9/1997 http://library.techlink.gr/4t/article.asp?mag=1&issue=57&article=862

ΙΣΑΛΟΣ ΓΡΑΜΜΗ
ΚΩΣΤΑΣ ΖΟΥΡΑΡΙΣ


Τρις βαρ-βαρ τριπλούν

ΙΔΟΥ ένα δείγμα πολιτισμού, υπόμνηση συνοχής των πραγμάτων και των
ανθρώπων, άρρηκτη αλληλοπεριχώρηση ανάμεσα σε μια κοινότητα ανθρώπων, που
συνεννοούνται μεταξύ τους με τα «συμφωνημένα υπονοούμενα» του Σεφέρη...
Ιδού ένα κατόρθωμα πολιτισμού, όπου ένας επώνυμος άρχων κατά Σεφέρη
δηλαδή ο Παπαδιαμάντης, ένας λαός, διά της γλώσσας-μήτρας που γεννά τον
επώνυμο, και τα «άψυχα» γύρω-γύρω τους, «όλοι μαζί», κοινωνούν,
αλληλο-νοηματοδοτούν και χτίζουν κοινωνία Μετοχής, Εκκλησία, Σύναξη
τελετουργίας. Να τη, η Φιλοκαλία:

«... ως κελάρυσμα ρύακος εις το ρεύμα, φωνή εκ βαθέων αναβαίνουσα, ως
μύρον, ως άχνη, ως ατμός, θρήνος, πάθος, μελωδία, ανερχομένη επί πτίλων
αύρας νυκτερινής, αιρομένη μετάρσιος, πραεία, μειλιχία, άδολος ψίθυρος,
λιγεία, αναρριχωμένη εις τας ριπάς, χορδίζουσα τους αέρας, χαιρετίζουσα το
αχανές, ικετεύουσα το άπειρον, παιδική, άκακος, ελισσομένη, φωνή παρθένου
μοιρολογούσης, μινύρισμα πτηνού χειμαζομένου, λαχταρούντος την επάνοδον του
έαρος. Τα βαρέα τείχη και οι ογκώδεις κίονες του Θησείου, η στέγη η
μεγαλοβριθής, δεν εξεπλάγησαν προς την φωνήν, προς το μέλος εκείνο. Την
ενθυμούντο, την ανεγνώριζον. Και άλλοτε την είχον ακούσει».
(Αλ. Παπαδιαμάντης: «ο ξεπεσμένος δερβίσης»)

Έχουμε λοιπόν, από τη μια, τούτο το υπόδειγμα, όταν η ελληνική κοινωνία
άγει και προάγει τον Πολιτισμό. Τον δικό της πρωτίστως, και, αν αυτό
ενδιαφέρει ετέρους και εταίρους, προάγει και τον πολιτισμό των αλλωνών.
Το κεντρικό στοιχείο στην ως άνω παράγραφο είναι η μουσική η «μελωδία», η
«φωνή» και, βεβαίως, η εναρμόνιση που υπάρχει ή δεν υπάρχει ανάμεσα σε
τούτη την μελωδία και στον κύκλο της κοινωνίας γύρω-γύρω της, από όπου αυτή
η μελωδία παίρνει κάθε φορά την γενέθλιά της σύσταση και όπου ξανά
καταλήγει, ως ζώσα πνοή νοήματος και νηφαλίου μέθης. O Παπαδιαμάντης εδώ,
πέραν της φωτοχυσίας που οι λέξεις του χτίζουν, για να μας χαρίσουν ένα
περίλαμπρο ανάκτορο νοήματος, ταυτοχρόνως, ορίζει αυτός και το άκρως
παιδευτικό και δομικό πρόσωπο της μουσικής:

«Τα βαρέα τείχη και οι ογκώδεις κίονες του Θησείου... δεν εξεπλάγησαν προς
την φωνήν... την ανεγνώριζον. Και άλλοτε την είχον ακούσει».
O Πλάτων διαπιστώνει στην «Πολιτεία», ότι μια αλλαγή στους όρους της
μουσικής, αλλάζει και την φυσιογνωμία του Πολιτεύματος, γι' αυτό και οι
άρχοντες θα πρέπει πάντοτε να προσέχουν πολύ την μουσική.

Το δίπολο λοιπόν Παπαδιαμάντης - Πλάτων καθορίζει, στο περίπου πάντοτε,
ποια θα έπρεπε να ήταν, πάνω - κάτω, τα κριτήρια για την Τελετή Ενάρξεως
του Παγκοσμίου Στίβου εις τας Αθήνας, φέτος, και πώς περίπου θα όφειλε να
υπάρξει το οπτικο-ακουστικό ακρόαμα αυτής της Τελετής.

Το πρώτο, ανεκκλήτως επιτακτικό κριτήριο έπρεπε να είναι το κάτωθι: «τα
βαρέα τείχη και οι ογκώδεις κίονες του Θησείου» ή του Παρθενώνος, να
αναγνωρίζουν, να ενθυμούνται την οπτικο-ακουστική πρόταση της Τελετής.
Δηλαδή, να υπάρχουν τα «συμφωνημένα υπονοούμενα» ανάμεσα στον ελληνικό λαό,
που είναι η μήτρα της τέχνης του ελληνικού λαού, στους «επώνυμους
άρχοντες»-καλλιτέχνες που έχουν την ευθύνη της γιορτής και βεβαίως, στο
προτεινόμενο οπτικο-ακρόαμα, ώστε να υπάρξει η κοινή-μέθεξη, Μετοχή και
αμοιβαία αναγνώριση όλων μέσα σε όλα.

Αντ' αυτού, τι προϊόν μας σερβίρανε στην Έναρξη του Στίβου, έναντι πολλών
δις, που εισέπραξαν ένιοι ξύπνιοι και τα πληρώσαμε εμείς τα κορόιδα και για
τα οποία, μάλιστα, δις, θα υπάρξει αγωγή από εταιρίες που δεν τις «παίξανε»
τίμια;

Πολύ σωστά, ο μουσικολόγος Λιάβας, σχολιάζοντας στην Ελευθεροτυπία την
Τελετή ενάρξεως, την σύλληψη του ανυπάρκτου σχεδίου και την επεξεργασία του
όλου, έγραψε πως πέραν της ασυναρτησίας και της ανυπαρξίας ενός «σχεδίου»,
η πιο μεγάλη ζημιά που έγινε μέσα απ' αυτό το σαρδανάπαλο καταπότι, είναι
ότι η «Ελλάδα» υπέκυψε πλήρως σ' αυτήν την παθητική αντίληψη της
καταναλωτικής «ψυχαγωγίας», όπου οι όντως πια, «παρακολουθούντες» (παρά +
ακολουθώ ως ακολουθίσκος), παύουν να είναι Μύστες - κοινωνοί της Πανηγύρεως
(αγείρω-συγκεντρώνω σε αγορά το παν του Λαού) παύουν να συμπαράγουν όλοι
μαζί την Τελετή και καταντούνε πρόβατα ξεπουπουλιασμένα, χάσκακες
ξεχειλωμένοι, που χαζεύουν τα δρώμενα άλλων, ενώ αυτοί ρεύονται πρησμένοι
και πλαδαροί, τα καταπότια, όπως τους τα παραχώνουν στην κοιλιά τους και
στην αριστερο-δεξιά κοιλία του εγκεφάλου τους, άλλοι, οι επιδέξιοι της
αρπαχτής και της φιγούρας.

Διότι, μπόρεσε κανείς (συμπεριλαμβανομένων και των εμπνευστών της) να
κατανοήσει τι ήθελε να δώσει, να δείξει, να μαλάξει, να πλαστουργήσει αυτή
η δήθεν ποστ-μόντερν γκλαμουριάρικη κουρελλαρία του ποστ-τίποτε από το
«έρχομαι Μεγάλε» στο πουθενά; Τι ήθελε να αναπάλλει, να μετουσιώσει, να
μεταρσιώσει, να εξιδανικεύσει τούτος ο συρφετός από νοβοπάν; Εκείνα τα
λαμπυρίζοντα «κολλάν», τα φώτα που κουνιούνταν πάνω-κάτω, ζαβλακωμένα, οι
φωτογραφίες - ταμπλώ - βιβάν με θηρία και κηρία; Και όλα τα παχύρρευστα
υγρά από κατσαρόλες που έλλειπαν, λάβες κακομοιριασμένες που δεν έκαιγαν,
και εκατοντάδες ταλαίπωρα μπουλούκια που κουνούσαν χέρια - πόδια παρτσακλά
(έτσι τους είχαν διδάξει) με φωνή μουγγή να μη βγαίνει από το στόμα τους;
Κι όλα αυτά, μέσα σε θολούρες μυσταγωγικές για ξεκατινιασμένα Θεσμοφόρια,
όπου χλιδάτα γκαρκατσουλιά το παίζουν «προχωρημένοι»;

Όλο αυτό το συνονθύλευμα, όπου φύρδην-μίγδην τα 'χαμε παστώσει όλα και τινά
ακόμη από τα όλα που θα υπάρξουν και δεν είμαστε αρκετά εκσυγχρονιστές, μη
και δεν μας εγκρίνουν οι διεθνείς της αρπαχτής, όλος αυτός ο συρφετός της
ανυπαρξίας μιας έστω ιδέας και όλος ο πληθωρισμός του νεομπουρδιστάν, έναν
Παιάνα μόνον ανέμελπε, με την αγέρωχη λίγδα του αεριτζή και την πιασάρικη
ευτέλεια του νεοπλουτισμού: «Μάθανε πως γαμ...στε και πλακώσανε κι οι
γύφτοι».

Σιγά, δηλαδή, τα ξεκατινιασμένα λέιζερ, με τα οποία το κάθε κοτόπουλο της
«τεχνολογίας» ανατριχιάζει εν ριπή ρίγους πνευματικού, διότι ανακαλύπτει
μέσα από τα λέιζερο-χρώματα για τα εκατό χρόνια του Ντάτσουν, την νέαν
τετρακτύν αενάου φωτός, φωτίζουσαν το Ακτιστον φως! Σιγά το παραμύθιασμα μ'
όλα αυτά τα φωτάκια που κουνιούνται παρτσακλά, μη και ξεπεράσουν μια δύση
του Ηλίου πίσω από την Σαλαμίνα! Όλα τα μεσαία μικρο-νευρωσικά, πλακώσανε
με λέιζερ, για να φωτοσαρώσουν την αγραμματοσύνη τους, αλλά βέβαια, τα
πιάσανε χοντρά,... όλα αυτά τα ξύπνια λέιζερο-παρτσακλά...

Kι όσο για την μουσική, τι να πει κανείς για τον παλιό μου φίλο, τον
Βαγγέλη... Το ξεχνάμε καλύτερα. Ας το ξεχάσει κι αυτός. Όλοι είπαν κι
άκουσαν, ότι ήταν μια μουσική για αίθουσες αναμονής σε αεροδρόμια, μελωδία
για το, ο «ιατρός δέχεται φακελάκια 10 με 12 καθημερινώς, αδιαλλείπτως και
εξαντλητικώς για σας (τα φακελάκια)», μία «μελωδία, ανερχομένη επί πτίλων
αύρας νυκτερινής», όπου ο Μήτσος πιάνει περιπαθώς τα κρινοδάχτυλα του καλού
του και του λέει με λυγμό μουσικής της Κόκα-κόλας: «Αιμίλιε, είμαι πάντα ο
Μήτσος σου, ο Μήτσος σου, Αιμίλιε, ο μονάκριβος». [Μουσική, που ανεβαίνει,
με το συνθεσάιζερ σύγκορμο να τρέμει, «φωνή παρθένου μοιρολογούσης» και
αμέσως, cut, στην διαπασών, η μουσική της τελετής Ενάρξεως να μελωδεί]:
«Αιμίλιε, κοίτα στα πόδια σου τον Μήτσο σου. Γιατί με απατάς με τον Κίτσο;»
Πάλι μουσική. Cut... «Μινύρισμα πτηνού χειμαζομένου». Vangelis illimited.

Εύγε μας, λοιπόν, για όλα αυτά τα χατζηαβάτικα του νέου εκσυγχρονισμού.
Αλλά, ας μας δώσουν πίσω τα λεφτά, όλα αυτά τα ξύπνια κοράκια με νύχια
γαμψά. Κι εμείς μπορούμε, όποτε θέλουμε να κάνουμε το πανηγύρι, που μας
κάνει μοναδικούς στον κόσμο και το χαίρονται κι οι ξένοι, αντί να
σκυλοβαριούνται στις εξέδρες, για μαϊμουδίσματα, που οι δικοί τους τα
πετυχαίνουν καλύτερα, λόγω γνησίας πατέντας. Εμείς, θα κατεβάσουμε στο
Καλλιμιζάλμεγον, για να το ξεβρωμίσουμε, τα κύκλια σχήματα της
ιλαροτραγικής μας πτωτικής αρχοντιάς, όλους τους Πυρριχείους της ήττας μας
και όλους τους Πέντε ζάλους της παλικαριάς μας, τους συρτούς και
ελεγειακούς μας, των Ελλήνων οι κοινότητες, μοναξιά (της Οικουμενικότητας)
ελληνική μου, και μαζί ο Λαός, Λάας-λατομείο πέτρας, μαζί με τις κύκλιες
Μούσες μας, θα κατεβούμε, όλοι μαζί από τις κερκίδες, να χορέψουμε, να
ξεφαντώσουμε και μέσα στη Σύναξη των Ομοίων Μπροστάρηδων, να
συλλειτουργήσουμε Πανήγυριν?

Καλλιμιζάλμεγον: αλμέγω (αρμέγω) καλλίστην μίζαν (όχι απλώς καλή!...)
? Εκεί, δεκτή ασμένως και η κυρία Δασκαλάκη, Κρήσσα καλλονή είναι, άρα θα
συλλειτουργήσει ως Εξάρχουσα Μαινάς της νηφαλίου μέθης μας. Μπορεί να έχει
και παρά δίπλα τον Φούρα, για ατίθαση, μυστακοφόρο φούρια με θύρσον
εκσυγχρονιστικόν λειζεροκόμον...

www.antibaro.com