«εἰ τὸ λευκὸν ἓν σημαίνει»
Κώστας Ζουράρις
ἐκδότης τῆς «Μακεδονίας» καὶ τινῶν ἀκόμη
Ἀντίβαρο, Ίανουάριος 2007
Ἀλλὰ ἓν καὶ μόνο ἕνα: τότε, μόνον, «μία δέ ἐστι κατάφασις καὶ ἀπόφασις…», ἄν, π.χ., τὸ «λευκὸ» σημαίνει ἕνα καὶ μόνο πρᾶγμα. «…εἰ τὸ λευκὸν ἓν σημαίνει». Ἄν ὅμως, «εἰ δὲ δυεῖν ἓν ὄνομα κεῖται, ἐξ ὧν μή ἐστιν ἕν, οὐ μία κατάφασις». Ναί, ἐὰν ἕνα καὶ μόνο ὄνομα χρησιμοποιεῖται γιὰ δύο πράγματα, ἀπὸ τὰ ὁποῖα δὲν προκύπτει ἕνα καὶ μόνο, τότε ἡ κατάφαση δὲν εἶναι μία καὶ μόνη (οὔτε ἄλλωστε καὶ ἡ ἄρνηση)1. Ὅπως ἀκριβῶς στὸ Σκοπιανό, μὲ τὸ ὄνομα «Μακεδονία», ποὺ θέλησαν νὰ ὑφαρπάσουν μονομερῶς οἱ Σκοπιανοί. Καὶ ἀπορῶ καὶ ἐξίσταμαι καὶ ἄντερα μοῦ ξεπατώθηκαν ἀπὸ τὸν καγχασμό: ὅλοι ἐκεῖνοι, οἱ ἡμέτεροι ἐριβριθεῖς περὶ τὸ «Μέτωπο λογικῆς» καὶ λοιποὶ εὐρασθενεῖς λογοκρατούμενοι «ὀρθολογιστὲς» περὶ τὴν λογικήν, γιατὶ δὲν ἄνοιξαν ποτὲ τὴ �›ογικὴ τοῦ Ἀριστοτέλη καὶ ἰδίᾳ τὸ 18α, 18-19 τῆς «ἑρμηνείας», γιὰ νὰ ἑρμηνεύσουν τὸ παράλογον τῆς πλαδαρῆς τους λογικῆς;
Ἄσε, φυσικά, τὸ ἐναρκτήριον ἔγκλημα, ποὺ ἀπορρίπτει πᾶσαν «λογικὴ» συζήτησιν, δηλαδὴ τὴν κλοπὴ τοῦ ὀνόματος, ἐφ’ ὅσον, ὡς γνωστόν, οὔτε λίμνη καμμιὰ οὔτε ποτάμι ἢ βουνὸ ὀνομάζουν τὸν ἑαυτό τους, «μὲ λένε τάδε», ἀλλὰ μόνον οἱ ἄνθρωποι ποὺ ἐκεῖ ἐγκαταβιώνουν, καὶ ἑπομένως οἱ Μακεδόνες, ἡμεῖς, ὡς Ἡρακλειδεῖς, ἄρα Ἕλληνες μετέχοντες τοῦ Κοινοῦ τῶν Ἑλλήνων, ναί, ἐμεῖς ὀνομάσαμε τὰ ἕδη μας «Μακεδονία» καὶ, ἄρα, «οὐχ ἕδος ἐστὶ» νὰ κάτσουν οἱ Σκοπιανοὶ πάνω στὸ ἕδος (ἔδαφος) τοῦ δικοῦ μας ὀνόματος. Ἄσ’ το, λοιπὸν αὐτό. Πὲς ὅτι ὁ καθ’ ἡμᾶς τρόπος ἔχει ὡς κυρίως ἕδος του τὸ «συγχωρῶ» (χωρῶ μαζί σου), κι ὅτι, ἂς εἶναι, ἂς συζητήσουμε ἐν ἐπιεικίᾳ μὲ τὸν λωποδύτη, ἐδῶ στὸ κλαπέν, δικό μας ἕδος. Ἀλλά, ἔλα ποὺ ὁ λωποδύτης θέλει γιὰ πάρτη του, ὁλόκληρο καὶ ἀποκλειστικὰ δικό του καὶ τὸ ὄνομα! Κι ἔρχονται ἀμφαγαπάζοντες καὶ μαλακογνώμονες, οἱ «δικοί» μας αὐτοδαεῖς καὶ αὐτότεχνοι «λογικοὶ» καὶ μᾶς λένε, ναί, ἔτσι νὰ γίνει! Κι ὅτι ἂν ποῦμε ὄχι, θὰ εἴμαστε «μὴ λογικοὶ» καὶ ὑπερβολικοί…
Ποῦ τὴν ηὔρατε τέτοια λογική, ὦ «λογικοί»; Τί λέει ἡ �›ογική; (Τοῦ Ἀριστοτέλη, δηλαδή, ὄχι ἡ ὑποτελείας σημαντική, σκιτζήδικη…) �›έει ὅτι τὸ ὄνομα «Μακεδονία» θὰ μποροῦσαν νὰ τὸ χρησιμοποιήσουν μονομερῶς, εἰς τὸ ἀκέραιον καὶ εἰς τὸ ἄρτιον οἱ Σκοπιανοί, μόνον ἐὰν τὸ «λευκόν-Μακεδονία» («λευκὸν ἱμάτιον ἵππῳ καὶ ἀνθρώπῳ», χρησιμοποιεῖ ὡς παράδειγμα ὁ Ἀριστοτέλης) θὰ ἐσήμαινε ἕν: Ἕνα καὶ μόνον πρᾶγμα. «Εἰ δὲ δυεῖν ἓν ὄνομα κεῖται»: ἐπειδὴ ὅμως οἱ Σκοπιανοὶ θέλουν νὰ ἐπιβάλουν ἕνα καὶ μόνο ὄνομα γιὰ δυεῖν, διότι δὲν εἶναι μόνοι τους, ἀφοῦ εἴμαστε κι ἐμεῖς ἐδῶ, οἱ πρῶτοι καὶ μόνοι καὶ ληστευθέντες, καὶ ἐπειδὴ «ἐξ ὧν», ἀπ’ αὐτοὺς τοὺς δύο λαούς, «μή ἐστιν ἕν», δὲν προκύπτει ἕνας, ἑνιαῖος καὶ μόνο λαός, διὰ ταῦτα καὶ «οὐ μία κατάφασις»: δὲν μπορεῖ νὰ καταφάσκει τὸ ὄνομα «Μακεδονία» πρὸς τὸν ἕνα μόνο λαό-τὸν Σκοπιανὸ δηλαδή-ἔτσι κι ἀλλοιῶς, ἀνεξάρτητα τουτέστιν ἀπὸ τὴν ἀρχικὴ ὕβριν-λωποδυσία. Οὐ μία κατάφασις. Διότι τὸ «λευκόν», ἤγουν «Μακεδονία», «δυεῖν κεῖται», τοὐλάχιστον (ἂν συγχωρήσουμε, δηλαδή, τὴν ἀρχικὴ λωποδυσία τοῦ ὀνόματος) καί, πάλι τοὐλάχιστον, οὐδεὶς ἐκ τῶν ἡμετέρων, ἔστω καὶ εὐρωχάσκαξ, εἶχε δικαίωμα νὰ ἀσκήσει τὴν κλούβια λογική του, ἀγνοώντας τὴν �›ογικὴ τοῦ Ἀριστοτέλη, ὅπως αὐτὴ τέμνει τελεσιδίκως τὸ περὶ ὑποκλοπῆς τοῦ ὀνόματος στο 18α, 18-19 («περὶ ἑρμηνείας»).
Ἐπιμύθιον
Ναί! Στὶς διεθνεῖς σχέσεις δὲν ὑπάρχει ποτὲ «βραχύ», κοντό, μικρὸ ζήτημα! Ὅλα εἶναι σημαντικά! Δὲν ὑπάρχει τὸ - δὲν βαριέσαι… γιὰ ἕνα «Μεγαρέων ψήφισμα», τώρα, νὰ διακινδυνεύσουμε; Ἂς ὑποχωρήσουμε… γιὰ νά ’χουμε τὸ «ἡσυχίαν ἔχειν»… Μά, εἴμαστε σοβαροί; Κινδυνεύουμε ἀπὸ τὸ ὄνομα «Μακεδονία», τῶν Σκοπιανῶν; Ἂς εἴμαστε ἐμεῖς οἱ «εἴξοντες», (οἱ ἐπι-εἴξοντες, ἐπι-εἰκεῖς), ὑποχωρητικοί, ναί, στὸ ὄνομα τῆς εἰρήνης… Κούνια ποὺ σὲ κούναγε, ἀσπόνδυλο ἐκσυγχρονιστάν μου…
Ἂν ὑποχωρήσετε (εἰ ξυγχωρήσετε) σὲ τοῦτο τὸ τάχα μου «βραχύ τι», τότε, ὄχι αὔριο, ὄχι μεθαύριο, ἀλλὰ «εὐθύς», θὰ λειτουργήσει εἰς βάρος σας ἀμείλικτον τὸ θουκυδίδειον Α140, 5-3,4): «μάθανε ποὺ γαμιόμαστε, πλακώσανε κι οἱ γῦφτοι», ἤ, σὲ ἁπλούστερα ἑλληνικά, ναί, «…καὶ ἄλλο τι μεῖζον εὐθὺς ἐπιταχθήσεσθε, ὡς φόβῳ καὶ τοῦτο ὑπακούσαντες…».
Ναί, ευθύς, καὶ ἄλλο μεῖζον θὰ σοῦ ζητήσουν: ἐσένα, τὰ νησιά σου, τὸ ὄνομα σου, τὸ ὄνομα τῆς ἐφημερίδας «Μακεδονία», ποὺ θὰ σοῦ τὸ ἀπαγορεύσουν, διότι τὸ Μακεδονία θὰ εἶναι «ὀνομασία προελεύσεως κατωχυρωμένη», τὸν χαλβᾶ σου, διότι εἶσαι χαλβᾶς.
1. Ἀριστοτέλους, «Περὶ ἑρμηνείας», Ὄργανον 18α, 18-19, μτφρ. Ἠ. Π. Νικολούδης, ἐκδόσεις «Κάκτος».
*Τὸ πρῶτο μέρος τοῦ κειμένου προέρχεται ἀπὸ τὸ βιβλίο τοῦ Κώστα Γ. Ζουράρι «Χέσαιτο εἰ μαχέσαιτο, ἄλλως σκωπτικὸς» (σελ. 104-106), ποὺ κυκλοφορεῖ ἀπὸ τὶς Ἁρμός. Τὸ ἐπιμύθιον προέρχεται ἀπὸ τὸ κείμενο τοῦ ἰδίου ποὺ δημοσιεύτηκε στὶς 11 Δεκεμβρίου τοῦ 2005 στὴν «Μακεδονία τῆς Κυριακῆς».
Μακεδονία, 6-7 / 1 / 2007
|