Αφιέρωμα στον π. Ιωάννη Ρωμανίδη,
τον Θεολόγο και Ρωμηό.
Όμιλος Ελληνικού Πολιτισμού
Δρ. Δημήτριος Κ. Γερούκαλης
Οκτώβριος 2003, ΚΩΣ
Την πρώτη Νοεμβρίου 2001 εκοιμήθη ο
Πρωτοπρεσβύτερος π. Ιωάννης Ρωμανίδης, καθηγητής της Θεολογίας, ο
«διδάσκαλος της Ρωμαϊκής υποστάσεως του Γένους, «ένας από τους
μεγαλύτερους ορθόδοξους θεολόγους του 20ου
αιώνα».
Με τη συμπλήρωση δυο χρόνων από την εκδημία του το
παρόν κείμενο αφιερώνεται στη μνήμη του.
Ο Σεβ. Μητροπολίτης Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου κ
.Ιερόθεος είπε στον επικήδειο λόγο του: «Σεβαστέ π. Ιωάννη, τον
τελαυταίο καιρό εξέφραζες το παράπονο ότι ο κόπος σου πήγε χαμένος,
επειδή έβλεπες τα πράγματα να εξελίσσονται έξω από τα κριτήρια της
Ορθοδόξου Πατερικής Παραδόσεως. Όμως τώρα θα γνωρίζεις πολύ καλύτερα
ότι η δύναμη της πίστεως και ο αυθεντικός θεολογικός λόγος είναι
ισχυρότερος από τα πυρηνικά και χημικά όπλα και ότι ο σπόρος της
αυθεντικής διδασκαλίας σου θα καρπίσει.
Το υποσχόμαστε και εμείς οι μαθητές σου, Επίσκοποι
και Κληρικού, λαϊκοί και μοναχοί, όλος ο λαός του Θεού».
Ο π. Ιωάννης Ρωμανίδης είχε αφιερωθεί «ψυχή τε και
σώματι» στο βάθος της Ρωμηοσύνης, που γι αυτόν ήταν η ουσία της
γνήσιας πνευματικότητας που απαλλάσσει τον άνθρωπο από τη φιλαυτία,
την ευδαιμονία και τις εκδηλώσεις του πεπτωκότος ανθρώπου. Είναι
ένας από τους μεγαλύτερους ορθοδόξους θεολόγους του 20ου αιώνα και
ανακαινιστής της θεολογίας μας με την επιστροφή της στην γνησιότητα
της αγιοπατορικής παραδόσεως. Υποστήριζε τη σχέση Θεολογίας και
ʼγιοΠνευματικής εμπειρίας και τους σταθμούς της πνευματικής πορείας
των Αγίων: κάθαρση, φωτισμός, θέωση ως προϋπόθεση των Οικουμενικών
Συνόδων και της αυθεντικής αποδοχής των, κάτι που έχει χαθεί στη
Δύση, αλλά και στη Δυτικίζουσα δική μας θεολογική σκέψη
Ο π. Ιωάννης Ρωμανίδης είχε μια θέση που επιστέφει
την όλη θεολογία του: ο σκοπός της Εκκλησίας είναι να θεραπεύσει τον
άνθρωπο από την πνευματική ασθένεια που προέκυψε από την πτώση (αυτή
η πνευματική αρρώστια χαρακτηρίζεται από την αναζήτηση της
ευδαιμονίας) και να του δώσει τη δυνατότητα να γνωρίσει τον Θεό (η
θρησκεία είναι αρρώστια και η Εκκλησία η θεραπεία της).
Μια δευτερεύουσα θέση του, η οποία απορρέει από
την πρώτη, είναι πως οι δογματικές διαμάχες στην ιστορία της
Εκκλησίας προκαλούνται από αυτούς που δεν κατανοούν τη λειτουργία
της ως πνευματικού νοσοκομείου.
Έτσι, η πραγματική διαφορά με τη Δύση είναι η
απώλεια αυτής της κατανοήσεως, η οποία συνέβη γιατί στη Δύση κάποιες
πολιτικές μετέτρεψαν τους εκκλησιαστικούς θεσμούς σε απλούς
πολιτικούς θεσμούς. Ως διαχειριστές πολιτικών θεσμών, οι ιθύνοντες
της Εκκλησίας ενδιαφέρθηκαν για την ευδαιμονία του ανθρώπου αντί για
τον δοξασμό του, για την απλή συγχώρεση των αμαρτιών του, αντί για
την κάθαρση.
Η Εκκλησία δεν είδε την αποστολή της ως μια απλή
συγχώρεση των αμαρτιών των πιστών για την είσοδο τους στον Παράδεισο
στην άλλη ζωή.
Η Εκκλησία ξέρει καλά ότι η συγχώρεση των αμαρτιών
είναι μόνον η αρχή της θεραπείας της αρρώστιας της ανθρωπότητας που
συνίσταται στην αναζήτηση της ευδαιμονίας.
Θεωρώντας το θεολογικό του έργο, διδακτικό
συγγραφικό και αγωνιστικό αναγκαζόμαστε να κάνουμε λόγο για εποχή
προ και μετά του Ρωμανίδη.
Διότι έφερε αληθινή τομή και ρήξη με το σχολαστικό
παρελθόν μας, που λειτουργούσε ως «βαβυλώνιος αιχμαλωσία» της
θεολογίας μας.
Ο π. Ι. Ρωμανίδης α) επανέφερε την
προτεραιότητα της πατερικής εμπειρικής θεολογήσεως, παραμερίζοντας
το διανοητικό, στοχαστικό, μεταφυσικό τρόπο διανοήσεως, β)
συνέδεσε την ακαδημαϊκή θεολογία με τη λατρεία και τη φιλοκαλτική
παράδοση, καταδεικνύοντας την αλληλοπεριχώρηση θεολογίας και
πνευματικής ζωής και τον ποιμαντικό θεραπευτικό χαρακτήρα της
δογματικής θεολογήσεως, γ) διείδε και υιοθέτησε στη θεολογική
μέθοδο το στενό σύνδεσμο δόγματος και ιστορίας και γι αυτό μπόρεσε
να κατανοήσει όσο λίγοι την αλλοτρίωση και πτώση της θεολογίας στη
Δυτική Ευρώπη, η οποία επήλθε με τη φραγκική κατάκτηση και επιβολή.
Για το σχίσμα της Δύσεως και την αίρεση του
Καθολικισμού και μετέπειτα του Προτεσταντισμού ο π. Ρωμανίδης
γράφει: «δεν υπήρξε ποτέ καμμιά Βυζαντική Αυτοκρατορία πουθενά,
μέχρι τον 18ο αιώνα. Είναι μια εφεύρεση των δυτικών ιστορικών του
18ου αιώνα. Οι ρωμαϊκοί πολιτικοί θεσμοί παρέμειναν ανέπαφοι από την
ίδρυση της Νέας Ρώμης, της Κωνσταντινουπόλεως, τον 4ο αιώνα, μέχρι
την πτώση του 15ου αιώνα».
Ο π. Ρωμανίδης διηγείται λοιπόν μια διαφορετική
ιστορία. Όχι την ιστορία της Ελληνικής Ανατολής και της Λατινικής
Δύσεως, αλλά την ιστορία των Ρωμαίων και των Φράγκων. Η ιστορία του
δεν είναι για κάποιους ανθρώπους που χωρίζονται, αλλά για τους
Ρωμαίους που αγωνίζονται να διατρανώσουν τις αλήθειες της
Ορθοδοξίας, ακόμα και όταν αντιμετωπίζουν ανυπέρβλητη αντίθεση. Η
θέση του για τους κρίσιμους αγώνες που οδήγησαν στο σχίσμα και στις
σταυροφορίες, αναφέρεται στη συστηματική υποδούλωση του Ρωμαϊκού
πληθυσμού της Δύσεως στους Φράγκους φεουδάρχες, οι οποίοι τελικά
κατόρθωσαν να υποτάξουν ακόμα και τη Ρωμαϊκή παποσύνη και να την
εντάξουν στο φεουδαλιστικό σχήμα τους.
Είναι η ιστορία ενός πολέμου ορατού και αοράτου.
Είναι η ιστορία της Βαβυλώνιας αιχμαλωσίας της Εκκλησίας της Δύσεως
και η απειλή εναντίον μας, ως Ορθοδόξων, αν δεν καταλαβαίνουμε την
ιστορία μας, την κληρονομιά μας και την Ιερά Παράδοση μας σωστά.
Αν επιτρέψουμε η Αγία Ορθόδοξη Εκκλησία να γίνει
απλώς ένας ακόμη πολιτιστικός θεσμός με τα ιδιόμορφα λατρευτικά
τυπικά και πρακτικές της, αν επιτρέψουμε την Αγία Ορθόδοξη Εκκλησία
να γίνει μια Θρησκεία, θα παίζουμε το παιχνίδι του διαβόλου και θα
υποταχθούμε στους φεουδάρχες μας.
Δεν ήταν η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία της Ανατολής αυτή
που αποξενώθηκε από τις ρίζες της και τις παραδόσεις της αλλά η
Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία της Δύσεως, που αντικαταστάθηκε από το
φεουδαλισμό. Έτσι, ενώ άλλοι θεολόγοι συζητούν για το μεγάλο έργο
της ενώσεως των εκκλησιών, ο Ρωμανίδης συνεχίζει να μιλά για τον
διάβολο.
Έχει ενδιαφέρον να παραθέσουμε το τελευταίο
κείμενο του π. Ιωάννη Ρωμανίδη: «Αυγουστίνος Ιππώνος,
Πηγή των αιρέσεων των παπικών προτεσταντών και του
Βαρλαάμ του Καλαβρού.
Παρ ότι ο Αυγουστίνος συνεδέθη από παπικούς και
προτεστάντες και πιθικίζοντες Ορθοδόξους με τους Αγίους Αμβρόσιον
και Ιερώνυμον, η θεολογία του ουδεμίαν σχέσιν έχει με την θεολογία
των τελευταίων. Οι δύο ακολουθούν την παράδοση των Ορθοδόξων Πατέρων
των Οικουμενικών Συνόδων, ενώ ο Αυγουστίνος είναι η μοναδική πηγή
της αιρέσεως του Βαρλαάμ του Καλαβρού, ο οποίος επολεμήθη από τον
ʼγιον Γρηγόριον τον Παλαμά, και κατεδικάσθη από τις Συνόδους της
Κωνσταντινουπόλεως 1341, 1347 και 1351 δια την διδασκαλίαν του περί
των υπό του Θεού αποκαλύψεων προς τους ανθρώπους μέσω κτιστών
γινομένων και απογινομένων. Δηλαδή διδάσκει ότι ο Θεός φέρνει εις
την ύπαρξην φαινόμενα ορατά και ακουστά, ίνα οραθούν και ακουστούν
και τα οποία επιστρέφει εις το μη ον, άμα το πέρας της συγκεκριμένης
αποκαλύψεως. Αυτά μένουν αφού δέκτες τινές τα έχουν καταγράψει.
Η αίρεσις αυτή είναι ο σπόνδυλος της διδασκαλίας
του Αυγουστίνου, αλλά και των παπικών και των προτεσταντών μέχρι
σήμερον. Την διδασκαλίαν του αυτήν αναπτύσσει ο Αυγουστίνος
λεπτομερώς και την επαναλαμβάνει εις κάθε κεφάλαιον εις το ογκώδες
βιβλίον του περί Αγίας Τριάδος.»
Η Ρωμηοσύνη δεν αποδεικνύεται, περιγράφεται. Δεν
χρειάζεται απολογητάς. Είναι απλώς αυτό που είναι Το δέχεται κανείς
ή το απορρίπτει. Δια τούτο τα παιδιά των Ρωμηών ή παραμένουν πιστοί
και σκληροί Ρωμηοί ή φραγκεύουν ή εκτουρκεύουν!
(Για όσους θέλουν να μάθουν για τον π. Ι. Ρωμανίδη
ή και να αποκτήσουν τα έργα του, να επισκεφθούν την ιστοσελίδα
www.romanity.org ).
Αντίβαρο, Νοέμβριος 2005
|