ΣΤΕΡΕΟΤΥΠΑ ΠΕΡΙ ΘΡΗΣΚΕΙΑΣ ΚΑΙ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑΣ
Γεν. Γραμματέα του ΔΣ του Δικτύου 21
Οι τηλεοπτικές αντιπαραθέσεις, τα από άμβωνος των εκκλησιών καταγγελτικά κηρύγματα και οι λαοσυνάξεις, είναι πια κοντινό παρελθόν. Το θέμα των «ταυτοτήτων» που έγινε η αφορμή ρήξης μεταξύ Πολιτείας και Εκκλησίας βρίσκεται σε κατάσταση σχετικής νηνεμίας, καθώς οι τόνοι έχουν πέσει και από τις δύο πλευρές. Αλλά το ζήτημα δεν έχει λυθεί.
Μετά το πέρας του συναρπαστικού «πρώτου γύρου», χρήσιμο είναι να δούμε τα πράγματα από απόσταση νηφαλιότητας.
Να θυμόμαστε ωστόσο, ότι νηφαλιότητα δεν σημαίνει να παραδοθούμε στα στερεότυπα – δηλαδή σε προκατασκευασμένα και κοινότοπα «ιδεολογήματα», που υποκαθιστούν τη σκέψη, την κρίση, αλλά και την απλή εμπειρική αντίληψη του πολίτη.
Διότι από τέτοια στερεότυπα χορτάσαμε τον τελευταίο καιρό. Επ’ ευκαιρία της διαμάχης των ταυτοτήτων, αλλά όχι μόνο εξαιτίας της…
Στερεότυπο πρώτο: Η διαμάχη για την αναγραφή του θρησκεύματος «δεν είναι κάτι σημαντικό». Κακώς ασχολούμαστε με αυτό και διαθλάμε την προσοχή της κοινής γνώμης από άλλα, πολλαπλώς σοβαρότερα…
Ένσταση: Οτιδήποτε κατεβάζει στο πεζοδρόμιο ένα εκατομμύριο κόσμο (τόσο υπολόγισαν αθροιστικά το πλήθος των δύο «λαοσυνάξεων» του Ιουνίου οι ανταποκρίσεις των ξένων ειδησεογραφικών πρακτορείων) δεν μπορεί να είναι κάτι «ασήμαντο». Οτιδήποτε προκαλεί τέτοια αναστάτωση στην κοινωνία είναι – εξ ορισμού θα έλεγαν οι κοινωνιολόγοι – σημαντικότατο.
Ύστερα, τι θα πει «υπάρχουν κι άλλα σοβαρότερα ζητήματα»; Προέκυψε, για παράδειγμα, τις τελευταίες ημέρες η προώθηση των τουρκικών δυνάμεων κατοχής στην Κύπρο. Αρμόδιος υπουργός της Κυπριακής Δημοκρατίας μίλησε για «ανατροπή του status quο» και για «νέο Αττίλα». Πως αντέδρασαν στην Αθήνα όσοι καταγγέλλουν την «παρέλκυση» της προσοχής της ελληνικής κοινής γνώμης από τις ταυτότητες;
Το αγνόησαν κι αυτό, προσπάθησαν να το αποσιωπήσουν πλήρως, όπως προσπαθούν να υποβαθμίσουν και το θέμα των ταυτοτήτων.
Εν πάση περιπτώσει, η σύγχρονη επικοινωνιακή επιστήμη θεωρεί «σοβαρό» οτιδήποτε απασχολεί την κοινή γνώμη, εφόσον αυτή η τελευταία έχει την ευκαιρία να το πληροφορηθεί. Βεβαίως, πολλοί πιστεύουν ότι όταν η κοινή γνώμη έχει ευαισθησίες αντίθετες προς τις δικές τους, είναι καιρός να…αλλάξουμε κοινή γνώμη! Ατυχώς, αυτό δεν είναι πολύ εύκολο, όπως σοφά επισήμανε, πριν από δεκαετίες, ο Μπέρτολντ Μπρεχτ…
Στερεότυπο δεύτερο: Η αναγραφή του θρησκεύματος στις ταυτότητες «δεν εξυπηρετεί τίποτε, δεν εφαρμόζεται πουθενά, άρα δεν έχουμε λόγο να τη διατηρούμε».
Λογικοφανής αυτός ο ισχυρισμός, αλλά ξεχνά κάτι: εφαρμοζόταν στην Ελλάδα επί δεκαετίες, χωρίς ποτέ να δημιουργήσει κάποιο πρόβλημα, πέρα από ορισμένες μικροσκοπικές θρησκευτικές μειονότητες, το πρόβλημα των οποίων μπορούσε να αντιμετωπιστεί ποικιλοτρόπως με προαιρετική αναγραφή ή με αυτοπροσδιορισμό του πως ήθελαν να αναγράφεται το δικό τους θρήσκευμα. Και ασφαλώς δεν εφαρμόστηκε στην Ελλάδα από τις αρχές της Κατοχής – όπως ψευδώς υποστήριξαν κάποιοι –, αφού ταυτότητες Ελλήνων και Ελληνίδων με το θρήσκευμα αναγεγραμμένο βρέθηκαν ήδη από το1914…
Η αλήθεια είναι ότι σε κάθε κοινωνία – ιδιαίτερα σε εκείνες που έχουν πλούσια ιστορική και πολιτισμική παράδοση – υπάρχουν κάποια θεσμικά κατάλοιπα περασμένων εποχών, τα οποία δεν έχουν νόημα για κανέναν άλλο λαό, σήμερα δεν εξυπηρετούν τίποτε, αλλά δεν εμποδίζουν την πρόοδο και ουδείς διανοείται να τα αλλάξει. Γιατί όλοι έμαθαν να σέβονται τη συνέχεια και τη θεσμική μνήμη της κοινωνίας τους…
Αυτό ασφαλώς είναι αδιανόητο σε οποιαδήποτε άλλη χώρα – πλην, ίσως, του θεοκρατικού Ιράν! Ασφαλώς, δεν εξυπηρετεί σε τίποτε τη συναλλαγματική ισοτιμία ή τη νομισματική αξιοπιστία του δολαρίου. Ξενίζει πολλούς, κι αν το πάρουμε «τοις μετρητοίς», ασφαλώς προσβάλλει τις πεποιθήσεις των άθεων ή των «αναγνωστικιστών» (που είναι πολλοί στις ΗΠΑ, παραδοσιακά). Αλλά ουδείς διανοήθηκε να προτείνει την κατάργηση του…
Κάθε χώρα σέβεται αυτά τα «θεσμικά κατάλοιπα», που μαρτυρούν ιστορική συνέχεια, εμπεδώνουν συλλογική συνείδηση και αποτυπώνουν θεσμική μνήμη. Εφόσον δεν δημιουργούν κανένα σοβαρό πρόβλημα, βεβαίως. Και για την αναγραφή του θρησκεύματος στις ταυτότητες, πολλοί διαφωνούν, πολλοί συμφωνούν, αλλά ουδείς βρήκε να αναφέρει έστω κι ένα σοβαρό λόγο που θα μπορούσε να είναι εμπόδιο στον «εκσυγχρονισμό»…
Οι θεσμοί δεν έχουν μόνο εργαλειακή – χρηστική σημασία, όπως κάποτε είχε παρατηρήσει ο Αντόνιο Γκράμσι. Οι θεσμοί έχουν και συμβολική δύναμη, αποτυπώνουν συνείδηση συνέχειας και νομιμοποιούν το σήμερα στο όνομα αυτής της συνέχειας – νομιμοποιούν ακόμα και τη ρήξη με το χθες, το οποίο, όμως, εμπεριέχουν και αντλούν ισχύ από αυτό.
Αποδυναμώνεται το θεσμικό βάθρο της δημοκρατίας, αν αντλεί τη νομιμοποίησή του μόνο από τις «χρηστικές αξίες» του σήμερα, πετώντας στον κάλαθο των απορριμμάτων τους συμβολισμούς της συνέχειας, χωρίς τους οποίους αυτό που ονομάζουμε πολιτισμός θα ήταν λέξη χωρίς περιεχόμενο.
Στερεότυπο τρίτο: Η αντίδραση της Εκκλησίας αποτελεί αντιδημοκρατική πρόκληση: ευθεία αμφισβήτηση μιας νόμιμα εκλεγμένης κυβέρνησης με νωπή εντολή.
Πολλαπλή η πλάνη στο σημείο αυτό. Πρώτον, η κυβέρνηση δεν έθεσε το ζήτημα προεκλογικά, δεν εξέθεσε τις απόψεις της στη λαϊκή έγκριση, δεν ζήτησε και δεν έλαβε οποιαδήποτε «λαϊκή εντολή» για την κατάργηση του θρησκεύματος από τις ταυτότητες.
Ασφαλώς, μια κυβέρνηση μπορεί να αποφασίζει και για ζητήματα που δεν τέθηκαν στον προεκλογικό διάλογο. Αλλά μπορεί να κυβερνά όχι «εν λευκώ», αλλά βάσει του Συντάγματος και των κειμένων νόμων.
Το Σύνταγμα, λοιπόν, δεν αποκλείει την αναγραφή του θρησκεύματος. Επί δεκαετίες – και οπωσδήποτε τα τελευταία 14 χρόνια από την τελευταία αναθεώρηση του Συντάγματος – εκδίδονταν χιλιάδες ταυτότητες κάθε μέρα με αναγεγραμμένο το θρήσκευμα. Χωρίς ποτέ να θέσει οποιοσδήποτε θέμα συνταγματικότητας και χωρίς ποτέ να αποφανθούν τα αρμόδια δικαστήρια περί «αντισυνταγματικότητας».
Πέραν του Συντάγματος, ας δούμε τι λένε σήμερα οι «κείμενοι νόμοι»: Ο νόμος του 1991, ισχύει και σήμερα, ουδέποτε καταργήθηκε, και προβλέπει υποχρεωτική αναγραφή του θρησκεύματος. Όταν το 1993 η τότε κυβέρνηση της ΝΔ πήγε να αλλάξει το νόμο αυτό (μετατρέποντας την υποχρεωτική αναγραφή σε προαιρετική), το τότε ΠΑΣΟΚ σύσσωμο «ξεσπάθωνε» υπέρ της υποχρεωτικής αναγραφής, ενώ σήμερα ξεσπαθώνει υπέρ της υποχρεωτικής κατάργησης.
Η απόφαση της κυβέρνησης έρχεται σε σύγκρουση με το νόμο του 1991, τον οποίο δεν φρόντισε να αλλάξει, αλλά και με τη δική της θέση του 1993, την οποία σήμερα προσπαθεί να αποσιωπήσει.
Ο νόμος του 1997, τον οποίο επικαλείται η κυβέρνηση (περί προστασίας προσωπικών δεδομένων), επιτρέπει την αναγραφή του θρησκεύματος εφόσον το επιθυμεί ο ίδιος ο ενδιαφερόμενος. Συνεπώς, η πρόταση της Ιεραρχίας δεν αντιβαίνει ούτε το νόμο του 1997. Η κυβέρνηση είναι που επιδεικνύει επιλεκτικότητα σε ότι αφορά την εφαρμογή των «κειμένων νόμων».
Εδώ, ωστόσο, υπάρχει ένα σκοτεινό σημείο. Οι κυβερνώντες προσπαθούν να προστατεύσουν τους πολίτες από τους ίδιους τους …εαυτούς τους! Αυτό, όμως, είναι τυπικό και κραυγαλέο σύμπτωμα ολοκληρωτισμού. Οι δημοκρατίες επιτρέπουν στους πολίτες τους να «σφάλλουν». Οι ολοκληρωτισμοί προσπαθούν να τους «σώσουν με το στανιό» από τον «κακό» εαυτό τους. Τέτοιες αντιλήψεις, όμως, φθείρουν τη δημοκρατία – δεν την ενισχύουν. Να θυμόμαστε, πάντως, ότι στο θέμα των ταυτοτήτων η κυβέρνηση έχει απέναντί της όχι την Ιεραρχία πλέον, αλλά την πλειονότητα των Ελλήνων πολιτών. Κι όταν αυτή η πλειονότητα γίνει «δεδηλωμένη», η κυβέρνηση θα έχει μέγα πρόβλημα, αν δεν φροντίσει να υποχωρήσει από τώρα…
Μπορεί η Ιεραρχία να μαζεύει υπογραφές, αλλά είναι οι πολίτες που υπογράφουν. Κι αν η πλειονότητα των πολιτών υπογράψει εναντίον της κυβερνητικής απόφασης, τότε δεν μπορεί η κυβέρνηση να επικαλείται τη «δημοκρατία» για να κυβερνά τους πολίτες ενάντια στη θέλησή τους.
Στερεότυπο τέταρτο: Η ελληνική Εκκλησία εμφορείται από ένα σκοταδιστικό – οπισθοδρομικό πνεύμα και προσπαθεί να επιβάλει ένα θεοκρατικό καθεστώς, το οποίο είναι ασυμβίβαστο με το διαχωρισμό Κράτους – Εκκλησίας και με το σύγχρονο «δημοκρατικό κεκτημένο» της Δύσης, στην ουσία προσπαθούμε να προσομοιάσουμε…
Στον ισχυρισμό αυτό έχουμε πολλές πλάνες μαζί:
· Πλάνη πρώτη: Ο διαχωρισμός Κράτους – Πολιτείας δεν τίθεται με τον ίδιο τρόπο σε όλες τις χώρες. Υπάρχουν χώρες στις οποίες διαφορετικές Εκκλησίες δίχασαν την κοινωνία επί αιώνες και η Πολιτεία συγκροτήθηκε, αναγκαστικά, σε διάκριση από τις Εκκλησίες, ακριβώς για να μπορέσει να ενώσει το λαό.
Υπάρχουν, αντίθετα, χώρες στις οποίες η Πολιτεία συγκροτήθηκε στηριζόμενη στην κυριαρχούσα Εκκλησία και η εθνική παράδοση συνυφαίνεται άρρηκτα με τη θρησκευτική παράδοση. Τέλος, υπάρχουν και μεταναστευτικά κράτη, στα οποία το θρήσκευμα είναι απλώς μία από τις πολλές διαφορετικότητες, και η Πολιτεία δεν μπορεί να ταυτίζεται με καμία Εκκλησία, ακόμα κι αν αριθμητικά κυριαρχεί.
Με άλλα λόγια, υπάρχουν κοινωνίες όπου το θρήσκευμα ιστορικά διαιρεί το λαό κι άλλες όπου το θρήσκευμα ιστορικά το ενώνει.
Η Ελλάδα ανήκει στη δεύτερη κατηγορία (όπως η Ιρλανδία και η Ισπανία). Η Γερμανία ανήκει στην πρώτη κατηγορία. Ενώ οι ΗΠΑ και ο Καναδάς στην τρίτη κατηγορία (μεταναστευτικά κράτη).
Το πρόβλημα της κοινωνίας των πολιτών τίθεται σε όλες τις σύγχρονες κοινωνίες, ασφαλώς, αλλά δεν λύνεται με τον ίδιο τρόπο. Γιατί, αν επιχειρήσουμε να δώσουμε τις ίδιες λύσεις, όχι απλώς θα φτιάξουμε «εξαμβλώματα», αλλά και θα παραβιάσουμε την «επικουρικότητα», που αποτελεί βασική αρχή στην «αρχιτεκτονική» της Ενωμένης Ευρώπης.
· Πλάνη δεύτερη: Στην Ελλάδα το πρόβλημα της διάκρισης Κράτους – Εκκλησίας έχει λυθεί ιδιόμορφα και προ πολλού. Δεν έχει λυθεί ικανοποιητικά, πράγματι. Πάντως, δεν θα τεθεί τώρα. Και για όποιον γνωρίζει τι συμβαίνει έξω, δεν υστερεί η Ελλάδα από άλλες δημοκρατικές χώρες της Δύσης. Από πολλές απόψεις πλεονεκτεί κιόλας…
Για παράδειγμα, σε ότι αφορά τη δικαιική διάκριση Κράτους – Εκκλησίας, η Ελλάδα είναι πολύ πιο «προχωρημένη» από πολλές άλλες χώρες της Δύσης:
Όλα αυτά δεν είναι σπάνια – είναι συνήθη περιστατικά του αστυνομικού δελτίου. Και δεν είναι «ακραία». Πολύ συχνά οι παραθρησκευτικές οργανώσεις που βρίσκονται από πίσω κατορθώνουν να επιβάλουν τις απόψεις τους σε τοπικές κυβερνήσεις ή στα Ομοσπονδιακά Σώματα.
Αρκεί να περιηγηθεί κάποιος το Internet – ειδικά τις ιστοσελίδες των γυναικείων οργανώσεων στις ΗΠΑ – για ν αντιληφθεί σε τι «Παράδεισο» ζούμε, από άποψη διάκρισης Εκκλησίας – Κράτους στην Ελλάδα.
· Πλάνη τρίτη: Όσοι θέλουν να εξοβελίσουν την Εκκλησία από το δημόσιο βίο δεν υπηρετούν τη θεμιτή διάκριση Κράτους – Εκκλησίας, αλλά έναν άλλο πολύ διαφορετικό και καθόλου «θεμιτό» στόχο: Τη δημιουργία άθρησκου κράτους κατά τα πρότυπα της Σοβιετικής Ένωσης. Όμως, οι δημοκρατικές χώρες της Δύσης ΔΕΝ είναι «άθρησκα κράτη». Αντιθέτως, καλλιεργούν θρησκευτική συνείδηση συστηματικά, ακόμα κι όταν η Πολιτεία είναι πλήρως διαχωρισμένη από συγκεκριμένες Εκκλησίες:
Έγινε πανδαιμόνιο, αντέδρασε η κοινή γνώμη και βγήκε ο ίδιος ο τότε καγκελάριος Χέλμουτ Κολ να δηλώσει ότι η Γερμανία είναι χριστιανικό κράτος και καλλιεργεί χριστιανική θρησκευτική συνείδηση στα παιδιά της. Τόσο απλά…
Οι σύγχρονες δημοκρατίες της Δύσης είναι ανεξίθρησκα κράτη, δεν είναι άθρησκα κράτη. Αυτό το λεπτό σημείο πολλοί το έχουν παρανοήσει εις τα καθ’ ημάς…
Αυτό που έχουν στο μυαλό τους κάποιοι ημέτεροι «φωταδιστές» δεν είναι να «διαχωρίσουν» το Κράτος από την Εκκλησία. Είναι να περιορίσουν ασφυκτικά τη θρησκευτικότητα, να περιθωριοποιήσουν πλήρως την Εκκλησία, να τη μετατρέψουν σε «Γραφείο Τελετών και Μνημοσύνων», όπως ήταν στα αλήστου μνήμης καθεστώτα του «υπαρκτού σοσιαλισμού».
Στερεότυπο πέμπτο: Η κατάργηση των ταυτοτήτων βοηθά καλύτερα την «ενσωμάτωσή» μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Πρόκειται επίσης για πλάνη – επικίνδυνη μάλιστα. Οι Ευρωπαίοι εταίροι μας ούτε το ζήτησαν αυτό, ούτε το έθεσαν ως προϋπόθεση, ούτε θα μπορούσαν, άλλωστε – εδώ δεν έχουν θέσει ως προϋπόθεση άλλα ζητήματα πολύ σοβαρότερα, όπως ο διαχωρισμός του αρχηγού της Εκκλησίας από το βρετανικό στέμμα ή η νομιμοποίηση των αμβλώσεων στην Ιρλανδία.
Επίσης, οι Ευρωπαίοι εταίροι μας δεν έχουν αποκλείσει την προαιρετική αναγραφή του θρησκεύματος στις ελληνικές ταυτότητες.
Αλλά το πιο σημαντικό είναι άλλο: Στην Ευρώπη θα χτίσουμε όλοι μαζί μια πολυ- πολιτισμική κοινωνία ανοχής ή θα αποτύχουμε. Η πολυ-πολιτισμικότητα στηρίζεται στο σεβασμό της διαφορετικότητας εν επιγνώσει όχι εν αγνοία.
Στηρίζεται στο σεβασμό του άλλου, που γνωρίζουμε ότι διαφέρει από μας – όχι στο σεβασμό του επειδή αγνοούμε ότι είναι διαφορετικός.
Σεβασμός που στηρίζεται στην άγνοια δεν παράγει ανοχή, διαιωνίζει έλλειμμα ανοχής. Κι από τη άποψη αυτή, η προαιρετική αναγραφή το θρησκεύματος στις ταυτότητες ασκεί την κοινωνία στην ανοχή, ενώ η απαγόρευση της ασκεί την κοινωνία στο…στρουθοκαμηλισμό.
Πολυ-πολιτισμικές κοινωνίες κάνουν πολιτική με βάση το θρήσκευμα, ιδιαίτερα απέναντι στις μειονότητες τους. Γι’ αυτό και μπορεί να μην το αναγράφουν στις ταυτότητες, αλλά υπάρχουν πλείστα επίσημα έγγραφά τους, καθ’ όλα νόμιμα, που το περιλαμβάνουν ως απαραίτητη πληροφορία. Από τις αιτήσεις εγγραφής στα δημοτικά σχολεία, μέχρι τις αιτήσεις (εθελοντικής ή μη) κατάταξης στο στρατό, αιτήσεις υποτροφίας κλπ.
Ακόμα και οι «ποσοστώσεις» (quotas) υπέρ μειονοτήτων στηρίζονται συχνά στην ιδιαίτερη θρησκευτική ταυτότητα. Αυτό ισχύει και στην Ελλάδα, άλλωστε. Όπου έχουμε «ποσοστώσεις» υπέρ των μουσουλμάνων για την εισαγωγή τους στα δημόσια πανεπιστήμια, δικαιώματα «εναλλακτικής θητείας» για τους μάρτυρες του Ιεχωβά κλπ.
Αυτά τα ιδιαίτερα προνόμια για να τα ασκήσουν οι δικαιούχοι πρέπει να μπορούν να βεβαιώσουν ότι έχουν την αντίστοιχη θρησκευτική πεποίθηση. Οπότε οδηγούμαστε στο συμπέρασμα ότι τη θρησκευτική τους ταυτότητα θα μπορούν να τη δηλώσουν τα μέλη των μειοψηφιών, αλλά όχι η μεγάλη πλειονότητα του ελληνικού λαού!
Αντιλαμβάνονται άραγε, σε τι παραλογισμούς οδηγούνται;
Στερεότυπο έκτο: Εν πάση περιπτώσει, το θρήσκευμα δεν είναι απαραίτητο για την αναγνώριση του προσώπου. Γιατί να το συμπεριλάβουμε στα προσωπικά στοιχεία ταυτότητας;
Ακόμα κι αν στο παρελθόν ήταν «άχρηστη» η αναγραφή του θρησκεύματος στις ταυτότητες, στην πολυ-πολιτισμική κοινωνία του μέλλοντος μπορεί να αποδειχθεί ιδιαίτερα χρήσιμη, αν όχι απαραίτητη.
Στις εθνικά ομοιογενείς κοινωνίες η συλλογική ταυτότητα όλων είναι κοινή προϋπόθεση ένταξής τους στην κοινωνία. Γι’ αυτό και η ταυτότητά τους περιλαμβάνει μόνο τα ατομικά τους στοιχεία.
Αντίθετα, στις πολυ-πολιτισμικές κοινωνίες του μέλλοντος δεν υπάρχει κοινή συλλογική ταυτότητα, οπότε η ένταξη των πολιτών σε μια ανοικτή κοινωνία ανοχής μπορεί να περιλαμβάνει κάλλιστα και τις «συλλογικότητες» στις οποίες ανήκουν τα πρόσωπα: θρήσκευμα, εθνικότητα, μητρική γλώσσα κλπ.
Στις πολυ-πολιτισμικές κοινωνίες που οικοδομούμε, το πρόσωπο δεν θα αναγνωρίζεται μόνο από τα ατομικά του χαρακτηριστικά, αλλά και από τις συλλογικές του αναφορές.
Θα εντάσσεται στην κοινωνία μέσα από ποικίλες συλλογικότητες: Ως ορθόδοξος θα έχει κοινά στοιχεία με άλλους ορθόδοξους μη Έλληνες. Ως Έλληνας θα έχει κοινά στοιχεία με άλλους Έλληνες ετερόδοξους. Ως ελληνόφωνος θα έχει κοινά στοιχεία με ξένους ελληνόφωνους κλπ.
Η συλλογική ένταξη δυναμώνει τους ενοποιητικούς μηχανισμούς των ελεύθερων προσώπων μιας πολυ-πολιτισμικής κοινωνίας. Ενώ η εξατομικευμένη αναγνώριση απλώς παράγει ισοπεδωμένα άτομα, απρόσωπα και αλλοτριωμένα. Μένει να αποφασίσουμε αν οραματιζόμαστε κοινωνίες προσώπων ή ηλεκτρονικές λίστες αριθμών.
Εν πάση περιπτώσει, μπορεί οι θρησκευτικές πεποιθήσεις να αποτελούν προσωπική υπόθεση του καθενός, αλλά η δημόσια ομολογία της πίστης αποτελεί πολιτισμικό δικαίωμα όλων.
Κι αυτό το δικαίωμα δεν μπορεί να αμφισβητηθεί εν όψει μιας πολυ-πολιτισμικής συγκρότησης. Πολύ περισσότερο δεν μπορεί να αμφισβητηθεί εν ονόματι της…
Δεν πρόκειται για σύγκρουση κυβέρνησης – Εκκλησίας. Πρόκειται για προσπάθεια της κυβέρνησης να επιβάλει τη θέληση της στην πλειονότητα των πολιτών που διαφωνούν ανοικτά. Κι αυτό δεν είναι ασφαλώς δημοκρατικό…
Δεν πρόκειται για προσπάθεια διαχωρισμού του Κράτους από την Εκκλησία. Πρόκειται για προσπάθεια πλήρους περιθωριοποίησης του θρησκευτικού συναισθήματος, που όλες οι σύγχρονες δημοκρατίες της Δύσης το καλλιεργούν συστηματικά.
Η προαιρετική αναγραφή του θρησκεύματος είναι πλήρως συμβατή με το Σύνταγμα, τους νόμους και το όραμα του ανεξίθρησκου κράτους. Η απαγόρευση αναγραφής του θρησκεύματος έρχεται σε σύγκρουση με κάποιους ισχύοντες νόμους και οδηγεί στον εφιάλτη του άθρησκου κράτους.
Δεν πρόκειται, τέλος, για το πρώτο βήμα δημιουργίας μιας πολυ-πολιτισμικής κοινωνίας ανοχής. Πρόκειται για το πρώτο βήμα ισοπέδωσης των προσώπων σε αλλοτριωμένα άτομα – αριθμούς, χωρίς συλλογικές αναφορές.
Δεν πρόκειται για «εξομοίωση» με τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Πρόκειται για ευθεία παραβίαση της αρχής της «επικουρικότητας», με την οποία οικοδομείται η Ένωση της Ευρώπης. Πρόκειται για μια σύγκρουση που τώρα μόλις άρχισε, επεκτείνεται πολύ πέρα από τις αστυνομικές ταυτότητες και αφορά όλους όσοι ξέρουν να σκέπτονται κριτικά – χωρίς στερεότυπα.
Οι υπόλοιποι, έτσι κι αλλιώς, έχουν χάσει προ πολλού τις ταυτότητές τους…