Το επίμαχο κείμενο του εμφανιζόμενου ως «συνεργάτη του Χριστόδουλου»
για να κρίνουμε με βάση τα κείμενα και τα γεγονότα και όχι τις εντυπώσεις που καλλιεργούν οι δημοσιογράφοι και τα Μέσα Μαζικής Επιβολής - της δικής τους άποψης
20 July 2005
Το τελευταίο χρονικό διάστημα έχουμε γίνει μάρτυρες ενός αυξημένου πολιτικού τράφικ με αποκορύφωση τις επισκέψεις των πρωθυπουργών της Ελλάδας και της Τουρκίας στις ΗΠΑ. Οι εκτιμήσεις επί των συμπερασμάτων των επισκέψεων αυτών ποικίλουν, από τον ενθουσιασμό έως τον έντονο προβληματισμό, για την Αθήνα και την \'Αγκυρα, αντιστοίχως. Η ελληνική πλευρά δεν κρύβει τον ενθουσιασμό της, ενώ η τουρκική την αμηχανία και τον προβληματισμό της. Πέρα από τη σημειολογία τους, οι εν λόγω επισκέψεις αποτελούν υψίστης διπλωματικής σημασίας γεγονότα, αφού σχετίζονται με την αναδιαμόρφωση της ευρύτερης περιοχής μας που θα ισχύσει για τον αιώνα που διανύουμε.
Ιστορικό
Η ευρύτερη Μέση Ανατολή βρίσκονταν ανέκαθεν, και φυσικά εξακολουθεί να παραμένει, στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος των Μεγάλων Δυνάμεων. Ευθύς αμέσως, σχεδόν, μετά την πτώση των κομμουνιστικών καθεστώτων το 1990, η Ουάσιγκτον έδωσε προτεραιότητα στην εν λόγω περιοχή, δρομολογώντας τη σύσταση ενός συστήματος περιφερειακής ασφάλειας (καλύπτει όλους τους τομείς συνεργασίας: στρατιωτικό, οικονομικό, τεχνολογικό, πολιτιστικό, εκπαιδευτικό κ.ο.κ.), το οποίο στηρίζεται στη στρατηγική σχέση Ισραήλ-Τουρκίας. De facto μέλη του εν λόγω συστήματος έγιναν η Ιορδανία και η Παλαιστινιακή Αρχή, ενώ στους μεσοπρόθεσμους αμερικανικούς στόχους ήταν η ένταξη σ\' αυτό του μετα-σανταμικού Ιράκ, πρωτίστως δε των Κούρδων.
Η Ουάσιγκτον, δια της πρωτοβουλίας της αυτής, για να μην (διε)εγείρει την αραβική αμφισβήτηση και ακυρωθεί η υπόψη πρωτοβουλία εν τη γενέσει της, αλλά και για να ελευθερώσει το δρόμο από τα υπάρχοντα εμπόδια ώστε να επιτύχει την ολοκλήρωση του στρατηγικού της στόχου, ενεργοποίησε δύο παράλληλες κινήσεις: Πρώτον. την αναβάθμιση του μουσουλμανικού στοιχείου στα Βαλκάνια, που προωθήθηκε μέσω της ευνοιοκρατικής μεταχείρισης των Βόσνιων και Κοσσοβάρων μουσουλμάνων, με ταυτόχρονη όσο και ανεξήγητη εν πρώτοις τιμωρητική αντιμετώπιση του «βαλκάνιου Σαντάμ», του Σέρβου προέδρου Μιλόσεβιτς και, κατ\' επέκταση, του σερβικού λαού. Ο Μιλόσεβιτς, όπως και ο ιρακινός δικτάτωρ Σαντάμ, για να αποτρέψει την απειλούμενη αμερικανική στρατιωτική επέμβαση εναντίον της χώρας του, αποδέχθηκε όλες τις αξιώσεις των ΗΠΑ, αλλά παρόλα αυτά δεν την απέτρεψε, καθόσον η Ουάσιγκτον την είχε προαποφασίσει. Και αυτό γιατί ήθελε να αποδείξει εμπράκτως στους μουσουλμάνους όπου γης ότι η ίδια διάκειται ευμενώς προς το Ισλάμ και τους πιστούς του, και για να γίνει ακόμη πιο πιστευτή επέλεξε τον πιο ακραίο τρόπο: την ωμή σκληρότητα εναντίον του σερβικού λαού κι όχι απλώς των ηγετών του.
Η δεύτερη κίνηση στην οποία προέβη η Ουάσιγκτον ήταν η αναβάθμιση του κουρδικού παράγοντα, ώστε αυτός να παίξει καθοριστικά ρόλο στην υλοποίηση των αμερικανικών σχεδιασμών. Η αναβάθμιση αυτή αφορούσε εν πρώτοις στους ιρακινούς Κούρδους, που ξαφνικά και εν μέσω ενός αιματηρού εμφυλίου πολέμου τους επιβλήθηκε -το 1997- η αυτονομία τους και μάλιστα ως «Κουρδιστάν». Η κουρδική αναβάθμιση συμπεριέλαβε, σε δεύτερη φάση, και τους Κούρδους της Τουρκίας μέσω ενός πρωτότυπου και άκρως μακιαβελικού τρόπου: της σύλληψης και παράδοσης στους Τούρκους του ηγέτη του ΡΚΚ, Οτσαλάν, ο οποίος, έκτοτε, παίζει το ρόλο του Κούρδου Μαντέλα. Ο μοναδικός όρος που ετέθη στην \'Αγκυρα για την παράδοση του ήταν η μη εκτέλεση του. Η κίνηση αυτή, της σύλληψης και παράδοσης, ενείχε ένα ισχυρό συμβολισμό, καθόσον εμφανίζονταν ως επιβεβαίωση των φιλικών και αγαθών αμερικανικών προθέσεων προς την \'Αγκυρα. Όμως η αμερικανική στόχευση ήταν άλλη. Με τον Οτσαλάν στις φυλακές αφενός γεννιόνταν ένας εθνικός μάρτυρας και γίνονταν σύμβολο του κουρδικού έθνους, κατά το πρότυπο του Μαντέλα, και αφετέρου το κεμαλικό κατεστημένο δε θα μπορούσε να αρνηθεί την ευρωπαϊκή προοπτική της χώρας, εξαναγκάζοντας το να προβεί στις αναγκαίες προσαρμογές που πρωτίστως θα ευνοούσαν τη μεγάλη κουρδική μειονότητα.
Η αμερικανική εύνοια προς τους Κούρδους δεν έχει ανθρωπιστικά, αλλά (γεω)πολιτικά κίνητρα. Οι Κούρδοι, εκτός του ότι είναι διάσπαρτοι σε μια εξόχως στρατηγική περιοχή (πλούσια σε μαύρο -πετρέλαια- και άσπρο - νερό- «χρυσό» λόγω του Τίγρη και του Ευφράτη) που καλύπτει τμήμα της Τουρκίας, του Ιράν και της Συρίας (εκτός φυσικά γεωγραφικά, αλλά και θρησκευτικά, γλωσσικά και φυλετικά-, γι\' αυτό γίνονται εύκολα υποχείριοι των Αμερικανών και λοιπών «προστατών». \'Αλλα στοιχεία που εξηγούν την αμερικανική εύνοια προς τους Κούρδους είναι ότι σε μια περιοχή διάχυτου και έντονου ισλαμικού φονταμενταλισμού, αυτοί χαρακτηρίζονται από ήπια θρησκευτικότητα, είναι προοδευτικών (θέση γυναίκας, φιλοδυτικοί κ.λπ.) και αριστερών πολιτικών αποκλίσεων (δηλαδή επιρρεπείς στο διεθνισμό που προωθεί η Ουάσιγκτον κι όχι στον άκρατο εθνικισμό), λαός σκληρός και εμπειροπόλεμος που εύκολα μπορεί να παράσχει τις υπηρεσίες του προς τους συμμάχους και προστάτες του, άνθρωποι ευφυείς και δραστήριοι, και το σημαντικότερο αποτελούν μια όαση αμερικανοφιλίας και εβραιοφιλίας σε μια περιοχή έντονου αντι-αμερικανισμού που έχει διαποτίσει τον αραβικό κόσμο, το Ιράν και την Τουρκία.
ΗΠΑ-Τουρκία
Στη βάση αυτών των γεωπολιτικών δεδομένων διαμορφώνεται το τοπίο της περιοχής μας, κάτω από την αυστηρή επιτήρηση και καθοδήγηση της Ουάσιγκτον. Κομβικό ρόλο στη διαμόρφωση του αμερικανικής έμπνευσης και επιβολής γεωπολιτικού τοπίου παίζει ο τουρκικός παράγων.
Είναι γεγονός ότι οι ΗΠΑ έχουν, από το 1974 και δώθε, σταθερά και εξόφθαλμα υποστηρίξει τις εθνικές επιδιώξεις της \'Αγκυρας, συνεπικουρούμενες τόσο από τη Βρετανία όσο και από το Ισραήλ. Παρόλα αυτά, οι Τούρκοι δεν έχουν αυταπάτες. Ως οξυδερκείς γεωπολιτιστές γνωρίζουν ότι η Ουάσιγκτον απεργάζεται μακροπροθέσμως την αναδιάταξη της περιοχής, χρησιμοποιώντας ως Δούρειο Ίππο τους Κούρδους. Γι\' αυτό δεν κρύβουν την εντονότατη δυσπιστία τους σε κάθε αμερικανική πρωτοβουλία. Αναφέρω ενδεικτικά την πρωτοφανή για τα τουρκικά χρονικά παραίτηση του Τούρκου Α/ΓΕΕΘΑ, Necip Torumptay, μετά την απόφαση του τότε προέδρου της χώρας Τουργκούτ Οζάλ να συμπορευτεί με την Ουάσιγκτον στον πρώτο πόλεμο του Κόλπου (1990-91), παρά την ανυποχώρητη άρνηση του κεμαλικού κατεστημένου. Φημολογείται ευρέως ότι την ρήξη αυτή την πλήρωσε ο Οζάλ με τον αναιτιολόγητο -όπως υποστηρίζει η οικογένειά του- ξαφνικό θάνατό του. Ένα δεύτερο παράδειγμα αποτελεί η καταψήφιση από το Τουρκικό Κοινοβούλιο (Μάρτιος 2003) της πρότασης που προέβλεπε τη διέλευση αμερικανικών στρατευμάτων από το τουρκικό έδαφος, για να εισβάλουν στο Ιράκ από το βορρά. Είναι χαρακτηριστικό ότι η σχετική πρόταση καταψηφίστηκε από σύσσωμο το Ρεπουμπλικανικό κόμμα της αντιπολίτευσης, το κόμμα δηλαδή που ίδρυσε ο Κεμάλ και απηχεί τις θέσεις του κεμαλικού κατεστημένου. Αυτά τα ενδεικτικά γεγονότα ερμηνεύουν εν πολλοίς και την εύνοια των Αμερικανών προς το ισλαμικό κόμμα του Ερντογάν -όπως παλαιότερα του Ερμπακάν και του φιλο-ισλαμιστή Οζάλ- που όλα τους υπήρξαν ή είναι αντι-συστημικά (δηλαδή, παρότι εξίσου εθνικιστικά και νεο-οθωμανικά, δεν ανήκουν στο κεμαλικό κατεστημένο, το οποίο ανέκαθεν διατηρούσε εντονότατη καχυποψία προς τη Δύση και τις ΗΠΑ ειδικότερα).
Οι αμερικανο-τουρκικές σχέσεις ουδέποτε υπήρξαν ευθύγραμμες και αυτό φαίνεται περισσότερο από κάθε άλλη φορά σήμερα που τα δεδομένα έχουν αναστραφεί σε βάρος της Τουρκίας, καθόσον: Πρώτον, στη χώρα υφίσταται έντονος αντι-αμερικανισμός (και αντι-εβραϊσμός) σ\' όλα τα επίπεδα της κοινωνίας. Δεύτερον, λόγω της τεχνολογικής προόδου, το μεγάλο «χαρτί» των Τούρκων, η στρατιωτική βάση Ιντσιρλίκ στη Ν.Α. Τουρκία, δεν είναι πλέον τόσο απαραίτητη για τις αμερικανικές ένοπλες δυνάμεις και για την υποστήριξη της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής στην ευρύτερη Μέση Ανατολή. Εκτός τούτου, οι Αμερικανοί διαθέτουν πλέον πληθώρα εναλλακτικών της Τουρκίας επιλογών, συμπεριλαμβανομένων του Ιράκ, του Αφγανιστάν, του Καυκάσου, της Κεντρικής Ασίας και της Ν.Α. Ευρώπης. Τρίτον, υπάρχει πλήρης σχεδόν διάσταση Ουάσιγκτον-\'Αγκυρας για το μέλλον της Μέσης Ανατολής. Η Τουρκία, για πρώτη φορά ως σύγχρονου κράτους, δραστηριοποιείται έντονα στη Μέση Ανατολή μέσω διπλωματικών πρωτοβουλιών που περιλαμβάνουν όλους τους περιφερειακούς παράγοντες, καθώς και μέσω τακτικών (όχι στρατηγικών) συμμαχικών διευθετήσεων με το Ιράν και τη Συρία που περιλαμβάνουν και ζητήματα ασφάλειας. Οι κινήσεις της αυτές αποβλέπουν στο να αποτρέψουν την αναβάθμιση του κουρδικού παράγοντα, καθώς και στη διατήρηση της εδαφικής ακεραιότητας και της ενιαίας πολιτειακής δομής του Ιράκ, που μεθερμηνευόμενο πολιτικά σημαίνει ένα σιιτικό Ιράκ, σύμφωνα με τη σημερινή δημογραφική του σύσταση. Η \'Αγκυρα, για να καταστήσει περισσότερο αξιόπιστη αυτή την ισλαμική στροφή, έχει «υποβαθμίσει» (για την ακρίβεια ανασχέσει την έντονη διμερή κινητικότητα) τις σχέσεις της με το Ισραήλ (το οποίο παραμένει φιλο-κουρδικό και αντίθετο σ\' ένα σιιτικό Ιράκ) και αναβαθμίσει αυτές με το μουσουλμανικό κόσμο (π.χ. ανάληψη της γενικής γραμματείας της Παγκόσμιας Ισλαμικής Διάσκεψης -δηλαδή της «Μουσουλμανικής Διεθνούς» που περιλαμβάνει 57 μουσουλμανικές χώρες- για την τετραετία 2005-08, από τον Τούρκο καθηγητή Ekmel Eddin Ihsanoglu.
Οι προαναφερόμενες πρωτοβουλίες της Τουρκίας την έχουν φέρει αντιμέτωπη με τις ΗΠΑ, οι οποίες επιδιώκουν τη διεθνή απομόνωση του σιιτικού Ιράν και της Συρίας, την αναβάθμιση των Κούρδων (σ\' όλες τις χώρες που εξ ανάγκης τους υιοθέτησαν, συμπεριλαμβανομένης της Τουρκίας), ενώ η αμερικανική επιλογή υπέρ της εδαφικής ακεραιότητας του Ιράκ ως ομόσπονδου κράτους φαίνεται πως υποχωρεί -αργά αλλά σταθερά- υπέρ της «γιουγκοσλαβοποίησης» της χώρας. Η Ουάσιγκτον φαίνεται να εκτιμά πως η αποδόμηση του Ιράκ (ενός τεχνητού κατασκευάσματος που ουδέποτε κατόρθωσε να αποκτήσει εθνική συνοχή και να εξελιχθεί σε έθνος-κράτος) δε θα \'ναι «δραματική», ακόμη και για την \'Αγκυρα, εάν συνοδευτεί με την ευρωπαϊκή πορεία της Τουρκίας (την επιθυμούν διακαώς και οι Κούρδοι), καθώς και την εκτενή συνεργασία -πρωτίστως την οικονομική-μεταξύ της Τουρκίας και του ιρακινού Κουρδιστάν (απαραίτητη για την επιβίωση του τελευταίου, λόγω της εδαφικής μειονεξίας του, καθόσον στερείται διεξόδου προς τον έξω κόσμο).
Το κουρδικό παζλ που επιχειρείται να λυθεί μέσω του αμερικανικού σχεδίου, περιλαμβάνει και το ΡΚΚ, με το οποίο φαίνεται πως η Ουάσιγκτον έχει καταρχήν συμφωνήσει. Αυτό συμπεραίνεται από τα εξής: Οι Αμερικάνοι αρνούνται να υλοποιήσουν τη συμφωνία τους με την Τουρκία στο λεγόμενο «Σχέδιο Δράσης» και να προβούν στη λήψη οιουδήποτε ένοπλου μέτρου εναντίον του ΡΚΚ στα Ιράκ (οι μαχητές του οποίου υπολογίζονται σε περίπου 5.000 μαχητές στο Ιράκ και 1.800 στην Τουρκία), προβάλλοντας το επιχείρημα ότι η επίλυση του Κουρδικού ζητήματος θα προέλθει μόνο μέσω πολιτικών κι όχι στρατιωτικών μεθόδων. Σε αντίθεση με το τουρκικό κράτος οι Κούρδοι της Τουρκίας -περιλαμβανομένης της ηγεσίας του ΡΚΚ-έχουν προσαρμοστεί πλήρως στους αμερικανικούς στρατηγικούς σχεδιασμούς. Για παράδειγμα, στις επίσημες διακηρύξεις τάσσονται υπέρ της πολιτιστικής κι όχι πολιτικής αυτονομίας τους -κατ\' ιδίαν ωστόσο παραδέχονται ότι προσβλέπουν στην πλήρη ανεξαρτησία-, ενώ προέβησαν και στην αλλαγή του ονόματος τους: από ΡΚΚ (για να μην προκαλεί τις τουρκικές ευαισθησίες) πρώτα σε «Συνέδριο Ελευθερίας και Δημοκρατίας του Κουρδιστάν» (KADEK) και σχεδόν αμέσως μετά την εισβολή των Αμερικανών στο Ιράκ το 2003 σε «Λαϊκό Συνέδριο του Κουρδιστάν» (KONGRA-GEL), αφαιρώντας έτσι τις «επίμαχες» λέξεις («Ελευθερία» και «Δημοκρατία») που διεγείρουν τις εθνικές ευαισθησίες των Τούρκων. Οι Κούρδοι γνωρίζουν πως ο χρόνος κυλάει υπέρ αυτών και πως η χρονική συγκυρία τους ευνοεί. Φαίνεται πως ο διαμελισμός της Τουρκίας αποτελεί ειλημμένη απόφαση από τα μη θεσμοθετημένα παγκόσμια κέντρα ισχύος και επιβολής της παγκόσμιας τάξης (Λέσχη Μπίλντερμπεργκ και Τριμελής Επιτροπή) σύμφωνα με τις αποκαλύψεις του πρώην υψηλόβαθμου στελέχους του ΝΑΤΟ Αθανάσιου Στριγά (βλ. βιβλία του «Η μαύρη βίβλος των Ελλήνων πολιτικών» Νέα Θέσις: Αθήνα 1994, σ. 322, και «Παγκόσμιοι εντολοδότες» Νέα Θέσις: Αθήνα 1994, σ. 330).
Η γεωπολιτική σπουδαιότητα της Τουρκίας δεν υποχωρεί μόνο λόγω της αντίθεσης της προς τις στρατηγικές επιλογές της Ουάσιγκτον, αλλά και προς τον άλλο μεγάλο «παίκτη» της περιοχής, το Ισραήλ. Δημοσιεύματα στον αμερικανικό Τύπο απεκάλυψαν την εκπαίδευση Κούρδων από ισραηλινούς αξιωματικούς, ώστε οι πρώτοι να καταστούν αυτοδύναμοι στην αντιμετώπιση της πιθανότητας ενός φιλο-ιρανικού σιιτικού καθεστώτος στο Ιράκ, αλλά και ικανοί για την παρακολούθηση με τεχνικά μέσα του Ιράν και της Συρίας. Είναι δε γνωστό ότι από τη δεκαετία του \'60 το Ισραήλ προσφέρει στρατιωτική και ανθρωπιστική βοήθεια στους ιρακινούς Κούρδους, ότι οι 50.000 Εβραίοι κουρδικής καταγωγής ουδέποτε αντιμετώπισαν πρόβλημα και ότι η κοινή γνώμη του Ισραήλ διάκειται ευνοϊκά προς τους Κούρδους, διότι στο Κουρδικό βλέπει να αντικατοπτρίζεται ο εαυτός της. Και αυτό γιατί οι δύο λαοί -παρότι από τους αρχαιότερους στην περιοχή- αποτελούν έθνος δίχως κράτος (το Ισραήλ έγινε κράτος μόλις το 1948, και έκτοτε η ύπαρξη ταυ αμφισβητείται από την πλειοψηφία των γειτόνων του) στη μέση ενός άκρως εχθρικού μουσουλμανικού περίγυρου. Είναι κοινό μυστικό ότι το Ισραήλ ευνοεί τη δημιουργία ανεξάρτητου κουρδικού κράτους στη φάση αυτή στο Ιράκ, διότι αφενός θα αποδυναμώσει τους εχθρούς του και αφετέρου θα αποτελέσει αξιόπιστο σύμμαχο και στρατηγικό του εταίρο.
Ωστόσο η απόκλιση των στρατηγικών συμφερόντων ΗΠΑ-Ισραήλ από τη μια και Τουρκίας από την άλλη για τη Μέση Ανατολή δεν διαχέεται αυτόματα σε Κυπριακό και Ελληνοτουρκικά. Απεναντίας, η σύγκλιση των δύο πλευρών στα ζητήματα ελληνικού ενδιαφέροντος ενισχύεται περαιτέρω, καθόσον αυτά αντιπροσωπεύουν το αντίτιμο που θα δοθεί στην \'Αγκυρα για τις κουρδικές «απώλειές» της. Όσο το ελληνικό αντίτιμο γίνεται δελεαστικότερο (συγκυριαρχία στην Κύπρο, επικυριαρχία στην Ανατολική Μεσόγειο, Αιγαίο, Θράκη, ευρωένωση), τόσο οι Αμερικανοί θα αξιώνουν τη χαλάρωση της τουρκικής αδιαλλαξίας στο Κουρδικό. Μ\' άλλα λόγια τα ελληνοτουρκικά και το Κουρδικό αποτελούν συγκοινωνούντα δοχεία.
Θα πρέπει να τονιστεί πως η αμερικανική επιλογή δεν πηγάζει από κάποιο ανθελληνικό σύνδρομο, αλλά υπαγορεύεται από την ψυχρή λογική του εθνικού συμφέροντος. Η επιλογή αυτή της Ουάσιγκτον| ενισχύεται θεαματικά από την οικειοθελή βαλκανοποίηση της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής και τη νέκρωση των αντανακλαστικών φιλοπατρίας και συλλογικής αξιοπρέπειας στην Ελλάδα και την Κύπρο μετά από χρόνια «εκσυγχρονιστικής» κατήχησης. Για να είμαστε αντικειμενικοί, τα αίτια για την κακή τροπή των εθνικών μας ζητημάτων δε θα πρέπει να αναζητηθούν στους «τρίτους», τους εξωγενείς παράγοντες, αλλά στους γηγενείς λόγω των παραλείψεων, των αδέξιων χειρισμών, των κακών εκτιμήσεων που μετέτρεψε την ελληνική εξωτερική πολιτική σε ιδεοληπτική και «φοβισμένη», στην έλλειψη σταθερού στόχου και αποφασιστικότητας, καθώς και στη μη αξιοποίηση των συγκριτικών μας πλεονεκτημάτων.
ΗΠΑ - Ελλάδα
Η πρόσφατη επίσκεψη του Έλληνα πρωθυπουργού στο Λευκό Οίκο (η δεύτερη κατά σειρά στη διάρκεια της δεκατετράμηνης διακυβέρνησης του) έφερε αρκετή ικανοποίηση και στις δύο πλευρές. Ενδεικτικό του νέου κλίματος που χαρακτηρίζει τις διμερείς σχέσεις είναι οι δηλώσεις Μπους «Η Ελλάδα είναι σοβαρός στρατηγικός εταίρος», καθώς και υψηλόβαθμων Αμερικανών αξιωματούχων ότι η χώρα μας είναι για την Ουάσιγκτον «σύμμαχος-κλειδί». Το διπλωματικό αυτό λεξιλόγιο έχει τη σημασία του, αλλά δεν εγγυάται ένα υγιές πλαίσιο αμφοτεροβαρών δεσμεύσεων που εφεξής θα προσδιορίζει τις διμερείς σχέσεις. Φαίνεται πως η ενιαία στάση του ελληνικού πολιτικού κατεστημένου υπέρ της ένταξης της Τουρκίας στην Ε.Ε., της επίλυσης του Κυπριακού στη βάση του Σχεδίου Ανάν (αν και μια τέτοια εξέλιξη θα επισφραγίσει κατ\' ουσίαν την έκλειψη του Ελληνισμού από την Ανατολική Μεσόγειο), καθώς και της ελληνικής «αφωνίας» αλλά και χρόνιας απραξίας στα ζητήματα της Μέσης Ανατολής, χώρο ζωτικών συμφερόντων για τον Ελληνισμό, εξισορροπούνται στο διμερές ισοζύγιο Αθηνών-Ουάσιγκτον με την ανέξοδη για τις ΗΠΑ αναγνώριση ειδικής αποστολής (παρότι ακαθόριστης) των Αθηνών στα Βαλκάνια.
Η αποδοχή εκ μέρους της Ελλάδας κάποιου ασαφούς «υπεργολαβικού» ρόλου στα Βαλκάνια είναι όντως υψίστης σπουδαιότητας για την Ουάσιγκτον, αλλά δυστυχώς η βαλκανοποίηση της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής ρίχνει τις «μετοχές» της Αθήνας στο διεθνές «χρηματιστήριο ισχύος», διότι: Πρώτον, ο φυσικός χώρος της Ελλάδας είναι η περιοχή που καλύπτει το Αιγαίο, την Ανατολική Μεσόγειο και την προέκτασή τους, τη Μέση Ανατολή. Μια περιοχή που τυγχάνει να έχει τις υψηλότερες σε στρατηγική αξία μετοχές στο παγκόσμιο χρηματιστήριο ισχύος. Δεύτερον, η στρατηγική βαρύτητα των Βαλκανίων στο διεθνές πεδίο είναι διαχρονικώς αδύναμη. Τρίτον, η ελληνική βαλκανοποίηση γίνεται με όρους Αμερικής κι όχι Ελλάδας, καθόσον δεν προωθεί ούτε εξασφαλίζει τα ελληνικά ζωτικά συμφέροντα. Αντιθέτως διαιωνίζει, εάν δεν επιδεινώνει, τα εθνικά μας προβλήματα (FYROM, αλβανοποίηση Κοσσυφοπεδίου, αναβάθμιση αλβανικού παράγοντα και υποβάθμιση του σερβικού -ενός παραδοσιακού συμμάχου της Ελλάδας- στο υποσύστημα ισχύος της Ν.Α. Ευρώπης, μουσουλμανοποίηση της «καρδιάς» των Βαλκανίων).
Οι αμερικανικοί σχεδιασμοί περιορίζουν την Ελλάδα στο περιθωριοποιημένο και άτακτο μικρόκοσμο των Βαλκανίων. Η εν λόγω βαλκανοποίηση, γινόμενη μάλιστα οικειοθελώς αποδεκτή από την Ελλάδα, αποτελεί απαραίτητο στοιχείο για την επιτυχή ολοκλήρωση της αμερικανικής πολιτικής στην ευρύτερη περιοχή για τους ακόλουθους λόγους. Η Ελλάδα είναι η πιο προηγμένη οικονομικά και από απόψεως δημοκρατικών θεσμών χώρα της Βαλκανικής Χερσονήσου, ενώ αποτελεί και την κυρίαρχη εκκλησιαστική δύναμη στον Ορθόδοξο κόσμο. Αναφορικά με το πρώτο αίτιο, η σπουδαιότητα της Ελλάδας -για την Ουάσιγκτον-έγκειται στη μοναδική συμβολή και εμπειρία που παρέχει η Αθήνα προς τις βαλκανικές χώρες, ώστε αυτές να ενταχθούν επιτυχώς και απρόσκοπτα στο παγκοσμιοποιημένο καπιταλιστικό σύστημα. Μόνο που το τίμημα των Αθηνών είναι η αποβιομηχάνιση και η οικονομική αιμορραγία της Βόρειας Ελλάδας. Θα μπορούσε ωστόσο αυτός ο «διορισμός» να καταστεί αμοιβαία επωφελής εάν η Αθήνα είχε την προνοητικότητα να μετατρέψει την επόμενη γενιά της πνευματικής, οικονομικής, πολιτικής, γιατί όχι και εκκλησιαστικής, ελίτ των Βαλκανίων σε φιλελληνική μέσω της αφειδούς χορηγίας υποτροφιών για σπουδές στα ελληνικά πανεπιστήμια των πιο φωτισμένων νέων από τις όμορες προς την Ελλάδα χώρες, αντί να σπαταλά πακτωλό χρημάτων σε άσχετες και αμφιβόλου εθνικής σκοπιμότητας δραστηριότητες των διαφόρων ΜΚΟ (Μη Κυβερνητικών Οργανώσεων).
Ο δεύτερος λόγος που η Αθήνα επιλέχθηκε από την Ουάσιγκτον για να επιτελέσει βαλκανική αποστολή είναι ότι βρίσκεται σε προνομιούχο θέση λόγω της Ορθόδοξης ταυτότητας της. Και αυτό γιατί η ενεργοποίησή της στη βάση των όρων που αυτή γίνεται (επίδειξη μεγαλοψυχίας και καλής θέλησης προς τους αδύναμους γείτονες, ροή ελληνικών επενδύσεων χωρίς ανταποδοτικούς όρους), αφενός επιταχύνει τους ρυθμούς μουσουλμανοποίησης της «καρδιάς» των Βαλκανίων, που είναι το ζητούμενο και το επιδιωκόμενο της αμερικανικής πολιτικής, και αφετέρου καθιστά αυτή τη βαλκανική αναδιάταξη «εύπεπτη» προς τους Ορθόδοξους, που είναι οι μεγάλοι χαμένοι της γεωπολιτικής αναδιάταξης της Χερσονήσου, αφού αυτή γίνεται υπό την υψηλή εποπτεία, εάν όχι με τη συνδρομή της Ορθόδοξης Ελλάδας. Η ελληνική συνδρομή αποδεικνύεται ακόμη πιο σημαντική εάν ληφθεί υπόψη ότι ο παράγων «Ορθοδοξία», υπό φυσιολογικές συνθήκες, θα έπρεπε να ενεργεί ανασταλτικά και αποτρεπτικά της μουσουλμανοποίησης, όχι φυσικά για ιδεολογικούς λόγους, αλλά για καθαρά πολιτικούς. Φυσικά αυτός ο Ορθόδοξος «κίνδυνος» ελλοχεύει και ανά πάσα στιγμή θα μπορούσε να περιπλέξει τους αμερικανικούς σχεδιασμούς. Γι\' αυτό, για να ακυρωθεί αυτή η πιθανότητα (η οποία έγινε πραγματικότητα κατά τη διάρκεια των αμερικανικών βομβαρδισμών της Γιουγκοσλαβίας, όταν σύσσωμη η Ελλάδα τάχθηκε ενεργά με τους Σέρβους), η όλη διαδικασία προώθησης και υλοποίησης της αμερικανικής πολιτικής συνοδεύτηκε με εξελίξεις απομείωσης και ευτελισμού του ορθόδοξου παράγοντα -μη εξαιρουμένου του ελληνικού- με τους εξής τρόπους:
α. Μέσω της σύστασης του δικαστηρίου της Χάγης υπό την Κάρλα Ντελ Πόντε που εξελίχτηκε σε φορέα καταδίωξης, καταδίκης και δυσφήμησης των Σέρβων και, κατά προέκταση, των Ορθοδόξων. Ενώ το υπόψη δικαστήριο συμπεριέλαβε στους ενόχους και μερικούς μόνο Κροάτες, ωστόσο δεν έχει επιδείξει καμία ευαισθησία για τα «ανομήματα» των Αλβανών και των Βοσνιομουσουλμάνων.
β. Μετά από πάροδο ετών γίνεται το τελευταίο χρονικό διάστημα προσπάθεια ενοχοποίησης και αποστολής στη Χάγη των Ελλήνων εθελοντών (εκείνων των Ορθοδόξων πατριωτών που συνεισέφεραν στο σερβικό αγώνα) για υποτιθέμενη συμμετοχή σε 10 σφαγές μουσουλμάνων χωρίς να εμφανίζεται -αφού κατά τα φαινόμενα δεν υπάρχει- κανένα επιβαρυντικό ή αποδεικτικό εις βάρος τους στοιχείο. Το χορό της εκστρατείας ενοχοποίησης σέρνουν οι «αρχιερείς» του αντικληρικαλισμού στην Ελλάδα: οι εφημερίδες «Τα Νέα» και «Ελευθεροτυπία» με δηκτικό όσο και γενικόλογο λόγο για την υποτιθέμενη ενοχή τους. Φαίνεται πως οι εθελοντές αποτελούν το πρόσχημα των πραγματικών επιδιώξεων των υπόψη «αρχιερέων», αφού η στόχευση είναι άλλη. Αυτό συνάγεται από το γεγονός ότι, μέσω των στηλών των δύο εφημερίδων, υποστηρίζεται ότι το φαινόμενο των Ελλήνων εθελοντών εκκολάφθηκε στις σελίδες των σχολικών βιβλίων που βρίθουν εθνικιστικών θέσεων και προβάλλουν το ρομαντισμό μιας παρωχημένης ηρωικής εποχής. \'Αρα, συμπεραίνεται ότι το επιδιωκόμενο είναι η αναμόρφωση των βιβλίων, η κατάργηση των παρελάσεων και της προσευχής, η αποκαθήλωση των εικόνων και των φωτογραφιών των Αγωνιστών της Παλιγγενεσίας από τις αίθουσες κ.λπ. Φυσικά από το χορό αυτό δεν θα μπορούσε να λείπει ο βουλευτής Ανδρέας Ανδριανόπουλος που με επιστολή του προς την Πρόεδρο της Βουλής ζητά τη σύσταση ειδικής επιτροπής για τη διερεύνηση των «εγκλημάτων» των εθελοντών. Η τακτική αυτή αποδίδεται στη λαϊκή ρήση: «πες, πες, πες και στο τέλος κάτι θα μείνει». Εάν δηλαδή απαξιωθεί η Ορθοδοξία τότε εξαλείφεται το πιο σοβαρό εμπόδιο για το ξετύλιγμα του νέου σκηνικού.
γ. Μεθοδεύτηκε το «χαμήλωμα» της Εκκλησίας της Ελλάδας και του Προκαθημένου της («ταυτότητες», κρίση με το Φανάρι, εκκλησιο-σκανδαλολογία). Εκτιμώ πως η διαδικασία αυτή όχι μόνο δεν έχει ολοκληρωθεί, αλλά αυτά που μέχρι σήμερα βιώσαμε αποτελούν το προκαταρκτικό στάδιο μιας προαναγγελθείσης γενικής επίθεσης εναντίον του θεσμικού ρόλου της Εκκλησίας στην ελληνική κοινωνία. Βεβαίως θα \'ταν δογματική θέση να υποστηρίξει κανείς πως όλα αυτά τηλεκατευθύνονται από την Ουάσιγκτον ή το πιθανότερο αϊτό το Λονδίνο, διότι η διεθνής πολιτική είναι πολύ πιο σύνθετη από μια αφοριστική και καταγγελτική υπόθεση. Ωστόσο δεν μπορεί να μην επισημανθεί ότι η υποβάθμιση της Ελλαδικής Εκκλησίας ευνοεί τους αγγλοσαξονικούς γεωπολιτικούς σχεδιασμούς και γίνεται από τις εγχώριες «μεταπρατικές» δυνάμεις, πολλές εκ των οποίων έχουν συγκεκριμένες σχέσεις με την Ουάσιγκτον και το Λονδίνο.
δ. Μια από τις καινοτόμες μεθοδεύσεις απο-ορθοδοξοποίησης είναι η πολυπολιτισμικότητα, που έχει ως σημαία τα «ανθρώπινα δικαιώματα». Δεν είναι τυχαίο ότι οι πολυδιαφημισμένες θέσεις Μάνου-Βενιζέλου περί εικόνων, διαχωρισμού Εκκλησίας-Κράτους κ.λπ. έγιναν σε εκδήλωση που διοργάνωσε η Ελληνική Ένωση για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα στο Δικηγορικό Σύλλογο Αθηνών. Περνά σχεδόν απαρατήρητο ότι στους κύριους στόχους της πολυπολιτισμικότητας είναι το προπύργιο της Βυζαντινής Ορθοδοξίας και της Μακεδονίας, η Θεσσαλονίκη. Γεγονός που Θα μπορούσε με μεγάλο βαθμό αξιοπιστίας να ερμηνεύσει εν πολλοίς την αδιαλλαξία των Σκοπίων και την εύνοια των «τρίτων» προς αυτά. Πρόκειται ουσιαστικά για μια διαδικασία έρπουσας αφελληνοποίησης της Θεσσαλονίκης που επιχειρείται με τη συνδρομή αλλοδαπών (δυστυχώς και ημεδαπών) ιστορικών. Τα τελευταία χρόνια βλέπουν το φως της δημοσιότητας βιβλία και άρθρα, ενισχυμένα με ανακοινώσεις συνεδρίων, μέσω των οποίων εκθειάζεται η οθωμανική πολυπολιτισμικότητα (εξιδανικεύουν την οθωμανική περίοδο της πόλης για δήθεν ανεξιθρησκία), η οποία προβάλλεται συστηματικά σε αντιδιαστολή προς τον «εξελληνισμό» που «υπέστη» δήθεν η Θεσσαλονίκη μετά την απελευθέρωση της. Δηλαδή οι Τούρκοι εμφανίζονται ως τζέντλεμεν προς τις μειονότητες (άρα έχουν θέση και ρόλο στην πολυπολιτισμική Ευρώπη!), ενώ οι Έλληνες, κινούμενοι από εθνικισμό, χρεώνονται τον εκμηδενισμό των άλλων σύνοικων, μειονοτήτων, επιβάλλοντας την ελλαδική εσωστρέφεια που όπως υποστηρίζεται, κατέστρεψε την οικονομία της πόλης. Οι εν λόγω προτείνουν ως λύση τη διεθνή θεώρηση (=μετάλλαξη) της πόλης, προοίμιο δηλαδή της επερχόμενης πολυπολιτισμικότητας οθωμανικού τύπου. Μνημονεύω ενδεικτικά το βιβλίο του αμερικανο-εβραίου ελληνομαθούς ιστορικού Μαρκ Μαζάουερ «Θεσσαλονίκη (1430-1950)», καθώς και το διεθνές συνέδριο που συνδιοργάνωσε το υπουργείο Μακεδονίας-Θράκης και το γνωστό νεοεποχίτικο μελετητικό Ίδρυμα των Αθηνών ΕΛΙΑΜΕΠ. Στο συνέδριο αυτό, που διεξήχθη προ διετίας περίπου στη Θεσσαλονίκη συμμετείχαν διάφοροι «πολυπολιτισμικοί» παράγοντες από διάφορες χώρες και θρησκεύματα, αλλά επιμελώς αποκλείστηκε η ελλαδική Εκκλησία. Βεβαίως υπό προϋποθέσεις, εάν δηλαδή η αθηναιοκεντρική Διοίκηση σκεπτόταν και ενεργούσε γεωπολιτικά, κι όχι ιδεαλιστικά, η πολιτική της πολυπολιτισμικότητας θα μπορούσε να εξελιχθεί σε εθνική πανάκεια για τον Ελληνισμό εάν αξιοποιούσε τις προοπτικές στα Σκόπια και την Κωνσταντινούπολη.
Οι Έλληνες «μεταπράτες»
Το νεοεποχίτικο κλίμα που περιέγραψα, προωθείται στην Ελλάδα, όπως γίνεται φανερό, μέσω των εγχώριων «μεταπρατών» οι οποίοι μετά περισσού ζήλου προάγουν το νέο «προϊόν» που ακούει στο όνομα της «απο-ορθοδοξοποίησης». Τα συστατικά στοιχεία του «προϊόντος» αυτού είναι: αποκαθήλωση των εικόνων σε δημόσιους χώρους, κατάργηση της προσευχής και των θρησκευτικών στα σχολεία, κατάργηση του θρησκευτικού όρκου των δημοσίων ανδρών, διαχωρισμός Εκκλησίας-Κράτους, απαξίωση Θρησκευτικών και εκκλησιαστικών Θεσμών και συμβόλων (καθιστική «διαμαρτυρία» στη Βουλή) κ.ο.κ.
Είναι πλέον ηλίου φαεινότερο ότι ο κύριος μεταπρατικός φορέας μετεκκένωσης της νέας αντίληψης στα καθ\' ημάς είναι το ΠΑΣΟΚ των κ.κ. Κ. Σημίτη και Γ. Παπανδρέου. Η μετάλλαξή του από Κίνημα των κοινωνικών και εθνικών οραμάτων σε νεο-εποχίτικο, ή άλλως αποκαλούμενο νέο-φιλελεύθερο με υπολείμματα σοσιαλιστικής ρητορείας, χρονολογείται από το 1996. Η μετάλλαξη αυτή είναι σχεδόν καθολική τόσο ιδεολογικά όσο και στελεχιακά. Το σημερινό προφίλ της ιθύνουσας κομματικής ομάδας, αποκαθαρμένης από την παρουσία στελεχών όπως ο Παπαθεμελής, ο Κρητικός, ο Πεπονής, ο Αρσένης και πλειάδα άλλων του πατριωτικού και λαϊκού ΠΑΣΟΚ -όχι όμως στελεχών τύπου Σηφουνάκη- έχει ενισχυθεί με τη σύνθεση ενός κράματος νεογενών και νεόφερτων στελεχών, τα οποία εκφράζουν πολιτικές που αντιπροσωπεύουν το νέο, παγκοσμιοποιημένο πρόσωπο της νέας εποχής στην Ελλάδα. Στην νέα αυτή (ανα)σύνθεση κυριαρχούν οι πολιτικές μετεγγραφές στις οποίες η νέα ηγετική ομάδα του κόμματος επέβαλε, όχι μόνο λόγω της συμβατότητας των δικών τους «πιστεύω» με το μετα-Ανδρεϊκό ΠΑΣΟΚ, αλλά και λόγω της ζηλευτής νεοεποχίτικης «προίκας» που προσκομίζουν σ\' ένα κόμμα μ\' ένα εντελώς διαφορετικό πρόσωπο απ\' αυτό που τώρα επιχειρείται να γίνει. Περιορίζω τις επισημάνσεις μου στις ακόλουθες ενδεικτικές περιπτώσεις:
Ανδρέας Ανδριανόπουλος: ο θεωρητικός του νεο-φιλελευθερισμού στην Ελλάδα, με ειδίκευση στα εξωτερικά θέματα. Η αμερικανολαγνεία του είναι τέτοια που πραγματικά ξαφνιάζει και προβληματίζει κάθε ανυποψίαστο.
Στέφανος Μάνος: το «πρακτικό» πνεύμα του νεο-φιλελευθερισμού και αντικληρικαλισμού στην Ελλάδα με γνώμη και θέση επί παντός επιστητού.
Μίμης Ανδρουλάκης: ο «διανοούμενος» της ομάδας που συνδυάζει το μετα-εθνικό και μετα-θρησκευτικό του πιστεύω με το «ανάλαφρο» σε όλες τις πτυχές του. Στο πνεύμα αυτό δεν θα μπορούσε να εξαιρέσει και την ίδια την Παναγία, επιχειρώντας μέσω της «λογοτεχνικής» του γραφίδας να της προσδώσει ένα «light», εκκοσμικευμένο προφίλ μιας κοινής θνητής.
Μαρία Δαμανάκη: \'Ανθρωπος της εφηρμοσμένης πολιτικής με ειδικότητα στην απο-ορθοδοξοποίηση της χώρας («ταυτότητες», διαχωρισμός Εκκλησίας-Κράτους κ.λπ.). Μαζί της συμπλέουν οι «ανανήψαντες» της κομμουνιστικής Αριστεράς, κυρίως οι προερχόμενοι από το Συνασπισμό.
Κώστας Σημίτης & Γιώργος Παπανδρέου: Αντιπροσωπεύουν τον χαρακτηριστικό τύπο του «παγκοσμιοποιημένου» ηγέτη με κύρια γνωρίσματα την πολυγλωσσία και την καλή δυτική μόρφωση σε βαθμό που μάλλον έχει επισκιάσει την ελληνικότητά τους. Η σοβαρή μειονεξία τους στην ελληνική γλώσσα και την ελληνική παιδεία οφείλεται σ\' αυτό το γεγονός. Αμφότεροι δίνουν την αίσθηση ότι αποστρέφονται το «ελληνικό» (ουδέποτε για παράδειγμα έχουν διανθίσει τους λόγους τους με κάποιο λογότυπο από την κλασσική ή τη νεοελληνική -και πολύ περισσότερο την Πατερική- γραμματεία ή τη λαϊκή θυμοσοφία), αισθάνονται άνετα στα διεθνή ακροατήρια όπου απολαμβάνουν ιδιαίτερης αποδοχής, ενώ το κύριο πολιτικό τους μέλημα είναι η πρόταξη ενός διεθνούς -όχι ελληνοκεντρικού- προφίλ για τους εαυτούς τους. Ενός προφίλ που απεικονίζει την «άχρωμη» ελληνικότητα τους. Και οι δυο τους κατατρύχονται από την αδημονία και το άγχος του υποψήφιου, ο οποίος πρέπει να περάσει τις εξετάσεις με υψηλό βαθμό για να αυξήσει τις πιθανότητες κατάληψης μιας διεθνούς θέσης (στην Ε.Ε. ο πρώτος, στο ΝΑΤΟ ή στη θέση του Σολάνα ο δεύτερος), που είναι το επιζητούμενο. Επειδή οι εν λόγω θέσεις είναι δοτές και δεν υπόκεινται στη λαϊκή βάσανο, μέριμνά τους είναι η ικανοποίηση των προϋποθέσεων που ατύπως υπαγορεύονται από διάφορα κέντρα, τα συμφέροντα των οποίων δεν ταυτίζονται εν πολλοίς με τις λαϊκές επιθυμίες. \'Αλλωστε το διαρκώς ευρυνόμενο χάσμα ανάμεσα στις πολιτικές ελίτ, που εκφράζουν συνεχώς και περισσότερο τα προαναφερόμενα κέντρα επιρροής, και τους πολίτες οδηγεί στην καταψήφιση των επιλογών των πρώτων, όταν αυτές συγκατανεύσουν να τεθούν σε δημοψηφισματική ετυμηγορία (Σχέδιο Ανάν, γαλλικό και ολλανδικό «ΟΧΙ» κ.λπ.).
Εάν κρίνει κανείς τις βασικές επιλογές των δύο προαναφερομένων ηγετών του ΠΑΣΟΚ θα διαπιστώσει ότι αυτές κατά κανόνα δεν ικανοποιούν και, πολλές φορές, αντίκεινται προς τις λαϊκές επιθυμίες και προτεραιότητες, όπως: οι «ταυτότητες», το πέρα από κάθε λογικό όριο ενδιαφέρον για τα δικαιώματα των ομοφυλοφίλων, η υιοθέτηση του Σχεδίου Ανάν, η αποχριστιανοποίηση, η απαξίωση συμβόλων και θεσμών που σχετίζονται με την Εκκλησία (καθιστική «διαμαρτυρία» κατά την ορκωμοσία του Προέδρου της Δημοκρατίας κ. Κ. Παπούλια), η κατάθεση στεφάνου στα Μαυσωλείο του Ατατούρκ στην \'Αγκυρα για πρώτη φορά από Έλληνα επίσημο, τον τότε υπουργό Εξωτερικών κ. Γ Παπανδρέου, η συνεχής, κατά τα τελευταία χρόνια, συμμετοχή του Γ. Παπανδρέου στη Λέσχη Μπίλντερμπεργκ χωρίς να δίδεται κάποια εξήγηση των λόγων που την επιβάλλουν, ή τουλάχιστον τα θέματα που συζητούνται και η παρουσία του κρίνεται απαραίτητη, παρότι προκλήθηκε μέσα στη Βουλή να απαντήσει σχετικά κ.ο.κ.
\'Αραγε ποιο από τα μέτρα που ενδεικτικά απαρίθμησα βρίσκεται στις προτεραιότητες του λαού ή συμβάλλει κατ\' ελάχιστο στη βελτίωση της καθημερινότητας του; Απεναντίας, όπως απεδείχθη, αντίκεινται προς τις ουσιώδεις επιθυμίες του μέσου πολίτη, αλλά παρόλα αυτά προτάσσονται με εμμονή και αμετακίνητο πείσμα, έστω και εάν τους κοστίζει πολιτικά. Πιστή εικόνα για το τι μέλλει γενέσθαι σε μια μελλοντική κυβέρνηση του σημερινού ΠΑΣΟΚ μπορούμε να αποκτήσουμε, παρατηρώντας την πορεία του ισπανικού ομολόγου του, το οποίο πριν καλά καλά εγκατασταθεί στα κυβερνητικά γραφεία μετά την εκλογική του επιτυχία προέβη στη νομιμοποίηση των γάμων των ομοφυλοφίλων, μέτρο που έχει προξενήσει εθνικό διχασμό στη χώρα αυτή της Ιβηρικής. Βεβαίως και στην Ισπανία το ζητούμενο δεν είναι η προστασία μιας «καταπιεσμένης» μειοψηφίας πολιτών όπως οι \"gay\", αλλά η επιτάχυνση της διαδικασίας αποχριστιανοποίησης μέσω μέτρων που αντίκεινται στα εκκλησιαστικά ειωθότα, έστω και εάν αυτά επιφέρουν την κοινωνική αναταραχή.
|