Κατηγορίες άρθρων

 Η Τουρκία σε θέση άμυνας

Νέα άρθρα!
Άγρα γραπτών
Αρχική σελίδα
Εξωτ. πολιτική/ Διπλωματία
Εθνικά θέματα
Κοινωνία
Πολιτισμός
Θρησκεία
Διεθνή
Βιβλιογραφία/ Συνδέσεις
Πρόσφατα κείμενα
Οι ανανεώσεις των άρθρων του Αντίβαρου με χρονολογική σειρά.
Διάλογος
Στείλτε τα άρθρα σας για προεπιλεγόμενα θέματα.
 Η παιδεία ως νέα Μεγάλη Ιδέα και η θέση της ελληνικής γλώσσας σ' αυτήν. (4 κείμενα)
Ο ρόλος των διανοουμένων (2 κείμενα)
Αγορά του Αντίβαρου!

Διάλογος, ιδέες, προτάσεις, κρίσεις, άρθρα. Το στέκι μας! Επισκεφθείτε το και συζητείστε ελεύθερα. Προσθέστε το δικό σας αντίβαρο.

Δεκαπενθήμερη ενημέρωση των ανανεώσεων του Αντίβαρου!
Τοποθετήστε εδώ τη διεύθυνσή σας!
ΕγγραφήΔιαγραφή
Επικοινωνία
Τα σχόλια και οι απόψεις σας, είναι όλα ευπρόσδεκτα!
 

 

Αναγνώριση της Κυπριακής Δημοκρατίας:
Η Τουρκία σε θέση άμυνας

Γεώργιος Μάτσος
Δικηγόρος

01 August 2005

Έκπληκτη η Αθήνα αντιλαμβάνεται το «νομικό και πολιτικό παράδοξο» που συνεπάγεται η μη αναγνώριση της Κυπριακής Δημοκρατίας από την Τουρκία. Όχι χωρίς αγανάκτηση ενθυμείται, πάντως, ο μνήμων πολίτης το ταξιδάκι του κ. Καραμανλή το Νοέμβριο του 2004 στην Κύπρο, προκειμένου να πιέσει τον «πεισματάρη Τάσσο» να μην ασκήσει βέτο για τη μη αναγνώριση της Κυπριακής Δημοκρατίας από την Τουρκία πριν από την 17η Δεκεμβρίου 2004. Εξίσου όχι χωρίς αγανάκτηση βλέπει κανείς εφημερίδες όπως «το Βήμα», που πρωτοστάτησαν στον αγώνα για το «μη βέτο» να ομιλούν τώρα για «τεράστια διπλωματική αποτυχία». Πράγματι, έτσι είναι. Όμως η αποτυχία επισυνέβη το Δεκέμβριο, όχι τώρα.

Διερωτάται κανείς: Δεν ήξεραν ότι η Τουρκία θα έγραφε αυτό που ήθελε μέσα στην ανακοίνωση; Δεν ήξεραν ότι το β΄ εξάμηνο του 2005 είχε η Βρετανία την Προεδρία της Ε.Ε. και ότι θα «έκανε πλάτες» στην Τουρκία; Τώρα λοιπόν τους έπιασε ο καημός για τη μη αναγνώριση;

Ωστόσο, τίποτε δεν έχει χαθεί ακόμη για την ελληνική διπλωματία. Στην πραγματικότητα, αν σκεφθεί κανείς τη διπλωματική θέση της Κυπριακής Δημοκρατίας τη Δευτέρα 26 Απριλίου 2004 και τη συγκρίνει με τη σημερινή, θα διαπιστώσει ότι έχουν γίνει πολλά βήματα προς τα εμπρός. Σήμερα πια η Κυπριακή Δημοκρατία διεκδικεί τα δίκαιά της έχοντας στο πλευρό της σημαντική διεθνή υποστήριξη. Εάν η υποστήριξη αυτή αξιοποιηθεί καταλλήλως, πολλά θετικά μπορούν να προκύψουν για την εθνική υπόθεση.

Ο γράφων υπήρξε από τους διαπρυσίους κήρυκες ενός «βέτο» το Δεκέμβριο του 2004. Εάν τότε είχε τεθεί το βέτο, εάν η Κυπριακή Δημοκρατία είχε κάνει χρήση της «ατομικής βόμβας», όπως εύστοχα τη χαρακτήρισε ο κ. Βαληνάκης, τα πράγματα θα ήταν πολύ καλύτερα σήμερα για τον ελληνισμό. Σίγουρα, όχι προβλέψιμα, πάντως καλύτερα, διότι η Τουρκία εν τέλει θα εξαναγκαζόταν σε διπλωματική αναγνώριση της Κυπριακής Δημοκρατίας. Δεν είχε άλλη επιλογή και θα πιεζόταν προς την κατεύθυνση αυτή και από την Ευρώπη και από την Αμερική.

Εντούτοις, η μη χρήση του βέτο είχε και ορισμένα πλεονεκτήματα για τον ελληνισμό, τα οποία, αν αξιοποιηθούν σωστά, θα μπορέσουν να ενισχύσουν τον αγώνα του Κυπριακού Ελληνισμού για δικαίωση, έστω και στο μέλλον.

Πρώτον: Ο διπλωματικός περίγυρος της 17ης Δεκεμβρίου ήταν αρκετά αρνητικός για την Κυπριακή Δημοκρατία. Με νωπές ακόμη τις μνήμες από την απόρριψη του σχεδίου Ανάν, οι Ευρωπαίοι εταίροι ήταν καχύποπτοι απέναντι στην Κύπρο και στον Πρόεδρο Παπαδόπουλο. Η παροχή ημερομηνίας ένταξης στην Τουρκία ήταν ένα πολύ ισχυρό αίτημα των ευρωπαϊκών ελίτ, το οποίο η Ευρώπη δεν μπορούσε να αρνηθεί. Αναγνώριση πριν την 17η Δεκεμβρίου 2004 δεν υπήρχε ρεαλιστικά περίπτωση να αναμένεται από την Τουρκία, οπότε, το βέτο ήταν μονόδρομος. Το βέτο τότε, αν και κατά βάθος θα ανακούφιζε τους Ευρωπαίους, θα απέληγε εκ νέου σε διπλωματική και πολιτική απομόνωση της Κυπριακής Δημοκρατίας. Τούτο δεν σημαίνει βέβαια ότι δεν έπρεπε να ασκηθεί. Όπως ακριβώς και το «όχι» στο σχέδιο Ανάν έπρεπε να ειπωθεί, ασχέτως των λοιπών συνεπειών.

Ωστόσο, τώρα πια το αίτημα για αναγνώριση της Κυπριακής Δημοκρατίας βρίσκει διαφορετική απήχηση στις Ευρωπαϊκές ελίτ. Με μισή – ούτε καν ολόκληρη – εξαίρεση τη Βρετανία, όλοι οι υπόλοιποι παράγοντες της Ευρώπης θα συνδράμουν τον Ελληνισμό στο αίτημα αυτό. Δεν είναι δυνατόν να γίνει διαφορετικά. Η Κύπρος αντιμετωπίζεται πλέον με συμπάθεια. Δεν είναι η «κακιά» χώρα που απέρριψε το «καλό» σχέδιο Ανάν. Η 24η Απριλίου 2004 είναι κιόλας πολύ μακριά για τους Ευρωπαίους και οι περισσότεροι ούτε καν θυμούνται πια το σχέδιο αυτό. Αν σήμερα η Κυπριακή Δημοκρατία χειριστεί με επιμονή, οξυδέρκεια και τόλμη το ζήτημα της αναγνώρισης, τότε μπορεί να επιτύχει την αναγνώριση από την Τουρκία χωρίς να ξοδεύσει ιδιαίτερο μεγάλο διπλωματικό κεφάλαιο.

Δεύτερον: Το κλίμα στην ίδια την Τουρκία είναι πλέον διαφορετικό. Τόσο το πολιτικοστρατιωτικό κατεστημένο, όσο και ο τύπος και η κοινή γνώμη, «κατάπιαν» την υπογραφή του πρωτοκόλλου αρκετά εύκολα. Η δήλωση μη αναγνώρισης χρύσωσε το χάπι αλλά, ασχέτως αν δεν το επεσήμανε ρητώς η βρετανική προεδρία, ουδεμία νομική ισχύ έχει ώστε να προστατέψει τα Τουρκικά συμφέροντα στο μέλλον, όταν τα Κυπριακά καράβια θα προσεγγίζουν τα τουρκικά λιμάνια.

Ορισμένοι ήδη αντιλαμβάνονται το αναπόφευκτο της αναγνώρισης. Όχι λίγες φορές έγραψε για το ζήτημα αυτό ο Μεχμέτ Αλί Μπιράντ. Το πιο χαρακτηριστικό του άρθρο ήταν αυτό στην Turkish Daily News της 12ης Μαρτίου 2005, όπου σε απλά... τουρκικά εξηγεί στους συμπατριώτες του το αυτονόητο: «We are late, the Greek Cypriots have won». Ας ήσασταν πιο έξυπνοι εσείς να αποδεχόσασταν το σχέδιο Ανάν εγκαίρως, λέει στους συμπατριώτες του. Το αποδεχθήκατε με ένα χρόνο καθυστέρηση, ένα μήνα πριν από την εισδοχή της Κυπριακής Δημοκρατίας στην Ε.Ε. Περιμένατε να δεχθούν τότε το σχέδιο Ανάν; Τώρα πια τι θέλετε; Θα περάσει αυτό που θέλουν οι Ελληνοκύπριοι. Εμείς δεν μπορούμε να κάνουμε πλέον και πολλά.

Η κυβέρνηση της Τουρκίας πιθανότατα έχει αντιληφθεί πού οδηγούνται τα πράγματα. Με Πρόεδρο τον Τάσσο αποκλείεται να δει Ευρώπη, εάν το Κυπριακό δεν επιλυθεί με τους όρους που θέτει ο Ελληνισμός. Αλλά και ο διάδοχος του Τάσσου δεν θα μπορεί να πετάξει ένα τέτοιο διπλωματικό κεφάλαιο στη θάλασσα. Το χειρότερο από όλα για τους Τούρκους – και το καλύτερο για τον Ελληνισμό – είναι ότι η Κυπριακή Δημοκρατία αρχίζει και πάλι να εμπεδώνεται στη συνείδηση της διεθνούς κοινότητας ως η μοναδική νόμιμη κυβέρνηση της νήσου. Είναι η πρώτη φορά από το 1964 και εντεύθεν που ο Ελληνισμός αρχίζει να αναστρέφει το εις βάρος του κλίμα στο ζήτημα αυτό. Αναπόφευκτα, το ζητούμενο κάποια στιγμή θα εξελιχθεί στο με ποιον τρόπο θα επιστρέψουν οι Τουρκοκύπριοι στις δομές της Κυπριακής Δημοκρατίας.

Όμως, εάν το Κυπριακό επιλυθεί με τους όρους τους διεθνούς δικαίου – δηλαδή, με τους όρους που επιθυμεί ο Ελληνισμός – τα πράγματα θα έχουν ως εξής: θα φύγουν όλοι οι έποικοι, θα φύγει όλος ο Τουρκικός στρατός, θα επιστρέψουν όλοι οι πρόσφυγες και, εν συνεχεία, θα απομένει μόνον η επίλυση του συνταγματικού ζητήματος της νήσου, επί τη βάσει μιας αμοιβαία αποδεκτής συμφωνίας. Με μια τέτοια επίλυση η πλειοψηφία των Ελληνοκυπρίων θα προσεγγίζει πλέον το 90% σε όλο το νησί και η «διζωνική – δικοινοτική» που αφρόνως αποδέχθηκε ο ελληνισμός στη δεκαετία του ’70 θα είναι παρελθόν. Ό,τι συνταγματικές παραχωρήσεις και αν γίνουν υπέρ των Τουρκοκυπρίων, η Κύπρος θα είναι μια σχεδόν καθαρά ελληνική νήσος.

Αυτή η εφιαλτική για τους Τούρκους προοπτική είναι σήμερα παρούσα. Αντιτάσσουν αυτή τη στιγμή ως πρώτη γραμμή άμυνας τη μη αναγνώριση της Κυπριακής Δημοκρατίας. Γνωρίζουν ότι από τη στιγμή που θα επέλθει η αναγνώριση, η θέση τους θα εξασθενίσει σημαντικά σε όλα τα άλλα ζητήματα. Η Τουρκία γνωρίζει πολύ καλά τη σημασία μιας ενδεχόμενης αναγνώρισης και για αυτό αγωνίζεται και θα αγωνιστεί λυσσαλέα για να μην γίνει πραγματικότητα το ενδεχόμενο αυτό.

Αν όμως η ελληνική πλευρά επιμείνει, τότε σύντομα τα δεδομένα θα μεταβληθούν δραματικά εναντίον της τουρκικής πλευράς. Με έξυπνους χειρισμούς από την ελληνική πλευρά, με κατάλληλη αξιοποίηση της υπογραφής του Πρωτοκόλλου, με επιμονή, επιμονή και έγερση όλων των ζητημάτων, ιδίως του ζητήματος της εισβολής και της κατοχής, η προοπτική μιας Τουρκίας που θα αποδεχθεί μια επίλυση του Κυπριακού όχι κομμένη και ραμμένη στα μέτρα είναι σήμερα πολύ εγγύτερα από ό,τι φαντάζεται κανείς.

Στον αγώνα της για τη μη αναγνώριση της Κύπρου, στην πραγματικότητα η Τουρκία είναι μόνη. Ούτε και η πιστή της σύμμαχος Βρετανία δεν μπορεί να της προσφέρει κάτι περισσότερο από το να κερδίσει λίγο χρόνο. Κανένας εχέφρων άνθρωπος στον πλανήτη δεν μπορεί να διανοηθεί τη μη αναγνώριση. Κατά βάθος, ούτε και οι ίδιοι οι Τούρκοι. Το κατάλαβε ήδη πολύ καλά ο Μεχμέτ Αλί Μπιράντ. Ήδη μοιάζει να το αποδέχεται τουλάχιστον ως πιθανό ενδεχόμενο το πολιτικο-στρατιωτικό κατεστημένο. Και μόνον αυτό συνιστά νίκη της ελληνικής πλευράς.

Για πρώτη φορά τα τελευταία 40 χρόνια η Τουρκία πιέζεται τόσο σφοδρά να παραχωρήσει κάτι τόσο σημαντικό στο ζήτημα της Κύπρου. Αυτό αποδεικνύει, για μια ακόμη φορά, την ορθότητα της απόρριψης του σχεδίου Ανάν. Ας όψονται οι Κασσάνδρες που προέβλεπαν καταστροφές την επαύριον της απόρριψης.

Πρώτη δημοσίευση

http://antibaro.gr