Εσχατολογία, Εκκλησία, Κοινωνία, η
πολιτική διάσταση της εσχατολογίας
Δρ. Δημήτριος Κ. Γερούκαλης
Όμιλος για τον Ελληνικό Πολιτισμό
ΚΩΣ, Οκτώβριος 2003-10-20
Συχνά διατυπώνονται ερωτήματα για τη θέση της
Εκκλησίας στο σύγχρονο κόσμο. Ιδωμένη η Εκκλησία με τα μάτια του
κόσμου και τοποθετημένη στην προκρούστεια κλίνη του ανθρωπίνου
μέτρου, κρίνεται για την παρουσία της μέσα στον κόσμο.
Ας μελετήσουμε λοιπόν πως έχουν τα πράγματα!
Θα ξεκινήσω για να «προκαλέσω» τον αναγνώστη με
τις απαντήσεις ενός Ορθοδόξου σε παρόμοια ερωτήματα Προτεσταντών.
Ερωτώμενος ο π.Πόποβιτς, από τις ιστορικές μορφές
της Ορθοδοξίας, τι θα έκανε σε μια στιγμή κρίσεως (κήρυξη πολέμου,
σεισμού, κ.λ.π.) απάντησε «...θα έμπαινα στο Ιερό και θα άρχιζα
τη Θεία Λειτουργία».... Και σε άλλη ερώτηση, τι κάνει η
Ορθοδοξία για την κοινωνία (όπως κάνει π.χ. ο Προτεσταντισμός,
φιλανθρωπία, συγκεντρώσεις, ομιλίες ηθικού περιεχομένου, κ.λ.π.)
απάντησε μονολεκτικά «ΘΕΙΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ».
Α) Εσχατολογία, εκκλησία και κοινωνία.
Η εσχατολογία στην λειτουργική πράξη της Ανατολής
είναι το σημείο ενάρξεως και ο δείκτης πορείας της Εκκλησίας.
Αντικείμενο είναι ο αγώνας για την πραγμάτωση του εσχατολογικού
οράματος της Εκκλησίας στις εκάστοτε ιστορικές συγκυρίες, στην
κοινωνία, και την εν γένει κτιστή δημιουργία.
Η οριζόντια ιστορική εσχατολογία με την
οποίαν η Εκκλησία προσδιορίζεται όχι από αυτό που είναι στο παρόν, ή
αυτό που της δόθηκε ως θεσμός στο παρελθόν, αλλά από αυτό που θα
γίνει στα έσχατα, είχε και έχει ουσιαστικές επιπτώσεις επί της
κοινωνικής ζωής της Εκκλησίας, η αποστολή της οποίας εκλαμβάνεται ως
η δυναμική πορεία του λαού του Θεού προς τα
έσχατα, με την Ευχαριστία ουσιαστικά να αποτελεί το σημείο
εκκινήσεως.
Η Εκκλησία είναι πρώτα και κύρια λατρεύουσα
κοινότητα.
Ο μακαριστός π.Ιωάννης Meyendorff, ίσως ο
καλύτερος ιστορικός της Ορθοδοξίας, διέκρινε τρία είδη εσχατολογίας
στη ζωή της Εκκλησίας.
Ο αποκαλυπτικός τύπος σύμφωνα με τον οποίον η
Βασιλεία του Θεού είναι «επί θύρατι». Επομένως δεν υπάρχει τίποτε το
οποίο θα μπορούσε κανείς να περιμένει από την Ιστορία.
Η δεύτερη εκδοχή είναι η ανθρωπιστική εσχατολογία.
Είναι η αισιόδοξη κατανόηση της Ιστορίας και είναι αυτή που
επικράτησε στις Δυτικές Κοινωνίες. Και οι δύο τύποι είναι
στρεβλώσεις της Ορθοδόξου Εσχατολογίας η οποία είναι μία, η
προφητική εσχατολογία. Δεν προλέγει απλώς τα μέλλοντα να
συμβούν, ούτε προαναγγείλει το μοιραίο, αλλά θέτει τους ανθρώπους
μπροστά στη δυνατότητα δύο επιλογών. Ο λαός του Θεού είναι ελεύθερος
να επιλέξει, αλλά ο ορών / προφήτης πάντοτε τους πληροφορούσε για
τις συνέπειες.
Β) Η πολιτική διάσταση της Εσχατολογίας.
Πολιτική σημαίνει μια
σειρά από φαινόμενα: τον τρόπο με τον οποίον συγκροτείται δομικά μια
ορισμένη κοινωνία (η πολιτική ως πολίτευμα), την εξουσία μιας ομάδας
(η πολιτική ως διαχείριση), τη συμμετοχική διαμόρφωση των κοινωνικών
σχέσεων εκ μέρους των πολιτών (η πολιτική ως κοινωνία πολιτών), τη
διανόηση που αναστοχάζεται την κοινωνική δυναμική διαμορφώνοντας
κυρίαρχες ή μη ιδεολογίες (η πολιτική ως πολιτειολογία).
Υπ αυτήν την έννοια, η σφαίρα δεν συνιστά κάτι
το στεγανοποιημένο, αλλά κάτι που διαχέεται σε όλο το εύρος του
κοινωνικού. Κατ επέκταση λοιπόν η δυναμική της πολιτικής συναντά
και τη σφαίρα του θρησκευτικού, άρα και την περιοχή του
εκκλησιαστικού.
Οι κοσμικοί θεωρούν ότι τα δύο αυτά μεγέθη,
Εκκλησία και Πολιτική, χωρίζονται μεταξύ τους από χάσμα μέγα. Είναι
η νεωτερική εκδοχή η οποία ανάγει την κατανόηση του εκκλησιαστικού
σε μια ιδεαλιστική σφαίρα καθαρότητας, η οποία δεν έχει καμία σχέση
με τον ιστορικό χαρακτήρα της Εκκλησίας, και δεύτερον παραθεωρεί την
ίδια ιστορική πραγματικότητα, η οποία βεβαιώνει τη διαπλοκή
Εκκλησίας και πολιτικής ως διακριτών μεταξύ τους περιοχών.
Η εσχατολογική αυτοσυνειδησία α) αναδεικνύει
τον κυρίαρχο ρόλο της ιστορικότητας, β) προτάσσει την έννοια της
ανοιχτότητας σε κοινωνία, πολιτισμό και χρόνο, γ) διέπεται από
εκείνη την αποφατική σχετικιστική γνωσιολογία που αντιστέκεται σε
κάθε είδος απόλυτης αλήθειας, δ) συνθέτει διαλεκτικά το υπάρχον
παρόν με το ουτοπικό αίτημα του μέλλοντος, κάθε τι που μπορεί να
συμβολίσει τη Βασιλεία του Θεού, δηλαδή κάθε μορφή πρωτοπορίας.
Σκοπός της Εκκλησίας δεν μπορεί να είναι η λύση
των κοινωνικών προβλημάτων ή η πρόταξη ιδεολογικών μοντέλων. Το σώμα
του Χριστού δεν μπορεί και δεν πρέπει να υπηρετεί κανενός είδους
κοινωνικές στοχοθεσίες. Αυτό βέβαια, σε
καμιά περίπτωση δεν συνιστά αρνητισμό, απόκοσμη φυγή ή παθητικότητα.
Απλούστατα, η εσχατολογία της Εκκλησίας δεν της επιτρέπει να υπάρχει
χάριν του κόσμου, αλλά μόνον χάριν της Βασιλείας του Θεού.
Από την άλλη, η παρέμβαση της Εκκλησίας στα
κοινωνικοπολιτικά ζητήματα οφείλει να είναι έντονη και ενεργητική.
Η ίδια η Εκκλησία υλοποιεί αισθητικά έναν ορισμένο
τρόπο κοινωνίας, και άρα μια ορισμένη μορφή οργανώσεως. Τα στοιχεία
αυτά, όπως είναι επόμενο, προφέρονται στον κόσμο απλά ως οδοδείκτες
για τη ζωή του. Η Εκκλησία αφήνει τον άνθρωπο να επιλέξει ελεύθερα
ανάμεσα στα εσχατολογικά της σύμβολα. Η
σύναξη των πιστών γνωρίζει ότι θα πρέπει να πολιτεύεται ως το αλάτι
της γης και το φως του κόσμου. Χρέος της είναι η μαρτυρία των
συμβόλων της Βασιλείας, και ευθύνη του κόσμου η αποδοχή ή η απόρριψη
τους.
Αυτή ακριβώς η νοοτροπία προκύπτει άμεσα από το τι
σημαίνει η αισθητική πολιτική πραγμάτωση της Εκκλησίας ως
εσχατολογίας. Πιο συγκεκριμένα α) το σώμα της Εκκλησίας λειτουργεί
διακονικά μυστηριακά, προσωπικά και συμβολικά, β) το σώμα της
Εκκλησίας αποτελεί μια διαρκή προφητική κριτική και γ) το σώμα της
Εκκλησίας διαβρώνει και μεταποιεί εκ των έσω τα υπάρχοντα πολιτικά
συστήματα.
|