Σκέψεις με αφορμή τις δηλώσεις του Γάλλου πρωθυπουργού
Ανάγκη προσεκτικών χειρισμών στο ζήτημα της αναγνώρισης της Κυπριακής Δημοκρατίας
Γεώργιος Μάτσος
Δικηγόρος
03 August 2005
Πριν αλέκτωρ λαλήσει δικαιώνεται η θέση που διατυπώσαμε στο άρθρο μας της 1ης Αυγούστου 2005 για τη δήλωση μη αναγνώρισης και για τη διεθνή υποστήριξη που απολαμβάνει σήμερα η Κύπρος στο ζήτημα αυτό. Τούτο καταδεικνύει χαρακτηριστικότατα η δήλωση του Γάλλου πρωθυπουργού περί της ανάγκης αναγνώρισης της Κυπριακής Δημοκρατίας πριν από την έναρξη ενταξιακών διαπραγματεύσεων Τουρκίας - Ε.Ε.
Ωστόσο, τα πράγματα είναι πιο δύσκολα από ό,τι φαίνονται για την ελληνική πλευρά. Ούτε τους Γάλλους ούτε τους Αυστριακούς τους έπιασε κανένας καημός να βοηθήσουν τη δύστυχη Κύπρο από τον Αττίλα. Πού ήταν τόσα χρόνια; Απλώς, προσπαθούν σήμερα να αξιοποιήσουν ό,τι όπλα διαθέτουν προκειμένου να αποτρέψουν την έναρξη ενταξιακών διαπραγματεύσεων με την Τουρκία, χωρίς να φανούν αυτοί οι «κακοί». Προσπαθούν, δηλαδή, να βάλουν την Κυπριακή Δημοκρατία να βγάλει το «φίδι από την τρύπα», κατά το κοινώς λεγόμενο. Δεν θέλουν να πουν οι ίδιοι όχι και βάζουν τους Κυπρίους να το κάνουν.
Αν το καλοσκεφθεί κανείς, όμως, η τακτική αυτή των Ευρωπαίων δεν συνάδει με τα συμφέροντα του Ελληνισμού αυτή τη στιγμή. Αν ήθελαν ειλικρινώς οι Ευρωπαίοι να αναγνωρισθεί η Κυπριακή Δημοκρατία, θα έπρεπε να είχαν στηρίξει την κυπριακή επιθυμία για «βέτο» το Δεκέμβριο σε περίπτωση μη αναγνώρισης της Κυπριακής Δημοκρατίας. Τώρα το μόνο που θέλουν είναι να αποτρέψουν την έναρξη των ενταξιακών διαπραγματεύσεων. Όμως, το «στοίχημα» της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής στα ελληνοτουρκικά και, ιδίως, στο Κυπριακό βασίζεται απόλυτα στην ύπαρξη των ενταξιακών διαπραγματεύσεων και στην πίεση που θα μπορεί να ασκηθεί προς την Τουρκία κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων αυτών. Στηρίζεται, δηλαδή, στη θεωρία της «σταδιακής εξημέρωσης του θηρίου».
Το στοίχημα αυτό είναι πολύ δύσκολο να κερδηθεί, αλλά είναι αυτή τη στιγμή η μοναδική πολιτική με συγκεκριμένες ρεαλιστικές πιθανότητες επιτυχίας. Ο Πρόεδρος Παπαδόπουλος θα χρησιμοποιήσει έναντι της Τουρκίας την τακτική της «σαλαμοποίησης» των προβλημάτων με τη χώρα αυτή. Όταν πλέον η Τουρκία θα έχει μπει στην λογική των διαπραγματεύσεων με την Ε.Ε., θα θέσει σιγά σιγά όλα τα ζητήματα Κυπριακού ενδιαφέροντος, όπως την αναγνώριση, τη (σταδιακή) απόσυρση των στρατευμάτων, την αποχώρηση των εποίκων, την επιστροφή των προσφύγων, αφήνοντας για επίλυση στα πλαίσια του ΟΗΕ μόνον το συνταγματικό πρόβλημα της νήσου, που είναι στην πραγματικότητα και το μόνο στοιχείο όπου πρέπει να δεχθεί διαπραγμάτευση ο Ελληνισμός.
Αν μπλοκαριστούν, όμως, σήμερα οι ενταξιακές διαπραγματεύσεις της Τουρκίας, τότε η ελληνική αυτή πολιτική «σταδιακής εξημέρωσης του θηρίου» ηττάται εν τη γενέσει της. Η διχοτόμηση σταδιακά θα παγιωθεί και η Κύπρος θα είναι στο έλεος του κάθε Γ.Γ. του ΟΗΕ. Η Τουρκία δεν θα έχει κανέναν λόγο να παραχωρήσει τίποτε και τελικώς το άθροισμα θα είναι «μηδέν» για την ελληνική πολιτική, πλην μιας μειωμένης πρακτικής αξίας τελωνειακής ένωσης με την Κυπριακή Δημοκρατία.
Η Γαλλία, λοιπόν, και άλλες χώρες έχουν ως στόχο τους να μην ξεκινήσουν οι ενταξιακές διαπραγματεύσεις, τη στιγμή που η Κύπρος και η Ελλάδα έχουν στόχο να ξεκινήσουν. Η παράμετρος αυτή διαφοροποιεί καίρια την ελληνική πολιτική από την πολιτική των ευρωπαίων αυτών εταίρων.
Εάν η Κύπρος είχε αντιτάξει το «βέτο» το Δεκέμβριο θέτοντας εγκαίρως ως μόνη προϋπόθεση για να μην αντιτάξει το «βέτο» την επίσημη αναγνώρισή της από την Δημοκρατία της Τουρκίας, τα πράγματα θα ήταν πολύ διαφορετικά. Το αντιτουρκικό κλίμα στην Ευρώπη θα ήταν σήμερα σε πολύ χαμηλότερο επίπεδο. Οι ελίτ θα επέμεναν να δοθεί ημερομηνία έναρξης διαπραγματεύσεων και η Τουρκία θα είχε γίνει εκείνη ο δέκτης πιέσεων να αναγνωρίσει τελικά την Κυπριακή Δημοκρατία, αφού το «αγύριστο κεφάλι» Τάσσος θα είχε θέσει την αυτονόητη αυτή προϋπόθεση – για την οποία κανένας δεν θα μπορούσε να του πει ότι είναι παράλογη. Οι εξελίξεις μετά το «βέτο» θα ήταν απρόβλεπτες, ωστόσο το πιθανότερο θα ήταν ότι τον Ιούνιο ή το Δεκέμβριο του 2005 η Τουρκία θα είχε πάρει ημερομηνία, έχοντας προηγουμένως ανταλλάξει πρεσβευτές με την Κυπριακή Δημοκρατία.
Η ευκαιρία εκείνη χάθηκε και τα πράγματα είναι τώρα πιο δύσκολα. Το γαλλικό «δωράκι» κρύβει πολλούς κινδύνους. Όλη η ελληνική πολιτική βασίζεται στο γεγονός ότι η Τουρκία θα ξεκινήσει διαπραγματεύσεις στις 3 Οκτωβρίου. Και σήμερα υπάρχει μια τεράστια διαφορά σε σχέση με την 17η Δεκεμβρίου: Οι Τούρκοι καταλαβαίνουν πολύ καλά ότι το γαλλικό αίτημα αναγνώρισης της Κυπριακής Δημοκρατίας είναι πρόσχημα και ότι στην πραγματικότητα οι Γάλλοι δεν επιθυμούν να ξεκινήσουν ποτέ οι διαπραγματεύσεις. Ακόμη και αν η Κύπρος σήμερα αντιτάξει καθυστερημένα «βέτο» στην έναρξη διαπραγματεύσεων, η Τουρκία καθόλου δεν γνωρίζει εάν, ακόμη κι αν εκπληρώσει αυτή την προϋπόθεση, θα μπορέσει να ξεκινήσει διαπραγματεύσεις. Το Δεκέμβριο τα πράγματα ήταν διαφορετικά, διότι τότε θα μπορούσε να υπολογίζει με έναρξη των διαπραγματεύσεων μετά την κάμψη των κυπριακών αντιρρήσεων. Σήμερα πλέον δεν έχει κανένα λόγο να επενδύσει στην αναγνώριση της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Από την άλλη, ο Ελληνισμός δεν μπορεί να αφήσει να πάει χαμένη η ευκαιρία που του δίδει η μεταβολή των διαθέσεων των Ευρωπαίων. Οι διπλωματικές κινήσεις, όμως, πρέπει να είναι πολύ προσεκτικές και να λαμβάνουν υπόψη τους τον ιδιοτελή χαρακτήρα των γαλλικών-αυστριακών-γερμανικών θέσεων.
Ήδη είναι πολύ θετική η σημερινή ανακοίνωση του Κύπριου κυβερνητικού εκπροσώπου ότι η αναγνώριση δεν έχει σχέση με την επίλυση του Κυπριακού. Στην πραγματικότητα, η θέση αυτή είναι τριπλά ορθή: Πρώτον, πράγματι τυπικά δεν έχει καμία σχέση η αναγνώριση ενός κράτους μέλους της διεθνούς κοινότητας με την επίλυση του κυπριακού προβλήματος. Δεύτερον, είναι ακριβώς η Τουρκία που έχει κάνει την αναγνώριση της Κυπριακής Δημοκρατίας μέρος του σχεδίου της για την ανατροπή του πληθυσμιακού και εθνολογικού στάτους κβο στην Κύπρο. Για την Τουρκία, λοιπόν, είναι μέρος του Κυπριακού (της) προβλήματος η (μη) αναγνώριση της Κυπριακής Δημοκρατίας, όχι όμως για τον Ελληνισμό. Τρίτον, ως τακτική η θέση του Κύπριου κυβερνητικού εκπροσώπου είναι επιβεβλημένη και ορθότατη, διότι έναντι αυτής δεν έχει τίποτε απολύτως να αντιτάξει η Τουρκική διπλωματία.
Ως δεύτερο βήμα θα έπρεπε ο ελληνισμός θα επιτύχει μια απόφαση της Ε.Ε. που και την αναγνώριση της Κυπριακής Δημοκρατίας να απαιτεί, και την έναρξη των ενταξιακών διαπραγματεύσεων να διασφαλίζει. Μια σκέψη θα ήταν, ο Ελληνισμός να διεκδικούσε στη σύνοδο κορυφής του Σεπτεμβρίου να τεθεί ένας συγκεκριμένος χρονικός ορίζοντας μετά την έναρξη των διαπραγματεύσεων, μετά την παρέλευση του οποίου η Τουρκία να πρέπει να αναγνωρίσει την Κυπριακή Δημοκρατία. Χωρίς να παρακωλύεται η άμεση έναρξη των διαπραγματεύσεων, θα πρέπει να απειλείται ρητώς η διακοπή τους σε περίπτωση που δεν αναγνωρισθεί η Κυπριακή Δημοκρατία. Ούτως ή άλλως θα προηγηθεί καθ’ όλο το 2006 μια προκαταρκτική περίοδος πριν τις καθεαυτό διαπραγματεύσεις, όπου τα Ευρωπαϊκά όργανα θα εξετάζουν την προσαρμογή της Τουρκίας στις ευρωπαϊκές απαιτήσεις. Θα μπορούσε να τεθεί ως χρονικό όριο αναγνώρισης το τέλος αυτής της προκαταρκτικής περιόδου.
Ο Ελληνισμός, πάντως, εν κατακλείδι, δεν πρέπει να παρασυρθεί από το γαλλικό «δωράκι» και να κάνει κινήσεις βεβιασμένες που θα μπορούσαν να ανατρέψουν το στρατηγικό διπλωματικό πλεονέκτημα που του δίδουν οι ενταξιακές διαπραγματεύσεις της Τουρκίας. Η δήλωση μη αναγνώρισης της Τουρκίας είναι μια καλή ευκαιρία για να ειπωθεί στους Τούρκους ότι «στην πραγματικότητα, όταν σας λέγαμε να υπογράψετε την τελωνειακή ένωση, εννοούσαμε να προβείτε σε ντε φάκτο αναγνώριση, αλλά εσείς κάνετε ακριβώς το αντίθετο. Θα πρέπει όμως κάποια στιγμή να αναγνωρίσετε». Έτσι, και η δήλωση θα γυρίσει μπούμερανγκ στην Τουρκία, και ο Ελληνισμός θα αξιοποιήσει την απροσδόκητη ευρωπαϊκή στήριξη, και οι κίνδυνοι που κρύβει το γαλλικό «δωράκι» να αποσοβηθούν.
Πρώτη δημοσίευση
|