Μπροστά στην Μόνιμη Προκλητικότητα των Τούρκων
Διονυσίος Κ. Καραχάλιος
Αντιπροέδρος Δικτύου 21
01 May 2005
Όταν κανείς θέλει να αξιολογήσει και να σχολιάσει ζητήματα εξωτερικής πολιτικής οφείλει να λάβει υπ\' όψη του δύο βασικές παραμέτρους:
Πρώτον ότι, οι, μέχρι την δεδομένη χρονική στιγμή, προηγούμενες διεθνείς δεσμεύσεις της χώρας (ευνοϊκές ή δυσμενείς, είναι αδιάφορο) επηρεάζουν καταλυτικά και τους επόμενους διπλωματικούς χειρισμούς και συνεπώς, δεν μπορούν να παραβλεφθούν, χωρίς κόστος.
Δεύτερον ότι, ενώ σε όλα τα άλλα ζητήματα, που αναφέρονται στην κυβερνητική πολιτική και δράση, τα περιθώρια κριτικής, αντιπολιτευτικής σκοπιμότητας, δημαγωγίας και λαϊκισμού, επαφίενται στην βούληση και στην διάθεση του οποιουδήποτε σχολιαστή (πολιτικού δημοσιογράφου, επιστήμονα ή απλού πολίτη), στην εξωτερική πολιτική, λόγω της ιδιαιτερότητας των επί μέρους ζητημάτων και της άμεσης συνάφειάς τους με την υπόσταση ή την εδαφική ακεραιότητα ή τα κυριαρχικά δικαιώματα της χώρας, πρέπει να πρυτανεύει η λογική, η σύνεση και η ψυχραιμία.
Όλα αυτά πολύ περισσότερο ισχύουν για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις που αποτελούν, από την σύσταση του νεοελληνικού κράτους και μέχρι σήμερα, το κυριότερο αντικείμενο ενδιαφέροντος και δράσης της ελληνικής διπλωματίας.
Με βάση την πρώτη παράμετρο, πριν εξετάσουμε τα πρόσφατα γεγονότα, που έφεραν και πάλι στο προσκήνιο τα ελληνουρκικά, πρέπει να θυμηθούμε το πλαίσιο μέσα στο οποίο κινούνται οι σχέσεις των δύο χωρών κατά την τελευταία δεκαετία.
Αφετηρία της σημερινής μορφής των ελληνοτουρκικών σχέσεων αποτελεί η κρίση των Ιμίων και, κυρίως ο τρόπος με τον οποίο αυτή τερματίσθηκε: με την επίμονη απαίτηση της αμερικανικής ηγεσίας, οι ελληνικές ένοπλες δυνάμεις, που είχαν σπεύσει στην περιοχή για να αντιμετωπίσουν την ευθεία αμφισβήτηση της ελληνικότητας των βραχονησίδων, υποχρεώθηκαν να απομακρυνθούν ταυτόχρονα με τις τουρκικές, υποστέλλοντας μάλιστα, σε ένδειξη πλήρους συμμόρφωσης στις αμερικανοτουρκικές αξιώσεις, την ελληνική σημαία, επί ελληνικού εδάφους! Λίγες ημέρες αργότερα, ο τότε πρωθυπουργός Κ. Σημίτης, σε μια απρόσμενη επίδειξη πρωτοφανούς δουλικότητας, ευχαρίστησε δημοσία και από του βήματος του Κοινοβουλίου, τον τότε αμερικανό πρόεδρο Κλίντον, για την συνδρομή του στην αντιμετώπιση της κρίσης των Ιμίων.
Ακολούθησε, μετά ένα περίπου έτος, το καλοκαίρι του 1997, υπογραφείσα από τους Σημίτη ? Ντεμιρέλ, η Συμφωνία της Μαδρίτης, με την οποία, η Ελλάδα, για πρώτη φορά παραδεχόταν και αναγνώριζε την ύπαρξη «ζωτικών συμφερόντων» της Τουρκίας στην περιοχή του Αιγαίου.
Το τρίτο «επίτευγμα» της κυβέρνησης Σημίτη, με πρωτεργάτη πια και τον σημερινό ηγέτη του ΠαΣοΚ, που, ήδη είχε «προβιβασθεί» σε υπουργό Εξωτερικών, μετά την αποπομπή Πάγκαλου, ως εξιλαστηρίου θύματος για το φιάσκο «Οτσαλάν», έλαβε χώρα στην διάσκεψη Κορυφής του Ελσίνκι (11.12.1999): με το επίσημο κείμενο της Προεδρίας, που υιοθετήθηκε στην φινλανδική πρωτεύουσα, αναγνωρίσθηκε, από την ελληνική πλευρά, η ύπαρξη, γενικώς και αορίστως, «συνοριακών διαφορών» μας με την Τουρκία και η υποχρέωση υπαγωγής τους στο Διεθνές Δικαστήριο.
Μέσα σʼ αυτό το πλαίσιο, την σταδιακή διαμόρφωση του οποίου «διακόσμησαν» οι τρυφεροί εναγκαλισμοί Γιώργου Παπανδρέου και Ισμαήλ Τζεμ και οι «ζεϊμπεκιές» του πρώτου, υπό τα ενθουσιώδη χειροκροτήματα του δεύτερου, αλλά και η αποκληθείσα «διπλωματία των σεισμών», όπου η παροχή ανθρωπιστικής συνδρομής και η ευμενής αποδοχή της από τους Τούρκους, έφθασε στο σημείο να χαρακτηρισθεί ως καταλύτης (!) για την οριστική επίλυση των ελληνοτουρκικών διαφορών, δρομολογήθηκε η λεγόμενη ευρωπαϊκή πορεία της Τουρκίας.
Δεσμευόμενη από τα πρωτοφανή και άνευ του ελαχίστου ουσιώδους ανταλλάγματος, βήματα προσέγγισης των κυβερνήσεων Σημίτη προς τις αξιώσεις και τις διεκδικήσεις της Τουρκίας, η κυβέρνηση Καραμανλή στηρίζει την έναρξη των ενταξιακών διαπραγματεύσεων της γειτονικής χώρας με την Ευρωπαϊκή Ένωση, αποδεχόμενη, μαζί με τους εταίρους μας, ένα μοναδικό, για τα χρονικά της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, πλαίσιο, που είναι, ταυτόχρονα, προκλητικά ευνοϊκό για την Τουρκία: Ενώ μέχρι σήμερα η αποδοχή του «κοινοτικού κεκτημένου», δηλαδή του συνόλου των νομικών και πολιτικών δεσμεύσεων, που υπαγορεύονται από την συμμετοχή στην Ευρωπαϊκή Ένωση και ο πλήρης σεβασμός των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και της δημοκρατικής νομιμότητας αποτελούν προϋποθέσεις για την έναρξη διαπραγματεύσεων με στόχο την ένταξη, στην περίπτωση των γειτόνων μας, εφαρμόζεται το ακριβώς αντίθετο: Η έναρξη των ενταξιακών διαπραγματεύσεων παίζει, ουσιαστικά, το ρόλο προϋπόθεσης, κατά την εξοργιστική απαίτηση των γειτόνων μας, για να οδηγηθεί η Τουρκία στον εξευρωπαϊσμό και τον εκδημοκρατισμό της!!!
Η «κουμπαριά» Καραμανλή - Ερντογάν και η «διευκόλυνση» της τουρκικής προσέγγισης προς την Ευρώπη, ως αναπόφευκτη συνέχεια των προγενεστέρων κυβερνητικών δεσμεύσεων, που προαναφέρονται, δεν μπορεί παρά να ερμηνευθεί ως επιβεβαίωση της ελληνικής πολιτικής βούλησης, αφ\' ενός μεν να εξαντλήσει κάθε περιθώριο και κάθε δυνατότητα για την επίλυση των ελληνοτουρκικών διαφορών και. αφʼ ετέρου να κινηθεί στο πνεύμα της κοινής ευρωπαϊκής πολιτικής, που θεωρεί την μελλοντική εταιρική σχέση με την Τουρκία ως επιλογή στρατηγικής σημασίας, ακόμη και σήμερα, που πληθαίνουν, σε όλη την Ευρώπη, οι αντιδράσεις μπροστά σ\' αυτήν την ανιστόρητη προοπτική.
Όλα αυτά θα μπορούσαν να χαρακτηρισθούν εποικοδομητικά, αν δικαιώνονταν από την συμπεριφορά της τουρκικής πλευράς. Όμως, η Τουρκία, προφανώς αποχαλινωμένη από την ευμενή υποδοχή του «ευρωπαϊκού προορισμού» της, μέσα στους κόλπους των ευρωπαίων, από την στήριξη της αμερικανικής πλευράς, αλλά και από την, βολική γι\' αυτήν, ειλικρινή επιδίωξη της Ελλάδας για την βήμα - βήμα προσέγγιση των δύο χωρών, εξακολουθεί την τακτική της πρόκλησης και της αδιαλλαξίας. Και τούτο προφανώς διότι, «αντιστάσεως μη ούσης», θεωρεί ότι η διαρκής προβολή αξιώσεων και διεκδικήσεων σε όλα τα επίπεδα, μπορεί να της προσφέρει τελικά ένα minimum αποτελεσμάτων, που θα ικανοποιούν την ακατάσχετη βουλιμία της.
Με αυτά τα δεδομένα, όσοι δεν τρέφουμε αυταπάτες για το «δημοκρατικό» πρόσωπο της Τουρκίας και για την «ειλικρίνεια» των προθέσεών της να μετατρέψει το στρατοκρατικό και επεκτατικό καθεστώς της σε μια ευρωπαϊκού τύπου ευνομούμενη κοινωνία, αντάξια των παραδόσεων του δυτικού κόσμου, δεν εντυπωσιαστήκαμε από τα νέα γεγονότα στα Ίμια, που, σημειωτέον, συνέπεσαν, χρονικά, με την επίσκεψη του Έλληνα υπουργού Εξωτερικών στην Άγκυρα. Φυσικά, το σκηνικό συμπλήρωσαν οι 13 παραβάσεις των κανόνων εναέριας κυκλοφορίας στο FIR Αθηνών και οι 9 παραβιάσεις του εθνικού μας εναερίου χώρου, στο Βόρειο Αιγαίο, από 34 τουρκικά μαχητικά αεροσκάφη?.
Είναι γεγονός ότι με την άποψη του υπουργού Εξωτερικών Π. Μολυβιάτη, ότι «με τους χειρισμούς που κάναμε στην Άγκυρα, ένα επεισόδιο, το οποίο θα μπορούσε να εξελιχθεί σε κρίση, εκτονώθηκε και σήμερα έχουμε ηρεμία», συμφωνούν όλοι όσοι, τα τελευταία χρόνια, έχουν αποδεχθεί την λογική της τουρκικής στρατιωτικής υπεροχής και ισχύος και την ανάγκη διαρκούς επιδίωξης καλών σχέσεων με την γείτονα χώρα. Από την άλλη όμως πλευρά, ουδείς μπορεί να παραγνωρίσει ότι, η σταθερή επίδειξη καλής θέλησης και πνεύματος εποικοδομητικής συνεργασίας, μόνον από την ελληνική πλευρά, κάθε άλλο παρά οδηγεί στην αποκατάσταση καλών διμερών σχέσεων, όταν το ένα μέρος τις εκλαμβάνει ως μέσον για την συνεχή ικανοποίηση δικών του μονομερών αξιώσεων, που συνήθως είναι παράλογες και δύσκολα αποκρύπτουν τον επεκτατικό ή επιθετικό, σε βάρος της χώρας μας, χαρακτήρα τους.
Το επιχείρημα ότι, με την στάση μας θα υποχρεώσουμε την Τουρκία να εξευρωπαΐσει την πολιτική της και να δημοκρατικοποιήσει τους θεσμούς της στερείται λογικής. Στην πράξη υποχρεώνεται κανείς να αλλάξει συμπεριφορά, όταν πιέζεται προς την κατεύθυνση αυτή και όχι όταν βλέπει την προκλητική συμπεριφορά του να αντιμετωπίζεται με καρτερία και στωικότητα και, ουσιαστικά, να παραμένει όχι μόνον αναπάντητη, αλλά, μακροπρόθεσμα, να αποτελεί αφετηρία για περαιτέρω υποχωρητικότητα της άλλης πλευράς. Η Τουρκία έχει αποδείξει μέχρι σήμερα, με την στάση της στην Κύπρο, με τις διεκδικήσεις της στο Αιγαίο και με την συστηματική παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και της δημοκρατικής νομιμότητας στο εσωτερικό της, ότι, την επίδειξη καλής θέλησης από την άλλη πλευρά, την ερμηνεύει, αποκλειστικά και μόνον, ως δικαίωση της ακαμψίας της πολιτικής της, της αδιαλλαξίας των στόχων της και της αυταρχικότητας του καθεστώτος της.
Με αυτά τα δεδομένα, όλοι εμείς, που καυτηριάσαμε στο παρελθόν την ενδοτικότητα των κυβερνήσεων Σημίτη, η οποία οδήγησαν στην διεύρυνση των τουρκικών, έναντι της χώρας μας, διεκδικήσεων και στην κορύφωση της αδιαλλαξίας των γειτόνων μας, έχουμε την αξίωση από την κυβέρνηση Καραμανλή, να λάβει σοβαρότατα υπ\' όψη της την διαρκή αποθράσυνση της Τουρκίας, στην οποία ασμένως οδηγούνται οι γείτονές μας, καθώς διαπιστώνουν ότι δεν δείχνουμε διατεθειμένοι, όσο και αν προκαλούμεθα, να μεταβάλλουμε, έστω και για λόγους εντυπώσεων, την μονοδιάστατη διαλλακτική στάση απέναντί τους.
Η καλοπροαίρετη αντίληψη ότι οφείλουμε να ανεχθούμε κάποιες προκλήσεις, διότι, αυτή την στιγμή, υπάρχει σύγκρουση μεταξύ των στρατοκρατών και του πολιτικού κόσμου της Τουρκίας και συνεπώς μας συμφέρει η ενίσχυση των τάσεων που, στο εσωτερικό της γειτονικής χώρας, ευνοούν θεσμικές αλλαγές και την ευρωπαϊκή της προσέγγιση, είναι εκτός τόπου και χρόνου και παραγνωρίζει την φύση του τουρκικού καθεστώτος. Στο παρελθόν οι κεμαλιστές, οι οποίοι στηρίζουν την δεσπόζουσα θέση του στρατού στην άσκηση της εξουσίας ήσαν, υποτίθεται, αυτοί που επεδίωκαν τον εξευρωπαϊσμό της πατρίδας τους. Σήμερα, οι ισλαμιστές, που μέχρι χθες θεωρούνταν το πλέον οπισθοδρομικό τμήμα της τουρκικής κοινωνίας, υποτίθεται αγωνίζονται για τις μεταρρυθμίσεις και την ευρωπαϊκή εξέλιξη, στις οποίες αντιδρούν οι άλλοτε μεταρρυθμιστές κεμαλιστές! Το «παιγνίδι» παίζεται άριστα μεταξύ στρατοκρατών και πολιτικών, καθώς ουδείς, είναι διατεθειμένος, στην πραγματικότητα να αμφισβητήσει τον ρόλο εφ\' ω «έκαστος ετάχθη». Μένει σε μας να αξιολογήσουμε σωστά την πραγματικότητα και να αναζητήσουμε τα στοιχεία εκείνα που θα υποχρεώσουν την Τουρκία να σεβαστεί την διεθνή έννομη τάξη και τα αναφαίρετα κυριαρχικά μας δικαιώματα. Εκτός και αν ουδείς πλέον ενδιαφέρεται γι\' αυτά...
|