Πέτρος Φαραντάκης*
Το φιλοσοφικό υπόβαθρο και οι κοινωνικές διαστάσεις της ελληνοχριστιανικής αγωγής.
Είναι πέρα από κάθε αμφισβήτηση ότι η ελληνική φιλοσοφία -αρχής γενομένης από τους προσωκρατικούς, τους σοφιστές, τον Πλάτωνα, τον Αριστοτέλη και τελειώνοντας με τους νεοπλατωνικούς- έθεσε τη βάση για την εννοιολογική οικοδόμηση ολόκληρου του πνευματικού πολιτισμού. Ακόμα και οι λεγόμενοι νεότεροι στωικοί, υπογραμμίζουν τη συνάφεια του ανθρώπου με το θείον και διδάσκουν την αγάπη για τον συνάνθρωπο. Ιδιαίτερα όμως το φιλοσοφικό ρεύμα των Σκεπτικών (Πύρρων ο Ηλείος, Αρκεσίλαος, Καρνεάδης κλπ) έλεγξαν τη δυνατότητα και το κύρος της γνώσης τοποθετώντας στη θέση των αξιολογικών κρίσεων προτάσεις περιγραφικού χαρακτήρα. Αναφορικά με την εν γένει στάση μας στις περιστάσεις του βίου, ας μας διακρίνει, προτρέπουν, ή αταραξία. Ο Σέξτος Εμπειρικός διασώζει: φαμέν δε άχρι νυν τέλος είναι του σκεπτικου την εν τοις κατά δόξαν αταραξίαν και εν τοις κατηναγκασμένοις μετριοπάθειαν.[1] Υποστηρίζουν, ήτοι πως ο τελικός σκοπός του σκεπτικού είναι η αοργησία σε θέματα γνώμης και η μετριοπάθεια σε όσα επιτάσσονται χωρίς τη συγκατάθεση της θέλησής μας. Ταυτόχρονα, όποιος δεν είναι βέβαιος για τα εκ φύσεως ωραία ή άκοσμα πράγματα (κακά) και ούτε αποφεύγει κάτι, ούτε πάλι το επιδιώκει με θέρμη, αυτός είναι ατάραχος.[2]
Βλέπουμε, κατά συνέπειαν, ότι τα γενετικά αλλά και τα αναπτυξιακά χαρακτηριστικά της αρχαιοελληνικής διανόησης, προετοιμάζουν το έδαφος υποδοχής των πρώιμων χριστιανικών αντιλήψεων. Οι τελευταίες, στην αρχή θα παραδοξολογήσουν (εφόσον πρεσβεύουν αντικατάσταση του αγνώστου Θεού) αργότερα όμως θα σαγηνεύσουν χάρη στην απλότητα του περιεχομένου τους και την δυνατότητα συγκερασμού πολλών διαφορετικών γνωσιοθεωρητικών τάσεων. Εδώ αποφασιστικό παράγοντα συνιστά η νεοπλατωνική φιλοσοφία.
Με ιδρυτή της τον Αμμώνιο Σακκά και θεμελιωτή της τον Πλωτίνο (205-270 μ.Χ.), εξελίχθηκε σε κίνηση θρησκευτικού χαρακτήρα. Στην προκείμενη περίπτωση, δεσπόζει η ιδέα ενός υπερβατικού θεού, από τον οποίο απορρέουν τα πάντα. Ο θεός σηματοδοτεί την αρχή αλλά και την επιστροφή του ανθρώπου στις αρχέγονες πηγές του. Μέσα από το πολύκροτο έργο του Πλωτίνου: «Εννεάδες» εξυφαίνεται ένας μυστικισμός που αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για τις αρμονικές σχέσεις μεταξύ ανθρώπινου και θείου παράγοντα. Εάν προσπαθήσουμε να εντοπίσουμε στο έργο αυτό κάποιο πρότυπο αγωγής της συμπεριφοράς, σίγουρα τότε αυτό είναι ότι η πίστη στην έκσταση μας ενώνει με το απόλυτο. Το ασκητικό, κατ’ επέκτασιν ιδεώδες, θα προσληφθεί και από Χριστιανισμό, ο οποίος με τη μορφή της ελληνοϊουδαϊκής φιλοσοφίας προτείνει έναν τρόπο του πολιτεύεσθαι, που βασίζεται στην επιείκεια, την ακεραιότητα του ήθους και την καταλλαγή. Έτσι βαθμιαία διαμορφώνονται οι ιδεολογικοί όροι στους οποίους κατόπιν στηρίχθηκε η ελληνοχριστιανική περί αγωγής θεωρία.
Ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος, για παράδειγμα, τονίζει την αναγκαιότητα πρόσληψης ενός ενάρετου έμμισθου παιδαγωγού προκειμένου να μας βοηθήσει στην ανατροφή του τέκνου μας.[3] Ο μεγαλύτερος έπαινος, κατά τη γνώμη του, για έναν παιδαγωγό είναι όταν αυτός δεν κρίνεται πλέον απαραίτητος για τον σωφρονισμό ενός νέου που επιδίδεται στην αρετή.[4] Διερωτάται μάλιστα ο ιερός πατέρας τι τύχη, μπορεί να έχουν τα παιδιά όταν από μικρή ηλικία στερηθούν τους δασκάλους τους. Σε πόσα ατοπήματα δε θα παρασυρθούν αυτοί που από μικρή ηλικία συνηθίζουν σε άτοπα ακούσματα;[5] Βασικό μέλημα των γονέων πρέπει να είναι, κατά τον ίδιο, όχι πώς τα παιδιά τους θα πλουτίσουν σε χρήματα και σε υλικές απολαβές, αλλά τίνι τρόπω θα επέλθει η μόρφωση της ψυχής τους και η καλλιέργεια ήθους.[6] Ακόμη οι γονείς οφείλουν να εξετάζουν με κάθε λεπτομέρεια πότε τα τέκνα τους εξέρχονται από το σπίτι τους και πότε επιστρέφουν σε αυτό. Έτσι οι συναναστροφές τους ελέγχονται με ευκολία και τα καθήκοντά τους εκτελούνται εύκαιρα.[7]
Ομοίως και ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος στον ΙΑ΄ λόγο του «Πρός τόν Γρηγόριον Νύσσης», αδελφό του Μεγάλου Βασιλείου, προβάλλει ένα αρχέτυπο ανθρώπου που αποφεύγει συστηματικά τις ηδονές, την κραιπάλη και την πολυπραγμοσύνη του βίου. Αντί αυτών θεσπίζει την σωφροσύνη και τον αγώνα μας ενάντια σε ό,τι μας στερεί από τον Θεό.[8] Στην ίδια μελέτη του υπογραμμίζει ότι δεν απαγορεύει τη διασκέδαση αλλά την έλλειψη μέτρου. Η συμπεριφορά του Χριστιανού, λέγει, από το βάδισμα μέχρι και τον τρόπο ομιλίας, ας είναι λογική και σύμφωνα με το πνεύμα της ταπεινοφροσύνης.[9]Στο σημείο αυτό επιβάλλεται να υπογραμμισθεί η απόκλιση του Γρηγορίου από τον τότε κρατούντα ελληνισμό και ιουδαϊσμό. Γράφει χαρακτηριστικά: Πανηγυρίζει και Ιουδαίος, αλλά κατά το γράμμα. εορτάζει και Έλλην, αλλ’ως αρέσκει τοις δαίμοσιν.[10] Εν μέρει βέβαια η εν λόγω αντιπάθεια προς την κλασσική γραμματεία ήταν δικαιολογημένη, μιας και αυτή ταυτιζόταν με την ειδωλολατρία. Η παγανιστική σοφία των Ελλήνων πολεμήθηκε με δριμύτητα και από τον λόγιο Τατιανό, χριστιανό απολογητή του δευτέρου αιώνα, ο οποίος δικαιολογώντας τη στάση του αυτή επικαλέσθηκε τις συγκρούσεις, τις μυθολογίες και τα δημοτελή πανηγύρια των φιλοσόφων.
Τελείως αντίθετη άποψη στο προκείμενο ζήτημα είχε ο Μέγας Βασίλειος. Πρέσβευε, δηλαδή, έναν Χριστιανισμό που μπορεί κάλλιστα να αντλεί στοιχεία κατ’ επιλογήν από την συγγραφική παράδοση των Ελλήνων. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε το γεγονός πως στη μελέτη του «Προς τους νέους όπως αν εξ ελληνικών ωφελοίντο λόγων» προτρέπει την εφηβική ψυχή να στραφεί στη θύραθεν παιδεία. Βρίσκει λοιπόν ο Βασίλειος την ευκαιρία να παιδαγωγήσει τους νέους μέσω της ελληνιστικής ποίησης, του αρχαίου δράματος, της ηθογραφίας του Ησιόδου και της επιχειρηματολογίας των σοφιστών. Ο ρόλος του, ανάμεσα στον Χριστιανισμό και τον Ελληνισμό είναι εντελώς ενωτικός.[11] Ταυτόσημη σχεδόν άποψη είχε και ο Ιουστίνος, φιλόσοφος και μάρτυρας. Ο ίδιος θεωρούσε την ελληνική κλασσική αγωγή ως παιδαγωγόν εις Χριστόν. Ως κάτι το οποίον μορφοποιεί και δίνει νόημα στις εν Χριστώ πράξεις.
Απόμακρες αλλά σημαντικές καταβολές των θέσεων αυτών βρίσκονται στην «Πολιτεία» του Πλάτωνα. Εκεί εξηγώντας ο φιλόσοφος το περιεχόμενο και την αξία της διαλεκτικής αναφέρει ανάμεσα στα άλλα την αναγκαιότητα της μη καταναγκαστικής μάθησης: Τά μέν τοίνυν λογισμών τε και γεωμετριών και πάσης της προπαιδείας, ην της διαλεκτικής δει προπαιδευθήναι, παισίν ούσι χρή προβάλλειν, ούχ ως επάναγκες μαθείν το σχήμα της διδαχής ποιουμένους.[12] Πράγμα που σημαίνει: «από την παιδική λοιπόν ηλικία, πρέπει να αρχίσουμε τη διδασκαλία της αριθμητικής και της γεωμετρίας και όλων των μαθημάτων που είναι προπαρασκευή για τη διαλεκτική, χωρίς όμως στον τρόπο διδασκαλίας μας να υπάρχει τίποτα που να μοιάζει με καταναγκαστική μάθηση». Πάγια άποψη του Πλάτωνα ήταν ότι η ορθή εκπαίδευση εδραιώνεται με το παιγνίδι και το άθυρμα και κατ’ουδένα τρόπο με την επιβολή.[13]
Παράλληλα ο σημαντικότερος αντιπρόσωπος των Ιουδαίων στοχαστών, Φίλων (25π.Χ.-40μ.Χ.), αναλαμβάνει να εναρμονίσει την πλατωνική φιλοσοφία με την ιουδαϊκή διδασκαλία. Επόμενο ήταν οι απόψεις του περί αγωγής να στηρίζονται τόσο στην αποκάλυψη, όσο και στον ορθολογισμό.[14] Ταυτόχρονα δεν παύουν να βρίσκουν απήχηση και οι αντιλήψεις που πηγάζουν από την Πεντάτευχο (Γένεσις, Έξοδος, Λευιτικόν, Αριθμοί, Δευτερονόμιον). Σε αυτήν απεικονίζεται η φυσιογνωμία ενός Θεού ο οποίος εμφανίζεται πάντα αρωγός στον εκλεκτό λαό του, τον Ισραήλ. Έτσι διαμορφώνεται ένα πρότυπο διαπαιδαγώγησης καθαρά πατριαρχικού χαρακτήρα. Τα τέκνα οφείλουν απέραντο σεβασμό προς τον πατέρα, ο οποίος με τη σειρά του καθίσταται απόλυτος νομέας των μελών, αλλά και της περιουσίας της οικογένειάς του. Ο Θεός-πατέρας ενσαρκώνει την ιερότητα στην οποία αποδίδεται η λατρεία και η υποταγή, καθώς και την κοινωνικότητα, χωρίς την οποία είναι αδύνατο να συμβιώσουμε.
Μέχρι στιγμής είδαμε την εξέλιξη ενός υποδείγματος διαπαιδαγώγησης, το οποίο πηγάζει από δύο πολιτισμούς με διαφορετική και γι’αυτό αλληλοσυμπληρούμενη τοποθέτηση στις αξίες. Το ζητούμενο σήμερα είναι κατά πόσον το υπόδειγμα αυτό είναι έτοιμο να ανταποκριθεί στις προκλήσεις που το περιβάλλουν. Είναι αλήθεια πως ολόκληρη η μεταβιομηχανική εποχή προκαλεί την κριτική σκέψη, μιας και το συγκεντρωτικό σύστημα, το αναποτελεσματικό κράτος, οι πελατειακές πολιτικές σχέσεις και ο δημοσιοϋπαλληλικός μονόδρομος, μας παρασύρουν σε μια πολιτισμική ομοιομορφία. Η Ευρώπη αναζητά ένα σύγχρονο σχολείο, ικανό να διαλύσει τον συγκεντρωτισμό της εξουσίας, την πανάκεια της αυθεντίας και την ισοβιότητα της αρχηγίας.[15] Το μελλοντικό σχήμα παιδείας, πολυσυλλεκτικό ως προς τις ιδέες του και πολυδιάστατο ως προς την προσφορά του, μπορεί να στηριχθεί σε μια αγωγή του πνεύματος η οποία θα εμπνέεται από την παράδοσή μας.
Η τελευταία, διαχειριζόμενη μια πλούσια κληρονομιά, από τους υλοζωιστές φιλοσόφους έως τον Μιχαήλ Ψελλό και τον Γεώργιο Πλήθωνα μέχρι τον Κορνήλιο Καστοριάδη και τον Χρήστο Γιανναρά, αποτρέπει την εθνική μας πτώχευση και την πολιτισμική μας χρεοκοπία. Οικονομικά και δημοσιονομικά προγράμματα της κοινότητας, είναι σε θέση να ευδοκιμήσουν, προσανατολιζόμενα σ’ένα ίνδαλμα αγωγής του τύπου πάντων χρημάτων μέτρον άνθρωπος (Πρωταγόρας) το οποίο μάλλον συνέβαλε στη σύλληψη και διατύπωση του ουκ ένι Ιουδαίος ουδέ Έλλην, ούκ ένι δούλος ουδέ ελεύθερος, ούκ ένι άρσεν και θήλυ του αποστόλου Παύλου.
Η νεοελληνική κοινωνία, πλήρωμα ατόμων κατά το οποίο προτάσσεται η ευημερία των οικονομικών δεικτών, έναντι της παιδείας των πολιτών, έχει ανάγκη από έναν πιο γόνιμο προβληματισμό. Το βάθος και η έκταση των διαφόρων κοινωνικών κρίσεων (αφομοίωση ξένου πληθυσμού, εισαγωγή νέων τεχνολογιών, βεβαρημένος όγκος συναλλαγών, καθημερινή συρρίκνωση γηγενούς πληθυσμού κλπ.) απαιτούν διαφυγή από τα αυτονόητα μέσω της πάσης φύσεως αξιοποίησης του διαθέσιμου πολιτισμικού μας πλούτου. Τόσο οι επιλογές μας, όσο και η εν γένει στάση μας, προς μια τέτοια κατεύθυνση πρέπει να παύσουν να είναι απροϋπόθετες. Απεναντίας επιβάλλεται να προσδιορίζονται από αυτό το είδος της αγωγής, το οποίο από τη μια πλευρά είναι ευπροσάρμοστο στους αναπότρεπτους παράγοντες της κοινωνικής προόδου, από την άλλη όμως έχει αταλάντευτη πορεία πλεύσης, μακριά από την μωρία του λαϊκισμού.
Ο τελευταίος, φιλικά διακείμενος στην υπεραπλούστευση και γενικόλογη θεώρηση όψεων του πολιτισμού, αντίκειται στη χρηστή αποτίμηση προσπαθειών και αποτελεσμάτων. Θερμός οπαδός των ησσόνων επιχειρημάτων υπαγορεύει νοοτροπίες, υπονομεύοντας την αβελτηρία και διαβρώνοντας την ιστορική μνήμη. Η χώρα μας βιώνοντας, τα τελευταία χρόνια, εξαιρετικά επώδυνα τις αντιδράσεις των ανακλαστικών που προέρχονται από ένα τέτοιο είδος αγωγής, παλινωδεί ανάμεσα στα ινδάλματα και τις μικροπρέπειες, καθώς και ανάμεσα στο εφικτό και το πιθανόν του πολιτικού σχεδιασμού, τόσο στην οικονομία όσο και στην εκπαιδευτική κοινότητα.
Στον χώρο μάλιστα της δεύτερης ευδοκίμησε επί μακρόν η εκ του πονηρού ανέστια πεποίθηση κατά την οποίαν ο αρχαιοελληνικός κόσμος ήταν άμοιρος τεχνολογίας. Η αιχμή αυτή είναι αρκετά δύσκολο να παραβλεφθεί εφόσον στην επίμαχη εποχή εκτός από διανόηση υπήρχε και τεχνολογία με απτές εφαρμογές στην καθημερινότητα. Η κινητήρια δύναμη της τεχνολογίας που ξεκινάει με τα κρατούντα τότε οπλικά συστήματα, συνεχίζει με τα μετρητικά όργανα, τον οικιακό εξοπλισμό και τελειώνει με τα μουσικά όργανα και τη μηχανολογία, για να περιορισθούμε σε ενδεικτική αναφορά των κυριότερων τομέων της, είχε ευρεία κοινωνική αποδοχή.[16]
Οι ανακαλύψεις αυτές ας μη θεωρηθούν ως αυτόνομα επιτεύγματα στον χώρο της γνώσης. Μάλλον θα’πρεπε να ιδωθούν ως τμήμα της φυσικής φιλοσοφίας των Ελλήνων οι οποίοι αντιλαμβάνονταν τη δυάδα αυτή (Φυσική και Φιλοσοφία) εντελώς αναπόσπαστη. Με την ακολουθούσα ρωμαϊκή κατοχή του ελληνικού κόσμου και την μετέπειτα άνοδο του Χριστιανισμού, η τεχνολογική επινοητικότητα φθίνει αναπότρεπτα. Στην τεχνολογική αμάθεια των Ρωμαίων και την αδιαφορία των χριστιανών απολογητών για την εξέλιξη των επιτευγμάτων, πρέπει να προστεθεί και η ανυπαρξία γραπτών μαρτυριών αναφορικά με τον τρόπο συναρμολόγησης των αρχαίων ελληνικών κατασκευών.
Εξάλλου, και το Βυζάντιο δεν διακρίθηκε για τον εμπλουτισμό του αριθμού των αρχαιοελληνικών εφευρέσεων, αλλά κυρίως για τη διαφύλαξή του. Στην Αναγέννηση πάλι, η Φυσική απογαλακτιζόμενη από τη φιλοσοφία, ταυτίζεται με το πείραμα και αποκτά «θετικό» χαρακτήρα. Έτσι συντελείται η απανθρωποποίηση της μηχανής. Το υπόβαθρο των ανθρώπινων γενετικών χαρακτηριστικών της, παραχωρεί τη θέση του στη νοησιαρχία των τεχνημάτων. Σταδιακά λοιπόν μεταστρέφεται και η άποψη για τη φύση και τη λειτουργικότητα της τεχνολογίας.
Σήμερα πλέον η θεολογική δυναμική της καθ’ημάς Ανατολής, καταθέτει επί κοσμολογικών θεμάτων εκκλησιαστικές προτάσεις εν μέσω της πολυφωνίας των πολιτισμικών ευρημάτων. Ο ορθόδοξος Χριστιανισμός, καταφάσκων τον κόσμο κατανοεί ότι η λύση του δράματος «ηδονή-οδύνη», έγκειται στην υπέρβασή του μέσω της βίωσης και όχι με τον εγκλωβισμό μας σε εννοιολογικά στερεότυπα της «ψευδωνύμου γνώσεως».
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
(Βιβλία που λάβαμε υπόψη, χωρίς να παραπέμψουμε)
1. ΒΟΥΔΟΥΡΗΣ Κ., (Επιμέλεια). Η φιλοσοφία της ελληνικής παιδείας, Αθήνα, 1991.
2. ΒΩΚΟΣ Γ., Φιλοσοφία και εκπαιδευτική πολιτική, Λωτός, Αθήνα, 1987.
3. ΓΙΑΝΝΑΡΑΣ Χ., Ορθοδοξία και Δύση στη νεώτερη Ελλάδα, Δόμος, Αθήνα, 1996.
4. ΘΕΟΔΩΡΑΚΟΠΟΥΛΟΣ Ι., Φιλοσοφικά και χριστιανικά μελετήματα, Αθήναι, 1973.
5. ΚΑΤΣΙΜΑΝΗΣ Κ., Αναλύσεις και τομές σε θέματα παιδείας, Επικαιρότητα, Αθήνα, 1988.
6. ΝΟΥΤΣΟΣ Χ., Προγράμματα μέσης εκπαίδευσης και κοινωνικός έλεγχος, Θεμέλιο, Αθήνα, 1979.
7. ΠΑΠΑΝΟΥΤΣΟΣ Ε., Φιλοσοφία και παιδεία, 2η έκδ., Ίκαρος, Αθήνα, 1957.
8. ΠΑΤΡΩΝΟΣ Γ., Η θέωση του ανθρώπου υπό το φως των εσχατολογικών αντιλήψεων της ορθόδοξης θεολογίας, Δόμος, Αθήνα, 1995
9. ΦΡΑΓΚΟΣ Β., Ελληνική φιλοσοφία του προσώπου, Παπαδημητρίου, Αθήνα, 1986.
10. ΦΡΑΓΚΟΥΔΑΚΗ Α., Εκπαιδευτική μεταρρύθμιση και φιλελεύθεροι διανοούμενοι, Κέδρος, Αθήνα, 1977.
11. MAUTNER Fr., Ο αθεϊσμός στην αρχαιότητα, εισαγωγή-μετάφραση: Θ.Λουπασάκη, Εικοστός Πρώτος, Αθήνα, 1992.
Πέτρος Φαραντάκης
[3] Βλ.Β.ΧΑΡΩΝΗ, Παιδαγωγική ανθρωπολογία του Ι.Χρυσοστόμου, τ.1,Αθήνα,1993, σ.363. Βλ. και αυτόθι, σ.364 «Παιδαγωγού χρεία ακριβούς, ώστε ρυθμίζειν τον παίδα».
[4] Αυτόθι, σ.363.
[5] Αυτόθι, σ.364, «Όταν τοίνυν εκ πρώτης ηλικίας διδασκάλων απορήσωσιν οι παίδες τι έσονται; Εκ γάρ κοιλίας τρεφόμενοί τινές και έως γήρας παιδευόμενοι, ούπω κατορθούσιν, οι εκ προοιμίων της ζωής αυτών τούτοις συνεθιζόμενοι τοις ακούσμασι, τι ουκ αν εργάσωνται δεινόν;» Στην ίδια σελίδα (364) αναφέρεται ότι δεν αρκεί, κατά τον Χρυσόστομο, η γένεση του παιδιού για να είναι ο γονέας σε θέση να του διδάξει το συμφέρον του. Επιβάλλεται και η ανάγκη της συστηματικής αγωγής.
[8]ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ: Έργα (Βίος-θεολογικαί απόψεις: Π.Χρήστου, κείμενο-μετάφρασις-σχόλια: Ν.Αποστολάκη) Έλληνες Πατέρες της Εκκλησίας, Θεσσαλονίκη, 1975,σ.292.
[9] Αυτόθι, σ.294.
[10]Αυτόθι.
[11]Πβ.Α.ΓΙΑΝΝΙΚΟΠΟΥΛΟΥ, Ο ρόλος του Μ.Βασιλείου στη συμφιλίωση Ελληνισμού-Χριστιανισμού, Γρηγόρης, Αθήνα, 1991.
[12]ΠΛΑΤΩΝΟΣ,Πολιτεία,536,d (πρόλογος:Ε.Παπανούτσου, μετάφραση: Ι.Γρυπάρη), Ζαχαρόπουλος, Αθήνα,α.χρ.
[13] Αυτόθι, 537, α «Μη τοίνυν βία, είπον, ω άριστε, τους παίδας εν τοις μαθήμασιν αλλά παίζοντας τρέφε…».
[14] Βλ. Μ.ΦΟΥΓΙΑ, Το ελληνικό υπόβαθρο του Χριστιανισμού, Αθήνα, 1992.
[15] Βλ. το βιβλίο της ΟΛΜΕ, Ευρωπαϊκή ενοποίηση και ελληνική εκπαίδευση, Αθήνα, 1993,σ.315.