριστεῖ μέ τό Σύνταγμα τοῦ 1975, ἀγωνίζεται ἐδῶ καί ἀρκετό καιρό ὑπέρ τοῦ χωρισμοῦ τοῦ Κράτους ἀπό τήν Ἐκκλησία ἡ ὁποία, ὅπως ὑποστηρίζουν τά μέλη τῆς ἐν λόγω ὁμάδας, ἔχει στήν ἑλληνική κοινωνία θέση "προνομιακή", πού οὔτε δικαιολογία ἔχει στή σημερινή ἐποχή, οὔτε πολύ περισσότερο χρειάζεται, τουναντίον δίνει εἰς τούς Εὐρωπαίους τήν εἰκόνα μιᾶς Ἑλλάδας "μεσαιωνικῆς", ἀντιδημοκρατικῆς", "σκοταδιστικῆς" καί γενικά μιᾶς Ἑλλάδας καθυστερημένης καί ὀπισθοδρομικῆς, μέ ἄλλα λόγια μιᾶς χώρας "χομεϊνικῆς".
Ἔτσι, ἡ ὁμάδα αὐτή ἀγωνίζεται νά "ἐκσυγχρονίσει", στόν τομέα αὐτό, τήν χώρα, νά τήν φέρει κοντά στά δυτικά πρότυπα γιά νά ἐπιβεβαιωθεῖ κατ' αὐτόν τόν τρόπο καί μέ δικές μας ἐνέργειες πλέον ἡ θεωρία τοῦ Samuel Huntington, ὁ ὁποῖος ἐπιμένει ὅτι ἡ Ἑλλάδα εἶναι ὀρθόδοξη καί γι' αὐτό δέν εἶναι Δύση καί ἄρα δέν εἶναι Εὐρώπη.
Ἔτσι ἡ ὁμάδα αὐτή, ἐπανερχομένη συνεχῶς ἐπί τοῦ θέματος μέ ἐνέργειες διάφορων μελῶν της (ἀρθρογραφία εἰς τόν ἡμερήσιο τύπο, ἔκδοση μελετῶν, διενέργεια ἐπιστημονικῶν ἀνακοινώσεων κ.λπ.) ἐπαναλαμβάνει τά περί χωρισμοῦ Κράτους καί Ἐκκλησίας θίγουσα ἐνδεικτικά ὁρισμένα εἰδικότερα ζητήματα, ὅπως τή διαγραφή ἀπό τήν κεφαλίδα τοῦ Συντάγματος τῆς φράσης, μέ τήν ὁποία γίνεται ἐπίκληση εἰς τό ὄνομα τῆς Ἁγίας Τριάδος, τήν ὁποία θεωρεῖ, χωρίς ὅμως νά ἐξηγεῖ τό γιατί, ὡς κατάλοιπο αὐταρχικῶν καθεστώτων δηλαδή μή δημοκρατική, τόν ὑποχρεωτικό πολιτικό γάμο, τήν μή ὑποχρεωτικά θρησκευτική ταφή τῶν νεκρῶν, τήν ἀποτέφρωση τῶν νεκρῶν, τήν κατάργηση τοῦ θρησκευτικοῦ ὄρκου τοῦ Ἀνωτάτου Ἄρχοντος καί τῶν βουλευτῶν καί γενικῶς τήν κατάργηση τοῦ μαθήματος τῶν θρησκευτικῶν στά σχολεῖα, ζήτημα πού "καίει" ἰδιαίτερα.
Ὅπως ὅμως τίθεται, ἀπό τήν ὡς ἄνω ὁμάδα, τό ζήτημα τοῦ χωρισμοῦ Κράτους καί Ἐκκλησίας, μέ ἀπώτερο σκοπό δηλαδή νά πάψει πλέον νά ὑπάρχει αὐτή ἡ "προνομιακή" θέση τῆς ἑλλαδικῆς Ἐκκλησίας στήν κοινωνία προκαλεῖ πολλά ἐρωτήματα, ἡ ἀπάντηση εἰς τά ὁποῖα προϋποθέτει προηγούμενη ἀνάλυση τοῦ ὅρου "χωρισμός". Χωρισμός ὑπό τήν αὐστηρά νομική ἔννοια, δηλαδή ἡ δημιουργία ἑνός "κοσμικοῦ" κράτους σημαίνει ὅτι τό Κράτος, ὑπό ὅλες τίς ἐκδηλώσεις του, δηλαδή εἴτε ὡς νομοθετική ἤ δικαστική ἐξουσία, εἴτε ὡς δημόσια διοίκηση εἶναι καί παραμένει οὐδέτερο ἔναντι τοῦ θρησκευτικοῦ ζητήματος. Δέν ἐνδιαφέρεται δηλαδή ποίας θρησκείας ὀπαδοί εἶναι οἱ πολίτες του, οὔτε ἐνισχύει ἀμέσως ἤ ἐμμέσως ὁρισμένη ἤ ὁρισμένες θρησκεῖες οὔτε, ἀντιθέτως, ἀντιμάχεται τή θρησκεία γενικῶς ἤ ὁρισμένη θρησκεία εἰδικά.
Μέ ἄλλα λόγια, τό Κράτος εἶναι καί παραμένει ὄχι ἁπλῶς οὐδέτερο, ἀλλά παντελῶς ἀδιάφορο ἀπέναντι στό θρησκευτικό, γενικά, ζήτημα. Οὔτε φιλικό πρός τήν θρησκεία εἶναι τό Κράτος, οὔτε ἐχθρικό. Οὐδόλως ἐνδιαφέρεται γιά τήν θρησκεία, ἡ ὁποία εἶναι γι' αὐτό μία ἐντελῶς ἰδιωτική ὑπόθεση εἰς τήν ὁποίαν δέν δικαιοῦται νά ἐπέμβει εἴτε ἀμέσως εἴτε ἐμμέσως.
Αὐτό σημαίνει χωρισμός Ἐκκλησίας καί Πολιτείας καί αὐτός ὁ χωρισμός καθιερώθηκε μέ τό Σύνταγμα τῶν Η.Π.Α. καί συγκεκριμένα μέ τήν 1η τροποποίηση ἡ ὁποία ὁρίζει τά ἑξῆς: "Τό Κογκρέσο δέν πρόκειται νά θεσπίσει νόμο, πού θά καθιερώνει ἐπίσημη θρησκεία τοῦ Κράτους ἤ θά παρεμποδίζει τήν ἐλεύθερη λατρεία ὁποιασδήποτε θρησκείας...".
Ἐκτός ὅμως ἀπό αὐτόν τόν χωρισμό ὑπῆρξε στήν ἱστορία καί ὁ ἐχθρικός χωρισμός, δηλαδή ἡ δημιουργία ἑνός Κράτους ἀθεϊστικοῦ, ἑνός Κράτους τό ὁποῖο δέν εἶναι ἁπλῶς ἀδιάφορο ἔναντι τοῦ θρησκευτικοῦ παράγοντος, ἀλλά εἶναι ἐχθρικό πρός αὐτόν μέ συνέπεια νά τίθενται ὑπό διωγμόν οἱ πολίτες, οἱ ὁποῖοι ἐκδηλώνουν εἴτε ἐμμέσως εἴτε ἀμέσως τήν προτίμησή τους πρός τήν θρησκεία, ἤ πρός ὁρισμένη θρησκεία. Τό καθεστώς αὐτό ἴσχυε σέ ὅλα τά κράτη τοῦ κομμουνιστικοῦ συνασπισμοῦ, καί κυρίως στήν Ἀλβανία, ὅπου καί τό ἁπλό σημεῖο τοῦ σταυροῦ ἐθεωρεῖτο ποινικῶς κολάσιμη πράξη καί ἐτιμωρεῖτο.
Ἐν ὄψει ὅλων αὐτῶν τίθεται πλέον τό ἐρώτημα: Τί εἴδους καθεστώς σχέσεων Ἐκκλησίας καί Πολιτείας ἰσχύει σήμερα στήν Ἑλλάδα; Ἔχουμε χωρισμό τοῦ Κράτους ἀπό τήν Ἐκκλησία ἤ ὄχι; Ἀπό τήν μορφή τοῦ ἰσχύοντος σήμερα καθεστῶτος θά ἐξαρτηθεῖ ἡ ἀπάντηση στό ἐρώτημα, ἐάν ἔχει ἤ ὄχι νόημα ἡ ἐπέμβαση τοῦ συντακτικοῦ ἤ τοῦ κοινοῦ - ὅπου τοῦτο εἶναι ἐπιτρεπτό - νομοθέτη πρός τροποποίηση τοῦ καθεστῶτος αὐτοῦ.
Σήμερα πλέον - δηλαδή μετά τό 1975 - ἰσχύει στήν Ἑλλάδα ἕνα καθεστώς σχέσεων Ἐκκλησίας καί Πολιτείας, τό ὁποῖο δέν ἀπέχει καί πολύ ἀπό ἕνα καθεστώς χωρισμοῦ.
Ἄν καί ἔχω μιλήσει γιά τό θέμα αὐτό καί στό παρελθόν ἐπανέρχομαι σήμερα ἐπ' αὐτοῦ διότι ἐπακολουθήσανε ἀποφάσεις τοῦ Συμβουλίου τῆς Ἐπικρατείας, οἱ ὁποῖες διευκρινίζουν τό ὅλο ζήτημα καί πρέπει οἱ ἀποφάσεις αὐτές νά γίνουν γνωστές στό πολύ κοινό καί κυρίως στούς μή νομικούς. Θά προσπαθήσω νά δώσω ἀπάντηση στό ἐρώτημα ἐάν τό ἰσχύον σήμερα καθεστώς σχέσεων Ἐκκλησίας καί Πολιτείας εἶναι πράγματι "προνομιακόν" γιά τήν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος καί ἐάν ὑπάρχουν περιθώρια ἐπεκτάσεως τῶν προνομίων αὐτῶν καί σέ ἄλλες Ἐκκλησίες ἤ θρησκευτικές κοινότητες, ὡς ἐπίσης ἐάν δικαιολογεῖται ἡ περαιτέρω διατήρηση τοῦ καθεστῶτος αὐτοῦ ἤ μήπως τυχόν ἐπιβάλλεται ἡ κατάργησή του καί γιατί.
Δύο εἶναι οἱ διατάξεις τοῦ Συντάγματος τίς ὁποῖες χρησιμοποιεῖ ἡ ὁμάδα τῶν ἐν λόγω ἐπιστημόνων διά νά στηρίξει τήν ἄποψη ὅτι ἡ Ἑλλαδική Ἐκκλησία ἔχει προνομιακή θέση στό ἑλληνικό Κράτος.
Ἡ πρώτη εἶναι ἡ διάταξη τοῦ ἄρθρου 3 τοῦ Συντάγματος, ἡ ὁποία ὁρίζει ὅτι ἡ Ὀρθοδοξία ἀποτελεῖ τήν "ἐπικρατοῦσα θρησκεία" εἰς τήν Ἑλλάδα.
Καί ἐάν μέν ὑπό τήν ἰσχύ παλαιοτέρων Συνταγμάτων ὁ ὅρος "ἐπικρατοῦσα θρησκεία" προσπόριζε στήν θρησκεία αὐτή ὁρισμένα προνόμια, σήμερα πάντως ὑπό τήν ἰσχύ τοῦ Συντάγματος τοῦ 1975 ὁ ὅρος "ἐπικρατοῦσα" οὐδέν ἄλλο σημαίνει εἰ μή μόνον, ὅτι ἡ θρησκεία αὐτή εἶναι ἡ θρησκεία τῆς συντριπτικῆς πλειονότητος τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ. Οὐδέν ἄλλο σημαίνει ὁ ὅρος αὐτός καί κυρίως δέν σημαίνει ὅτι ἡ θρησκεία αὐτή εἶναι "ἐπίσημη θρησκεία" ἤ "θρησκεία τοῦ Κράτους", ὅπως πολλοί ἄσχετοι συνηθίζουν νά λέγουν. Εἶναι ἀληθές ὅμως ὅτι ὑπό τήν ἑρμηνείαν αὐτήν ἡ ὡς ἄνω διάταξη ἔχει εἰδική σημασία γιά τόν καθορισμό τῆς παιδείας στό μέτρο πού αὐτή ἀποτελεῖ τό περιεχόμενο ἀτομικοῦ δικαιώματος, ὄχι μόνο τοῦ ἐκπαιδευομένου, ἀλλά καί τῶν γονέων του. Πράγματι, σύμφωνα μέ τό ἄρθρο 26, παρ. 3 τῆς Οἰκουμενικῆς Διακηρύξεως τῶν Δικαιωμάτων τοῦ Ἀνθρώπου, τό ἄρθρο 2 τοῦ πρόσθετου πρωτοκόλλου τῆς Συμβάσεως τῆς Ρώμης καί τό ἄρθρο 18, παρ. 4 τοῦ Διεθνοῦς Συμφώνου τοῦ Ο.Η.Ε. τοῦ 1966, τό Κράτος ὀφείλει νά ἐξασφαλίζει στούς γονεῖς τό δικαίωμα νά ἀνατρέφουν τά τέκνα τους σύμφωνα μέ τίς ἀρχές τῆς δικῆς τους θρησκείας. Σέ μία χώρα λοιπόν, ὅπως ἡ Ἑλλάδα, ὁ πληθυσμός τῆς ὁποίας, στή συντριπτική του πλειονότητα, ἀνήκει στήν Ὀρθόδοξη Χριστιανική Ἐκκλησία, ὁ συντακτικός νομοθέτης αἰσθάνθηκε τήν ἀνάγκη νά ὁρίσει μέ τή διάταξη τοῦ ἄρθρου 16, παρ. 2 τοῦ Συντάγματος (καί αὐτή εἶναι ἡ δεύτερη διάταξη, ἡ ὁποία ἐνοχλεῖ τήν ὡς ἄνω ὁμάδα) ὅτι ἡ παιδεία ἀποσκοπεῖ στήν ἀνάπτυξη καί τῆς θρησκευτικῆς συνειδήσεως τῶν ἑλληνοπαίδων, ἡ ὁποία, ὅπως ἔκρινε καί τό Συμβούλιο τῆς Ἐπικρατείας, πρέπει νά γίνεται μέ βάση τό ὀρθόδοξο χριστιανικό δόγμα χωρίς ὅμως νά καταπιέζονται οἱ ἑτερόδοξοι, οἱ ἑτερόθρησκοι ἤ οἱ ἄθεοι μαθηταί, οἱ ὁποῖοι εἶναι ἀπολύτως ἐλεύθεροι νά ἀπέχουν ἀζημίως ἀπό τήν παρακολούθηση τοῦ μαθήματος αὐτοῦ (ΣτΕ 3356/95 καί 2176/98).
Ὑπό τήν ἑρμηνεία αὐτή, αὐτός ὁ ὁποῖος εὑρίσκεται εἰς προνομιακήν θέση δέν εἶναι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ἀλλά ἡ συντριπτική πλειονότητα τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ, ἡ ὁποία ἀνήκει εἰς τήν Ἐκκλησία αὐτή. Σέ προνομιακή θέση βρίσκονται οἱ Ἕλληνες γονεῖς οἱ ὁποῖοι, ὡς ὀρθόδοξοι χριστιανοί, ἔχουν ἀτομικό δικαίωμα νά ἀνατρέφουν τά παιδιά τους σύμφωνα μέ τό δικό τους θρήσκευμα. Ἀνάλογο δικαίωμα ἔχουν καί οἱ ὀπαδοί ἄλλων θρησκειῶν καί ὅταν ὑπάρχουν εἰς ἱκανόν ἀριθμόν π.χ. ρωμαιοκαθολικοί εἰς τίς Κυκλάδες τότε εἰς τά σχολεῖα διορίζεται καί καθηγητής δικῆς τους θρησκείας γιά τήν ἐξασφάλιση ἀντίστοιχης θρησκευτικῆς ἐκπαίδευσης.
Ὅταν λοιπόν ζητοῦν νά καταργηθεῖ τό μάθημα τῶν θρησκευτικῶν διά νά μήν εὑρίσκεται σέ προνομιακή θέση ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ζητοῦν περιορισμό τοῦ ἀτομικοῦ δικαιώματος τῶν ὀρθοδόξων Ἑλλήνων γονέων καί ἀντί τῆς διδασκαλίας τοῦ μαθήματος τῶν θρησκευτικῶν ζητοῦν νά καθιερωθεῖ ἡ θρησκειολογική διδασκαλία, ζητοῦν δηλαδή νά διδάσκονται ἐναλλάξ ὅλες οἱ θρησκεῖες.
Αὐτό ὅμως δέν εἶναι χωρισμός Κράτους καί Ἐκκλησίας, ἀλλά ἐχθρική στάση ἔναντι τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ καί ἄρα προσβολή τῆς πλειονότητος αὐτῆς ἐπειδή τό θέλουν ὁρισμένοι καίτοι ἀρνήθηκε νά τό δεχτεῖ ἡ συντριπτική πλειονότητα τοῦ Ἑλληνικοῦ Λαοῦ, τόσο κατά τήν σύνταξη τοῦ Συντάγματος τοῦ 1975 ὅσο καί κατά τίς δύο ἀναθεωρήσεις πού ἀκολουθήσανε.
Ὑπάρχουν ὅμως καί δύο ἄλλες διατάξεις τοῦ Συντάγματος, οἱ ὁποῖες ἐνοχλοῦν.
Ἡ μία ἀπό αὐτές εἶναι ἡ διάταξη τοῦ ἄρθρου 59, ἡ ὁποία προβλέπει τόν ὅρκο τῶν βουλευτῶν, ὁ ὁποῖος δίδεται σύμφωνα μέ τό τυπικό τῆς θρησκείας ἑκάστου. Ἀφοῦ ὅμως ὁ μή ὀρθόδοξος χριστιανός βουλευτής δίδει ὅρκο σύμφωνα μέ τήν θρησκείαν του, ποῦ ἐντοπίζουν οἱ διαφωνοῦντες τήν "προνομιακή" θέση τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας; Γενικά δέ, ἔχει κριθεῖ ἀπό τό Συμβούλιο τῆς Ἐπικρατείας (ἀπόφαση 2601/98) ὅτι ὁ θρησκευτικός ὅρκος δέν εἶναι ὑποχρεωτικός γι' αὐτούς οἱ ὁποῖοι ἐκ λόγων συνειδήσεως δέν θέλουν νά ὁρκιστοῦν θρησκευτικά καί ἑπομένως οὔτε καί ἀπό τῆς ἀπόψεως αὐτῆς θεσπίζεται προνομιακή θέση τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας. Πέραν τούτων ὅμως ζητοῦν τά μέλη τῆς ὥς ἄνω ὁμάδας νά ἀπαγορευθεῖ ὁ θρησκευτικός ὅρκος καί γι' αὐτούς, οἱ ὁποῖοι θέλουν νά ὁρκιστοῦν θρησκευτικά. Αὐτό ὅμως δέν εἶναι προσβολή τῆς θρησκευτικῆς ἐλευθερίας ὅλων ἐκείνων πού πιστεύουν ὅτι ὁ ὅρκος πρέπει νά εἶναι θρησκευτικός; Γιατί ἡ ὁμάδα αὐτή δέν σέβεται τούς θρησκευόμενους;
Μήπως λοιπόν ἐκεῖνο πού ζητᾶ ἡ ἐν λόγω ὁμάδα δέν εἶναι ὁ χωρισμός Ἐκκλησίας καί Πολιτείας, ἀλλά ὁ θρησκευτικός ἀποχρωματισμός ὄχι τῆς Πολιτείας, διότι τέτοιο ζήτημα δέν ὑπάρχει, ἀλλά ὁ θρησκευτικός ἀποχρωματισμός τῆς κοινωνίας;
Ἄλλη διάταξη τοῦ Συντάγματος, ἡ ὁποία φαίνεται κατά τήν ἐν λόγω ὁμάδα νά δίδει μία προνομιακή θέση εἰς τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία εἶναι ἡ διάταξη τοῦ ἄρθρου 33, παρ. 2 τοῦ Συντάγματος, ἡ ὁποία ὁρίζει ὅτι ὁ Πρόεδρος τῆς Δημοκρατίας δίδει, κατά τήν ἀνάληψιν τῶν καθηκόντων του, ὅρκον εἰς τό ὄνομα τῆς Ἁγίας Τριάδος.
Ἔχω τήν γνώμην ὅτι ἡ διάταξη αὐτή ἀναφέρεται στήν συνήθη περίπτωση, πού ὁ Πρόεδρος τῆς Δημοκρατίας εἶναι χριστιανός ὀρθόδοξος, ἤ ἄλλος χριστιανός πού δέχεται τό δόγμα τῆς Ἁγίας Τριάδος π.χ. ρωμαιοκαθολικός, ὄχι ὅμως καί στήν περίπτωση κατά τήν ὁποίαν ἤθελεν ἐκλεγεῖ ὡς Πρόεδρος τῆς Δημοκρατίας χριστιανός πού δέν δέχεται τό δόγμα αὐτό ἤ μή χριστιανός, ἐνδεχόμενον τό ὁποῖον τό ἰσχύον Σύνταγμα δε φαίνεται νά τό ἀποκλείει ἐν σχέσει μέ τά προηγούμενα Συντάγματα. Ἐάν, λοιπόν, ἐκλεγεῖ Πρόεδρος μή ὀρθόδοξος ἤ μή ρωμαιοκαθολικός χριστιανός ἤ μή χριστιανός, τότε ὁ Πρόεδρος αὐτός θά ὁρκιστεῖ σύμφωνα μέ τό δικό του θρήσκευμα.
Συνεπῶς, μέ τήν ἐκτεθεῖσα ἑρμηνεία οὔτε εἰς τό σημεῖον αὐτό ὑπάρχει προνομιακή θέση τοῦ Ὀρθοδόξου Χριστιανικοῦ δόγματος.
Εἰς τό Σύνταγμα δέν ὑπάρχει ἄλλη διάταξη, ἡ ὁποία νά δίδει προνομιακήν θέση εἰς τήν Ὀρθόδοξη Χριστιανική Ἐκκλησία. Ὑπάρχει ἁπλῶς εἰς τήν κεφαλίδα τοῦ Συντάγματος ἐπίκληση τοῦ ὀνόματος τῆς Ἁγίας Τριάδος. Τήν Ἁγία Τριάδα ὅμως συνομολογοῦν καί προσκυνοῦν καί ὁπαδοί καί ἄλλων χριστιανικῶν δογμάτων καί ὄχι μόνον οἱ ὀρθόδοξοι. Ἄρα οὔτε καί ἐδῶ ὑπάρχει προνομιακή μεταχείριση τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας.
Καί ἄς ἔλθουμε στίς διατάξεις τῆς κοινῆς νομοθεσίας. Οὐδεμία διάταξη ὑπάρχει, ἡ ὁποία νά δίδει προβάδισμα εἰς τήν Ὀρθόδοξη Χριστιανική Ἐκκλησία, ἡ δέ παρουσία τῶν ἐπιχωρίων ἀρχιερέων ἤ τοῦ Ἀρχιεπισκόπου στίς ἐπίσημες τελετές δέν ἔχει τήν ἔννοια τῆς προνομιακῆς μεταχείρησης, ἀφοῦ στίς τελετές αὐτές καλοῦνται ἐκπρόσωποι καί τῶν ἄλλων δογμάτων καί θρησκειῶν, ἡ δέ παράσταση κληρικῶν τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας εἰς τήν Βουλήν κατά τήν ἔναρξη τῶν ἐργασιῶν αὐτῆς, μή προβλεπόμενη ὑπό τοῦ νόμου ἤ τοῦ νῦν ἰσχύοντος Συντάγματος, δικαιολογεῖται ἀπό τήν ἀνάγκην νά ὁρκισθοῦν οἱ βουλετές κατά τό ὀρθόδοξο δόγμα μέ τήν προϋπόθεση ὅτι ἡ συντριπτική πλειονότητα αὐτῶν εἶναι ὀρθόδοξοι. Οἱ βουλευτές δέ τοῦ κομμουνιστικοῦ κόμματος οὐδέποτε ὁρκίσθηκαν θρησκευτικά πλήν ἑνός ἤ μᾶλλον μιᾶς βουλευτοῦ εἰς τήν τελευταίαν Βουλήν, ἡ ὁποία ἔκανε τό σταυρό της. Οὔτε καί ἐδῶ λοιπόν ὑπάρχει προνομιακή μεταχείριση ἐπί τῇ βάσει διατάξεως τοῦ Συντάγματος ἤ διατάξεως νόμου.
Ὅσον ἀφορᾶ τό ἰσόκυρον θρησκευτικοῦ καί πολιτικοῦ γάμου οὔτε αὐτό ἀποτελεῖ προνομιακήν μεταχείριση τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, διότι δέν εἶναι μόνον οἱ χριστιανοί ὀρθόδοξοι οἱ ὁποῖοι μποροῦν νά τελέσουν μόνο θρησκευτικόν ἤ μόνον πολιτικόν γάμον, ἀλλά καί οἱ ὀπαδοί ἄλλων δογμάτων ἤ θρησκειῶν.
Τέλος, τό ὀψίμως ἀνακινηθέν ζήτημα, ἐάν ἡ κηδεία θά εἶναι θρησκευτική ἤ μή θρησκευτική ἤ τὀ ἐάν οἱ νεκροί θα ἐνταφιάζονται ἤ θά ἀποτεφρώνονται, αὐτό εἶναι πλέον ζήτημα, τό ὁποῖο ἐξαρτᾶται ἀπό τή βούληση τῶν ἐνδιαφερομένων καί οὐδεμία σχέση ἔχει μέ προνομιακή ἤ μή θέση τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας στήν ἑλληνική κοινωνία, οὔτε ἀπαγορεύει τό Κράτος τήν μή θρησκευτική ταφή (τή χαρακτηριζομένη "κοσμική") ἤ τήν ἀποτέφρωση τῶν νεκρῶν. Προκαλῶ τόν ὁποιονδήποτε νά μοῦ ὑποδείξει διάταξη νόμου, ἡ ὁποία ἀπαγορεύει τήν ἄνευ ἱερολογίας ταφή τοῦ νεκροῦ ἤ τήν ἀποτέφρωσή του.
Ἐν ὄψει ὅλων αὐτῶν, τί εἴδους χωρισμόν τῆς Ἐκκλησίας ἀπό τό Κράτος ἐπιζητοῦν τά μέλη τῆς ὡς ἄνω ὁμάδος; Θέλουν μήπως ἕνα θρησκευτικό ἀποχρωματισμό τῆς κοινωνίας ὁσάκις τά μέλη αὐτῆς ἔρχονται σέ ἐπαφή μέ τόν κρατικό μηχανισμόν; Μέ τά ὡς ἄνω ὅμως δεδομένα, ὅπως αὐτά ἐξετέθησαν, ὁ ἀποχρωματισμός αὐτός εἶναι πάντοτε δυνατός διότι ὅποιος δέν θέλει νά παρακολουθήσει τό μάθημα τῶν θρησκευτικῶν, διότι εἶναι ἄθεος, ἑτερόδοξος ἤ ἑτερόθρησκος εἶναι ἐλεύθερος νά τό κάμει. Ὅποιος δέ θέλει νά δώσει θρησκευτικό ὅρκο εἶναι ἐπίσης ἐλεύθερος νά τό κάμει. Ὅποιος δέν θέλει νά κάνει θρησκευτικό γάμο εἶναι ἐλεύθερος νά κάνει γάμο πολιτικό. Τί ἀπομένει λοιπόν; Μόνο ἡ ἐπίκληση τοῦ ὀνόματος τῆς Ἁγίας Τριάδος εἰς τήν κεφαλίδα τοῦ Συντάγματος. Δέν τή θέλουν. Τούς ἐνοχλεῖ. Γιατί ὅμως τούς ἐνοχλεῖ δέν τό λέγουν. Ἄρα κάθε καλόπιστος συζητητής δικαιοῦται νά πιστεύει ὅτι ἐκεῖνο τό ὁποῖο τούς ἐνδιαφέρει εἶναι ὁ θρησκευτικός ἀποχρωματισμός τοῦ λαοῦ καί ὄχι ὁ χωρισμός κράτους καί Ἐκκλησίας ἀφοῦ στήν οὐσία ὑπάρχει τέτοιος χωρισμός ἤ, ἐν πάσῃ περιπτώσει, δύναται ἑρμηνευτικῶς νά διευκρινισθεῖ, σύμφωνα μέ ὅσα ἐκτίθενται ἀνωτέρω, ὅτι ἔχει θεσπιστεῖ ἤδη διά τοῦ Συντάγματος καί τῆς νομολογίας τοῦ Σ.τ.Ε. τέτοιος χωρισμός.
Στίς παρατηρήσεις αὐτές εἶναι δυνατόν νά διατυπωθεῖ ὁ ἑξῆς ἀντίλογος: Δέν μᾶς ἀρκεῖ ὅτι ὑπάρχουν ὅλες αὐτές οἱ δυνατότητες διά τούς μή ὀρθοδόξους καί τούς ἀθέους. Ἐμεῖς θέλουμε δημιουργία "κοσμικοῦ κράτους". Στόν ἀντίλογο αὐτό εἶναι δυνατόν νά ἀντιταχθεῖ ἡ ἑξῆς παρατήρηση.
Τό κοσμικόν κράτος ἐδημιουργήθη ὡς ἀντίδραση κατά τῶν θρησκευτικῶν διώξεων σέ καθεστῶτα στά ὁποῖα δέν ὑπῆρχε θρησκευτική ἐλευθερία ἤ ὡς ἀντίδραση σέ καθεστῶτα στά ὁποῖα ἡ Ἐκκλησία, καί κυρίως ἡ ρωμαιοκαθολική Ἐκκλησία (Γαλλία), εἶχε τή δυνατότητα νά ἐπεμβαίνει εἰς τήν ζωήν τῆς Πολιτείας, νά τήν καταδυναστεύει ἤ ἁπλῶς νά τήν ἐπηρεάζει. Κλασσικό παράδειγμα ἀποτελοῦν οἱ ΗΠΑ στίς ὁποῖες κατέφυγαν οἱ διωκόμενοι ἀπό τούς Ἄγγλους βασιλεῖς πουριτανοί, οἱ Pilgrims καί στή δεύτερη περίπτωση τό καθεστώς χωρισμοῦ, τό ὁποῖον ἐδημιουργήθη στήν Γαλλία μετά τή γαλλική ἐπανάσταση ὡς ἀντίδραση κατά τοῦ Πάπα καί τῶν ἐπεμβάσεών του στή ζωή τοῦ γαλλικοῦ Κράτους. Στήν Ἑλλάδα ὅμως οὐδείς διανοεῖται νά ὑποστηρίξει σοβαρά ὅτι ὑπάρχουν διώξεις διά λόγους θρησκευτικούς ἤ ὅτι ἡ Ἐκκλησία ἔχει τήν δυνατότητα νά ἐπεμβαίνει εἰς τήν ζωή τῆς Πολιτείας. Συνεπῶς ποῖοι εἶναι οἱ λόγοι ἕνεκα τῶν ὁποίων ἡ ὁμάδα τῶν ὡς ἄνω ἐπιστημόνων ζητεῖ τό χωρισμό Ἐκκλησίας καί Πολιτείας;
Ὑπάρχει ὅμως καί ἄλλο ζήτημα τό ὁποῖο πρέπει νά διευκρινισθεῖ: Τόσο ἡ Ἐκκλησία στό σύνολό της ὅσο καί οἱ Ἱερές Μητροπόλεις καί οἱ ἐνορίες τῆς ἐπικρατούσης ἐν Ἑλλάδι θρησκείας χαρακτηρίζονται ὑπό τοῦ νόμου (Ν. 590/77 ἄρθρ. Ι, παρ. 4) νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου. Αὐτός ὁ χαρακτηρισμός λέγεται ὅτι ἀποτελεῖ προνομιακή μεταχείριση τῆς Ὀρθοδόξου Χριστιανικῆς Ἐκκλησίας.
Ἡ πλάνη, ἡ ὁποία ἐντέχνως συντηρεῖται εἰς τό σημεῖον αὐτό εἶναι μεγάλη καί ἰδού γιατί. Τό νά εἶναι ἕνας ὀργανισμός ν.π.δ.δ. ὑπόκεινται στόν ἔλεγχο τῆς Πολιτείας καί μάλιστα ὄχι μόνον ἔλεγχο νομιμότητος ἀλλά, ἐνίοτε, καί ἔλεγχο σκοπιμότητος. Καί ἀπό τήν ἄποψη αὐτή οἱ πράξεις τῶν ὀργάνων τῆς Ἐκκλησίας, διά τῶν ὁποίων ἀσκεῖται διοίκηση, ὑπόκεινται στόν, δραστικό πολλές φορές, ἔλεγχο τοῦ Συμβουλίου τῆς Ἐπικρατείας, εἰς τόν ὁποῖο δέν θά ὑπέκειντο ἐάν ἡ Ἐκκλησία, οἱ Μητροπόλεις κ.λπ. ἦσαν ἁπλά νομικά πρόσωπα ἰδιωτικοῦ δικαίου. Ἐπί πλέον, μέ διάταξη τοῦ Συντάγματος (ἄρθρ. 3) ἔχει θεσπισθεῖ ἐξουσία τῆς Πολιτείας νά ψηφίζει διά τῆς Βουλῆς τόν Καταστατικό Χάρτη τῆς Ἐκκλησίας. Φαντάζεται κανείς τί σάλος θά ξεσποῦσε καί πόσες διαμαρτυρίες θά ἐγίνοντο ἐάν ἐψηφίζετο ἕνας νόμος μέ τόν ὁποῖο θά ὁρίζετο ὅτι οἱ Κανονισμοί λειτουργίας ὅλων τῶν θρησκευτικῶν κοινοτήτων θεσπίζονται μέ νόμο; Θά ξεσποῦσε ἐμφύλιος πόλεμος, ὁ ὁποῖος θά ἦταν ἀπόλυτα δικαιολογημένος καί ὅλοι θά φώναζαν - πρῶτος καί καλύτερος ἐγώ - ὅτι παραβιάζεται ἡ θρησκευτική ἐλευθερία. Ἡ Ὀρθόδοξη ὅμως Ἐκκλησία δέν μπορεῖ νά τό πεῖ αὐτό διότι τό ἴδιο τό Σύνταγμα τήν ὑποχρεώνει νά δέχεται τίς ἐπεμβάσεις τῆς νομοθετικῆς καί δικαστικῆς ἐξουσίας (βλ. ἄρθρα 3, 72 καί 95).
Ἐάν κάποιος λοιπόν θέλει τόν χωρισμό αὐτός εἶναι ἡ Ἐκκλησία γιά νά γλιτώσει ἀπό τίς κρατικές ἐπεμβάσεις καί νά προστατεύσει καλύτερα τήν περιουσία της - ὅση ἔχει ἀπομείνει - ἀπό τίς λαίμαργες βλέψεις τῆς Πολιτείας, ἡ ὁποία θεωρεῖ - κατά βάρβαρον παρερμηνείαν τῶν περί ἰδιοκτησίας διατάξεων τοῦ Συντάγματος - ὅτι ἐπειδή ἔχει βαφτίσει τήν Ἐκκλησίαν νομικόν πρόσωπον δημοσίου δικαίου, μπορεῖ νά τῆς παίρνει καί τήν περιουσίαν, ὅπως ἔγινε τό 1987 μέ τόν περίφημο νόμο Τρίτση, τόν ὁποῖον τό Δικαστήριον Ἀνθρωπίνων Δικαιωμάτων ἐθεώρησεν ἀντίθετο μέ τάς διατάξεις τῆς Συμβάσεως τῆς Ρώμης. Ἐάν ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία παύσει νά θεωρεῖται ν.π.δ.δ. καί περιέλθει εἰς τήν θέσιν ν.π.ι.δ. καί κυρίως ἀφαιρεθεῖ ἀπό τό Κράτος ἡ ἐξουσία ψηφίσεως τοῦ Καταστατικοῦ Χάρτου τῆς Ἐκκλησίας οὐδεμία Κυβέρνηση θά μπορεῖ πλέον νά ἐπεμβαίνει εἰς τήν ζωήν τῶν ἄλλων Ἐκκλησιῶν καί θρησκευτικῶν κοινοτήτων. Γιά νά γίνει ὅμως αὐτό πρέπει νά προηγηθοῦν δύο ἄλλα: Πρῶτον, νά τροποποιηθεῖ τό Σύνταγμα στο μέτρο πού ὁρίζει (ἄρθρα 3 καί 72) ὅτι τό Κράτος θεσπίζει μέ νόμο, ὁ ὁποῖος μάλιστα ψηφίζεται ἀπό τήν Ὁλομέλεια τῆς Βουλῆς, τόν Καταστατικό χάρτη τῆς Ἐκκλησίας καί τόν Καταστατικό αὐτό νά τόν ψηφίζει ἐφ' ἑξῆς μόνη της ἡ Ἐκκλησία. Δεύτερον, ἐγκαταλείποντας παλιές ἀντιλήψεις πού δέν βρίσκουν ἔρεισμα πλέον στό Σύνταγμα νά ξαναζήσουμε ὅλοι καί κυρίως ἡ διοικούσα Ἐκκλησία, τό ἐκκλησιαστικό γεγονός αὐτό καθ' ἑαυτό χωρίς νά τό τοποθετοῦμε σέ ἐπίπεδο ἰδεολογίας, καί μάλιστα κρατικῆς, συγχέοντας ἔτσι "φανφαρονικά κρατική ἐθιμοτυπία μέ θρησκευτική τελετουργία" (βλ. Χρ. Γιανναρᾶ στήν Ἐφημερίδα "Καθημερινή" τῆς 4. 6. 2000). Ἀλλά ὑπάρχουν καί δύο ἀκόμη ζητήματα τά ὁποῖα, κατά τήν ὡς ἄνω ὁμάδα τῶν ἐπιστημόνων, νοθεύουν τό καθεστώς τῆς θρησκευτικῆς ἐλευθερίας, δημιουργοῦν προνομιακή θέση τῆς Ὀρθόδοξης Χριστιανικῆς Ἐκκλησίας καί δικαιολογοῦν τόν χωρισμό Κράτους καί Ἐκκλησίας. Τά ζητήματα αὐτά εἶναι: Πρῶτον ἡ ἀπαγόρευση τοῦ προσηλυτισμοῦ. Ἡ ἀπαγόρευση αὐτή, πού ἔχει ὡς σκοπό νά διαφυλάξει τό ἀπαραβίαστο τῆς θρησκευτικῆς συνειδήσεως ἀπό ἀνέντιμες παράνομες καί ἀθέμιτες ἐπεμβάσεις, θεσπίζεται ὑπό τοῦ ἰσχύοντος Συντάγματος (ἄρθρον 3) ὑπέρ τῶν ὀπαδῶν ὅλων τῶν θρησκειῶν καί ὄχι μόνον ὑπέρ τῶν ὀπαδῶν τῆς Ὀρθοδόξου Χριστιανικῆς Ἐκκλησίας. Ποιός ὁ λόγος λοιπόν νά καταργηθεῖ, ὅπως ζητεῖ ἡ ὡς ἄνω ὁμάδα, ὁ περί προσηλυτισμοῦ νόμος, ὁ ὁποῖος ἐκρίθη ἤδη κατ' ἐπανάληψιν ὑπό τοῦ Δικαστηρίου τῶν Ἀνθρωπίνων Δικαιωμάτων ὅτι τελεῖ ἐν ἁρμονίᾳ πρός τήν Σύμβαση τῆς Ρώμης, ὅτι δηλαδή δέν παραβιάζει τήν προσωπικήν γενικά καί τήν θρησκευτική εἰδικότερα ἐλευθερία;
Δεύτερον, ἡ ἄδεια τῆς Πολιτείας γιά τήν ἀνέγερση χώρων λατρείας πού ἀνήκουν σέ ἄλλες πλήν τῆς ἐπικρατούσης, θρησκεῖες σκοπό ἔχει: α) νά ἀποτρέψει τή δημιουργία χώρων δημόσιας λατρείας οἱ ὁποῖοι, ἐλλείψει ὀπαδῶν, κανένα λόγο ὕπαρξης δέν ἔχουν καί δημιουργοῦνται ἁπλῶς γιά νά χρησιμεύσουν πρός ἄσκηση ἀθέμιτου προσηλυτισμοῦ εἰς βάρος τῶν ὀπαδῶν ἄλλων, ὁποιωνδήποτε θρησκειῶν καί β) νά προλάβει τή διενέργεια λατρευτικῶν πράξεων καί πρακτικῶν τῶν λεγομένων "καταστροφικῶν λατρειῶν ", δηλαδή τήν ἐφαρμογήν θρησκευτικῶν πεποιθήσεων ἐπικινδύνων στήν δημόσια τάξη. Καί οὐδείς δύναται νά ἰσχυρισθεῖ ὅτι πρέπει νά εἶναι ἐλεύθερες τέτοιου εἴδους θρησκεῖες. Ἡ κατ' ἐφαρμογήν δέ τῆς ἐν λόγῳ νομοθεσίας ἄρνηση χορήγησης ἀδείας ἐκδηλώνεται μέ μεγάλη φειδώ, ὅπως ἀποδεικνύεται ἀπό ἀναμφισβήτητο γεγονός, ὅτι ὑπάρχει εἰς ὁλόκληρον τήν Ἑλλάδα πλῆθος εὐκτηρίων οἴκων καί ἄλλων χώρων λατρείας πού ἀνήκουν σέ διάφορες θρησκεῖες ἤ χριστιανικά δόγματα, παριστάμεθεα δέ μάρτυρες θέσεως σέ λειτουργία ἀκόμη καί βουδιστικοῦ ναοῦ στίς παρυφές τοῦ Ἁγίου Ὄρους καί σέ χῶρο εἰδικῶς πρός τοῦτο ἀγορασθέντα. Ἀξίζει νά σημειωθεῖ ὅτι ἐκτός τῶν ναῶν τῆς ρωμαιοκαθολικῆς Ἐκκλησίας, οἱ ὁποῖοι ὑπάρχουν στήν Ἀθήνα καί σέ ἄλλα μέρη τῆς Ἑλλάδος (π.χ. Κυκλάδες) λειτουργοῦν σέ ὅλη τήν ἑλληνική Ἐπικράτεια περίπου 200 χῶροι λατρείας, πού ἀνήκουν στήν Ἀρμενική Ἐκκλησία, τήνἈρμενική Εὐαγγελική Ἐκκλησία, τούς Οὐνίτες, τήν Ἀγγλικανική Ἐκκλησία, τήν Ἐλευθέρα Ἀποστολική Ἐκκλησία τῆς Πεντηκοστῆς, τούς Μάρτυρες τοῦ Ἰεχωβᾶ, τούς Χριστιανούς Μάρτυρες τοῦ Ἰεχωβᾶ, τήν Ἐλευθέρα Εὐαγγελική Ἐκκλησία, τήν Ἐκκλησία τῶν Εὐαγγελιστῶν, τήν Ἑλληνική Εὐαγγελική Ἐκκλησία, τήν Εὐαγγελική Βαπτιστική Ἐκκλησία, τήν Ἀνεξάρτητη Εὐαγγελική Ἐκκλησία, τήν Ἀποστολική Ἐκκλησία τῆς Πεντηκοστῆς, τήν Ἐλεύθερη Ἀποστολική Ἐκκλησία, τήν Χριστιανική Ἀποστολική Ἐκκλησία, τήν Ἀποστολική Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ, τήν Ἀποστολική Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, τήν Ἀποστολική Ἐκκλησία τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, τήν Ἐκκλησία τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ τῶν Ἁγίων τῶν τελευταίων ἡμερῶν, τήν Ἐκκλησία τῆς Ἀγάπης τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, τήν Ἐκκλησίαν τοῦ Ἰησοῦ, τή Διεθνῆ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, τήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, τήν Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ τῆς Πεντηκοστῆς, τήν Ἐκκλησία τῶν Διαμαρτυρομένων Ἀντβεντιστῶν τῆς Ἕβδομης Ἡμέρας, τήν Ἐκκλησία τῆς Σύναξης τοῦ Θεοῦ (Πεντηκοστῆς), τήν Ἀναμορφωμένη Χριστιανική Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, τή Νεοαποστολική Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος, τήν Ἐκκλησία τῶν Ἀναγεννημένων Χριστιανῶν, τήν Χριστιανική Ἐκκλησία ὁ Θερισμός, τήν Ἐκκλησία τῶν Χριστιανῶν Ἑλλάδος, τήν Διεθνῆ Ἑλληνική Χριστιανική Ἐκκλησία, τήν Βιβλική Βαπτιστική Ἐκκλησία, τήν Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ τῆς Προφητείας (Πεντηκοστῆς), τήν Γνωστική Ροδοσταυρική Ἀποστολική Ἐκκλησία, τούς Μελετητές τῆς Βίβλου κ.ἄ. (τά ὡς ἄνω στοιχεῖα μοῦ ἔδωσε ὁ Γεν. Γραμματέας Θρησκευμάτων τοῦ Ὑπουργείου Παιδείας κ. Κονταγιάννης).
Πῶς εἶναι δυνατόν λοιπόν νά ὁμιλοῦμε σήμερα γιά προνομιακή θέση τῆς ὀρθοδόξου χριστιανικῆς θρησκείας ἐκ τοῦ λόγου ὅτι ἡ Πολιτεία θέλει νά ἔχει τόν ἔλεγχο ἐπί τοῦ εἴδους τῶν θρησκειῶν, τίς ὁποῖες ἐξυπηρετοῦν οἱ ὡς ἄνω ἀθρόως ἱδρυόμενοι χῶροι λατρείας, ἔλεγχο τόν ὁποῖο τό Δικαστήριο Ἀνθρωπίνων Δικαιωμάτων δέν ἔκρινε ἀντίθετο πρός τίς διατάξεις τῆς Συμβάσεως τῆς Ρώμης;
Ἐκτός βεβαίως ἄν οἱ μαχόμενοι διά τήν κατάργησιν αὐτῆς τῆς "προνομιακῆς" ὡς λέγουν, θέσεως τῆς Ὀρθόδοξης Χριστιανικῆς Ἐκκλησίας, θέλουν νά συγκαλυφθεῖ μέ τόν τρόπο αὐτό τό γεγονός ὅτι ἡ πλειονότητα τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ ἀνήκει στήν Ἐκκλησία αὐτή. Ἐκτός ἐάν τούς ἐνοχλεῖ ἡ ἀναμφισβήτητη αὐτή πραγματικότητα. Ἐάν αὐτή εἶναι ἡ ἀλήθεια τότε δέν τούς φταίει γι' αὐτό τό Σύνταγμα καί ἡ ἑλληνική νομοθεσία. Τούς φταίει ἡ πλειονότητα τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ. Μαζί της ἄς τά βάλουν γιά νά δοῦμε ἐπιτέλους ποιό θά εἶναι τό ἀποτέλεσμα.
* Δρ, Ν. Ἀντιπρόεδρος τοῦ Συμβουλίου Ἐπικρατείας