«Ψαλιδόκωλοι, σαπιοκοιλιές, εὐρωλιγούρηδες
»
Κώστας Ζουράρις
εἰδικὸς σύμβουλος τῆς «Μακεδονίας» καὶ τινῶν ἀκόμη
Αντίβαρο, Δεκέμβριος 2007
«Κάλλιον νὰ μὴν ὑπάρχῃ Ἕλλην εἰς τὸν κόσμον, παρὰ νὰ ἀτιμάζῃ τὸ κατ εἰκόνα Θεοῦ καὶ ὁμοίωσιν, ὑπάρχων ἀνδράποδον τοῦ ἀναισθήτου Τούρκου, ἐνῶ ἐπλάσθη ἀπὸ τὸν Θεὸν ἐλεύθερος» (Τρίτη Ἐθνοσυνέλευσις, Τροιζήνα 5 Μαΐου 1827, Διακήρυξις) «Φαίνεται πὼς τὸ ἔνστικτο τοῦ γραφιᾶ μέσα μου καὶ τοῦ μανιακοῦ πολέμιου τῆς προχειρότητας μ ἔχουν μονοχνοτίσει. Φέρτε μου τὸν Θεό, θὰ συνεννοηθῶ ἀμέσως. Μὲ τοὺς ἀνθρώπους εἶναι τὸ δύσκολο
Μιλῶ μ ἕναν φανατισμὸ ποὺ δὲν εἶναι παρὰ σωφροσύνη στὸν κύβο». Αὐτὸς ὁ «φανατισμὸς τοῦ γραφιᾶ», ὅπως μοῦ τὸν εὐλογεῖ ὁ Πρωτογραφιὰς Ἐλύτης (ἐδῶ, στὰ «Δημόσια καὶ ἰδιωτικά» του), αὐτός, ναί, «ὁ μανιακὸς» εὐλογημένος, εἶναι ποὺ μὲ κάνει νὰ ὁρίζω ἔτσι, ὅπως πιὸ πάνω, τὸν τίτλο αὐτοῦ τοῦ κειμένου μου
Καὶ βέβαια, νὰ διαπιστώνω, μαζὶ μὲ κάθε νηφάλιο ἀναγνώστη, πὼς ὁ «γραφιὰς ὁ μανιακός», μὲ τὸν λεκτικό του «φανατισμὸ» ὡς «σωφροσύνη στὸν κύβο», δὲν εἴμαστε μόνον ὁ Ἐλύτης καὶ ἐγώ: «Ψαλιδόκωλοι»; «Σαπιοκοιλιές»; «Κάλλιον νὰ μὴν ὑπάρχῃ Ἕλλην εἰς τὸν κόσμον, παρὰ νὰ ἀτιμάζῃ τὸ κατ εἰκόνα Θεοῦ καὶ ὁμοίωσιν»; Νάτοι κι ἄλλοι «γραφιάδες φανατικοί», ζόρικοι, οἱ τοῦ «καθ ἡμᾶς τρόπου», ποὺ χτίζουν τέτοιες βαρετὰ εἰρωνικὲς κουβέντες
Ποιοί κοροϊδεύουν καὶ «μιλοῦν μὲ φανατισμό», τόσο προκλητικοί; Μά καὶ μὲ τὸ συμπάθιο δηλαδή, πρὸς ὅλους τοὺς ξενέρωτους «πολιτικῶς ὀρθούς»
- μά, αὐτοὶ οἱ γραφιάδες, οἱ φανατικοί, εἶναι ὁ Λαός, ὁ Ἕλλην Λαὸς κι ὁ Καραϊσκάκης του, ὁ σταδαῖος μεγαλομάρτυς, τὸ στάδιον Καραϊσκάκης τοῦ Ἕλληνος Τρόπου
Ναί! Οἱ «ψαλιδόκωλοι» ἦταν ὅλοι ἐκεῖνοι οἱ δημοπίθηκοι, οἱ φραγκοφορεμένοι, ποὺ ἄρχισαν νὰ συρρέουν, ἀπόλεμοι, εὐρωλιγούρηδες τοῦ κερατᾶ, ἤδη ἀπὸ τότε, γιὰ «νὰ σώσουν τὴν νίκη», ἀμέσως μετὰ τὴν διαφαινόμενη ἀπελευθέρωση τοῦ πρώτου, ἔστω, τμήματος τῆς βασανισμένης Ρωμηοσύνης. Ὁ σεμνὸς ἀγωνιστὴς καὶ γραφιάς, Μακεδὼν Κασομούλης μᾶς δίνει ἔξοχα τὴν γελοιωδεστάτη, ἀπὸ τότε, «ἐκσυγχρονιστική» τους λιγδιάρικη προπέτεια: «
Μεταξὺ τόσων Ἑλλήνων πολιτικῶν, οἵτινες ἐπαιτοῦσαν θέσεις δημοσίας
ὑστερούμενοι τὸν ἐπιούσιον ἄρτον εἰς ἐκείνας τὰς περιστάσεις, ἐφάνησαν καὶ ἕν πλῆθος λογίων φραγκοφορεμένων εἰς Αἴγιναν, ἐλθόντων ἀπὸ ὅλην τὴν Εὐρώπην καὶ τὰς Ἑπτὰ Νήσους, ζητοῦντες νὰ λάβουν θέσιν ὁ καθεὶς δημοσίαν. Ἐγιόμωσαν λοιπὸν ἐν ἀκαρεῖ τὰ ὑπουργεῖα ἀπὸ νεανίσκους νεήλυδας κηφῆνας, οἱ ὁποῖοι δὲν ἔφθανεν μόνον ὁποὺ ὑστεροῦσαν τὴν θροφὴν τῶν ἀγωνισθέντων, ἀλλὰ τὸ χειρότερον, πολλὰ ἐξ αὐτῶν ἀπὸ προσωπικὴν ἄγνοιαν κακομεταχειρίσθησαν πολλοὺς τῶν ἀγωνιστῶν, παρουσιαζομένων δι ὑποθέσεις των εἰς τὰς ἀρχάς» (Ν΄ Κασομούλη: Ἐνθυμήματα στρατιωτικά). Αὐτοὶ λοιπόν, οἱ τότε εὐρωλιγούρηδες, οἱ «νεήλυδες κηφῆνες», εἰσέβαλαν στὴν σφαγιασμένη Ἑλλάδα, τὴν μετεπαναστατική, «μουρμουρίζοντας σπασμένες σκέψεις ἀπὸ ξένες γλῶσσες», ὅπως τοὺς λοιδορεῖ ὁ καθ ἡμᾶς ἱλαροτραγικὸς Σεφέρης. Αὐτοὶ φοροῦσαν ἐκείνα τὰ ξιπασμένα «φράκα», μὲ τὸ «ἡμίψηλον»! Τὸ «frac», ὡς γνωστὸν ἢ ἄγνωστον, ἔχει τὸ πίσω μέρος τοῦ πανωφοριοῦ του χωρισμένο σὲ δυὸ μυτερὲς ἀπολήξεις. Μαῦρο τὸ φράκο, μαῦρα καὶ τὰ ψαλιδιασμένα ἡμικώλιά του, μαῦροι μελαχρινοὶ κι οἱ κηφῆνες δημοπίθηκοι ποὺ τὰ φοροῦσαν ὅλα αὐτὰ τὰ γελοῖα, ἔε, λίγο ἤθελε; Ὁ λαὸς μας, ὁ τυραννισμένος, ἀνάπηρος, πεινασμένος, διατηρώντας πάντοτε τὴν ἀριστοφάνειά του σάτιρα, τοὺς ἔβγαλε «ψαλιδόκωλους»
Κι ἡ πλάκα-πλάκα, γιὰ τοὺς τότε - ὅπως καὶ σήμερα «ἐκσυγχρονιστὲς» εἰσαγωγῆς: «νεήλυδες κηφῆνες
ποὺ ἐγιόμωσαν ἐν ἀκαρεῖ τὰ ὑπουργεῖα
καὶ κακομεταχειρίσθησαν πολλοὺς τῶν ἀγωνιστῶν»: οἱ ψαλιδόκωλοι τοῦ τότε καὶ σήμερα Ὑπουργείου Ἐξωτερικῶν τεμενάδων καὶ τοῦ Τζί-Μπί-Κόρνερ, τὰ εἰσηγμένα ὡς μούσκαροι-βοοειδῆ, τὰ ἀσπόνδυλα ἀφασικὰ μαλάκια: οἱ περιώνυμοι καὶ κατάπτυστοι «σαπιοκοιλιὲς» τοῦ Ἐθνομάρτυρα Καραϊσκάκη! Ἔτσι! «Σαπιοκοιλιὲς» ἀποκαλοῦσε περιφρονητικὰ ὁ μέγας Καραϊσκάκης, ὅλους ἐκείνους τοὺς ὁπαδοὺς τοῦ Σχεδίου Ἀνάν, τοῦ «εὐχαριστῶ τοὺς Ἀμερικάνους», ὅλα τὰ ἀσπόνδυλα ἀφασικὰ μαλάκια, τὰ ἀθηναϊκά, ποὺ μὲ τὸν ἐντελῶς διακεκριμένον δείκτην νοημοσύνης τους, συμφωνοῦν γιὰ μιὰ «σύνθετη ὀνομασία» τῆς κλεπτομακεντόνσκα καὶ λοιπὰ περιττώματα
Σαπιοκοιλιές. «Ἡ τιμὴ καὶ τὸ χρέος τοῦ παλληκαριοῦ εἶναι νὰ τὸ κράζουνε σφαγάδι καὶ ὄχι ψοφίμι», ξαναλέει ὁ ἐθελόθυτος τοῦ Τρόπου μας, Καραϊσκάκης. Ἀλλὰ τὰ ἐνδοτικὰ ψοφίμια τῆς κάθε Νατοκεμαλικῆς ὀσφυοκαμψίας, τί νὰ καταλάβουν ἀπὸ τὸ «σφαγάδι», τὸ ἱερὸν Σφάγιον τοῦ ἀριστοκρατικοῦ ἤθους τῆς ίλιαδορωμηοσύνης; Ἔε, λοιπόν, γεμάτα ἀπὸ ψοφίμια κι ὄχι ἀπὸ σφαγάδια, εἶναι ὄλα τὰ κίβδηλα, ξενέρωτα, νατοκεμαλικὰ «βοηθήματα», ποὺ ἐξαπολύει ἐναντίον τῶν παιδιῶν μας, ἡ εἰσαγωμένη οἱονεὶ «ἐπιστημοσύνη» τῶν σχολικῶν βιβλίων. Ψοφίμια λέξεων, ψοφίμια σκέψης, ψοφίμια ἱστορίας καὶ ξεπατωμένης φιλοκαλίας. Πουθενὰ οἱ ἐκφράσεις, οἱ ἐλευθερίες τοῦ Λαοῦ μας, τοῦ Πρωτευθύνου Καραϊσκάκη καὶ τόσων ἄλλων Προτύπων μας. Πουθενά, τίποτε ἀπ αὐτὰ δὲν ὑπάρχει στὰ δυσώνυμα «ἐγχειρίδια», ποὺ παραγγέλλει βλακωδῶς καὶ δέχεται, ἔτι βλακωδέστερον, τὸ ὑπουργεῖο Παιδείας τῆς ἐκσυγχρονιστικῆς μας Ψωροκώσταινας. Κι ὅμως! Σφαγάδια, ψοφίμια, ψαλιδόκωλοι, σαπιοκοιλιές, εὐρωλιγούρηδες! Ἔτσι! Μ αὐτὸν τὸν τρόπο! Μὲ τέτοιες ἔνσαρκες λέξεις, σαρκωμένη περιπέτεια τῆς φράσης, ποὺ ἀφηγεῖται ζωντανοὺς ἥρωες καὶ κιοτῆδες, μὲ Πρωτομάστορες καὶ ἀλάστορες. Ναί, μόνον μὲ μιὰ ματωμένη καὶ πάντα σατιρικῶς ὀνειδιστικὴ ἀφήγηση γιὰ ἥρωες παμπαίδαρους καὶ μαλάκες ξεπουλημένους, τότε μόνον μπορεῖς νὰ διδάξεις κάτι στὰ παιδιά! Στὰ πάντοτε παιδιά, τὰ ἡλικίας ἀπὸ ἑνὸς πρώτου λεπτοῦ μέχρις ἑκατὸν δύο ἐνιαυτῶν! Διότι ὅλοι μας εἴμαστε ἐς ἀεὶ παιδιὰ καὶ διψοῦμε γιὰ μιὰ μεγάλη ἀφήγηση, μὲ «ἔρωτες, μίση, ραδιουργίες»! Μὲ σαπιοκοιλιές καὶ τὸ «κοντὸ σπαθάκι μ»! Κι ὄχι βέβαια μὲ τὶς ξενέρωτες ἀρλοῦμπες τῶν «ἐπιστημονικῶν» (τρομάρα τους) σχολικῶν βιβλίων, τύπου: «Παρατηρῶ τὸ σύνολο τῆς ἀξίας τῶν εἰσαγωγῶν καὶ τῶν ἐξαγωγῶν. Ποιά εἶναι τὰ συμπεράσματά μου;» (Γιὰ παιδάκια δώδεκα ἐτῶν!!!)
Τὰ συμπεράσματά μου εἶναι, ὅτι τὰ «σχολικά» σας αὐτὰ βλακόμετρα, εἶναι πρὸς ἄμεσον ἐξαγωγὴν εἰς τὴν Χωματερὴν τὴν ἐξωτέραν! Ἤ, τὸ ἀκόμη πιὸ λιγδιάρικο, διότι ἀνθελληνικῶς ὕπουλο καὶ κίβδηλο: «
σὲ ὁλόκληρη τὴν Εὐρώπη (ἐξαιρεῖται, βεβαίως, ἀπὸ τὰ γελοῖα αὐτὰ ἐγχειρίδιά τους, ἡ Ἑλλάδα
)
οἱ οὐμανιστὲς ἐξυμνοῦν τὸν ἄνθρωπο»!!! (Οἱ δυτικοὶ «οὐμανιστές», ἐξυπονοεῖται ἠλιθίως εὐφυῶς, ἀπὸ τὰ «σχολικὰ» βοηθήματα, πάντοτε
). Τί λέτε, ρὲ προηγμένα μαλακιστήρια τῆς νατοκεμαλικῆς σας ἀσχετίλας; Ὁ «Περιφραδὴς ἀνήρ», ναί, «κρατεῖ δὲ μηχαναῖς», ναί, «Γᾶν ἄφθιτον ἀποτρύεται», ναί, «πέραν πόντου χωρεῖ», ναί, ναί, ναί, «καὶ φθέγμα καὶ ἀνεμόεν φρόνημα καὶ ἀστυνόμους ὀργὰς ἐδιδάξατο», ναί, «Παντοπόρος» ὁ ἄνθρωπος! Καί, αὐτὸς ὁ τοῦ Ἕλληνος λόγου ἄνθρωπος, ὁ «περιφραδής», ναί, «ἄπορος ἐπ οὐδὲν ἔρχεται
». Πάντοτε βρίσκει πέρασμα, πόρον, ὁ παντο-πόρος, ὁ κατὰ πάντα, πόρον-πέρασμα εὐρίσκων, ὁ «περιφραδὴς» ἄνθρωπος! Ἄει στὰ κομμάτια, ρὲ εἰσαγόμενες, κομπλεξικὲς σαπιοκοιλιὲς καὶ μεταχειρισμένοι ψαλιδόκωλοι! Τὸν δυτικὸ «οὐμανισμό» σας περίμενε, ὢ μίσθαρνα ἀγράμματα, ὁ καθ ἡμᾶς πυρσοφεγγὴς ἰλιαδορωμέηκος πολιτισμός, γιὰ νὰ «ἐξυμνήσει τὸν ἄνθρωπο»; Καὶ βεβαίως, αὐτὸ δὲν τὸ κάνει, χαζοχαρούμενος ὅπως οἱ δυτικοὶ «νεήλυδες» καὶ νεόπλουτοι τῆς γνώσης, ἀλλὰ ὡς δικός μας: ἱλαροτραγικός, πάντοτε: Ἅιδα φεῦξιν, γιόκ! Οὐκ ἐπάξεται
Γιὰ νὰ μὴν «ἐξυμνοῦμε» τὸν «ἄνθρωπο» τῶν σχολικῶν μας μπουρδολογιῶν, κι ἐμεῖς οἱ ἱλαροτραγικοὶ Ἕλληνες, ὡς «φῦλον κουφονόων ὀρνίθων»
Νὰ μὴν ξεχνοῦμε καὶ τὸν Ἄδη. Οἱ «οὐμανισταί», δηλαδή, «Χάρο δὲν περιμένουν»; Τόσο «καλότυχοι» εἶναι; Μᾶς ἀρκοῦν λοιπόν, οἱ-αἱ κουφόνοες ὄρνιθες, ποὺ κουρελουργοῦν αὐτὰ τὰ σχολικὰ ἐγχειρίδια, γιὰ νὰ βγάλουν πειθήνια στὴν νέα τάξη κουτορνίθια
Τὸ μπουρδιστὰν αὐτὸ δὲν εἶναι μόνον μιὰ σαπιοκοιλιά. Εἶναι καὶ σαπιοκοιλιὰ τύπου Νενέκου καὶ Ἐφιάλτου. Διότι, ἀναντιρρήτως, εἰς βάρος τῶν παιδιῶν μας, διαπράττουν τὴν ἀσελγῆ τους ἀποσιώπηση, τὴν προδοτική τους ἀποσιώπηση: «Γιὰ δὲς καιρὸ ποὺ διάλεξε ὁ Χάρος νὰ μὲ πάρει, τώρα π ἀνθίζουν τὰ κλαριὰ καὶ βγάζει ἡ γῆ χορτάρι!» Αὐτό, ρὲ εἰσαγώμενα ἀφασικὰ μαλάκια, δὲν εἶναι ἕνας ὕμνος, ἕνας αἷνος, ναί, μία δοξολογία τῆς ζωῆς; Ἕνας ὕμνος πρὸς τὸν ἄνθρωπο τῆς εἰρήνης, τῆς ὀμορφιᾶς, τῆς Φιλοκαλίας; Ἐγκώμιον τῆς ζωῆς; Καὶ τὸ ψάλλει ἕνας ἔκπαγλος Ἔφηβος τῶν Ἀντικυθήρων, τῆς Ἀλαμάνης, ποὺ «αὐτοθελήτως», αὐτεξούσιος Ἐθελόθυτος, θυσιάζει γελώντας τὴν ὀμορφιά του ποῦ ἔδυ σου τὸ Κάλλος - Ἔαρ αὐτός, γιὰ νὰ μποροῦν τὰ σχολικά μας βιβλία, σήμερα, νὰ ἐκβράζουν τὴν νατοκεμαλικὴ τους μούχλα
Κουφονόων φῦλον ὀρνίθων, «οὐμανιστικό»
Πορευόμαστε τὸν τελευταῖο καιρό, τρεῖς Δάσκαλοι τοῦ τρόπου μας, ἡ ἀφεντιά μου συνταξιοῦχος πλὴν ἔνοπλος καὶ δυὸ Μπροστάρηδες Πρωτεύθυνοι, οἱ μάχιμοι δάσκαλοι τῆς Αἴθουσας, Κώστας Σαμοΐλης καὶ Δημήτρης Νατσιός. Πορευόμαστε, «παντοπόροι», «ἄποροι ἐπ οὐδέν». Κι ἀπ αὐτὰ τὰ δυὸ Πρωτοπαλλήκαρα τοῦ Κρυφοῦ Σχολειοῦ μας, μαθαίνουμε κι ἐγὼ ὁ παλιὸς καὶ τὰ ἐνθουσιώδη ἀκροατήρια ποὺ μᾶς δέχονται, πὼς τίποτε ἀπὸ τὴν Παρακαταθήκη τοῦ Γένους μας δὲν διδάσκεται πιὰ στὰ βλαστάρια μας. Καμμιὰ ἀπὸ αὐτὲς τὶς τρισμέγιστες, τὶς Ἱδρυτικὲς τοῦ Τρόπου μας φράσεις, λέξεις, ἀφηγήσεις, δὲν ὑπάρχει πιὰ στὰ ξενοπατημένα, ἑτεροκίνητα, ξενέρωτα καὶ κουφόνοα, ὀρνιθοβριθῆ τους ἐγχειρίδια γιὰ κουτορνίθια. «Φωτιὰ καὶ τσεκούρι στοὺς προσκυνημένους»! Οἱ σαπιοκοιλιὲς καὶ οἱ ψαλιδόκωλοι δὲν θὰ περάσουν, ἀκόμη κι ἂν περάσουν
Κι ἐμεῖς, Κώστα Σαμοΐλη καὶ Δημήτρη Νατσιέ, ἐμεῖς ἐκεῖ, τοῖς Κείνων ρήμασι πειθόμενοι, πάντοτε Πρὸς τοὺς νέους, ὅπως ἂν ἐκ τῶν Ἑλληνικῶν ὠφελοῖντο λόγων
Κατὰ πάντα καὶ διὰ πάντα.
|