Έφυγε ένας Μεγάλος Έλληνας
Διονύσιος Κ. Καραχάλιος
Αντίβαρο, Ιανουάριος 2007
Καθώς ο λαμπρός αττικός ήλιος έριχνε το τελευταίο στοργικό χάδι του στο σεπτό σκήνωμα του Μακαριστού Αρχιεπισκόπου Χριστοδούλου, που οδηγείτο, πάνω στον κιλλίβαντα πυροβόλου, προς το Κοιμητήριο, άρχιζε η συνειδητοποίηση του τεράστιου κενού, η συναίσθηση της μεγάλης απώλειας: για την Εκκλησία, για τον Λαό, για το Έθνος. Αυτό το ατελείωτο ποτάμι των πιστών, με εντυπωσιακή την παρουσία των νέων ανθρώπων, που επί ώρες ατελείωτες και υπό δριμύ ψύχος, περίμενε υπομονετικά, ημέρα και νύκτα, έξω από τον Μητροπολιτικό Ναό των Αθηνών, για να απευθύνει τον ύστατο χαιρετισμό στον Ποιμενάρχη του, αυτές οι χιλιάδες των Ελλήνων, από κάθε γωνία της Πατρίδας, που ακολούθησαν, βουβοί και συγκλονισμένοι, τη νεκρική πομπή προς την τελευταία κατοικία του εκδημήσαντος Αρχιεπισκόπου, διακόπτοντας την απόλυτη σιωπή τους μόνον και μόνον για να βροντοφωνάξουν την αξιοσύνη του, αυτή η ολόψυχη συμμετοχή του μέσου πολίτη στο παλλαϊκό πένθος, όπως εκδηλώθηκε, όλες αυτές τις ημέρες, με το βλέμμα και την καρδιά του καθενός από μας, επιβεβαιώνουν, με τον πλέον αναμφισβήτητο τρόπο, ότι, στις 28 Ιανουαρίου 2008, έφυγε από την επίγεια ζωή και ταξίδευσε προς την αιωνιότητα ένας Μεγάλος Έλληνας. Φλογερός ιεράρχης, πύρινος ρήτωρ, ακάματος εργάτης υπέρ των αδυνάτων και των πασχόντων, ακατάβλητος υπέρμαχος των δικαίων και των παραδόσεων του Ελληνισμού, πνεύμα σπινθηροβόλο και αταλάντευτο, και, παράλληλα, άνθρωπος με απέραντη καλοσύνη, αγαθή προδιάθεση και πρωτόγνωρη επικοινωνιακή αμεσότητα, πέτυχε να φέρει την Εκκλησία στο επίκεντρο της κοινωνίας και να προσδώσει στο αξίωμά του δυσθεώρητες διαστάσεις. Και ακόμη, εγκαταλείποντας τα εφήμερα, πέτυχε αυτό που, πριν από τον θάνατό του, φάνταζε ακατανόητο: Να υποχρεώσει ακόμη και τους ποικιλώνυμους επικριτές του να αναγνωρίσουν τα ψυχικά του χαρίσματα και την μοναδική ικανότητά του να ταρακουνά τα λιμνάζοντα ύδατα και, σε μια εποχή πνευματικής ανυδρίας, να προκαλεί εγερτήρια σκιρτήματα για ιδανικά και αξίες. Είναι αυτός ακριβώς ο λόγος για τον οποίο, όσοι τον πολέμησαν εν ζωή, προσπάθησαν να αμαυρώσουν την εικόνα του, να λοιδορήσουν τις προθέσεις του, να υποτιμήσουν και να υποβαθμίσουν την θερμουργό επιρροή του εθνικού του λόγου: Διότι ο μακαριστός Χριστόδουλος, από την πρώτη στιγμή της αρχιερατείας του, έδειξε ότι βρίσκεται πολύ μακριά από τους συμβιβασμούς και τις υποχωρήσεις της λεγόμενης πολιτικής ορθότητας. Για τον Αρχιεπίσκοπο Χριστόδουλο, η πρόταξη του διαρκώς επιδιωκομένου οικονομικού ευδαιμονισμού, η διάχυτη υποχωρητικότητα έναντι οποιασδήποτε εξωτερικής απειλής, η εξύφανση μεθοδεύσεων εύκολης τακτοποιήσεως χρονιζόντων εθνικών ζητημάτων, η διαμόρφωση «υποτακτικής» συνειδήσεως, ευπροσήγορης στις αξιώσεις και υποδείξεις ισχυρών «φίλων» ή συμμάχων και η διαρκής θωπεία των μαζών μέσω νεφελωδών οραμάτων και ψυχοδιεγερτικών βερμπαλισμών, ήταν απολύτως ξένα προς την, κατακλύζουσα την ρωμαλέα ψυχή του, συναίσθηση Ελληνικότητας. Εξ ου και η πρωτόγνωρη μήνις εναντίον του από τους κονδυλοφόρους της δήθεν προοδευτικής ιντελλιγκέντσιας και τους ανιστόρητους ιεροφάντεις του καθηγητικού και δημοσιογραφικού κατεστημένου. Όλοι αυτοί, αφού την ανάγκην φιλοτιμίαν ποιούντες, έσπευσαν, για να αποφύγουν την κοινωνική κατακραυγή, να αναγνωρίσουν, εκ των υστέρων, τα ψυχικά χαρίσματα του εκδημήσαντος Αρχιεπισκόπου, φρόντισαν να υποδείξουν, ταυτόχρονα και την ανάγκη να περιορισθεί ο διάδοχός του στα αυστηρώς θρησκευτικά του καθήκοντα! Οποία υποκρισία! Αυτοί που χειροκροτούσαν τον Πάπα όταν καταδίκαζε τον πόλεμο στο Ιράκ, αρνούνταν στον Αρχιεπίσκοπο Χριστόδουλο το δικαίωμά του να καταδικάζει τους βομβαρδισμούς στην Σερβία. Αυτοί που θεωρούν αυτονόητο το δικαίωμα του Οικουμενικού Πατριάρχη να τάσσεται υπέρ της εντάξεως της Τουρκίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, οργίζονταν με τον προκαθήμενο της Ελληνικής Εκκλησίας όταν εξέφραζε αντίθετη άποψη. Αυτοί που λιποθυμούν από ενθουσιασμό για την αγάπη των παλαιστινίων για την πατρίδα τους και την πίστη των μουσουλμάνων στις παραδόσεις τους, λοιδορούσαν τον Ποιμενάρχη μας ως εθνικιστή, αντιδραστικό και σκοταδιστή, όταν εξεδήλωνε την αγάπη του και την αγωνία του για την Πατρίδα και το μέλλον του Ελληνισμού. Φυσικά, αυτοί οι μικροί και ασήμαντοι (μεταξύ τους και κάποιος πρωθυπουργός που τον έχουν ξεχάσει ακόμη και οι άλλοτε υποτακτικοί του) δεν μπορούσαν να συγχωρήσουν στον Χριστόδουλό μας την απλησίαστη ικανότητά του να αφυπνίζει συνειδήσεις και να προκαλεί σκιρτήματα για την Πατρίδα, τον Ελληνισμό, το Έθνος και την Ορθοδοξία. Αυτές οι απαγορευμένες από την ψευτοπροοδευτική διανόηση έννοιες απέκτησαν σύγχρονο και δυναμικό νόημα στα ακούραστα χείλη του ασυμβίβαστου Ιεράρχη, ο οποίος είχε απόλυτα κατανοήσει ότι ο λόγος του δεν μπορούσε και δεν έπρεπε να περιχαρακωθεί στα στενά όρια, που του υπαγόρευαν οι εχθροί της Εκκλησίας και οι αρνητές της εθνικής μας ιδιοπροσωπίας. Είτε το θέλουν, είτε όχι, οι ποικιλώνυμοι αμύντορες του περιορισμού της Εκκλησίας στα στενά θρησκευτικά της καθήκοντα, είναι μεγάλος ο αριθμός εκείνων των πολιτών, που επιμένουν στην ύπαρξη πατριωτικού φρονήματος, που αγωνιούν για την επιβίωση της πολιτιστικής μας ταυτότητας στο σύγχρονο περιβάλλον, που επιζητούν τον απόλυτο σεβασμό της εθνικής μας αξιοπρέπειας, που καταδικάζουν, χωρίς περιστροφές, υπολογισμούς και συμψηφισμούς, την καταλήστευση του δημοσίου πλούτου, που αρνούνται την δουλική υποταγή στις παράλογες αξιώσεις γειτόνων και φίλων, που εξακολουθούν να τιμούν τα ιερά και τα όσια της φυλής, τους ήρωες και τους νεκρούς των εθνικών μας αγώνων, που διψούν για δικαιοσύνη, αξιοκρατία και διαφάνεια και που επιθυμούν καλύτερη παιδεία, καλύτερη δημόσια διοίκηση, καλύτερες υπηρεσίες υγείας. Σε μια εποχή, που το σύνολο, σχεδόν, του πολιτικού κόσμου της χώρας αρνείται να αρθεί στο ύψος των περιστάσεων και να τοποθετηθεί με παρρησία και απόλυτη σαφήνεια υπέρ των παραπάνω αξιών, ήταν εύλογες οι προσδοκίες και οι ελπίδες που καλλιέργησε, στην συνείδηση της κοινής γνώμης, η θαρραλέα στάση του μακαριστού Αρχιεπισκόπου μας. Όχι γιατί ο Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος ήταν πολιτικός, όπως εκ του πονηρού ισχυρίζονταν οι κακόβουλοι επικριτές του, αλλά διότι ο θερμουργός λόγος του έθιξε καίρια την έλλειψη πολιτικής «ευψυχίας», που διακρίνει, δυστυχώς, την πλειοψηφία των εντεταλμένων για την διακονία των εθνικών και λαϊκών συμφερόντων. Η κληρονομιά του Αρχιεπισκόπου Χριστοδούλου είναι βαριά. Και αυτό που απομένει στον διάδοχό του είναι να την τιμήσει και, με την βοήθεια του Θεού και την αγάπη των πιστών, να την διατηρήσει και να την επαυξήσει.-
Αυτό το κείμενο είναι γραμμένο σε μονοτονικό. Διαβάστε την πολυτονική του έκδοση.
|